Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Substance και Essence, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Θωμά Ακινάτη γ

 Συνέχεια από:Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Substance και Essence, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Θωμά Ακινάτη γ
Enrico Berti

(Πανεπιστήμιο της Πάδοβας)

Enrico Berti. "SUBSTANCE ET ESSENCE, ENTRE ARISTOTE ET THOMAS D’AQUIN".
Chôra. Revue d'études anciennes et médiévales 18-19:351-368.



4 Κείμενα συναφή με τη Μεταφ. II (Ἄλφα ἐλάττων) 1

Στον Αριστοτέλη υπάρχουν και άλλα χωρία που, κατά τη γνώμη μου, επιβεβαιώνουν την ερμηνεία που πρότεινα για το Metaph. II. Για παράδειγμα :

Ἀναλυτικὰ Ὕστερα I 2, 72 a 29-32

Αἰεὶ γὰρ δι’ ὅ ὑπάρχει ἕκαστον, ἐκείνῳ μᾶλλον ὑπάρχει, οἷον δι’ ὃ φιλοῦμεν, ἐκεῖνο φίλον μᾶλλον. ὥστ’ εἴπερ ἴσμεν διὰ τὰ πρῶτα καὶ πιστεύομεν, κἀκεῖνα ἴσμεν τε καὶ πιστεύομεν μᾶλλον, ὅτι δ’ ἐκεῖνα καὶ τὰ ὕστερα.

«Πάντοτε, πράγματι, εκείνο εξαιτίας του οποίου ανήκει κάτι σε ένα υποκείμενο, ανήκει περισσότερο σ’ αυτό· για παράδειγμα, εκείνο εξαιτίας του οποίου αγαπούμε, είναι πιο αγαπητό από το αντικείμενο που αγαπιέται. Έτσι, αν γνωρίζουμε κάτι και είμαστε πεπεισμένοι γι’ αυτό χάρη στις πρώτες αρχές, γνωρίζουμε ακόμη περισσότερο και πιστεύουμε περισσότερο σε αυτές, επειδή χάρη σ’ αυτές γνωρίζουμε και πιστεύουμε και τα επόμενα πράγματα.»
(μτφρ. Pellegrin) (Aristote, Secondes Analytiques. Organon IV, trad. P. Pellegrin, Paris, GF, 2005.)

Το χωρίο αυτό δείχνει, πριν απ’ όλα, ότι η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος δημιουργεί μια σχέση ανωτερότητας, η οποία δίνει στην αιτία το δικαίωμα —θα μπορούσε να πει κανείς— να χαρακτηριστεί ως εκείνη που έχει μια ιδιότητα «περισσότερο» (μᾶλλον) από το αποτέλεσμα. Εάν αυτή η σχέση εφαρμοστεί στην πρώτη αιτία μιας ιδιότητας, τότε η αιτία αυτή έχει το δικαίωμα να θεωρείται το μέγιστο ανάμεσα σε όσα κατέχουν την ιδιότητα αυτή.

Πρόκειται, λοιπόν, για επιβεβαίωση του νόμου της αιτιότητας του μέγιστου, κατανοημένου με τον τρόπο που τον εννοεί ο Αριστοτέλης στο χωρίο του Metaph. II —δηλαδή ότι η αιτία είναι το μέγιστο, και όχι ότι το μέγιστο είναι η αιτία.

Επιπλέον, η εφαρμογή αυτού του νόμου στις αρχές της γνώσης, που περιέχεται στο προηγούμενο χωρίο, δείχνει ότι στο πεδίο της γνώσης το «περισσότερο» (μᾶλλον) και το «καλύτερο» (μᾶλλον) δηλώνουν μια σχέση προτεραιότητας και υστερότητας, και όχι μια διαφορά βαθμού. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο χωρίο του Metaph. II.

Ένα άλλο κείμενο που μας βοηθά να κατανοήσουμε για τι πράγμα μιλά ο Αριστοτέλης στο Metaph. II είναι το ακόλουθο:

Metaph. IX 10, 1052 a 4-11

φανερὸν δὲ καὶ ὅτι περὶ τῶν ἀκινήτων [5] οὐκ ἔστιν ἀπάτη κατὰ τὸ ποτέ, εἴ τις ὑπολαμβάνει ἀκίνητα. οἷον τὸ τρίγωνον εἰ μὴ μεταβάλλειν οἴεται, οὐκ οἰήσεται ποτὲ μὲν δύο ὀρθὰς ἔχειν ποτὲ δὲ οὔ (μεταβάλλοι γὰρ ἄν), ἀλλὰ τὶ μὲν τὶ δ᾽ οὔ, οἷον ἄρτι ὄν ἀριθμὸν πρῶτον εἶναι μηθένα, ἢ τινὰς μὲν τινὰς δ᾽ οὔ· ἀριθμῷ δὲ περὶ ἕνα οὐδὲ [10] τοῦτο· οὐ γὰρ ἔτι τινὰ μὲν τινὰ δὲ οὔ οἰήσεται, ἀλλ᾽ ἀληθεύσει ἢ ψεύσεται ὡς ἀεὶ οὕτως ἔχοντος.

«Είναι επίσης φανερό ότι δεν υπάρχει πλάνη ως προς το πότε σχετικά με τα ακίνητα όντα, εάν κανείς υπολαμβάνει ότι είναι ακίνητα. Για παράδειγμα, εάν πιστεύει ότι το τρίγωνο δεν μεταβάλλεται, δεν θα πιστεύει ότι κάποτε τα άθροισμα των γωνιών του ισούται με δύο ορθές και κάποτε όχι — γιατί τότε θα υπήρχε μεταβολή· αλλά θα πιστεύει ότι κάτι είναι έτσι και κάτι άλλο όχι, όπως, για παράδειγμα, ότι κανένας άρτιος αριθμός δεν είναι πρώτος, ή ότι μερικοί είναι και μερικοί όχι· ωστόσο, ακόμη και γι’ έναν μόνο αριθμό, ούτε αυτό ισχύει· διότι δεν θα πιστεύει πια ότι ο ένας είναι έτσι και ο άλλος όχι, αλλά θα λέει το αληθές ή το ψευδές, επειδή αυτό είναι πάντοτε έτσι.»
(μτφρ. Duminil-Jaulin)


Το χωρίο αυτό δείχνει ότι τα όντα που δεν υπόκεινται στον χρόνο (ποτὲ μὲν … ποτὲ δὲ οὔ), είναι προτάσεις —ιδίως εκείνες της γεωμετρίας, όπως «το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές», ή της αριθμητικής, όπως «κανένας άρτιος αριθμός δεν είναι πρώτος».

Αν αυτές οι προτάσεις είναι αληθείς, είναι αληθείς πάντοτε· κατά συνέπεια, οι αρχές τους, δηλαδή οι αρχές της γεωμετρίας και της αριθμητικής, είναι εκείνες που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «τα πιο αληθινά πράγματα».

Αυτό εξηγεί πολύ καλά γιατί, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Metaph. II, «οι αρχές των αιωνίων όντων είναι πάντοτε αναγκαστικά οι πιο αληθινές».

5 Thomas d’Aquin in Metaph. II 1


Ας δούμε τώρα το σχόλιο του Αγίου Θωμά στη Μεταφυσική του Αριστοτέλη, που αποτελεί ένα από τα τελευταία του έργα — μεταγενέστερο όχι μόνο του De ente et essentia, αλλά και της Summa theologiae — και επομένως αντιπροσωπεύει τον τελικό του λόγο πάνω στο θέμα.

Sententia Metaphysicae, lib. II, cap. 1, 2, nn. 4-9


Deinde adiungit quamdam universalem propositionem, quae talis est. Unumquodque inter alia maxime dicitur, ex quo causatur in aliis aliquid univoce praedicatum de eis; sicut ignis est causa caloris in elementatis. Unde, cum calor univoce dicatur et de igne et de elementatis corporibus, sequitur quod ignis sit calidissimus.

Facit autem mentionem de univocatione, quia quandoque contingit quod effectus non pervenit ad similitudinem causae secundum eamdem rationem speciei, propter excellentiam ipsius causae. Sicut sol est causa caloris in istis inferioribus: non tamen inferiora corpora possunt recipere impressionem solis aut aliorum caelestium corporum secundum eamdem rationem speciei, cum non communicent in materia. Et propter hoc non dicimus solem esse calidissimum sicut ignem, sed dicimus solem esse aliquid amplius quam calidissimum.

Nomen autem veritatis non est proprium alicui speciei, sed se habet communiter ad omnia entia. Unde, quia illud quod est causa veritatis, est causa communicans cum effectu in nomine et ratione communi, sequitur quod illud, quod est posterioribus causa ut sint vera, sit verissimum.

Ex quo ulterius concludit quod principia eorum, quae sunt semper, scilicet corporum caelestium, necesse est esse verissima. Et hoc duplici ratione. Primo quidem, quia non sunt quandoque vera et quandoque non, et per hoc transcendunt in veritate generabilia et corruptibilia, quae quandoque sunt et quandoque non sunt. Secundo, quia nihil est eis causa, sed ipsa sunt causa essendi aliis. Et per hoc transcendunt in veritate et entitate corpora caelestia: quae etsi sint incorruptibilia, tamen habent causam non solum quantum ad suum moveri, ut quidam opinati sunt, sed etiam quantum ad suum esse, ut hic philosophus expresse dicit.

Et hoc est necessarium: quia necesse est ut omnia composita et participantia, reducantur in ea, quae sunt per essentiam, sicut in causas. Omnia autem corporalia sunt entia in actu, inquantum participant aliquas formas. Unde necesse est substantiam separatam, quae est forma per suam essentiam, corporalis substantiae principium esse.

Si ergo huic deductioni adiungamus, quod philosophia prima considerat primas causas, sequitur ut prius habitum est, quod ipsa considerat ea, quae sunt maxime vera. Unde ipsa est maxime scientia veritatis.

"Έπειτα προσθέτει μια καθολική πρόταση, η οποία έχει το εξής περιεχόμενο: εκείνο που αποκαλείται «το πιο άριστο» ανάμεσα στα άλλα, είναι αυτό από το οποίο προκαλείται στα άλλα η απόδοση ενός κατηγορήματος κατά τρόπον μονοσήμαντο· όπως η φωτιά είναι η αιτία της θερμότητας στα στοιχειακά σώματα. Επομένως, αφού η θερμότητα λέγεται με μονοσήμαντο τρόπο τόσο για τη φωτιά όσο και για τα στοιχειακά σώματα, προκύπτει ότι η φωτιά είναι η πιο θερμή.

Αναφέρει, όμως, τη μονοσημία, διότι συμβαίνει μερικές φορές το αποτέλεσμα να μην μπορεί να φτάσει στην ομοιότητα με την αιτία σύμφωνα με τον ίδιο ειδικό λόγο, εξαιτίας της υπεροχής της ίδιας της αιτίας. Για παράδειγμα, ο ήλιος είναι αιτία της θερμότητας στα κατώτερα σώματα, αλλά αυτά δεν μπορούν να δεχθούν την ενέργεια του ήλιου ή άλλων ουράνιων σωμάτων κατά τον ίδιο ειδικό λόγο, αφού δεν έχουν κοινή ύλη μ’ αυτά. Και γι’ αυτό δεν λέμε ότι ο ήλιος είναι «ο πιο θερμός» όπως η φωτιά, αλλά ότι είναι κάτι ανώτερο από το πιο θερμό.

Τώρα, το όνομα της αλήθειας δεν ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, αλλά αναφέρεται καθολικά σε όλα τα όντα. Επομένως, επειδή εκείνο που είναι αιτία της αλήθειας είναι αιτία που επικοινωνεί με το αποτέλεσμα της τόσο στο όνομα όσο και στη γενική έννοια, προκύπτει ότι εκείνο που είναι αιτία ώστε τα κατώτερα να είναι αληθή, είναι το πιο αληθινό.

Από αυτό συμπεραίνει περαιτέρω ότι οι αρχές των όντων που υπάρχουν πάντοτε, δηλαδή των ουράνιων σωμάτων, πρέπει αναγκαστικά να είναι οι πιο αληθινές. Και τούτο για δύο λόγους: πρώτον, επειδή δεν είναι «αληθείς κάποτε και άλλοτε όχι», και έτσι υπερέχουν, ως προς την αλήθεια, των γεννητών και φθαρτών όντων, τα οποία υπάρχουν κάποτε και άλλοτε όχι· δεύτερον, επειδή τίποτε δεν είναι γι’ αυτά αιτία, αλλά αυτά είναι η αιτία της ύπαρξης των άλλων. Και έτσι υπερέχουν, ως προς την αλήθεια και το είναι, των ουράνιων σωμάτων· διότι, αν και αυτά είναι άφθαρτα, εντούτοις έχουν αιτία όχι μόνο ως προς την κίνησή τους —όπως πίστευαν κάποιοι— αλλά και ως προς την ύπαρξή τους, όπως δηλώνει ρητά εδώ ο Φιλόσοφος.

Και αυτό είναι αναγκαίο, διότι είναι φυσικό όλα όσα είναι σύνθετα και συμμετέχουν να αναγάγονται, ως προς την αιτία τους, σε εκείνα που υπάρχουν κατ’ ουσίαν. Όλα τα σωματικά όντα υπάρχουν εν ενεργεία, στο μέτρο που συμμετέχουν σε ορισμένες μορφές· επομένως, είναι αναγκαίο η χωριστή ουσία, που είναι μορφή διά της ουσίας της, να είναι η αρχή της σωματικής ουσίας.

Αν, λοιπόν, προσθέσουμε σε αυτό το συμπέρασμα ότι η πρώτη φιλοσοφία (η μεταφυσική) εξετάζει τις πρώτες αιτίες, προκύπτει —όπως ήδη έχει αποδειχθεί— ότι αυτή ασχολείται με τα πιο αληθινά όντα. Επομένως, αυτή είναι η κατεξοχήν επιστήμη της αλήθειας.
(μτφρ. Pronovost) (Thomas d’Aquin, Commentaire de saint Thomas d’Aquin du traite des metaphysiques d’Aristote, trad. Serge Pronovost, juin 2016, edition numerique http:// docteurangelique.free.fr)


Στο σχόλιο αυτό, ο Άγιος Θωμάς αποφεύγει ορισμένες από τις παρανοήσεις που χαρακτήριζαν τα προηγούμενα κείμενά του. Πρώτα απ’ όλα, κατανοεί σωστά ότι η αιτία είναι το μέγιστο, και όχι ότι το μέγιστο είναι η αιτία· έτσι, εξαλείφει οριστικά τον λανθασμένο τρόπο με τον οποίο είχε αντιληφθεί τον νόμο του μέγιστου, όπως τον είχε επισημάνει ο πατέρας de Couesnongle. Επιπλέον, προσέχει τον μονοσήμαντο χαρακτήρα της κατηγόρησης, δηλαδή το γεγονός ότι η ιδιότητα που αποδίδεται πρέπει να ανήκει πάντοτε στο ίδιο γένος· αντιλαμβάνεται, επομένως, ότι ο νόμος της αιτιότητας του μέγιστου ισχύει μόνο για πράγματα που εμπίπτουν στο ίδιο γένος. Αν πρόκειται, για παράδειγμα, για τη θερμότητα, όπως στο κείμενο του Αριστοτέλη, ο νόμος του μέγιστου ισχύει για τη φωτιά, αλλά όχι —για τους λόγους που εξηγεί ο ίδιος ο Θωμάς— για τον ήλιο.

Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει τον Άγιο Θωμά να πέσει, θα λέγαμε, σε δύο νέες παρεξηγήσεις, ή, καλύτερα, σε δύο ερμηνείες που, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ορθές από την άποψη του Αριστοτέλη.

Η πρώτη από αυτές τις ερμηνείες συνίσταται στο να θεωρεί ότι τα αιώνια όντα που αναφέρει ο Αριστοτέλης είναι τα ουράνια σώματα, και επομένως ότι οι αρχές τους είναι οι ακίνητοι κινητές αιτίες. Ο Άγιος Θωμάς θεωρεί αυτές τις τελευταίες, βάσει όσων λέει ο Αριστοτέλης για τις αρχές των αιωνίων όντων, ως αρχές όχι μόνο της κίνησης των ουράνιων σωμάτων, αλλά και της αλήθειας και του είναι τους. Επικαλούμενος τον νόμο της αιτιότητας του μέγιστου, ο Άγιος Θωμάς θεωρεί αυτές τις αρχές —δηλαδή τίς ακίνητες κινητές αιτίες— ως τα όντα που αντιπροσωπεύουν το μέγιστο του Είναι και που είναι αληθέστατα. Του φαίνεται πολύ φυσικό ότι τα ουράνια σώματα είναι «αληθή» και ότι οι ακίνητοι κινητές αιτίες είναι «τα πιο αληθινά», προφανώς επειδή θεωρεί την αλήθεια ως υπερβατική ιδιότητα, όπως και το Είναι και το Εν, και —σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη— και το αγαθό.¹⁹

Επιπλέον, φαίνεται να αισθάνεται ιδιαίτερη ικανοποίηση που βρήκε ένα χωρίο του Αριστοτέλη, όπου αυτός μιλά για τον πρώτο ακίνητο κινητήρα —ο οποίος για τον Άγιο Θωμά ταυτίζεται με τον Θεό— ως αιτία όχι μόνο της κίνησης, αλλά και του Είναι, σε αντίθεση, όπως λέει ο ίδιος ο Θωμάς, με ό,τι πίστευαν «ορισμένοι» (οι Φραγκισκανοί;).

Η δεύτερη ερμηνεία του κειμένου του Αριστοτέλη που προτείνει ο Άγιος Θωμάς στο σχόλιό του συνίσταται στο να νοεί τη σχέση μεταξύ των ουράνιων σωμάτων και των ακίνητων κινητών αιτίων ως σχέση συμμετοχής (participatio), εφαρμόζοντας έτσι την κατεξοχήν πλατωνική θεωρία σύμφωνα με την οποία τα σωματικά ή αισθητά όντα είναι όντα ενεργεία, δηλαδή είναι αυτό που είναι (με όρους αριστοτελικούς) χάρη στη συμμετοχή τους σε αιτίες που υπάρχουν εκ φύσεως, δηλαδή στις Ιδέες ή Μορφές.

Από αυτή την εφαρμογή ο Άγιος Θωμάς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χωριστή ουσία, δηλαδή ο ακίνητος κινητής αιτία —που για εκείνον είναι ο Θεός— είναι η Μορφή κατ’ εξοχήν.

Έχουμε ήδη δει ότι η πλατωνική θεωρία της συμμετοχής, παρότι αναπτύχθηκε εκ νέου από τον νεοπλατωνισμό, δεν έγινε δεκτή από τον Αριστοτέλη, ο οποίος, αντίθετα, την επέκρινε. Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ότι ούτε η αντίληψη της χωριστής ουσίας, δηλαδή της άυλης, ως μορφής, υπήρξε ποτέ αποδεκτή από τον Αριστοτέλη. Γιατί τίνος θα μπορούσαν, πράγματι, να είναι μορφή οι ακίνητοι κινητές αιτίες; Των ουράνιων σωμάτων; Τότε θα ήταν οι ψυχές τους, και άρα δεν θα ήταν πλέον χωριστές, αντίθετα προς ό,τι λέει ο Αριστοτέλης.

Από πού προέρχονται, λοιπόν, αυτές οι ερμηνείες του Αγίου Θωμά; Πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι προέρχονται από τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα, τον οποίο ο Άγιος Θωμάς γνώριζε μέσω του σχολιασμού του Averroès, ο οποίος ακολουθεί πάντοτε τον Αλέξανδρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: