Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Αναζητώντας το σώμα α

Αναζητώντας το σώμα α

https://www.youtube.com/watch?v=froOuYpEn4U&t=2653s

Μόνο για συνδρομητές
π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Αναζητώντας το σώμα 
Συνάξεις Δουρούτης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Νοέμβριος 2025


Εσείς στηρίζετε, εμείς συνεχίζουμε. Λοιπόν, σύμφωνα με το αίτημά σας εδώ, θα μιλήσουμε περί σώματος, έτσι. Και είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί σήμερα έκανα και στο Πανεπιστήμιο αυτό το μάθημα.

Είχα ξαναδιαβάσει πολύ πρόσφατα τον Πλάτωνα, τον Τίμαιο του Πλάτωνα, στο οποίο, μεταξύ άλλων πολλών, υπάρχει αυτή η προσπάθεια του αρχαίου κόσμου να τα βγάλει πέρα με αυτόν τον φιλοσοφικό αντάρτη που είναι το σώμα, έτσι. Γιατί ο αρχαίος, να ξέρετε γενικά, έχει απόλυτη εμπειρία της ισχύος του πνεύματος, έχει όμως πάρα πολύ φοβηθεί και το σώμα, ακριβώς γιατί αντιπαρατίθεται στην ακεραιότητα, την πληρότητα και την ελευθερία του πνεύματος.[ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ]

Λοιπόν, στον Τίμαιο φαίνονται ορισμένα πράγματα. Καταρχάς φαίνεται ότι ολόκληρη η δημιουργία, ολόκληρος ο κόσμος, είναι φτιαγμένος από τον Θεό. Κατά τον Τίμαιο υπάρχουν τέσσερα πράγματα, κατά τον Πλάτωνα δηλαδή, τα οποία υπάρχουν ταυτόχρονα.

Υπάρχει ο Θεός, υπάρχει ένα σκοτεινό άμορφο πράγμα, το οποίο είναι αδιαμόρφωτη ύλη και μαζί χάος. Υπάρχουν οι ιδέες και υπάρχει και η χώρα — ο χώρος, δηλαδή, ο οποίος είναι κάτι για το οποίο λίγα πράγματα ξέρουμε. Και ο χώρος αυτός είναι ο τόπος που μπορεί να φιλοξενήσει το Όν.

Πάρτε τη χωροχρονικότητα, θα λέγαμε, με την πιο λεπτή έννοια. Είναι κάτι που το σκεπτόμαστε περισσότερο παρά το γνωρίζουμε. Αυτά τα τέσσερα, λοιπόν, συνυπάρχουν. Δηλαδή, τι κάνει ο Θεός, κατά τον Πλάτωνα πάντοτε; Παίρνει την άμορφη ύλη, το χάος, κοιτάζει προς τις ιδέες, που είναι τα πρότυπα των όντων των αιώνιων, και φτιάχνει όντα τα οποία τοποθετεί στη χώρα, στον χώρο.

Υπάρχουν τέσσερα πράγματα και αυτά τα τέσσερα είναι όλα αιώνια. Τα όντα αυτά τώρα έχουν επάνω τους το χαρακτηριστικό του Θεού, που είναι η πνευματικότητα — το ότι είναι άυλος, το ότι είναι εκτός ύλης κ.λπ. Αλλά δεν το έχουν εξ ολοκλήρου. Κυρίως το έχουν οι ψυχές, γιατί καταρχάς ο Θεός, θέλοντας να κάνει τον κόσμο, έφτιαξε ψυχές.

Έφτιαξε τις ψυχές και, μάλιστα, στην πλατωνική παράδοση πολύ γρήγορα αναπτύχθηκε η θεωρία ότι οι ψυχές περιπολούν στον πνευματικό κόσμο και κάποιες πέφτουν. Και η πτώση αυτή έχει να κάνει με το σώμα. Λέει λοιπόν ο Πλάτωνας ότι το σώμα είναι μια ασθενής απήχηση της θεότητας και της λογικότητας που έχει η ψυχή.

Παρά ταύτα όμως, όπως έλεγα σήμερα στο Πανεπιστήμιο, κάνει τρομακτικό και συγκινητικό αγώνα να δείξει ότι τα πάντα έχουν μια λογικότητα — ακόμα και το σώμα αυτό, το οποίο δεν είναι εφάμιλλο της ψυχής, αλλά κατώτερό της. Μάλιστα μιλάει για δύο ψυχές.

Ουσιαστικά, η μία ψυχή είναι αυτή που υπάρχει στον εγκέφαλο — η ανώτερη ψυχή, που είναι συγγενής του Θεού — και υπάρχει και μια κατώτερη ψυχή που είναι στο σώμα. Και χωρίζεται, λέει, αυτό το κεφάλι από το σώμα με τον λαιμό, ώστε η κάτω ψυχή να μην ανεβαίνει προς τα πάνω και να την ταράζει.

Και με το διάφραγμα — τις φρένες, όπως λέγονται — γιατί «φρενάρουν» την κατώτερη ψυχή, η οποία αποτελείται από τι; Από πάθη, από επιθυμίες, από τον έρωτα — εκεί μπαίνει ο έρωτας — από όλες αυτές τις καταστάσεις που γνωρίζουμε και είναι συνδεδεμένες περισσότερο με το σώμα.

Αυτά, λοιπόν, τα εμποδίζει να ανέβουν πάνω και να μπερδέψουν την αληθινή ψυχή, η οποία είναι καθαρός νους και η οποία καθορά τον Θεό. Και πρέπει αυτή η καθαρή ψυχή να μπορέσει να ελευθερωθεί από την κατώτερη, που είναι το σώμα και τα πάθη του, και να περάσει προς το Έν, προς τον Θεό. Αν αυτό δεν γίνει, μετά τον θάνατο ακολουθεί μια περίοδος αμοιβής — στα Ηλύσια Πεδία — ή τιμωρίας. Και μετά ο Θεός επιβάλλει δεύτερη ενσάρκωση, την οποία όμως θα διαλέξεις εσύ.

Αλλά η επιλογή σου είναι ανάλογη με το κάρμα — με το τι έχεις κάνει, με ό,τι έχεις φτιάξει προηγουμένως. Επομένως, αν δεν πέτυχες την αποστολή σου σαν άνθρωπος, η πρώτη ενσάρκωση θα συμβεί αμέσως και θα είναι σε γυναίκα. Δηλαδή, ο άντρας, επειδή θεωρείται ο καθαρός άνθρωπος, θα ξεπέσει σε γυναίκα.

Αν ούτε εκεί τα καταφέρει, θα πάει η ψυχή σε θηρίο και μπορεί να κατέβει μέχρι τα φυτά και τα ζώα. Δηλαδή, η γυναίκα είναι μεταξύ ανθρώπου και θηρίου κατά τον Πλάτωνα. Γενικά οι φιλόσοφοι έχουν φοβηθεί πάρα πολύ τη γυναίκα.

Στο τελευταίο βίντεο που έχω με τίτλο «Ο φεμινισμός του Χριστού», ίσως το έχετε ακούσει κάποιοι, περιγράφω πόσο φοβήθηκαν οι φιλόσοφοι τη γυναίκα. Γιατί θεωρείται ότι υπερισχύει σε αυτήν η κατώτερη ψυχή — δηλαδή τα συναισθήματα και οι επιθυμίες.

Τις οποίες ο αρχαίος τις έχει φοβηθεί πάρα πολύ. Τις φοβάται γιατί μπερδεύουν την καθαρότητα του νου. Γι’ αυτό και όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι είναι άγαμοι.

Θεωρείται αυτονόητο ότι είναι άγαμος ένας φιλόσοφος. «Δεν θα μπλέξουμε με γυναίκες», θα έλεγαν. Διότι αυτό θεωρείται ότι επιβουλεύεται την καθαρότητα του νου του.

Δύο φιλόσοφοι μόνο έκαναν την επανάσταση αυτή. Ο ένας υπήρξε ο Κράτης, ο οποίος έφερνε μαζί του τη γυναίκα του στα φιλοσοφικά συμπόσια. Και του έλεγαν όλοι, όπως γράφει ο Ιωάννης ο Λαέρτιος, ο χρονογράφος των αρχαίων φιλοσόφων: «Τι τη φέρνεις αυτή μαζί;» Και εκείνος απαντούσε: «Γιατί είναι άλλος Κράτης — Κράτης εγώ, άλλος Κράτης αυτή».

Αυτό θεωρούνταν τότε εκπληκτικό και τρομακτική εξαίρεση. Αν ερχόταν ο Πλάτωνας σε μια φιλοσοφική σχολή όπου οι μισοί είναι γυναίκες, θα γύριζε τα μάτια του και θα έφευγε τρομαγμένος. Θα έλεγε: «Δεν γίνεται! Δεν υπάρχει περίπτωση να φιλοσοφεί η γυναίκα μου».

Και ο δεύτερος φιλόσοφος που επιδεικτικά παντρεύτηκε, μάλιστα δύο φορές, ποιος είναι; Ο Αριστοτέλης.

Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είχε πρόβλημα με τον Πλάτωνα. Ήταν μαθητής του, αλλά είχε πρόβλημα ακριβώς με την απόλυτη υπερβατικότητα του Πλάτωνα. Γι’ αυτό και μεταφέρει τις ιδέες μέσα στα όντα — γίνονται τα είδη πλέον, τα οποία είναι έγκυρα είδη που υπάρχουν μέσα στα ίδια τα όντα.

Και το πολύ μεταφυσικό, την ανύψωση, δεν την ήθελε. Και παντρεύτηκε δύο φορές — τη δεύτερη, επειδή πέθανε η πρώτη του γυναίκα. Αυτό είναι εξαίρεση όμως.

Κι άλλος που παντρεύτηκε στην αρχαιότητα, πολύ μεταγενέστερος, είναι ο μεταχριστιανικός Πλούταρχος. Ο οποίος όμως είχε τόσο μεγάλη τρομάρα με τη γυναίκα του, ειδικά με τη σεξουαλική επαφή μαζί της, ώστε στα Ηθικά του συστήνει στους συζύγους να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τις γυναίκες τους μόνο «με όλα τα φώτα εντελώς σβηστά», λέει ακριβώς, μήπως και είναι όμορφη και του μείνει η παράσταση του σώματός της και δυσκολευτεί να αποδεσμευτεί απ’ αυτό.

Επομένως, λέει, τελεία. Ο Πλούταρχος ήταν και αρχιερέας του Μαντείου των Δελφών, έτσι εκείνη την εποχή — και φοβερός βέβαια φιλόσοφος. Πλατωνικός κυρίως, αλλά με πολλά στοιχεία. Στο τέλος της διαδρομής αυτής, ο Πλωτίνος, τον 3ο-4ο αιώνα, είχε τρομακτική μανία με το ζήτημα.

Τόσο πολύ, όπως παραδίδει ο μαθητής του, ο Πορφύριος, στο βιβλίο του Βίος Πλωτίνου. Όταν εμφανίστηκε κάποιος φιλόσοφος στη σχολή και του έλεγε θετικά περί έρωτος, διέταξε τον Πορφύριο να αρχίσει να τον χτυπάει. Και ο Πορφύριος άρχισε να τον κοπανάει πολύ άσχημα — με φιλοσοφικά επιχειρήματα ενάντια στον έρωτα.

Και του φώναζε ο Πλωτίνος: «Οὕτω παίε! Χτύπα έτσι, χτύπα, χτύπα, χτύπα!»
Λοιπόν, ο ίδιος ντρεπόταν που είχε σώμα. Γι’ αυτό και δεν επέτρεπε σε κανέναν να του φτιάξει άγαλμα.

Θεωρούσε κι αυτός ότι υπάρχει μια κατώτερη ψυχή, η οποία είναι μιαρή, επειδή άπτεται του σώματος και των επιθυμιών του.
Για την πλατωνική παράδοση γενικά, πρέπει να απαλλαγούμε από το σώμα για να μπορέσουμε να «δούμε άσπρη μέρα».

Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός φαίνεται σε πολλούς ως φιλοσώματος, επειδή νομίζουν πως αυτό προκύπτει από τη γλυπτική. Η γλυπτική όμως —όπως και η ζωγραφική— δεν αφορά ποτέ το συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά την ιδέα του σώματος.
Δηλαδή, δεν τον ενδιέφερε η Αφροδίτη της γειτονιάς του, αλλά η Αφροδίτη της Μήλου, γιατί έτσι εμφανίζεται η ιδέα του σώματος. Αν αυτή η μορφή γινόταν τριάντα, σαράντα, πενήντα ετών, δεν θα ενδιέφερε καθόλου.
Γι’ αυτό και βλέπετε πως τα αρχαία αγάλματα δεν έχουν ονόματα.

Δεν είναι «ο Τεοκλής», «ο Πολυνείκης» κ.λπ. Είναι «ο Δισκοβόλος», «ο Αρματοδρόμος». Δεν έχουν ονόματα, γιατί αποδίδουν την ιδέα του σώματος, όχι το συγκεκριμένο σώμα του συγκεκριμένου ανθρώπου.

Το συγκεκριμένο σώμα, στην ορφική παράδοση —η οποία επηρέασε τους Ορφικούς, μεγάλο μέρος των Προσωκρατικών, τον Πλάτωνα και όλους τους νεοπλατωνικούς— θεωρείται σήμα, δηλαδή τάφος της ψυχής.
Γι’ αυτό και γενικά οι Ορφικοί είναι η μόνη κοινότητα που δέχεται γυναίκες· αλλά όλοι φορούν λευκά, γιατί σκοπεύουν να «πεθάνουν για τα καλά», να μη γίνει άλλη μετενσάρκωση, αλλά να εγκαταλείψουν οριστικά τον κόσμο αυτόν.

Οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών απαγορεύονται. Έχει μείνει στην ιστορία η ερώτηση ενός μαθητή στον Πυθαγόρα:
«Δάσκαλε, πότε μπορούμε να έχουμε κάποια σχέση με τις γυναίκες που είναι εδώ;»
Και απάντησε: «Όταν βούλει γενέσθαι σαυτού ασθενέστερος» — όταν, δηλαδή, είσαι πιο αδύναμος από τον εαυτό σου.
Δηλαδή ποτέ.

Ανάλογες εκφράσεις βρίσκουμε σε όλη την αρχαία γραμματεία.
Ο Επίκουρος —και το λέω αυτό γιατί τα είχα διδάξει στα μεταπτυχιακά μου, όπου πολλοί δεν το πίστευαν—, ο Επίκουρος, που θεωρείται λάτρης των ηδονών, έλεγε πως οι ηδονές αυτές, όταν τις νιώσεις, παύουν να είναι ηδονές.
Όταν τον ρώτησαν για τα αφροδίσια, είπε:
«Οὐδένα οὐδέποτε τὰ ἀφροδίσια ὠνήσεν, ὠφέλησεν· ἀγαθὸν δὲ εἰ καὶ μὴ ἔβλαψεν».
Δηλαδή: «Κανέναν ποτέ δεν ωφέλησαν τα αφροδίσια· είναι καλό αν τουλάχιστον δεν τον έβλαψαν».

Έτσι και ο Πλάτων. «Ανθρωπίνου σώματος οὐχ ἥψατο» — δεν άγγιξε ποτέ ανθρώπινο σώμα, λέει το λεξικό της Σούδας. Και στην 7η ἐπιστολή του γράφει ότι δεν μπορείς να είσαι φιλόσοφος αν τρως πάνω από μία φορά τη μέρα ή αν δεν κοιμάσαι το βράδυ μόνος σου.

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τον έρωτα. Στην Πολιτεία, η αναβαθμίδα του έρωτα ξεκινά από το ένα σώμα —το πιο χαμηλό στάδιο—, περνά στα πολλά σώματα (χάος), μετά στα χαρακτηριστικά της ψυχής, έπειτα στα ωραία μαθήματα, και αφού τα αφήσεις όλα αυτά πίσω, φτάνεις στο Έν, τη θέα του Ενός. Εκεί είναι η κορυφή, όπου τα έχεις αφήσει όλα πίσω. Οι πρώτοι που μίλησαν ουσιαστικά για την πιθανότητα το σώμα να αποτελεί κομμάτι της θέας του Θεού και της αιώνιας πραγματικότητας ήταν οι χριστιανοί.
Γι’ αυτό και υπήρξε τρομακτική αντίδραση. Αν διαβάσετε τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (Κατά Χριστιανών), θα δείτε ότι τους βρίζει με τον χειρότερο τρόπο: «Φιλοσώματος γένος», «φίλοι των σκωλήκων».

Τι είναι αυτά; — έλεγαν. Ειδικά δε, όπως φαίνεται και στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν πήγε ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα και μίλησε για την Ανάσταση Νεκρών, εκείνοι είπαν: «Ἀκουσόμεθά σου περὶ τούτου καὶ πάλιν» — «Θα σε ακούσουμε άλλη φορά».
Φάνηκε τρομακτικό! Γιατί η Ανάσταση του Σώματος σήμαινε ότι θα είσαι συνέχεια εγκλωβισμένος στην κατώτερη ψυχή. Πώς να αγιάσεις το σώμα; Με βάση τη σωματικότητα, τα συναισθήματα και τα πάθη; Ποτέ! Αυτά είναι εξ ορισμού στοιχεία της φθοράς. Και επομένως, όλη η προσπάθεια είναι να απαλλαγούμε από αυτά.

Και όσοι δεν μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία, όπως ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρεί την ψυχή ως εντελέχεια του σώματος —δηλαδή η δύναμη της ψυχής φέρνει τον άνθρωπο από το σπέρμα έως τη μεγάλη ηλικία—, αυτή η φορά, αυτός δηλαδή, είναι ουσιαστικά θνητή ψυχή. Δηλαδή θεωρεί ότι η ψυχή μάλλον πεθαίνει μαζί με το σώμα.

Μάλλον. Υπάρχει μόνο ένα κομμάτι, πιθανώς ένα κομμάτι του νου —το πιο υψηλό κομμάτι— που είναι «απ’ έξω», έρχεται απ’ έξω, κατ’ ασαφή τρόπο, και πιθανώς να επιβιώνει για να αφομοιωθεί με το Ἕν, με τον Θεό δηλαδή, χωρίς προσωπική επιβίωση. Αν δεν τα πούμε αυτά, δεν έχουν νόημα για τα χριστιανικά.

Πώς, ας πούμε, πέρασε ο χριστιανισμός με τόσο αντίθετη άποψη; Με ένα Ὄν, το οποίο είναι ο Θεός, Λόγος, και «ὁ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», και «ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν», και εμφανίζεται ως ένα Ὄν ο ίδιος, και τολμά να πει: «Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν», και «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα»—δηλώσεις που δεν ξανακούστηκαν. Κι είναι αστείο ότι οι μουσουλμάνοι έχουν ως δήθεν επιχείρημα πως ο Χριστός δεν λέει ποτέ ότι είναι Θεός. Το λέει και το παραλέει. Το Κατά Ἰωάννην Ευαγγέλιο είναι γεμάτο με τέτοιες δηλώσεις: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή», «Ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή», «Ἐγώ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν», «ὁρᾶτε ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί» κτλ. Αυτό το «εἶναι» είναι ἐν σάρκι.

Σημαντικό είναι ότι η αντίδραση από την πλευρά των γνωστικών —που έχουν κατεξοχήν πλατωνικά στοιχεία— ήταν ακριβώς αυτή. Αν διαβάσετε το Κατὰ Θωμᾶν (γνωστικό) Ευαγγέλιο, θα δείτε ότι τα πράγματα είναι πλατωνίζοντα/γνωστικίζοντα. Υπάρχουν δύο θεοί στον γνωστικισμό: ένας κακός θεός που «πιάνει» το σώμα και ένας καλός που «πιάνει» τις ψυχές. Μαλώνουν αυτοί οι δύο, και ο σκοπός είναι να φύγεις από τον κόσμο αυτό. Λοιπόν, στο Κατὰ Ἰούδαν Ευαγγέλιο ευαγγελίζεται ο Χριστός ως κάποιος που είναι θείος αλλά διδάσκει πώς να φύγουμε από τον κόσμο. Ο σκοπός του είναι να «πεθάνει» και να φύγει από εδώ· γι’ αυτό και ο καλύτερος μαθητής του είναι ο Ἰούδας. Και βλέπετε να του λέει: «Εσύ μόνο κατάλαβες τι ήθελα να κάνω· άντε, πρόδωσέ με να τελειώνουμε, για να μπορέσω να φύγω από τον κόσμο αυτό»—διδάσκει δηλαδή τη μεγάλη φυγή, ουσιαστικά.

Στον χριστιανισμό, λοιπόν —στον Παύλο, στους Αποστόλους, σε όλους— υπάρχει η Ανάσταση. Και η Ανάσταση είναι το πιο αδιαμφισβήτητο γεγονός του Ευαγγελίου. Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε για την Ανάσταση —αν το γεγονός έγινε το 33— ποια είναι; Το 34, από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος λέει ότι «ὤφθη» σε τόσους και τόσους, «καὶ ἐπὶ πεντακοσίοις ἀδελφοῖς», «ἔσχατον δὲ πάντων ὡς τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί».

Προσέξτε: χωρίς την Ανάσταση του Χριστού είναι αδιανόητο…. Και κοιτάξτε κάτι να μιλήσω ως παλιός ψυχολόγος: υπάρχει στην ψυχολογία η δυνατότητα της αυταπάτης—πότε; όταν το θέλεις πολύ έντονα, όταν το επιθυμείς. Εδώ όμως τι γίνεται; Όταν μιλάει ο Χριστός για την Ανάσταση, όλοι αντιδρούν: «Τι είναι αυτά που λες;» «Θα πεθάνω, και σε τρεις μέρες θα αναστηθώ.» — «Τι είναι αυτά; Ποτέ!» Και απορρίπτουν το ενδεχόμενο. Κι όταν γίνεται ο θάνατος, κανείς δεν λέει «για να στηθούμε να τον περιμένουμε». Κανείς. Όλοι πάνε στα σπίτια τους, ησυχάζουν, φοβούνται. Πάνε γυναίκες να τον μυρίσουν με αρώματα, δεν πάνε για να τον βρουν ἀναστημένο. Κι όταν τον βλέπει η Μαρία, δεν είναι έτοιμη να δεχθεί ότι είναι αυτός· τον νομίζει κηπουρό.

Όπως αν άνοιγε η πόρτα και έμπαινε τώρα ο κ. Μητσοτάκης, δεν θα λέγαμε αμέσως «είναι ο Μητσοτάκης», αλλά «μήπως είναι κάποιος που του μοιάζει;» — γιατί είναι λογικά απίθανο. Έτσι και οι μαθητές στους Ἐμμαούς δεν τον αναγνωρίζουν, γιατί δεν πιστεύουν. Λένε: «ἀκούστηκε ὅτι ὤφθη…» Ο Θωμάς λέει «δεν το πιστεύω». Δεν ήταν έτοιμοι να το δεχθούν, ούτε το προετοίμαζαν, ούτε ήταν «φιλόσοφοι» για να πλάσουν έναν μύθο. Δηλαδή, όλα δείχνουν ότι δεν μπορεί να γίνει η Ανάσταση· κι όμως η Ανάσταση γίνεται και επιβάλλεται επάνω τους.

Πώς φαίνεται ότι επιβάλλεται; Αυτοί οι «ἀγράμματοι», συχνά ψαράδες της λίμνης, που δεν είχαν τίποτα, στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας, γίνονται ξαφνικά Απόστολοι. Βγαίνουν μπροστά και λένε: «Ναι, Ἀνέστη». «Θα σε σκοτώσω» — «Ναι, Ἀνέστη». «Θα σε σταυρώσω ανάποδα» — «Ναι, Ἀνέστη». Αυτό δεν γίνεται αν δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Είναι πάρα πολλά τα σημεία, εκτός από το βιολογικό γεγονός που ξέρετε εσείς οι καλύτεροι γιατροί: έναν άνθρωπο που έπαθε ό,τι έπαθε ο Χριστός και πέθανε, αν υποτεθεί ότι ζει, δεν θα μπορεί σε τέσσερις μέρες να εμφανίζεται και να λέει «εδώ είμαι».

Η Ανάσταση αυτή έχει τρομακτική σημασία: δείχνει ότι το σώμα είναι εξίσου πλασμένο από τον Θεό με την ψυχή, και ότι ο άνθρωπος είναι τὸ συναμφότερον. Γι’ αυτό μετά οι Πατέρες —με κορυφαίο τον Γρηγόριο Παλαμά και πριν από αυτόν τον Μάξιμο τον Ὁμολογητή— λένε ότι ο άνθρωπος είναι το συναμφότερον ψυχής και σώματος. Επομένως, το σώμα έχει ἐνσημαινομένες πνευματικές διαθέσεις· το σώμα θέλει να ζει και αιώνια και πνευματικά. Οτιδήποτε στον άνθρωπο —ενώ είναι βιολογικό— είναι ταυτοχρόνως και πνευματικό. Αυτό είναι το φοβερό: είμαστε τελείως βιολογικά όντα και μαζί τελείως πνευματικά.

Το σώμα αυτό το διεκδικεί αιώνια η Χάρις. Ἐνσώματοι θα παραμείνουμε, και ο άνθρωπος ἐνσώματος ἐγένετο· ούτε η ψυχή πριν από το σώμα, ούτε το σώμα χωρίς την ψυχή, ούτε η ψυχή χωρίς το σώμα. Μία είναι η δημιουργία του ανθρώπου, τη στιγμή της συλλήψεως. Δεν υπάρχει τίποτα «πρότερον»: ο Θεός φέρνει στον κόσμο το συγκεκριμένο. Συγκαταβαίνει η ψυχή με το σώμα τη στιγμή της συλλήψεως, και υπάρχει ψυχή από το πρώτο δευτερόλεπτο. Και ο άνθρωπος καλείται να μετάσχει ψυχοσωματικά στην πληρότητα της Θείας Ζωής. Αυτό είναι φοβερό γιατί συμβαίνει για πρώτη φορά. Δεν έχει συμβεί ούτε στον αρχαίο κόσμο, ούτε στην Ανατολή—Ινδουισμός, Βουδισμός—όπου υπάρχει τρομακτική άρνηση του σώματος και, στον Βουδισμό, εξάλειψη της ύπαρξης.

Αυτό σημαίνει κάτι πολύ ιδιαίτερο: ότι ο Θεός υπολογίζει το σώμα ως μέρος μας, και πρέπει κι εμείς να το υπολογίζουμε ως μέρος της σχέσης μας με τον Θεό. Το λέω καθαρά: είναι μέρος της σχέσης μας με τον Θεό. Δεν έχω μια «πνευματική» σχέση που δεν φτάνει ως το σώμα· το σώμα αποτελεί ουσιαστικά τρόπο με τον οποίο εκπληρώνεται η ύπαρξή μας στον Θεό. Αυτό είναι καινούριο: θρησκευτικά, πνευματικά και φιλοσοφικά.

Τι συνέπειες έχει αυτό; Θα μου πείτε: στον χριστιανισμό, τι συνέβη με τα χρόνια; Πήγε πολλή πλατωνική σκέψη από την πλευρά του Αυγουστίνου στη Δύση, και και σε μας αναπτύχθηκε δευτερογενώς μια άρνηση του σώματος σε ορισμένες περιπτώσεις. Μερικές φορές υπερέχει ένα είδος άρνησης ή φόβου προς το σώμα, γιατί ο πλατωνισμός είναι πολύ ισχυρός στις συνειδήσεις μας.

Υπάρχει ένα βίντεο στο YouTube (ένα μεταπτυχιακό των φοιτητών της Θεολογικής Αθηνών, παλιότερα) με τίτλο: «Είναι δυνατό να ξεπεράσουμε τον πλατωνισμό;» Η φυσική μας τάση είναι η εγκατάλειψη/περιφρόνηση του σώματος—ο φόβος για το σώμα, ο φόβος για τη γυναίκα—που μόνο ο Χριστός φαίνεται να ξεπερνά πρώτος καθαρά. Αυτός ο φόβος υπάρχει και σε πολλούς ασκητές, οι οποίοι, όταν ωριμάσουν, γίνονται μεγάλοι άγιοι. Εγώ λέω ότι μόνο οι στερεωμένοι και μεγάλοι άγιοι που έχω γνωρίσει δεν είχαν φόβο για τη σωματικότητα και μιλούσαν και έδιναν «οδηγίες χρήσης» των σωματικών πραγμάτων —όπως ο γέροντας Πορφύριος.

Ένας μοναχός που παλεύει αυτή τη στιγμή με το συγκεκριμένο ζήτημα τείνει να το βάλει λίγο μακριά του — απολύτως ψυχολογικά κατανοητό— γιατί είναι κάτι με το οποίο ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη σχέση του και το φοβάται. Ναι. Αλλά ακόμα και αυτό: επετράπη ο γάμος, δέχθηκαν και ἱερεῖς/ἐπισκόπους έγγαμους σε κάποιες περιπτώσεις. Στην Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ο μεγάλος ασκητής Παφνούτιος είπε (πηγαίνει στα πρακτικά): δεν μπορεί ο κλήρος να είναι υποχρεωτικά άγαμος. Και μάλιστα είπε τη φοβερή φράση: «Παρθενίαν ἐκάλει τὴν συζυγικὴν συνάφειαν» — αποκαλούσε δηλαδή «παρθενία» την ερωτική σχέση με τη σύζυγο, με την καθαρότητα που αυτή μπορεί να έχει.

Εδώ είναι το άλλο πρόβλημα: αν αρνηθεί κανείς το σώμα, πάντοτε επιστρέφει ως ξεχωριστό από το πνεύμα. Ολόκληρη η ρητορική της πορνογραφίας θεμελιώνεται πάνω σε αυτό: ότι δηλαδή με το σώμα έχουμε σχέσεις αποκομμένες από το πνευματικό μέρος. Είναι μια «γιορτή» στην οποία μπαίνουμε, αφήνοντας στην άκρη το πνεύμα.

Συνεχίζεται

ΑΥΤΟΣ Ο ΑΧΡΕΙΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΠΣΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑ ΟΠΩΣ Ο ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ. ΠΡΟΩΘΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΕΥΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ (ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ) ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ Woke ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ. ΜΙΛΑ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟ ΟΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΕΝΟΙ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, ΡΙΓΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΑΝ.
ΔΕΝ ΤΟΝ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΑΝΕΣ!!

"Το υποκείμενο προσδιορίζεται μέσα από και μέσω της επιθυμίας του Άλλου. Ως πρώτος Άλλος θεωρείται η μητέρα. Η επιθυμία της μητέρας είναι ο τρόπος δια του οποίου επιβάλλει στο αρχικά διχασμένο υποκείμενο την ύπαρξή της. Ο άνθρωπος πρώτα μαθαίνει να επιθυμεί ως ένας Άλλος. Έπειτα, η επιθυμία του ακολουθεί την επιθυμία του Άλλου, αφού το παιδί επιθυμεί ό,τι επιθυμεί η μητέρα του. Έτσι αναβιβάζεται σταδιακά σε υποκείμενο. Το παιδί ταυτίζει την επιθυμία του με την επιθυμία του Άλλου, θέλοντας να αναγνωρισθεί ως άνθρωπος και ως ύπαρξη. Θέλει να τραβήξει την προσοχή του Άλλου και, εν τέλει, την επιθυμία του, επιθυμεί να είναι επιθυμητό από εκείνον. Μετά την συγκρότηση του υποκειμένου-Εγώ, στον άνθρωπο παραμένει ένα υπόλειμμα αυτής της επιθυμίας, η οποία εκπληρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του και όχι μόνον. Στα έσχατα όριά της, αυτή η επιθυμία δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, όπως μας πληροφορούν και οι μελέτες του π.Νικολάου Λουδοβίκου*, η θεωρία του Lacan ήταν περισσότερο ορθόδοξη απ’ όσο θα μπορούσε ο ίδιος να φαντασθεί, διότι ενθυμίζει σε αρκετά σημεία την ανθρωπολογία του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού."

Ἡ ἱστορία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος μια αποκάλυψη.
Καὶ πᾶμε νὰπιοῦμε τὸν  καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ . Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺπίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει :

«Λοιπόν, πάτερ, ἐγὼ μὲ τὸν κυρ-Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (κυρ-Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος (δὲν εἶχαν γίνει ἐγκαίνια) καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία μήπως, μὴὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, τὰ Μυστήρια καὶἡ θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά».

Μία τέτοια ἀπορία μοῦ ἔκανε πολλὴν ἐντύπωση.

«Καί», συνέχισε ὁ ἄνθρωπος,«ξέρεις τί κάναμε ; Εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, λέει, καὶ πραγματικὰ μιὰ Κυριακή, προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς». Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι: «Ποιό φῶς, τί φῶς»; «Ἐκεῖνο τὸ φῶς τὸ ἀείφωτο, ποὺ βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐχει μέσα κλπ.»,

Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἁγίου Συμεώνος τοῦ Νέου Θεολόγου, καὶ βέβαια καὶ ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς « ναί , ναί », καὶ φαίνονταν ὅλοι τους νὰ νομίζουν ὅτι εἶχα κι ἐγὼ πολλὲς παρόμοιες ἐμπειρίες. Ἦταν συγκλονιστικἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα ἀλλὰ δὲν σταμάτησα ἐκεῖ καὶ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο.

« Πῶς ζεῖς ἐσύ»;
« Ε, πῶς ζῶ ἐγώ, φτωχά ».
« Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς τὴν μέρα σου , τί ἀκριβῶς κάνεις στὴν διάρκεια τῆς μέρας » ;
« Δὲν κάνω ἀπολύτως τίποτα , ἀγαπῶ τὸν Θεό, ἀλλὰ λίγη ὑπομονή, μοῦ λέει, κάνω ».
Λίγη ὑπομονὴ κάνω. Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός. Καὶ τί θὰ πεῖ ὑπομονή ; Ὑπομονὴ εἶναι αὐτὸς ὁ σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ὁμοουσίου ποὺ ἀγκαλιάζει τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός .

Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα . Ἄλλωστε καὶ ὁ ἡσυχασμὸς ὁ ἴδιος εἶναι βιωμένη ἐκκλησιολογία , μὴν νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὑπέρβασης τῆς φύσης πρὸς ἀναζήτηση θεαμάτων καὶ ὁραμάτων.

Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὸ ὁμοούσιο, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις, τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος τότε διδάκτωρ, δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε.

Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή σας.

1 σχόλιο:

Νικολαος είπε...

Αποκ. 14,4 οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ. οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ·

Ε τον πλατωνισμό... κατάφερε να διαφθείρει και την Αγία Γραφή.