Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη 4γ
Του Enrico Berti
Τι είναι εδώ τα φαινόμενα (ta phainomena); Εδώ είναι ακριβώς οι γνώμες που εκφέρουν οι άνθρωποι για τις διάφορες παθήσεις και, εν προκειμένω, για την ἀκρασία. Ασφαλώς—κι εδώ είναι το χωρίο πάνω στο οποίο ο Owen έχτισε ολόκληρο το άρθρο του—η φράση thentes ta phainomena (ή tithentas ta phainomena) προέρχεται από εδώ. Άρα, πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να διακριβωθεί τι έχει ειπωθεί, τι «φαίνεται» στους ανθρώπους που στοχάστηκαν επ’ αυτών. Πρώτα, λοιπόν, diaporesantas—να αναπτυχθούν οι απορίες.
Να πάλι αυτό το ωραίο ρήμα που το συναντήσαμε στα Τοπικά, στη Φυσική, στη Μεταφυσική: το βρίσκουμε κι εδώ να δηλώνει τη μέθοδο της Ἠθικής. Είναι πάντοτε η ίδια λειτουργία: το διαπορεῖν, η ανάπτυξη των ἀποριῶν.
Τώρα, αφού διακριβωθούν τα φαινόμενα και αφού προηγουμένως τεθούν οι απορίες, κατ’ αυτόν τον τρόπο (houtō), να γίνει το δεικνύναι—να αποδειχθεί.
Να πώς περνάμε από το diaporesai στο δεῖξαι:
είναι η ίδια η ανάπτυξη των ἀποριῶν που συνιστά μια απόδειξη—houtō deiknynai—
δηλαδή, να αποδειχθούν ιδίως όλα τα ἔνδοξα σχετικά με αυτά τα πάθη.
Τι είναι εδώ τα ἔνδοξα για την ἀκρασία; Σχεδόν όλοι οι συνετοί και έντιμοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ἀκρασία είναι κακία, κάτι προς αποφυγήν. Αυτό, στην προκειμένη, είναι το ἔνδοξον: ό,τι κοινώς ονομάζουμε «καλοί αρχές»—όταν λέμε «άνθρωπος καλών αρχών», άνθρωπος της προκοπής. Όλοι οι κόσμιοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ἀκρασία είναι ελάττωμα. Επομένως, πρώτα πρέπει να διακριβώσουμε τι σκέπτεται ο κόσμος. Ύστερα να συζητήσουμε τις ἀπορίες (diaporesai), και με αυτόν τον τρόπο να επιχειρήσουμε να αποδείξουμε, αν είναι δυνατόν, όλα τα ἔνδοξα γι’ αυτά (πάντα τὰ ἔνδοξα περὶ τούτων)· κι αν όχι, τότε τουλάχιστον τα περισσότερα και τα σημαντικότερα (ta pleista kai kuriōtata).
Διότι, εάν λυθούν, όπως στη Μεταφυσική και στη Φυσική—οι δυσχέρειες (ta dyschere), και παραμείνουν σώα τα ἔνδοξα— τα ἔνδοξα δὲ δεδειγμένων ἂν εἴη ἱκανῶς —τότε θα έχει αποδειχθεί επαρκώς (hikanōs). Άρα, το να συζητούνται οι γνώμες, το διαπορεῖν προσπαθώντας να σωθούν τα ἔνδοξα— αν όχι όλα, τουλάχιστον τα περισσότερα ή τα σημαντικότερα— είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος· γιατί στην ἠθική—προσέξτε—ο Αριστοτέλης δεν αγαπά τα παράδοξα· και μάλιστα ακόμη λιγότερο στην ἠθική. Στην ἠθική είναι επικίνδυνο να υιοθετεί κανείς παραδοξολογικές θέσεις. Γιατί; Διότι η ἠθική, όπως λέει η λέξη, θεμελιώνεται στο ἦθος—στους νόμους, στα έθη της πόλεως.
Επομένως, στην ἠθική δεν είναι ο τόπος για να πηγαίνει κανείς κόντρα στο ρεύμα,
να μη συμμορφώνεται· στην ἠθική πρέπει να υπακούμε στους νόμους, να ακολουθούμε τις παραδόσεις, να εναρμονιζόμαστε με τα ήθη. Αν δεν υπάρχει ἦθος, οι θεωρίες δεν ωφελούν, οι συζητήσεις δεν ωφελούν, η ηθικότητα δεν πραγματοποιείται. Αυτό είναι το ελληνικό σημείο που, φυσικά, θα αρέσει πολύ στον Χέγκελ, γιατί αυτό είναι ο θρίαμβος της ἠθικότητας (Sittlichkeit) έναντι της αφηρημένης ηθικότητας· ενώ είναι σαφές ότι μια τέτοια θέση δεν μπορεί να αρέσει στον Καντ, ο οποίος αντιθέτως υπερασπίζεται την ηθικότητα του καθήκοντος, ανεξάρτητα από παραδόσεις, ήθη, εξωτερικούς νόμους κτλ.
Εμείς δεν ασχολούμαστε εδώ με όλα αυτά τα περιεχολογικά της ἠθικής· μας απασχολεί μόνο το επιστημολογικό καθεστώς, το οποίο, και πάλι, είναι εκείνο ακριβώς της διαλεκτικής. Κάποιος θα μπορούσε να πει: «Καλά, έτσι δεν φθάνουμε ποτέ σε αναντίρρητες αποδείξεις, σε βεβαιότητες απόλυτες». Σας παραπέμπω σε χωρία από τα Ἠθικά Εὐδήμεια—ένα μόνο—απ’ όπου προκύπτει ότι αυτό είναι δυνατόν: δηλαδή το νούμερο δώδεκα (no. 12), το χωρίο του πρώτου βιβλίου των Ἠθικῶν Εὐδημείων. (Αν μιλούμε λατινιστί, να λέμε Eudemia· στα ιταλικά Eudemia ή Eudemea, όπως λέμε Nicomachea, θα έπρεπε να λέμε Eudemea.)
Λοιπόν, γιατί—και αυτό είναι και πολύ λογικό—θα ήταν περιττό να καθίσουμε να συζητήσουμε όλες ανεξαιρέτως τις γνώμες που έχουν κάποιοι σχετικά με αυτό (ο Αριστοτέλης μιλά ακόμη για την ευδαιμονία). Είναι περιττό, δηλαδή όχι αναγκαίο, να συζητάμε κάθε γνώμη, διότι, αν τις λάβουμε όλες υπόψη, ανάμεσά τους υπάρχουν και πολλές που φαίνονται και στα παιδιά, και στους άρρωστους — δηλαδή σε όσους παραλογίζονται, δεν σκέφτονται σωστά. Για τέτοιες γνώμες, κανείς άνθρωπος που έχει λίγο νοῦν, λίγη λογική, δεν θα καθόταν να συζητήσει. Είναι άχρηστο λοιπόν να κάνουμε διαπόρεσιν (diaporein) πάνω σε όλες τις γνώμες, ακόμη και στις γνώμες των παιδιών, των ασθενών, των τρελών.
Οι τελευταίοι — λέει ο Αριστοτέλης — έχουν ανάγκη όχι από λόγους, όχι από διαλόγους ή αποδείξεις, αλλά τα μεν παιδιά έχουν ανάγκη του χρόνου, δηλαδή να μεγαλώσουν,οι δε άρρωστοι έχουν ανάγκη από ἰατρικὴν κόλασιν — από θεραπευτική διόρθωση, και άλλοι από πολιτικὴν κόλασιν — δηλαδή από διόρθωση μέσω των νόμων, μέσω της πόλεως, που θα τους «φέρει στα συγκαλά τους».
Πράγματι, η θεραπεία, η φαρμακεία, το «φάρμακο» των σωματικών ή ηθικών πληγών,
δεν είναι η μικρότερη από τις μορφές διόρθωσης. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει λοιπόν διάφορους τρόπους να επαναφέρει κανείς κάποιον στη λογική — όχι μόνο τη διαλεκτική. Και με τον ίδιο τρόπο, λέει, δεν είναι αναγκαίο να συζητούμε ούτε τις γνώμες των πολλών (οι πολλοί). Εδώ το οι πολλοί χρησιμοποιείται υποτιμητικά, δεν σημαίνει τον «λαό» ή το κοινό φρόνημα που εκφράζεται από τις παραδόσεις, τους μύθους, τη γλώσσα, αλλά την πνευματικά ακαλλιέργητη μάζα, εκείνους που δεν καταλαβαίνουν τίποτε.
Δεν σας διαβάζω όλο το χωρίο, αλλά έρχομαι στο τέλος, εκεί που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Εκεί ο Αριστοτέλης λέει ότι πρέπει να ἐξετάζουμε (exetazein), να ερευνούμε,
μόνον τις γνώμες των σοφών (tautas kalōs ekeitas doxas exetazein). Να, πάλι, το ρήμα exetazein — να ερευνά, να ανακρίνει· η διαλεκτική, όπως θυμόμαστε, στον πρώτο βιβλίο των Τοπικών, χαρακτηρίζεται ἐξεταστική (exetastikē). Και ιδού το σημείο που έχει ιδιαίτερη σημασία:
οἱ γὰρ τῶν ἀμφισβητούντων ἔλεγχοι τῶν ἐναντιουμένων αὐτοῖς λόγων ἀποδείξεις εἰσίν.
Δηλαδή: οι ἔλεγχοι — οι αντιρρήσεις, οι διαψεύσεις των αντιπάλων — είναι ἀποδείξεις των λόγων που αντιτίθενται σε εκείνους. Με άλλα λόγια, η διάψευση μιας γνώμης είναι η απόδειξη της αντίθετης γνώμης. Είναι ακριβώς το ίδιο που είχε πει ο Αριστοτέλης και στο χωρίο του Δεκάτου κεφαλαίου, το οποίο έχουμε ήδη δει: εκεί όπου έλεγε οἱ γὰρ τῶν ἐναντίων ἀποδείξεις ἀπορίαι τῶν ἐναντίων εἰσίν. Εκεί μιλούσε για ἀποδείξεις και ἀπορίες, εδώ μιλά για ἐλέγχους και ἀποδείξεις, αλλά η ιδέα είναι η ίδια.
Όταν δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε δύο αντιτιθέμενες γνώμες, πραγματικά αντίθετες, όχι απλώς αντικρουόμενες, αλλά αντικειμενικά αντιφατικές, τότε η διάψευση της μιας είναι ισοδύναμη με την απόδειξη της άλλης. Και αυτό ακριβώς είναι το έργο της πρακτικής φιλοσοφίας: να ελέγχει, να εξετάζει, να διερευνά, να υποβάλλει σε δοκιμή (exetazein, elenchein).
Συμπέρασμα:
Η μέθοδος της πρακτικής φιλοσοφίας είναι, και πάλι, η διαλεκτική, πάντοτε όμως στην επιστημονική της χρήση, και ειδικότερα στην πρώτη της μορφή, αυτήν που προηγουμένως ονομάσαμε «γράμμα 3α», δηλαδή το δι᾽ ἀπορήσεων καὶ ἐξ ἀμφοτέρων — μέσω αποριών και με εξέταση των αντιθέτων, διότι μόνον έτσι φτάνει κανείς να διακρίνει το αληθές από το ψευδές.
Τώρα, φυσικά, για να ενισχύσω αυτή τη θέση, θα έπρεπε να παρουσιάσω πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις: να δείξω πώς όλες οι κύριες διδασκαλίες που εκθέτει ο Αριστοτέλης στην Ἠθική και την Πολιτική έχουν επιτευχθεί μέσω τέτοιων διαλεκτικών διαδικασιών. Αυτό, όμως, θα ήταν έργο τεράστιο, και σας παρακαλώ να με απαλλάξετε. Αλλά νομίζω ότι τα κείμενα που είδαμε είναι ήδη ρητά και σαφή. Όσα εξετάσαμε δείχνουν ξεκάθαρα ότι έχουμε ένα γνωστικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο των μαθηματικών, διαφορετικό από εκείνο της ρητορικής, παρόμοιο με εκείνο της φυσικής και της μεταφυσικής, και, εντέλει, αναγώγιμο στη διαλεκτική.
Και πιστεύω πως, αν αυτό το στοιχείο λαμβανόταν υπόψη από τους σύγχρονους υπερασπιστές της πρακτικής φιλοσοφίας, θα προσέφερε πολλή διαύγεια στη σημερινή φιλοσοφική συζήτηση. Δηλαδή, νομίζω ότι, αντί να επιμένουμε στην άγονη αντιπαράθεση μεταξύ «ισχυρής» και «ασθενούς» σκέψης, θα ήταν πολύ πιο γόνιμο να εξετάσουμε μια μορφή λογικότητας όπως αυτή που προσφέρει η αρχαία διαλεκτική, μια λογικότητα αρκετά εύκαμπτη και ευπροσάρμοστη ώστε να προσαρμόζεται σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις, αλλά χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη λογική επιχειρηματολογία, και —σε ορισμένες περιπτώσεις— χωρίς να παραιτείται ούτε καν από την απόδειξη, από την απόδειξη με την αυστηρή έννοια.
Του Enrico Berti
https://www.youtube.com/watch?v=3G9ESeofQN0
Η μέθοδος τής ηθικής, δηλ.τής πρακτικής φιλοσοφίας( συνέχεια)
Τι είναι εδώ τα φαινόμενα (ta phainomena); Εδώ είναι ακριβώς οι γνώμες που εκφέρουν οι άνθρωποι για τις διάφορες παθήσεις και, εν προκειμένω, για την ἀκρασία. Ασφαλώς—κι εδώ είναι το χωρίο πάνω στο οποίο ο Owen έχτισε ολόκληρο το άρθρο του—η φράση thentes ta phainomena (ή tithentas ta phainomena) προέρχεται από εδώ. Άρα, πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να διακριβωθεί τι έχει ειπωθεί, τι «φαίνεται» στους ανθρώπους που στοχάστηκαν επ’ αυτών. Πρώτα, λοιπόν, diaporesantas—να αναπτυχθούν οι απορίες.
Να πάλι αυτό το ωραίο ρήμα που το συναντήσαμε στα Τοπικά, στη Φυσική, στη Μεταφυσική: το βρίσκουμε κι εδώ να δηλώνει τη μέθοδο της Ἠθικής. Είναι πάντοτε η ίδια λειτουργία: το διαπορεῖν, η ανάπτυξη των ἀποριῶν.
Τώρα, αφού διακριβωθούν τα φαινόμενα και αφού προηγουμένως τεθούν οι απορίες, κατ’ αυτόν τον τρόπο (houtō), να γίνει το δεικνύναι—να αποδειχθεί.
Να πώς περνάμε από το diaporesai στο δεῖξαι:
είναι η ίδια η ανάπτυξη των ἀποριῶν που συνιστά μια απόδειξη—houtō deiknynai—
δηλαδή, να αποδειχθούν ιδίως όλα τα ἔνδοξα σχετικά με αυτά τα πάθη.
Τι είναι εδώ τα ἔνδοξα για την ἀκρασία; Σχεδόν όλοι οι συνετοί και έντιμοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ἀκρασία είναι κακία, κάτι προς αποφυγήν. Αυτό, στην προκειμένη, είναι το ἔνδοξον: ό,τι κοινώς ονομάζουμε «καλοί αρχές»—όταν λέμε «άνθρωπος καλών αρχών», άνθρωπος της προκοπής. Όλοι οι κόσμιοι άνθρωποι θεωρούν ότι η ἀκρασία είναι ελάττωμα. Επομένως, πρώτα πρέπει να διακριβώσουμε τι σκέπτεται ο κόσμος. Ύστερα να συζητήσουμε τις ἀπορίες (diaporesai), και με αυτόν τον τρόπο να επιχειρήσουμε να αποδείξουμε, αν είναι δυνατόν, όλα τα ἔνδοξα γι’ αυτά (πάντα τὰ ἔνδοξα περὶ τούτων)· κι αν όχι, τότε τουλάχιστον τα περισσότερα και τα σημαντικότερα (ta pleista kai kuriōtata).
Διότι, εάν λυθούν, όπως στη Μεταφυσική και στη Φυσική—οι δυσχέρειες (ta dyschere), και παραμείνουν σώα τα ἔνδοξα— τα ἔνδοξα δὲ δεδειγμένων ἂν εἴη ἱκανῶς —τότε θα έχει αποδειχθεί επαρκώς (hikanōs). Άρα, το να συζητούνται οι γνώμες, το διαπορεῖν προσπαθώντας να σωθούν τα ἔνδοξα— αν όχι όλα, τουλάχιστον τα περισσότερα ή τα σημαντικότερα— είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος· γιατί στην ἠθική—προσέξτε—ο Αριστοτέλης δεν αγαπά τα παράδοξα· και μάλιστα ακόμη λιγότερο στην ἠθική. Στην ἠθική είναι επικίνδυνο να υιοθετεί κανείς παραδοξολογικές θέσεις. Γιατί; Διότι η ἠθική, όπως λέει η λέξη, θεμελιώνεται στο ἦθος—στους νόμους, στα έθη της πόλεως.
Επομένως, στην ἠθική δεν είναι ο τόπος για να πηγαίνει κανείς κόντρα στο ρεύμα,
να μη συμμορφώνεται· στην ἠθική πρέπει να υπακούμε στους νόμους, να ακολουθούμε τις παραδόσεις, να εναρμονιζόμαστε με τα ήθη. Αν δεν υπάρχει ἦθος, οι θεωρίες δεν ωφελούν, οι συζητήσεις δεν ωφελούν, η ηθικότητα δεν πραγματοποιείται. Αυτό είναι το ελληνικό σημείο που, φυσικά, θα αρέσει πολύ στον Χέγκελ, γιατί αυτό είναι ο θρίαμβος της ἠθικότητας (Sittlichkeit) έναντι της αφηρημένης ηθικότητας· ενώ είναι σαφές ότι μια τέτοια θέση δεν μπορεί να αρέσει στον Καντ, ο οποίος αντιθέτως υπερασπίζεται την ηθικότητα του καθήκοντος, ανεξάρτητα από παραδόσεις, ήθη, εξωτερικούς νόμους κτλ.
Εμείς δεν ασχολούμαστε εδώ με όλα αυτά τα περιεχολογικά της ἠθικής· μας απασχολεί μόνο το επιστημολογικό καθεστώς, το οποίο, και πάλι, είναι εκείνο ακριβώς της διαλεκτικής. Κάποιος θα μπορούσε να πει: «Καλά, έτσι δεν φθάνουμε ποτέ σε αναντίρρητες αποδείξεις, σε βεβαιότητες απόλυτες». Σας παραπέμπω σε χωρία από τα Ἠθικά Εὐδήμεια—ένα μόνο—απ’ όπου προκύπτει ότι αυτό είναι δυνατόν: δηλαδή το νούμερο δώδεκα (no. 12), το χωρίο του πρώτου βιβλίου των Ἠθικῶν Εὐδημείων. (Αν μιλούμε λατινιστί, να λέμε Eudemia· στα ιταλικά Eudemia ή Eudemea, όπως λέμε Nicomachea, θα έπρεπε να λέμε Eudemea.)
Λοιπόν, γιατί—και αυτό είναι και πολύ λογικό—θα ήταν περιττό να καθίσουμε να συζητήσουμε όλες ανεξαιρέτως τις γνώμες που έχουν κάποιοι σχετικά με αυτό (ο Αριστοτέλης μιλά ακόμη για την ευδαιμονία). Είναι περιττό, δηλαδή όχι αναγκαίο, να συζητάμε κάθε γνώμη, διότι, αν τις λάβουμε όλες υπόψη, ανάμεσά τους υπάρχουν και πολλές που φαίνονται και στα παιδιά, και στους άρρωστους — δηλαδή σε όσους παραλογίζονται, δεν σκέφτονται σωστά. Για τέτοιες γνώμες, κανείς άνθρωπος που έχει λίγο νοῦν, λίγη λογική, δεν θα καθόταν να συζητήσει. Είναι άχρηστο λοιπόν να κάνουμε διαπόρεσιν (diaporein) πάνω σε όλες τις γνώμες, ακόμη και στις γνώμες των παιδιών, των ασθενών, των τρελών.
Οι τελευταίοι — λέει ο Αριστοτέλης — έχουν ανάγκη όχι από λόγους, όχι από διαλόγους ή αποδείξεις, αλλά τα μεν παιδιά έχουν ανάγκη του χρόνου, δηλαδή να μεγαλώσουν,οι δε άρρωστοι έχουν ανάγκη από ἰατρικὴν κόλασιν — από θεραπευτική διόρθωση, και άλλοι από πολιτικὴν κόλασιν — δηλαδή από διόρθωση μέσω των νόμων, μέσω της πόλεως, που θα τους «φέρει στα συγκαλά τους».
Πράγματι, η θεραπεία, η φαρμακεία, το «φάρμακο» των σωματικών ή ηθικών πληγών,
δεν είναι η μικρότερη από τις μορφές διόρθωσης. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει λοιπόν διάφορους τρόπους να επαναφέρει κανείς κάποιον στη λογική — όχι μόνο τη διαλεκτική. Και με τον ίδιο τρόπο, λέει, δεν είναι αναγκαίο να συζητούμε ούτε τις γνώμες των πολλών (οι πολλοί). Εδώ το οι πολλοί χρησιμοποιείται υποτιμητικά, δεν σημαίνει τον «λαό» ή το κοινό φρόνημα που εκφράζεται από τις παραδόσεις, τους μύθους, τη γλώσσα, αλλά την πνευματικά ακαλλιέργητη μάζα, εκείνους που δεν καταλαβαίνουν τίποτε.
Δεν σας διαβάζω όλο το χωρίο, αλλά έρχομαι στο τέλος, εκεί που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Εκεί ο Αριστοτέλης λέει ότι πρέπει να ἐξετάζουμε (exetazein), να ερευνούμε,
μόνον τις γνώμες των σοφών (tautas kalōs ekeitas doxas exetazein). Να, πάλι, το ρήμα exetazein — να ερευνά, να ανακρίνει· η διαλεκτική, όπως θυμόμαστε, στον πρώτο βιβλίο των Τοπικών, χαρακτηρίζεται ἐξεταστική (exetastikē). Και ιδού το σημείο που έχει ιδιαίτερη σημασία:
οἱ γὰρ τῶν ἀμφισβητούντων ἔλεγχοι τῶν ἐναντιουμένων αὐτοῖς λόγων ἀποδείξεις εἰσίν.
Δηλαδή: οι ἔλεγχοι — οι αντιρρήσεις, οι διαψεύσεις των αντιπάλων — είναι ἀποδείξεις των λόγων που αντιτίθενται σε εκείνους. Με άλλα λόγια, η διάψευση μιας γνώμης είναι η απόδειξη της αντίθετης γνώμης. Είναι ακριβώς το ίδιο που είχε πει ο Αριστοτέλης και στο χωρίο του Δεκάτου κεφαλαίου, το οποίο έχουμε ήδη δει: εκεί όπου έλεγε οἱ γὰρ τῶν ἐναντίων ἀποδείξεις ἀπορίαι τῶν ἐναντίων εἰσίν. Εκεί μιλούσε για ἀποδείξεις και ἀπορίες, εδώ μιλά για ἐλέγχους και ἀποδείξεις, αλλά η ιδέα είναι η ίδια.
Όταν δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε δύο αντιτιθέμενες γνώμες, πραγματικά αντίθετες, όχι απλώς αντικρουόμενες, αλλά αντικειμενικά αντιφατικές, τότε η διάψευση της μιας είναι ισοδύναμη με την απόδειξη της άλλης. Και αυτό ακριβώς είναι το έργο της πρακτικής φιλοσοφίας: να ελέγχει, να εξετάζει, να διερευνά, να υποβάλλει σε δοκιμή (exetazein, elenchein).
Συμπέρασμα:
Η μέθοδος της πρακτικής φιλοσοφίας είναι, και πάλι, η διαλεκτική, πάντοτε όμως στην επιστημονική της χρήση, και ειδικότερα στην πρώτη της μορφή, αυτήν που προηγουμένως ονομάσαμε «γράμμα 3α», δηλαδή το δι᾽ ἀπορήσεων καὶ ἐξ ἀμφοτέρων — μέσω αποριών και με εξέταση των αντιθέτων, διότι μόνον έτσι φτάνει κανείς να διακρίνει το αληθές από το ψευδές.
Τώρα, φυσικά, για να ενισχύσω αυτή τη θέση, θα έπρεπε να παρουσιάσω πολλές συγκεκριμένες περιπτώσεις: να δείξω πώς όλες οι κύριες διδασκαλίες που εκθέτει ο Αριστοτέλης στην Ἠθική και την Πολιτική έχουν επιτευχθεί μέσω τέτοιων διαλεκτικών διαδικασιών. Αυτό, όμως, θα ήταν έργο τεράστιο, και σας παρακαλώ να με απαλλάξετε. Αλλά νομίζω ότι τα κείμενα που είδαμε είναι ήδη ρητά και σαφή. Όσα εξετάσαμε δείχνουν ξεκάθαρα ότι έχουμε ένα γνωστικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο των μαθηματικών, διαφορετικό από εκείνο της ρητορικής, παρόμοιο με εκείνο της φυσικής και της μεταφυσικής, και, εντέλει, αναγώγιμο στη διαλεκτική.
Και πιστεύω πως, αν αυτό το στοιχείο λαμβανόταν υπόψη από τους σύγχρονους υπερασπιστές της πρακτικής φιλοσοφίας, θα προσέφερε πολλή διαύγεια στη σημερινή φιλοσοφική συζήτηση. Δηλαδή, νομίζω ότι, αντί να επιμένουμε στην άγονη αντιπαράθεση μεταξύ «ισχυρής» και «ασθενούς» σκέψης, θα ήταν πολύ πιο γόνιμο να εξετάσουμε μια μορφή λογικότητας όπως αυτή που προσφέρει η αρχαία διαλεκτική, μια λογικότητα αρκετά εύκαμπτη και ευπροσάρμοστη ώστε να προσαρμόζεται σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις, αλλά χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη λογική επιχειρηματολογία, και —σε ορισμένες περιπτώσεις— χωρίς να παραιτείται ούτε καν από την απόδειξη, από την απόδειξη με την αυστηρή έννοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου