Συνέχεια απο τήν προηγούμενη επανάληψη καί από: Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025
Substance και Essence, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Θωμά Ακινάτη βEnrico Berti
(Πανεπιστήμιο της Πάδοβας)
Enrico Berti. "SUBSTANCE ET ESSENCE, ENTRE ARISTOTE ET THOMAS D’AQUIN".
Chôra. Revue d'études anciennes et médiévales 18-19:351-368.
Ανάμεσα στους ρόλους που παίζει η θεωρία των βαθμών μέσα στη σκέψη του Αγίου Θωμά, ένας από τους σημαντικότερους είναι εκείνος που οδηγεί στη διατύπωση της περίφημης «τέταρτης οδού» για να φτάσει κανείς να παραδεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Την παραθέτω από τη Summa theologiae, έργο της ωριμότητας του Αγίου Θωμά:
Summa theologiae, I, q. 2, a. 3
Quarta via sumitur ex gradibus qui in rebus inveniuntur. Invenitur enim in rebus aliquid magis et minus bonum, et verum, et nobile, et sic de aliis huiusmodi. Sed magis et minus dicuntur de diversis secundum quod appropinquant diversimode ad aliquid quod maxime est, sicut magis calidum est, quod magis appropinquat maxime calido. Est igitur aliquid quod est verissimum, et optimum, et nobilissimum, et per consequens maxime ens, nam quae sunt maxime vera, sunt maxime entia, ut dicitur II Metaphys. Quod autem dicitur maxime tale in aliquo genere, est causa omnium quae sunt illius generis, sicut ignis, qui est maxime calidus, est causa omnium calidorum, ut in eodem libro dicitur. Ergo est aliquid quod omnibus entibus est causa esse, et bonitatis, et cuiuslibet perfectionis, et hoc dicimus Deum.
Η τέταρτη οδός προέρχεται από τους βαθμούς που βρίσκονται στα πράγματα. Πράγματι, παρατηρείται στα πράγματα το περισσότερο και το λιγότερο καλό, το περισσότερο και το λιγότερο αληθινό, το περισσότερο και το λιγότερο ευγενές κ.ο.κ. Τώρα, μια ποιότητα αποδίδεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε διάφορα πράγματα ανάλογα με το πόσο πλησιάζουν, με διαφορετικό τρόπο, εκείνο στο οποίο η ποιότητα αυτή πραγματοποιείται στον υπέρτατο βαθμό· για παράδειγμα, λέμε ότι κάτι είναι πιο ζεστό, όταν πλησιάζει περισσότερο εκείνο που είναι υπέρτατα θερμό. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι που είναι κυριαρχικά αληθινό, κυριαρχικά αγαθό, κυριαρχικά ευγενές, και κατά συνέπεια και κυριαρχικά «όν», διότι, όπως δείχνει ο Αριστοτέλης στη Μεταφυσική, ο ανώτατος βαθμός του αληθινού συμπίπτει με τον ανώτατο βαθμό του Είναι. Επιπλέον, αυτό που βρίσκεται στην κορυφή της τελειότητας μέσα σ’ ένα δεδομένο γένος, είναι αιτία αυτής της ίδιας τελειότητας σε όλα όσα ανήκουν σ’ εκείνο το γένος· έτσι, η φωτιά, που είναι υπέρτατα θερμή, είναι η αιτία της θερμότητας όλων των θερμών πραγμάτων, όπως λέγεται στο ίδιο βιβλίο. Υπάρχει, λοιπόν, ένα ον που είναι, για όλα τα όντα, αιτία του είναι, της αγαθότητας και κάθε τελειότητας· και αυτό το ον το ονομάζουμε Θεό.⁹
Ακόμη και μέσα σ’ αυτό το κείμενο μπορεί κανείς να βρει διατυπώσεις που, από την άποψη του Αριστοτέλη, είναι τουλάχιστον παρεξηγήσεις, αν όχι σφάλματα. Είναι αναμφισβήτητο ότι στις ιδιότητες των πραγμάτων υπάρχουν βαθμοί. Αυτό ισχύει, αν περιοριστούμε στα παραδείγματα που φέρει ο Άγιος Θωμάς, για το καλό και για το ευγενές, αλλά και για πολλές άλλες ιδιότητες. Όσον αφορά όμως το αληθές, κατά τον Αριστοτέλη, δεν υπάρχουν βαθμοί. Αν το αληθές νοηθεί, όπως το εννοεί ο Αριστοτέλης, δηλαδή ως σύμπτωση ανάμεσα στον λόγο και την πραγματικότητα, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ένας λόγος «συμπίπτει» περισσότερο με την πραγματικότητα από κάποιον άλλον, και άρα ότι είναι «πιο αληθινός». Αυτό ισχύει για τις προτάσεις γενικά, που είναι αληθείς αν βεβαιώνουν ή αρνούνται την ένωση ή, αντιστοίχως, τη διάκριση των πραγμάτων που αφορούν, και ψευδείς αν ενώνουν εκείνα που είναι χωρισμένα ή χωρίζουν εκείνα που είναι ενωμένα. Αλλά αυτό ισχύει επίσης και για την αλήθεια των ορισμών, που είναι αληθείς γιατί εκφράζουν την ουσία ενός πράγματος, ή δεν είναι ορισμοί αν δεν την εκφράζουν.¹⁰ Μπορεί να ειπωθεί ότι ένας λόγος βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια από κάποιον άλλον, αλλά εκείνο που βρίσκεται κοντά στην αλήθεια δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, αληθινό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν βαθμοί ψευδότητας στα σφάλματα, αλλά, ενώ οι εσφαλμένοι λόγοι για κάτι μπορούν να είναι πολλοί, ο αληθινός λόγος για το ίδιο πράγμα δεν μπορεί να είναι παρά ένας.¹¹
Μια ιδιαίτερη σημασία του ψεύδους, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, αφορά άμεσα τα πράγματα, όταν ένα πράγμα φαίνεται διαφορετικό από αυτό που είναι· για παράδειγμα, όταν κάτι φαίνεται να είναι χρυσός χωρίς να είναι πραγματικά.¹² Μπορεί να υποτεθεί ότι σε αυτή τη σημασία του ψεύδους αντιστοιχεί μια αντίθετη σημασία του αληθινού, δηλαδή ότι τα αληθινά πράγματα είναι εκείνα που φαίνονται ακριβώς όπως είναι. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση οι βαθμοί αφορούν τις ψευδείς εμφανίσεις, οι οποίες μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ψευδείς, ενώ δεν αφορούν την αλήθεια, δηλαδή αυτό που φαίνεται ακριβώς όπως είναι.
Ο Άγιος Θωμάς, αντίθετα, δέχεται βαθμούς αλήθειας· αλλά όχι μόνο αυτό, δέχεται επίσης βαθμούς του Είναι, και αντιστοιχίζει τους βαθμούς της αλήθειας με τους βαθμούς του Είναι, έτσι ώστε, εφόσον παντού όπου υπάρχουν βαθμοί πρέπει να υπάρχει και ένα μέγιστο, το μέγιστο της αλήθειας να αντιστοιχεί σε ένα μέγιστο του Είναι. Όμως αυτό ισχύει, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο χωρίο της Μεταφυσικής II που παραθέτει ο Άγιος Θωμάς, μέσα σε ένα γένος, όπως το θερμό, διότι, όπως θα δούμε, κατά τον Αριστοτέλη η αιτιότητα του μέγιστου ισχύει για τις «συνώνυμες» ιδιότητες, δηλαδή εκείνες που έχουν όχι μόνο το ίδιο όνομα, αλλά και τον ίδιο ορισμό. Ο ίδιος ο Θωμάς το αναγνωρίζει αυτό όταν λέει ότι το μέγιστο είναι αιτία in aliquo genere («μέσα σε ένα γένος»). Τώρα, το Είναι για τον Αριστοτέλη, όπως είδαμε, δεν είναι ένα γένος, αλλά μια πολλαπλότητα γενών, το καθένα με δικό του ορισμό διαφορετικό από των άλλων· επομένως, ο νόμος της αιτιότητας του μέγιστου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο Είναι.
Όσο για το αληθές, ο Αριστοτέλης δεν λέει αν είναι ή δεν είναι ένα γένος· πάντως, για εκείνον, το αληθές δεν μπορεί να έχει βαθμούς.
Στην «τέταρτη οδό», ο Άγιος Θωμάς εφαρμόζει τον νόμο της αιτιότητας του μέγιστου στη σχέση μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, όπως στο De ente et essentia τον είχε εφαρμόσει στη σχέση μεταξύ ουσίας και συμβεβηκότων. Τώρα, εφόσον για τον Αριστοτέλη η σχέση μεταξύ ουσίας και συμβεβηκότων είναι μια μορφή ομωνυμίας —της ομωνυμίας προς εν (pros hen)—, η ερμηνεία του Αγίου Θωμά προϋποθέτει τη μετατροπή της αριστοτελικής έννοιας της αναλογίας, η οποία για τον Αριστοτέλη ήταν μια απλή αναλογία αναλογιών (proportio), σε ομωνυμία προς εν, και την κατανόηση αυτής της τελευταίας ως ομωνυμίας που παράγεται «από ένα» (aph’henos), δηλαδή ως μορφή παραγώγου σχέσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον νεοπλατωνισμό.¹³
Σημειώσεις
9. Thomas d’Aquin, Somme theologique, t. 1, Paris, Cerf, 2000.
10. Aristote, Metaph. VI 4 et IX 10.
11. Aristote, Metaph. IV 4, 100b 32 1009 a 2.
12. Aristote, Metaph. V 29, 1024 b 24 26.
13. Βλ. σχετικά J.-F. Courtine, Inventio analogiae. Métaphysique et ontothéologie, Παρίσι, Vrin, 2005
3 Μεταφυσική II (Ἄλφα ἐλάττων) 1
Ας δούμε, τέλος, το χωρίο του Αριστοτέλη στο οποίο αναφέρεται ο Άγιος Θωμάς, όχι μόνο στο De ente et essentia, αλλά και στην «τέταρτη οδό», και – σύμφωνα με την καταμέτρηση του πατέρα de Couesnongle – σε σαράντα δύο ακόμη περιπτώσεις μέσα στο σώμα των έργων του. Πρόκειται, επομένως, για ένα χωρίο που για τον Άγιο Θωμά έχει θεμελιώδη σημασία.
Aristote, Metaph. II (α) 1, 993 b 23-31 (éd. Ross):
οὐκ ἴσμεν δὲ τὸ ἀληθὲς ἄνευ τῆς αἰτίας· ἕκαστον δὲ μάλιστα αὐτὸ τῶν ἄλλων καθ’ ὃ καὶ τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει τὸ συνώνυμον (οἷον τὸ πῦρ θερμότατον· [25] καὶ γὰρ τοῖς ἄλλοις τὸ αἴτιον τοῦτο τῆς θερμότητος)· ὥστε καὶ ἀληθέστατον τὸ τοῖς ὑστέροις αἴτιον τοῦ ἀληθέσιν εἶναι. διὸ τὰς τῶν ἀεὶ ὄντων ἀρχὰς ἀναγκαῖον ἀεὶ εἶναι ἀληθεστάτας (οὐ γάρ ποτε ἀληθεῖς, οὐδ’ ἐκείναις αἴτιόν τί ἐστι τοῦ εἶναι, ἀλλ’ ἐκεῖναι τοῖς ἄλλοις), ὥσθ’ ἕκαστον ὡς ἔχει τοῦ [30] εἶναι, οὕτω καὶ τῆς ἀληθείας.
«Δεν γνωρίζουμε, λοιπόν, το αληθές χωρίς την αιτία. Και κάθε πράγμα, το οποίο είναι το ίδιο στον υπέρτατο βαθμό σε σχέση με τα άλλα, στο μέτρο που η κοινή ιδιότητα (το συνώνυμον) ανήκει και στα υπόλοιπα πράγματα, είναι και η αιτία αυτής της ιδιότητας στα άλλα· όπως, για παράδειγμα, η φωτιά είναι το πιο θερμό, επειδή είναι η αιτία της θερμότητας και στα άλλα πράγματα. Επομένως, το πιο αληθινό είναι εκείνο που είναι αιτία του να είναι αληθή τα κατώτερα. Γι’ αυτό οι αρχές των αιωνίων όντων είναι αναγκαστικά πάντοτε οι πιο αληθινές· διότι δεν είναι αληθείς κατά διαστήματα, ούτε υπάρχει κάποια αιτία του είναι τους, αλλά αυτές είναι αιτία του είναι των άλλων· έτσι ώστε κάθε πράγμα έχει τόση αλήθεια όση έχει ύπαρξη.»
(μτφρ. Duminil-Jaulin)¹⁴
Το χωρίο αυτό αρχίζει με μια σαφή αναφορά στη θεωρία της επιστήμης του Αριστοτέλη, δηλαδή στη θεωρία της απόδειξης που εκθέτει στα Αναλυτικά Ύστερα. Το αληθές που εννοεί εδώ δεν είναι το αληθές ενός λόγου βασισμένου στην απλή αίσθηση· διότι αυτός δεν προϋποθέτει τη γνώση της αιτίας. Μπορώ, για παράδειγμα, να πω «σήμερα βρέχει», και ο λόγος αυτός να είναι αληθής, χωρίς να γνωρίζω ποια είναι η αιτία της βροχής. Αντίθετα, στις επιστήμες, όπως στη γεωμετρία, δεν μπορώ να πω «αυτό το αξίωμα είναι αληθές» χωρίς να γνωρίζω ποιες είναι οι αρχές από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί το συγκεκριμένο αξίωμα. Η αιτία που εννοείται εδώ, επομένως, είναι η αιτία της απόδειξης, όπως είναι οι αρχές της γεωμετρίας.
Ύστερα από αυτό, ο Αριστοτέλης εισάγει αυτό που ονομάσαμε νόμο της αιτιότητας του μέγιστου: η αιτία μιας «συνώνυμης» ιδιότητας —δηλαδή μιας ιδιότητας που, σε όλες τις εφαρμογές της, έχει όχι μόνο το ίδιο όνομα αλλά και τον ίδιο ορισμό¹⁵, και επομένως ανήκει πάντοτε στο ίδιο γένος— κατέχει την ιδιότητα αυτή στον υπέρτατο βαθμό· βλέπε το παράδειγμα του θερμού. Όπως μπορεί να δει κανείς, για τον Αριστοτέλη η αιτία συνεπάγεται το μέγιστο, ενώ για τον Άγιο Θωμά, όπως παρατήρησε ο πατέρας de Couesnongle, συμβαίνει το αντίθετο: το μέγιστο συνεπάγεται την αιτιότητα — ακριβώς το αντίθετο από αυτό που λέει ο Αριστοτέλης.
Εφαρμόζοντας τον νόμο της αιτιότητας του μέγιστου στο αληθές, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι εκείνο που είναι αιτία της αλήθειας των πραγμάτων που είναι κατώτερα απ’ αυτό, είναι το πιο αληθινό. Τα αληθινά πράγματα για τα οποία μιλά εδώ ο Αριστοτέλης δεν είναι τα πράγματα που φαίνονται ακριβώς όπως είναι —όπως, για παράδειγμα, ο αληθινός χρυσός—, αλλά πρέπει να είναι προτάσεις, σύμφωνα με την αρχή του χωρίου, όπου γινόταν λόγος για το αληθές με την επιστημονική σημασία του όρου, δηλαδή για το αληθές του οποίου η γνώση προϋποθέτει τη γνώση της αιτίας. Συνεπώς, οι αιτίες της αλήθειας αυτών των προτάσεων είναι οι αρχές τους, δηλαδή οι αρχές από τις οποίες μπορούν να αποδειχθούν. Άρα, εκείνο που ονομάζεται «το πιο αληθινό» (ἀληθέστατον) είναι οι αρχές της απόδειξης, και με την έκφραση αυτή δεν δηλώνεται ένας βαθμός αλήθειας, αλλά μια σχέση λογικής προτεραιότητας και υστερότητας.
Πράγματι, ο Werner Jaeger, στην έκδοσή του της Μεταφυσικής, παραθέτει σχετικά με το χωρίο αυτό ένα απόσπασμα από τον Προτρεπτικόν, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι «στα πράγματα που έχουν μόνο ένα όνομα, λέμε “περισσότερο” όχι μόνο σύμφωνα με την υπεροχή, αλλά και σύμφωνα με το ότι το ένα είναι πρότερο και το άλλο ύστερο» (τὸ μᾶλλον λέγομεν … κατὰ τὸ πρότερον εἶναι τὸ δὲ ὕστερον).¹⁶
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη συνέχεια του χωρίου, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι οι αρχές των αιωνίων όντων είναι πάντοτε αναγκαστικά οι πιο αληθινές, διότι δεν είναι αληθείς «κατά διαστήματα». Οι αρχές αυτές δεν μπορούν να είναι παρά οι αρχές των αιωνίων αληθειών, όπως είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι προτάσεις των επιστημών — για παράδειγμα, τα θεωρήματα της γεωμετρίας. Αυτές οι αρχές είναι οι πιο αληθινές, όχι επειδή κατέχουν έναν βαθμό αλήθειας μεγαλύτερο από τις προτάσεις που απορρέουν από αυτές, αλλά επειδή είναι η αιτία της αλήθειας αυτών των τελευταίων. Ο υπερθετικός «το πιο αληθινό» ή ο συγκριτικός «πιο αληθινό» δεν δηλώνουν, επομένως, διαφορά βαθμού, αλλά σχέση προτεραιότητας και υστερότητας, όπως αυτή που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα.
Ότι πρόκειται πράγματι για τις αρχές των επιστημών, δηλαδή για προτάσεις, επιβεβαιώνεται και από τη διευκρίνιση που κάνει ο Αριστοτέλης, ότι δεν είναι αληθείς «κατά διαστήματα». Τι μπορεί να είναι αληθές μόνο κατά διαστήματα; Μια πρόταση που βασίζεται στην απλή αίσθηση, όπως «σήμερα βρέχει». Η διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στα πράγματα που είναι αληθή πάντοτε και σε εκείνα που είναι αληθή μόνο κατά διαστήματα, αφορά προτάσεις· διότι, για τον Αριστοτέλη, μόνο οι προτάσεις είναι πραγματικά αληθείς.
Το τέλος του χωρίου έχει, κατά τη γνώμη μου, μεταφραστεί εσφαλμένα —τόσο από τον Duminil-Jaulin («κάθε πράγμα έχει τόση αλήθεια όση ύπαρξη») όσο και από τον Tricot («όσο ένα πράγμα έχει ύπαρξη, τόσο έχει και αλήθεια»). Το ίδιο διαπιστώνουμε και για την ιταλική μετάφραση του Giovanni Reale («ogni cosa possiede tanto di verità quanto possiede di essere»). Οι ερμηνευτές αυτοί θεωρούν ότι το ρήμα ἔχω, που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στο τέλος του χωρίου, έχει τη συνηθισμένη του σημασία, δηλαδή «έχω» κάτι· όμως στα ελληνικά, όταν το ρήμα ἔχω συνοδεύεται από γενική, σημαίνει «στρέφομαι προς» ή «φέρομαι σε σχέση με» κάτι.
Ότι αυτή είναι η σημασία του ρήματος ἔχω στο συγκεκριμένο χωρίο, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται από επιρρήματα ποσότητας («τόσο–όσο», tanto–quanto), αλλά από επιρρήματα τροπικότητας (ὡς … οὕτω, «όπως–έτσι»). Η ακριβής μετάφραση, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνη του Ross:
«as each thing is in respect of being, so it is in respect of truth»
(«όπως κάθε πράγμα υπάρχει σε σχέση με το είναι, έτσι υπάρχει και σε σχέση με την αλήθεια»),
και αυτή επιβεβαιώνεται από τη γαλλική μετάφραση του Jonathan Barnes, που προτάθηκε σε ένα σεμινάριο για το βιβλίο Ἄλφα ἐλάττων στο Centre Léon Robin το 2006 και δεν έχει ποτέ δημοσιευθεί:
«chaque chose est par rapport à l’être comme elle est par rapport à la vérité»
(«κάθε πράγμα είναι ως προς το είναι, όπως είναι και ως προς την αλήθεια»).
Ποια είναι η σημασία αυτής της διευκρίνισης; Το ότι η μετάφραση του ἔχω ως «έχω» υπονοεί ποσότητα, άρα βαθμό, ενώ η μετάφραση του ἔχω ως «φέρομαι προς» υποδηλώνει τρόπο ύπαρξης, δηλαδή κατάσταση. Συνοπτικά, το τέλος του χωρίου σημαίνει ότι στην αλήθεια υπάρχει η ίδια σχέση που υπάρχει και στο Είναι, δηλαδή μια σχέση αιτιότητας: υπάρχουν αλήθειες που είναι αιτίες άλλων αληθειών, σύμφωνα με μια σχέση λογικής προτεραιότητας και υστερότητας, και ότι οι αιτίες δικαίως μπορούν να δηλώνονται με υπερθετικούς ή συγκριτικούς τύπους, χωρίς αυτό να υπονοεί καμία διαφορά βαθμού.
Σημειώσεις
14. Aristote, Metaphysique, trad. M. P. Duminil et A. Jaulin, Paris, GF, 2008.
15. Aristote, Cat. 1, 1 a 6 12.
16. Aristotelis Metaphysica, rec. W. Jaeger, Oxonii, Clarendon, 1963, σ. 35.
Βλ. επίσης Aristotelis Fragmenta Selecta, ed. W.D. Ross, Oxonii, Clarendon, fr. 14 (= Iambl. Protr. 57, 4-8), μτφρ. J. Follon, Aristote, Invitation à la philosophie, Παρίσι, Mille et une nuits, 2000.
Συνεχίζεται
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ: ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΕΑΝ Ο ΠΑΤΗΡ ΕΙΝΑΙ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΒΑΘΜΟΥ.
Η ΙΔΙΑ ΕΛΛΕΙΨΗ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΝ ΟΠΩΣ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Ο ΑΚΙΝΑΤΗΣ ΚΙΝΕΙ ΤΑ ΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΝΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ. ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Ο ΣΕΛΛΙΝΓΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου