ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ β
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση
Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Το καρπούζι πού εἶναι μέσα στο νερό
Κάποιος ἀπό αὐτούς τοὺς εἰδικούς ψυχολόγους, τοὺς θεμελιωτές τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, φέρνει τὸ ἑξῆς παράδειγμα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει να κατα λάβουμε τί εἶναι συνειδητό, τί εἶναι ὑποσυνείδητο, τι εἶναι ἀσυνείδητο, ἢ πόσο από το περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι συνειδητό και πόσο εἶναι ὑποσυ νείδητο καὶ ἀσυνείδητο.
Ρίχνουμε μέσα σε μια δεξαμενή με νερό ἕνα καρπούζι. Ένα μέρος τοῦ καρπουζιοῦ εἶναι ἔξω ἀπό το νερό, το μεγαλύτερο ὅμως μέρος εἶναι μέσα στο νερό. Καὶ λέει ὅτι, ἂν θελήσουμε νὰ δοῦμε τὴν ἀνα-λογία στην ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι 10/10, τότε μόνο το 1/10 εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό, μόνο το 1/10 εἶναι συνειδητό. (Φαντασθεῖτε ὅτι τὸ νερό στη δεξαμενή εἶναι πολύ θολό, επομένως δὲν βλέπουμε μέσα καθόλου βλέπουμε μόνο ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ καρπουζιού που προεξέχει) Το 1/10 τῆς ψυχῆς λοιπόν εἶναι συνειδητό, το βλέπουμε, το ξέρουμε, τὸ ἐλέγχουμε. Τα 9/10 ὅμως εἶναι άγνωστα Ἕνα μέρος, ἴσως 3/10, εἶναι ὑποσυνείδητο, εἶναι λίγο κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα τοῦ συνειδητοῦ καὶ παίρνουμε μια ἰδέα, ὅμως τα 6/10 εἶναι ἀσυνείδητο, εἶναι σκο τεινό ὑπόγειο, καὶ τὸ ἀγνοοῦμε ἐντελῶς,
Ταλαιπωρείται κανείς, ἀγωνίζεται χρόνια, και ἔτσι προσπαθεῖ καὶ ἀλλιῶς προσπαθεί κάτι να κάνει καὶ δὲν βλέπει να προκόπτει στην πνευματική ζωή Ἐν τῷ μεταξύ παθαίνουμε καὶ κάτι ἄλλο. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι δὲν προκόπτουμε στη χριστιανική ζωή, στην πνευματική ζωή -ἀφοῦ ἔχουμε να κάνουμε με ἀνεξέλεγκτο περιεχόμενο που κάνει ὅ,τι θέλει, πῶς θα προκόψουμε;- ἀλλά, καθώς εἴμαστε χρόνια χρι στιανοί καί ἀκοῦμε τόσα, διαβάζουμε τόσα καὶ ἔχουμε καλή διάθεση, ἀρχίζουμε καὶ ὑποκρινόμαστε μὲ τὸ νὰ κάνουμε τὸν εὐσεβή. Όχι ὅτι τὸ κάνει και νείς σκόπιμα· όχι.
Παίρνουμε τὴν περίπτωση ἐκείνη ποὺ ἔχει και νείς καλή διάθεση, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει νὰ εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος ὅπως θὰ ἤθελε, ὅπως ἀκούει, ὅπως διαβάζει στοὺς βίους τῶν ἁγίων, καὶ ἀρχίζει νὰ ὑποκρίνεται. Οπότε, ὄχι μόνο ἔχει κανείς άγνοια τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῆς ὅλης καταστάσεώς του, όχι μόνο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει σπουδαία πράγματα, ἀλλά ἐπιπλέον γίνεται ὑποκριτής. Πῶς τώρα να γιατρευτεί ὁ ἄνθρωπος, Περνάει ἔτσι ἡ ζωή, τελειώνει, φεύγου με ἀπό αὐτὸν τὸν κόσμο, καὶ τί κάναμε; Μόνο ό Θεός γνωρίζει.
Ὁ Θεός γνωρίζει, ἀλλά θέλει να γνωρίζουμε κι ἐμεῖς, ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, καὶ θέλει να κάν νουμε ό,τι χρειάζεται, γιὰ νὰ ἀγιάσουμε. Δέν εἶναι ἀστεῖα. Αὐτά λοιπόν που λέμε τώρα καὶ που θα ποῦμε στη συνέχεια, ἔχουν ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν σκο πὸ νὰ μᾶς βοηθήσουν καὶ τὸ ἐλπίζω- ἂν προσέξουμε, ὥστε, ἀφοῦ κάνουμε που κάνουμε τον κόπο, ἀφοῦ κουραζόμαστε πού κουραζόμαστε, νὰ εἶναι πιὸ ἐπωφελής καὶ πιό καρποφόρος ὁ κόπος μας να ἀποδώσει.
Τι σημαίνει «βάζω ἀρχή»;
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἀπό ἄποψη ψυχολογική εἶναι ἔτσι περίπου ποὺ εἴπαμε. Τί θὰ πεῖ τώρα στην πράξη «βάζω ἀρχή». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέει ὅτι βάζει ἀρχή, εἶναι σαν να λέει: «Παραδίδω τὸν ἑαυτό μου στον Θεό. Σπρώχνω τὸν ἑαυτό μου νὰ ὑποταχθεῖ στον Θεό, νὰ ὑπακούει στον Θεό, νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, να κάνει το θέλημά του και τις ἐντολές του, Δίνω τὸν ἑαυτό μου στον Θεό». Ἔτσι λοιπόν σήμερα πῆγε κανείς στὴν ἐκκλησία, κατανύχθηκε, κάτι ἄγ γιξε την ψυχή του καί λέει: «Θεέ μου, μέχρι σήμερα ἔπαιζα. Ἀπό σήμερα παραδίδομαι σ' ἐσένα». Η δια βάζει κανείς ἕνα πνευματικό βιβλίο ἤ ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καί λέει: «Τέλειωσαν τα ψέματα. Βάζω αρχή. Παραδίδω τον εαυτό μου στον Θεὸ καὶ βάζω ἀρχὴ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα να κάνω τὸ θέλημά τους Αὐτὸς ποὺ πολύ τίμια καὶ πολύ εἰλικρινά θα το κάνει αὐτό, καὶ μὲ ὅλη του την ψυχή, χωρίς κανένα κρατούμενο καὶ χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη θα παραδοθεί στον Θεό, θα μπορούσα νὰ πῶ ὅτι τὴν ἄλλη μέρα κιόλας -ἡ σήμερα, ἂν τὸ ἔκανε χθες- δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ἐντελῶς ἐντελῶς. «Έβαλα χθὲς ἀρχή παρέδωσα χθὲς τὸν ἑαυτό μου στὸν Θεὸ καὶ τὸ στι νεχίζω σήμερα». Ἂν εἶναι ἐντελῶς εἰλικρινής και τι μιος, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πεὶ αὐτὸ Ἀλλὰ Αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη καὶ σήμερα να κάνει αὐτὸ που έκανε χθές δηλαδή νὰ πεῖ: «Θεέ μου, ἐγώ σήμερα πρώτη φορά σε γνωρίζω. Σήμερα πρώτη φορά έρχομαι σε ἐπικοινωνία μαζί σου. Σήμερα, Θεέ μου, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη να παραδοθώ σ' ἐπένας. Ἐνῶ εἶναι κάτι ποὺ τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔκανε χθές.
Ωστόσο, ὁ ἴδιος, που κάνει αὐτὸ τὸ ἔργο, δὲν αἰσθάνεται ὅτι χθές κορόιδεψε. Όχι εἰλικρινά καὶ τίμια τὸ ἔκανε χθές, συγχρόνως όμως αἰσθάνεται σὰν νὰ μὴν τὸ ἔκανε, καὶ γι' αὐτό θέλει να το κάνει καὶ σήμερα. Καὶ ὁ ἴδιος λοιπὸν αἰσθάνεται έτσι, ἀλλά καί άντικειμενικά νὰ τὸ δοῦμε τὸ πράγμα, έτοι εἶναι. Ἔκανε τί ἔκανε χθές, αἰσθάνεται όμως την ἀνάγκη να το κάνει και σήμερα. Καὶ με βάση το παράδειγμα πού εἶπαμε προηγουμένως, παρακαλώ, ὅσο γίνεται, να το καταλάβουμε το θέμα.
Συνεχής παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στον Θεό
Εἶπαμε ὅτι το 1/10 τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς μας τὸ ἔχουμε στη διάθεσή μας, εἶναι συνειδητό. ΕΙναι το κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ πού βρίσκεται έξω ἀπό τό νερό. Αὐτό εἶναι στα χέρια μας. Την ώρα λοιπόν που λέει κανείς: «Παραδίδω ὅλο τὸν ἑαυτό μου στον Θεό καὶ θὰ εἶμαι πιὰ τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ τὸ ἄλλο, το πιο μέσα, δὲν τὸ ἐλέγχει θεωρητικά μπορεί νὰ πεῖ ὅτι παραδίδει ὅλο τὸν ἑαυτό του, όμως πρα κτικά δὲν ἐλέγχει, δὲν ὁρίζει το μέρος πού εἶναι μέσα στο νερό- δίνει ἑπομένως αὐτό τό κομμάτι που εἶναι ἔξω ἀπό τὸ νερό.
Είμαστε βέβαια στα θεωρητικά, ἀλλά αὐτά τά θεωρητικά να τα καταλάβουμε μιλώντας πρακτικά Ἂν πάρουμε ἕνα μαχαίρι και κόψουμε το κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ ποὺ εἶναι ἀκριβῶς πάνω από την ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ἀμέσως το καρπούζι θά ἀνέβει λίγο πιο πάνω. Επομένως, λίγο καρπούζι θα βγεῖ πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Στην πράξη λοιπόν όταν λέμε «βάζω ἀρχή», δηλαδή παραδίδω τὸν ἑαυτό μου στον Θεό, εἶναι σὰν νὰ κόβουμε αὐτό το κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ καὶ ὤπ, ἀνεβαίνει ψη λότερα το καρπούζι, καὶ ἑπομένως ἕνα ἄλλο κομμάτι ποὺ δὲν φαινόταν ως τώρα, φαίνεται τώρα, καθώς βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια.
Ένα τέτοιο πράγμα γίνεται στην ψυχή τοῦ ἀν θρώπου. Όταν κανείς το 1/10 πού ἐλέγχει, το συνει δητό του δηλαδή, το παραδώσει στον Θεό καὶ τὸ ζήσει αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔλεγα ὅτι τὴν ἑπόμενη κιόλας στιγμή -ἔστω, τὴν ἄλλη μέρα- θα νιώσει ότι δέν πα ρέδωσε τὸν ἑαυτό του στον Θεό. Μολονότι το έκανε χθές καὶ τὸ πίστευε καὶ τὸ πιστεύει ἀκόμη ὅτι τὸ ἔκανε χθές, σήμερα δεν νιώθει ότι παρέδωσε τον ἑαυτό του στον Θεό. Γιατί; Διότι βγήκε ἀπὸ τὸ ὑπο συνείδητο ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς του ποὺ δὲν τὸ ἔβλεπε, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐλέγξει, καὶ εἶναι τώρα στο συνειδητό. Γι' αὐτὸ αἰσθάνεται κανείς την ἀνάγκη καὶ τὴν ἄλλη μέρα να πείς «Θεέ μου, ἐγώ ἀκόμη δὲν παραδόθηκα σ' ἐσένα τώρα θα παραδο θῶ». Δέν παίζει με τον Θεό σὔτε μὲ τὴν ψυχή του
Χθές παρέδωσε ἐκεῖνο που μπορούσε να παρα δώσει σήμερα ξαναπαραδίδει τὸν ὅλο ἑαυτό του, διό τι δὲν τεμαχίζεται ἡ ψυχή. Λέμε για το καρπούζι ότι το κόβουμε κτλ., για να μπορέσουμε να καταλάβουμε αὐτά που λέμε γιὰ τὴν ψυχή. Τὴν ὥρα ποὺ παραδί δεις το κομμάτι αὐτὸ τῆς ψυχῆς σου που ελέγχεις, το συνειδητό, αὐτό, καθώς δὲν εἶναι ξεκομμένο έντε λῶς ἀπὸ τὸ ὑποσυνείδητο, ἀλλά εἶναι ἔνωμένα με κά ποια οὐρά, το τραβάει κι ἐκεῖνο πιο πάνω, κι ἔτσι αἱ σθάνεται κανείς τὴν ἀνάγκη τὴν ἑπόμενη ἡμέρα να πεῖ: «Πάλι θέλω να παραδοθώ στον Θεό». Στο καρ πούζι κόβουμε το πάνω-πάνω, καὶ ἀνεβαίνει λίγο πιο ψηλά. Ξανακόβουμε μια φέτα, ἀνεβαίνει πάλι λίγο πιό ψηλά. Ξανακόβουμε, ὥσπου σχεδόν ὅλο θα το κόψουμε, καὶ ὅλο θα βγεῖ πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ.
Τὸ ἔργο πού ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ἐνῶ ἐμεῖς τὸ ἀποφεύγουμε
Στὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό δέν ἔχει τέλος. Καὶ γι' αὐτό ἐπί πολύ καιρό μερικές φορές μοιάζει ὅτι εἶναι ἀμέτρητος ὁ χρόνος- χρειάζεται να κάνει κανείς αὐτό τό ἔργο. Ἀκριβῶς αὐτό τό ὁποῖο ἔκαναν οἱ ἅγιοι.
Ἐμεῖς καμιά φορά διαβάζουμε γιά τούς ἁγίους καὶ μᾶς φαίνεται ἄχαρος ὁ ἀγώνας αὐτός, λίγο κου-ραστικός, λίγο σάν νά μήν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς, πού εἴμαστε συνηθισμένοι να κάνουμε τί; Ἁπλῶς νὰ εἴ-μαστε ἀπασχολημένοι -νά ἀνοίξουμε το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, να καθίσουμε να συζητήσουμε μέκάποιον, να κάνουμε παρέα, νά πᾶμε, νὰ ἔρθουμε-καὶ νὰ μὴν κοιτᾶμε λίγο τόν ἑαυτό μας.
Συνέχεια κανείς εἶναι ἀπασχολημένος, θέλει να εἶναι ἀπασχολημένος, γιατί ἀλλιῶς πρέπει να μείνει μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλά ἄν μείνει μέ τόν ἑαυτό του, θὰ ἀρχίσει να βλέπει αὐτά τά πράγματα καί θά τρο-μάξει. Να γιατί μερικές φορές κάποια πιτσιλίσματα, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ ποῦμε ἔτσι, πού βγαίνουν ἀπό τὸ ὑποσυνείδητο, ἀπό τό ἀσυνείδητο, τρομάζουν τον ἄνθρωπο, καὶ λέει κανείς: «Ἄσ' τα καλύτερα ἐκεῖ. Μὴν ἐγγίζετε τὰ κακῶς κείμενα». Ἔτσι, περνάει ὁ καιρός, ἔρχεται τὸ τέλος, χωρίς νὰ ἔχουμε κάνει ἐκεῖ-νο πού ἔπρεπε νὰ εἴχαμε κάνει,
Οἱ ἅγιοι ὅμως τὸ πῆραν στα σοβαρά το ὅλο θέμα τῆς σωτηρίας, το πῆραν ζεστά, πίστεψαν ὅτι, ἀφοῦ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στή γῆ καί πέθανε γιά τή σωτηρία μας, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ὄντως σώ ζεται, ὄντως ἁγιάζεται, ὄντως καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Μπῆκαν λοιπόν οἱ ἅγιοι σ' αὐτὸν τὸν ἀγών να, καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά ὅλο τὸ ὑποσυνείδητο καί ὅλο τὸ ἀσυνείδητο, δηλαδή ἡ ὅλη ψυχή τους, ἔγινε συνειδητό.
Εἶναι ἀδιανόητο να διαπιστώσουμε σε έναν ἅγιο ὅτι πιστεύει μέν και σκέπτεται να ενεργήσει σύμφωνα μέ τήν πίστη του, ὅμως βγαίνει κάτι ἀπὸ μέσα του καὶ τοῦ χαλάει τὴν πρόθεση, καὶ, ἐνῶ πή γαινε να κάνει καλό, δέν ἔκανε καλό αλλά κακό. Οὔτε κατά διάνοιαν ὅτι συμβαίνει στοὺς ἁγίους αὐτό. Σ᾽ ἐμᾶς συμβαίνει αὐτό, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μέσα μας ἀκόμη ἀκατέργαστο και το υποσυνείδητο καὶ τὸ ἀσυνείδητο, τό μεγαλύτερο δηλαδή μέρος τοῦ πε ριεχομένου τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου
Μετά ἀπό αὐτά πού εἴπαμε, καταλαβαίνουμε, νομίζω, ὅλοι μας, ὄχι ἁπλῶς πόσο δύσκολα εἶναι τὰ πράγματα, ἀλλὰ ὅτι, ἔτσι ὅπως ἐμεῖς σκεπτόμαστε καὶ ἔτσι ὅπως ἐμεῖς ἐνεργοῦμε, τελικά μᾶλλον μα ταιοπονοῦμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φθάσουμε ἐκεῖ πού θέλουμε να φθάσουμε. Δὲν νιώθουμε να έλευ θερώνεται, να γιατρεύεται, νὰ ἁγιάζεται ἡ ψυχή μας, δέν νιώθουμε νὰ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ κατά βαθα τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται ὁ Κύριος. Καὶ αὐτό, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε. Έχουμε βέβαια ἄγνοια, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο θέμα ἀγνοίας. Αὐτὸ συμβαίνει, κυρίως ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος μετά τὴν πτώση στράφηκε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Πρὸ τῆς πτώσεως ὁ ἄνθρωπος ἐκινεῖτο πρὸς τὸν Θεό χωρίς τὴν παραμικρή ἐπιφύλαξη καί χωρίς νὰ ἐμποδίζεται ἀπό τίποτε. Ὅλη ἡ ὕπαρξή του ἐκινεῖτο πρὸς τὸν Θεό, κέντρο ἦταν ὁ Θεὸς καὶ τὰ πάντα ήταν ὁ Θεός. Μετά τὴν πτώση, ἄφησε ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, στρά φηκε στὸν ἑαυτό του και θεοποίησε τὸν ἑαυτό του. Αὐτό κυρίως εἶναι ἡ ἁμαρτία, κάτι τὸ ὁποῖο στην ἐποχή μας ἔφθασε ἴσως στο χειρότερο σημείο.
Κάποτε οἱ ἄνθρωποι ήταν εἰδωλολάτρες. Πι-στευαν σε διαφόρους θεούς καὶ σε διάφορα εἴδωλα, ποὺ ἐν πάσῃ περιπτώσει ήταν πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στά χρόνια μας, στις ἡμέρες μας ὁ ἄνθρωπος θεοποίησε τὸν ἑαυτό του, θεωρεῖ θεό τον ἑαυτό του. Ἀκόμη καὶ ἕνα μικρό παιδί μπορεῖ νὰ πεί: «Εγώ δὲν συμφωνῶ. Ἐγώ δεν κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ λέτε. Ἐγώ θέλω να κάνω αὐτό πού θέλω εγώ. Θα κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀρέσει».
Κι ἐμεῖς νομίζουμε ποιός ξέρει τι ἀνακαλύψαμε καὶ τί σπουδαίοι θα γίνουμε, ἄν σκεπτόμαστε ἔτσι καὶ ἐνεργοῦμε ἔτσι, ἐνῶ κάνοντας αὐτό, ὅλο καὶ πε ρισσότερο βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα σ' αὐτὸν τὸν κυκεώνα, μέσα στο σκοτεινό αὐτὸ ὑπόγειο τῆς ψυ χῆς του. Γι' αὐτό καί βλέπουμε τους περιθωριακούς ἀνθρώπους (αὐτοὺς μὲ τὰ ναρκωτικά ἡ ὅ,τι ἄλλο) νὰ ἔχουν κάτι παράξενες ἰδέες, να κάνουν κάτι πα ράξενες ἐνέργειες, καί ἡ ὅλη ζωή τους νὰ μὴν ἔχει καμιά σχέση με τη λογική. Ἐκεῖ ἔχουμε τὸ ἄκρο, ἀλλὰ κάπως ἔτσι εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Το φρόνημα τῶν σατανιστών
Κάποια εφημερίδα πρίν ἀπό λίγο καιρό είχε δημοσιεύσει ἀπό κάποιο βιβλίο ένα μικρό κείμενο, ποὺ ἔλεγε ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχουν τρείς σατανιστικές «ἐκκλησίες». Δηλαδή, θα μπορούσαμε να ποῦμε, τρεῖς ὁμάδες, ποὺ ἡ καθεμιά έχει ναούς για τὸν σατανά. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο -έλεγε το κείμενο διέπει τὴν ὅλη σκέψη τους καὶ τὴν ὅλη ζωή τους εἶναι: «Θεός δὲν ὑπάρχει· ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει. Έπομένως, ὁ ἄνθρωπος να κάνει ὅ,τι θέλει. Να φάει ότι θέλει, νὰ πιεῖ ὅ,τι θέλει, να πάει ὅπου θέλει, να κοιμηθεῖ ὅπως θέλει, να ζήσει ὅπως θέλει, να συμπεριφερθεί ὅπως θέλει». Συνέχεια αυτό τονίζεται. Και μάλιστα πρός το τέλος λέει ότι πρέπει να πεθάνουν ἐκεῖνοι ποὺ τυχόν δὲν τὰ δέχονται αὐτά.
Αὐτὸ τὸ λένε οἱ σατανιστές. Καὶ σᾶς προκαλώ να ψάξετε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο σήμερα, ἀκόμη καὶ μικρά παιδιά, ποὺ δὲν ἔχουν περίπου αὐτὸ τὸ πνεῦμα «Θὰ κάνω ό,τι θέλω. Θα κάνω ό,τι μοῦ ἀρέσει. Θα κάνω το κέφι μου. Εγώ θέλω νὰ κάνω αὐτὸ που θέλω, ὅπως τὸ καταλαβαίνω». Κανείς δεν λέει «Τι λέει ὁ Θεός, Να κάνουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Θεός Καὶ φυσικά, το θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ πληροφορούνται τα παιδιά ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀπὸ τοὺς δασκάλους, ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους, καὶ γενικά όλοι μας από τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ ἄν καμιά φορά δείξουμε ότι τάχα σεβόμα στε τὴν Ἐκκλησία, ὅτι τάχα σεβόμαστε τους μεγα λυτέρους καί ὅτι τάχα λαμβάνουμε ὑπ' ὄψιν κάποι ους που ξέρουν περισσότερα, αὐτό γίνεται ἀπό κά-ποιο συμφέρον, καὶ ὄχι ἐπειδή βαθιά μέσα στην ψυχή μας πιστεύουμε ότι, ὅσο περισσότερο άπαγκι στρωνόμαστε ἀπό τὸν ἑαυτό μας και δινόμαστε στο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τόν κύριο ἐχθρὸ, ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός μας, καὶ τόσο γι νόμαστε σωστοί ἄνθρωποι. Δέν φρονοῦν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι.
Μπορεῖ οἱ σατανιστές νὰ τὰ λένε αὐτά, καὶ μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἐναντίον τῶν σατανιστῶν, ἀλλά το ὅλο πνεῦμα τους ἔχει ἐπηρεάσει τους πάντες. Ὅταν πρὶν ἀπό καιρό ήρθαν στη δημοσιότητα κάποιες ἐπικίνδυνες καὶ ἀπάνθρωπες ἐνέργειες τῶν σατανιστῶν, θορυβήθηκαν πάρα πολλοί, ὄχι μόνο χριστιανοί ποὺ ἐκκλησιάζονται ἀλλά καί ἄλλοι. «Τι θα γίνει; Κινδυνεύουμε ἀπό τούς σατανιστές». Ἀλλὰ τὸ ὅτι διέδωσαν αὐτὸ τὸ πνεῦμα πρός κάθε κατεύθυνση καὶ τὸ ὅτι τὸ ρουφήξαμε σαν νὰ εἶναι κανένας θεός, δὲν τὸ προσέχουμε, δὲν τὸ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί δεν παίρνουμε τα μέτρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου