Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Το Άγιο Πνεύμα ως πηγή της συνοδικότητας - π. Βασίλειος Θερμός


Το Άγιο Πνεύμα 
ως πηγή της συνοδικότητας

(Από το βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού 
«Το ξεχασμένο Μυστήριο: 
εκκλησιολογικές συνέπειες του αγίου Χρίσματος»)
Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἐχθρούς τῆς χαρισματικῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι ἡ διαστρέβλωση τῆς ἔννοιας τῆς ἱεραρχίας. Ἐδῶ ἔχουν εἰσχωρήσει κοσμικές ἀντιλήψεις γιά τή δύναμη καί τήν ἐξουσία, μέ ἀποτέλεσμα νά κακοποιῆται τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος στήν πράξη:
"Ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας ἀνήκει στήν ἴδια τήν οὐσία τῆς συνόδου, ὅπως αὐτή  ἀποκαλύπτεται καί κατανοεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία... Ἡ ἀληθινή συνοδικότητα, ἡ ἑνικότητα τῶν πολλῶν, εἶναι ἀπό τήν ἴδια τή φύση της ἱεραρχική, ἐπειδή ἡ ἱεραρχία εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα ἡ ὁλοκληρωτική ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν προσώπων στίς μοναδικές τους, προσωπικές ἰδιότητες, στή μοναδική τους θέση καί λειτουργία σέ σχέση πρός τά ἄλλα πρόσωπα, στή δυναμική καί μοναδική τους κλήση μέσα στή συνοδική ζωή...
Ἡ ἱεραρχία δέν εἶναι μιά σχέση "ἐξουσίας" καί "ὑποταγῆς" ἀλλά μιά τέλεια ὑπακοή ὅλων ἐν Χριστῷ, μιά ὑπακοή πού εἶναι ἀναγνώριση καί γνώση τῶν προσωπικῶν δώρων καί χαρισμάτων τοῦ καθενός ἀπό ὅλους. Ὁ,τιδήποτε εἶναι ἀληθινά συνοδικό εἶναι ἀληθινά προσωπικό καί συνεπῶς ἀληθινά ἱεραρχικό. Καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἱεραρχική, ἁπλῶς ἐπειδή εἶναι ἡ ἀποκατεστημένη ζωή, ἡ τέλεια κοινωνία, ἡ ἀληθής σύνοδος.
Τό νά τοποθετηθῆ κάποιος σέ ἕνα ἱεραρχικό λειτούργημα δέ σημαίνει τήν ἄνοδό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους, τήν ἀντίθεσή του πρός αὐτούς ὡς "ἐξουσία" καί "ὑποταγή". Ὑποδηλώνει πώς ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν προσωπική του κλήση μέσα στήν Ecclesia, τήν ἀνάδειξή του ἀπό τόν Θεό πού γνωρίζει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν κλήσεων καί τῶν δωρεῶν".[1]
Ὅταν στόν ψυχισμό μας ἡ διακονία ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἐξουσία, τότε γεννῶνται πικρίες καί ἀνταγωνισμοί:

"Ὁ Θεός γνωρίζει νά οἰκονομῆ τά πράγματα κατά τό συμφέρον. Διότι πολλές φορές ὡς πρός μέν τόν χαρακτῆρα σύ εἶσαι πιό ἐπιεικής, ὄχι ὅμως καί κατάλληλος. Πάλι εἶναι δυνατό σέ σένα ὁ βίος σου νά εἶναι ἄμεμπτος καί ὁ χαρακτήρας σου ἐλεύθερος, ὅμως στήν Ἐκκλησία δέν χρειάζονται μόνο αὐτά. Ἐξ ἄλλου δέ καί ἄλλος πρός ἄλλο εἶναι ἁρμόδιος. Ἀλλά θ' ἀναφέρω γιά ποιό λόγο τό πρᾶγμα ἔχει γίνει ἐπίμαχο. Διότι δέν ἀνερχόμαστε στήν ἐξουσία γιά τήν προστασία τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά γιά τή δόξα καί τήν ἀνάπαυση".[2]
Οἱ σημερινές παρανοήσεις τῆς ἱεραρχίας πηγάζουν ἀπό τήν ὑπερβολική ἐξύψωση τῶν κληρικῶν, ἐνέργεια πού ὑποδηλώνει προβληματική θεολογία:
"Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀλλάζει ριζικά τό ἀνθρώπινο ὄν, ἀποτελεῖ πραγματικά γιά τόν ἄνθρωπο μία καινούργια γέννηση, δημιουργεῖ σ' αὐτόν καινούργια αἰσθητήρια, τόν γεμίζει μέ μία νέα ζωή, τόν κάνει μέλος ἑνός καινούργιου Σώματος καί μιᾶς καινούργιας Πολιτείας. Τό Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης δέν ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο στήν οὐσία του. Τοῦ δίνει τήν ἐξουσία νά ὑπηρετεῖ τούς ἄλλους πιστούς καί ταυτόχρονα τή δυνατότητα νά τούς μεταβιβάζει διά τῶν μυστηρίων καί διά τοῦ λόγου τή Χάρη. Ὅμως, ἐνῶ τόν προικίζει μέ αὐτές τίς καινούργιες δυνατότητες, καθόλου δέν τοῦ προσδίδει-ἀπό ἄποψη ἀνθρωπολογική-καινούργιες διαστάσεις. Ἡ χάρη πού λαμβάνει δέν ἀποτελεῖ τόσο ἕνα προνόμιο, ἀλλά πιό πολύ μία εὐθύνη. Πρόκειται κατ' οὐσίαν γιά ἕνα λειτούργημα".[3]
Κατά βάσιν, στό μυαλό τῶν περισσοτέρων κληρικῶν καί λαϊκῶν ἐπικρατεῖ ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ὅτι ὁ λαϊκός ὁρίζεται στερητικά, ὡς ἐκεῖνος πού δέν ἔχει κάτι τό ὁποῖο διαθέτουν οἱ κληρικοί. Αὐτό ἀποτελεῖ τραγικό λάθος καί προδίδει ἐντελῶς κοσμική ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη αὐτή διαθέτεις ἕνα χάρισμα ἤ μία ἐξουσία γιά νά τά ἐξασκῆς σέ κάποιους ὑφισταμένους πού δέν τό ἔχουν. Ἡ βάση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀπογυμνωμένη χαρίσματος καί Ἁγίου Πνεύματος. "Λαϊκοί δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ μή κληρικοί, ἀλλ' οἱ διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί ἰδίᾳ τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος χαρισματοῦχοι χριστιανοί, οἵτινες ἀποτελοῦν τά ἅγια καί τετιμημένα μέλη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ".[4] Μέ τό Χρῖσμα ἀποκτᾶ κανείς τήν (ἐνεργητική) ἰδιότητα νά εἶναι μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ὀνομάζεται λαϊκός.
Συνεπῶς ἕνα ἐκκλησιαστικό σῶμα πού θέλει νά λειτουργῆ ὑγιῶς, δέν ἀξιοποιεῖ ἁπλῶς ὅλα τά μέλη του, ἀλλά (ἡ ὀρθότερη διατύπωση θά ἦταν:) ἐπιτρέπει καί βοηθᾶ ὅλα τά μέλη του νά συλλειτουργοῦν σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ σώματος. Μέ ἕνα τέτοιο φρόνημα δέν θά πρέπη ὁ κληρικός νά αἰσθάνεται ἀπειλούμενος.
"Ὅταν σκεφθῆ κανείς ὅτι καί τά λαϊκά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος λαμβάνουν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα χαρίσματα, πού ἐνεργοποιοῦνται σέ διακονήματα μέσα στό σῶμα, τότε γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τῶν ὁποιωνδήποτε χαρισμάτων τῶν Λαϊκῶν ἀπό τόν Ἐφημέριο μιᾶς Ἐνορίας, ὄχι μόνο δέν σημαίνει χαριστική παραχώρηση, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία κατάφαση τῆς αὐθεντικῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, μέ τήν ἀξιοποίηση ὅλων τῶν μελῶν του".[5]
Τό φρόνημα αὐτό λέγεται συνοδικότητα καί εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά λειτουργῆ πραγματικά ἡ Ἐκκλησία:
"Συνιστᾶ μεγάλην ἁμαρτίαν κατά τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ πᾶσα προσπάθεια παραμερισμοῦ τοῦ συνοδικοῦ τρόπου χαράξεως γραμμῶν καί ἐπιλύσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων, μαρτυροῦσα διά τήν ἔλλειψιν ἐμπιστοσύνης εἰς τά χαρίσματα, τῶν ὁποίων τά ζῶντα μέλη τῆς ἐκκλησίας εἶναι φορεῖς... Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖον προσφέρει ὁ ποιμήν καί παθητικῶς ἀποδέχεται τό ποίμνιον, ἀλλ' εἶναι τό δῶρον τοῦ Θεοῦ, εἰς τό ὁποῖον ποιμήν καί ποίμνιον ἐν ἑνότητι κοινωνοῦν, τῇ χειραγωγίᾳ βεβαίως τοῦ ποιμένος. Εἰς τάς περιπτώσεις καθ' ἅς ἡ κεφαλή νομίζει ὅτι δύναται τά πάντα χωρίς τήν συνεργασίαν τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ σώματος, εἶναι φυσικόν ὅτι θά ἀκολουθήση ἡ καχεξία ὄχι μόνον τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς κεφαλῆς".[6]
Εἶναι φανερό ἀκόμη καί στούς ἐκτός Ἐκκλησίας ὅτι τά πράγματα σήμερα δέν λειτουργοῦν ἔτσι. Γιά μέν τούς κληρικούς ἡ νοοτροπία τούς θέλει κάτι μεταξύ ἐξουσίας καί ὑπαλλήλων, οἱ δέ λαϊκοί κυμαίνονται μεταξύ πελατῶν καί προβάτων-ὄχι λογικῶν, ὅμως. "Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔνοχη ἐπειδή ἐγκατέλειψε, κατά κάποιο τρόπο, τούς λαϊκούς. Τό ἔκανε αὐτό ἀφενός μεταμορφώνοντάς τους σέ "πελάτες" τῶν κληρικῶν, καί τούς κληρικούς σέ ἱερεῖς πού ἐξυπηρετοῦν τίς πνευματικές τους ἀνάγκες".[7]
Βέβαια ὑπάρχουν συγκεκριμένοι ἱστορικοί λόγοι πού περιθωριοποίησαν τούς λαϊκούς. Ὁ τόπος μας πέρασε αἰῶνες κατά τούς ὁποίους ἀκόμη καί οἱ κληρικοί βρίσκονταν στά ὅρια τῆς ἀγραμματωσύνης. Ἀκόμη, νοοτροπίες βατικάνειες εἰσέβαλαν στήν Ἐκκλησία μας μέ σκοπό νά τεκμηριώσουν καί νά διαιωνίσουν αὐτή τήν κατάσταση.
"Μόνο ἴσως οἱ θεολόγοι σήμερα γνωρίζουμε ὅτι "κλῆρος" δέν εἶναι μόνο οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης- οἱ λεγόμενοι "ἀνώτεροι κληρικοί": ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος- ἀλλά καί οἱ λεγόμενοι "κατώτεροι κληρικοί", δηλαδή οἱ ὑποδιάκονοι, ἀναγνῶστες, ψάλτες κι ἕνα ὁλόκληρο σύστημα κατώτερων βαθμῶν πού ποίκιλλε κατά τόπους καί χρόνους. Οἱ τρεῖς κύριες ἀνωτέρω κατώτερες τάξεις τοῦ κλήρου (ὑποδιάκονοι, ἀναγνῶστες, ψάλτες) σήμερα οὐσιαστικά ἀργοῦν. Οἱ διακονίες αὐτές ἀσκοῦνται στή λατρεία ἀπό πρόσωπα πού σπανίως μόνο ἔχουν τήν σχετική χειροθεσία καί εὐχή, ἄρα πού ἀσκοῦν τά ἱερά αὐτά ἔργα τρόπον τινά ἀνεπίσημα καί ἐθελοντικά, κατά προσωρινή καί οὐσιαστικά ἀνυπεύθυνη "ἀνάθεση"... Ἡ λύση ὅμως τῆς ἀνάγκης κατάντησε νά γίνει πράξη καί σέ καιρούς μή ἀνάγκης. Ἔτσι ὅμως ὁ ἱερεύς, μοναδικός λειτουργός σέ μιά κοινότητα, ἀπογυμνωμένος ἀπό τό ἐπιτελεῖο τῶν κληρικῶν, διακόνων, ὑποδιακόνων καί λοιπῶν, στή συνείδηση τοῦ λαοῦ- ἀκόμα καί τή δική του- ἔφθασε νά ἐκπροσωπῆ καί τρόπον τινά νά ἐνσαρκώνη τήν θεωρητική ἔννοια τοῦ "κλήρου", τοῦ ἱερατείου".[8]
Ὅπως εἴδαμε, τό Χρῖσμα ἀποτυπώνει ἐπάνω μας τό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Θά ἐξετάσουμε στή συνέχεια ἄλλες πτυχές του, ἀλλά ἐδῶ χρειάζεται νά σταθοῦμε στή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς λειτουργία τῆς βασιλικῆς του ἰδιότητος:
"Ὡς Βασιλεύς, ὁ βαπτισμένος παίρνει στά χέρια του ὑπεράνω ὅλων τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ, βασιλεύει στά πάθη του, βάζει τάξη στή ζωή του, κυριαρχώντας κατ' αὐτό τόν τρόπο ὁλότελα στίς πράξεις του. Ἔτσι φθάνει νά γίνη ἔνα πραγματικό "βασιλικό δημιούργημα". Ἀλλά παίρνει ἐξ ἴσου στά χέρια του τήν πλήρη εὐθύνη γιά τήν ὀργάνωση καί τήν ἱστορική ὕπαρξη τῆς ἐνορίας του καί ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας-εὑρισκόμενος πάντως συνεχῶς μέσα στό τριαδικό μυστήριο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, τήν συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ λαϊκός δέν φιλοξενεῖται στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σπίτι του. Ἀκόμη περισσότερο, εἶναι τό σῶμα του. Ὁ λαϊκός λοιπόν εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Διατηρεῖ λοιπόν ὁλόκληρη τήν εὐθύνη".[9]
Ἀλλά καί τῆς προφητικῆς του ἐπίσης. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, συλλειτουργώντας μέ τούς κληρικούς του, ἐξασκεῖ καί τό προφητικό χάρισμα μέ τή μορφή τῆς ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως· ἀναγνώριση ἤ ἀπόρριψη συνόδων καί ἀντιαιρετικός ἀγώνας, ἀποτελοῦν τρόπους ἀναζητήσεως καί διαφυλάξεως τῆς ἀλήθειας.
"Οἱ λαϊκοί εἶναι οἱ ὑπερασπιστές τῆς πίστης. Κριτές (τῆς πίστης) εἶναι πράγματι οἱ ἐπίσκοποι διά τῆς διαρκοῦς συνοδικότητάς τους. Ὅμως αὐτή ἡ ἐπισκοπική συνοδικότητα ὀφείλει ἀπαραιτήτως νά εὑρίσκεται ἐν συνεργείᾳ μέ τήν συνοδικότητα ὅλων τῶν προσωπικῶν συνειδήσεων φωτισμένων ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, στόν βαθμό πού αὐτές δέν θά ἀποτελοῦν ἀτομικές συνειδήσεις ἀλλά προσωπικές, κοινωνοῦσες, ριζωμένες στά "ἅγια πράγματα" καί τήν κοινωνία τῶν ἁγίων".[10]
Ἀνάλογα καί μεγαλύτερα ἀπό τοῦ ἱερέα παθήματα ὑπέστη καί ἡ ἀντίληψη γιά τή θέση τοῦ ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔχει κανείς συχνά τήν ἐντύπωση ὅτι ἀντλεῖ ἀπό φεουδαρχικά κατάλοιπα.
"Μερικές πρόσφατες μελέτες πάνω στήν πρώιμη ἐκκλησιολογία τονίζουν πολύ σωστά τήν κεντρική καί μοναδική θέση τοῦ ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη ἡ τάση νά ὑπερασπιζόμαστε τό "μοναρχικό" ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί στά παλιά ἐπιχειρήματα προστέθηκαν καινούργια, ἰδιαίτερα μετά τήν ἐπανανακάλυψη τῆς "εὐχαριστιακῆς" μυστηριακῆς ἐκκλησιολογίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ τάση, ὅμως, ἄν ξεπεράση τά ὅριά της μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ μιά παραμορφωμένη εἰκόνα. Στήν πραγματικότητα δέν εἶναι καί τόσο ἐπιτυχημένη ἡ ἐφαρμογή τοῦ ὅρου "μοναρχικός" στό πρώιμο ἐπισκοπικό σῶμα. Ὅλες οἱ μαρτυρίες πού διαθέτουμε ὑποδηλώνουν τήν πραγματική σπουδαιότητα τοῦ πρεσβυτερίου στήν τοπική Ἐκκλησία, τοῦ "κολλεγίου τῶν πρεσβυτέρων" πού ἦταν ἀκριβῶς ἡ σύνοδος τοῦ ἐπισκόπου καί τό οὐσιαστικό ὄργανο στή διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Πολύ πρίν μεταμορφωθοῦν οἱ πρεσβύτεροι σέ κεφαλές ἀνεξαρτήτων κοινοτήτων, τά μέλη αὐτά τῆς "δευτέρας τάξης" ἦταν τό ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου καί πρώιμα τυπικά χειροτονίας τονίζουν τήν "δωρεά τῆς διακυβερνήσεως" ὡς τό πρωταρχικό χάρισμα τῶν πρεσβυτέρων".[11]
Ὁ ἐπίσκοπος, χωρίς τήν οὐσιαστική παρουσία τῶν πρεσβυτέρων, εἶναι φτωχός καί ἐλλιπής, ὄχι γιά πρακτικούς λόγους μόνο, ἀλλά πρωτίστως γιά θεολογικούς. "Οἱ πρεσβύτεροι... κρατοῦν τή θέση τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ὡς σύμβουλοι τοῦ ἐπισκόπου καί δόξα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀποτελοῦν συνέδριο καί βουλή τῆς Ἐκκλησίας".[12]
Μέ τήν προοδευτική διαστρέβλωση ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας, ἀπό ὁριζόντια ἐναρμόνιση, μετατράπηκε σέ κατακόρυφη ἐξουσία:
"Δέν ἔχουμε κατανοήσει ἐπαρκῶς πῶς ἡ μεταμόρφωση τοῦ πρεσβυτέρου-μέλους τῆς ἐπισκοπικῆς συνόδου σέ ἱεραρχική κεφαλή τῆς κάθε κοινότητος ξεχωριστά μεταμόρφωσε στήν πραγματικότητα τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης καί ἐξουσίας. Ὁ ἐπίσκοπος ἀφενός στερήθηκε τή "σύνοδό" του καί ἡ ἐξουσία του ἔγινε πραγματικά "μοναρχική". Ὁ ἱερέας ἀφετέρου ὑποτάχτηκε ἁπλῶς σ' αὐτή τή μοναρχική ἐξουσία, καί ἡ σχέση ἐπισκόπου-ἱερέα ἀπό "συνοδική" ἔγινε σχέση ὑποταγῆς καί "ἐκπροσώπησης τῆς ἐξουσίας"... Ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας ταυτίστηκε μέ τήν ἔννοια τῆς ὑποταγῆς, ἔγινε ταυτόσημη μέ μεγαλύτερους καί μικρότερους βαθμούς ἐξουσίας.
Ὅσο δέ ἀφορᾶ τήν ἐνορία, στερημένη καί αὐτή ἀπό τή συνοδική διακυβέρνηση πού ἡ "ἐπισκοπική" Ἐκκλησία εἶχε ἐναποθέσει στούς πρεσβύτερους, ἔχασε γιά ἀρκετούς αἰῶνες ἀκόμη καί τίς στοιχειώδεις μορφές συνοδικῆς ζωῆς, ἔπαψε νά εἶναι "σύνοδος" μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς λέξης. Καί ἔτσι καταρχάς ὁδηγήθηκε ὑποχρεωτικά σέ μιά καθαρά παθητική ἀντίληψη γιά τό λαό πού ὑποτάχθηκε τελείως στήν ἱεραρχία, καί κατόπιν ἡ πρόοδος τῶν δημοκρατικῶν ἰδεῶν βοήθησε τή λαϊκή ἐξέγερση ἐναντίον τῆς ἱεραρχίας. Ἡ "κληρικοποίηση" τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἑπόμενο νά προκαλέσει τό λογικό της ἀντίστοιχο, τήν ἐξέγερση".[13]
Μέ αὐτή τή νοοτροπία παγιωμένη εἶναι φυσικό νά ἕλκωνται πρός τήν ἱερωσύνη προσωπικότητες πού γοητεύονται ἀπό τήν ἄσκηση ἐξουσίας καί ἀπό τήν αὐταρέσκεια τῆς διαφορᾶς τους ἀπό τούς λαϊκούς: "Ἔχει, ἀλίμονο, ἐμφανιστεῖ ἀνάμεσά μας ὁ τύπος τοῦ ἱερέα πού βλέπει τήν οὐσία τῆς ἱερωσύνης του στήν πείσμονα "ὑπεράσπιση" τῶν ἱερῶν πραγμάτων ἀπό τήν ἐπαφή τους ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν καί πού βρίσκει μιά ἰδιαίτερη, σχεδόν λάγνα, ἱκανοποίηση σ' αὐτή τήν "ὑπεράσπιση".[14]
Κάθε δράση φέρνει ἀντίδραση. Ὅλο καί πληθαίνουν οἱ φωνές τῶν λαϊκῶν γιά μεγαλύτερη συμμετοχή στή ζωή καί τίς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως τά λάθη τῶν κληρικῶν εἶναι ρωμαιοκαθολικοῦ τύπου, δηλαδή προάγουν τόν κληρικαλισμό, πολλές διεκδικήσεις τῶν λαϊκῶν λαμβάνουν (ἐνίοτε καί ἀνεπίγνωστα) προτεσταντικό χαρακτῆρα, δηλαδή λαϊκιστικό. Αὐτό σημαίνει ὅτι συχνά πρόκειται γιά ἀθεολόγητα ἤ ὑπερβολικά αἰτήματα, πού μέ τήν ὕπαρξή τους ὅμως μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν κληρικαλιστική ἁμαρτία:
"Οἱ σημερινές προσπάθειες τῶν λαϊκῶν νά ἀποκτήσουν μιά μεγαλύτερη "συμμετοχή" στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ὅσο συσκοτισμένες καί ἐλλιπεῖς κι ἄν εἶναι, τρέφονται ἀπό μιά συγκεχυμένη ἀλλά δικαιολογημένη ἐπιθυμία νά ἀνακαλύψουν τήν ἀληθινή συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τό νά τούς ἀντικρούσης μέ ἕναν μεγαλύτερο κληρικαλισμό θά ἦταν τόσο ἄσχημο ὅσο καί τό νά ἀποδεχθῆς τίς ἐκκοσμικευμένες δικανικές καί δημοκρατικές τους προτάσεις. Αὐτό πού πρέπει νά ἀναζητήσουμε εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς αἰώνιας ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας...
Οἱ ἰδέες περί ἐνοριακῆς συνόδου καί ἐνοριακῶν συνάξεων δέν πηγάζουν ἀπό κάποια ξένη πρός τήν παράδοση πηγή, ἀλλά παρόλες τίς πιθανές καί πραγματικές ἀποκλίσεις πηγάζουν ἀπό τό βαθύ ἔνστικτο τῆς Ἐκκλησίας. Τό μόνο ἄσχημο εἶναι πώς καί οἱ δύο πλευρές, "κληρικοί" καί "λαϊκοί", ἀντιλαμβάνονται καί διατυπώνουν αὐτή τή συνοδικότητα μέσα ἀπό ἕνα στενά νομικιστικό σκελετό, τήν ἐκφράζουν μέ τούς ὅρους "δικαιώματα" καί "καθήκοντα", "ψηφοφορία" καί "λήψη ἀποφάσεων", καθώς καί μέ ἄλλα καθαρά κοσμικά κατηγορήματα...
Ὄχι μόνο ὁ ἱερέας δέν πρέπει νά φοβᾶται τήν "συνοδικότητα", ἀλλά πρέπει νά τήν ἐνθαρρύνη καί νά τήν ἀναζητᾶ, πρέπει νά βοηθᾶ τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά ἀνακαλύπτη τό ἰδιαίτερο "δῶρο" καί "κλήση" του μέσα στή ζωή τοῦ Σώματος καί νά ἑνώνη ὅλα αὐτά τά δῶρα στήν ἑνότητα ζωῆς καί "ἐποικοδόμησης" τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό φανερώνει ἀφετέρου μιά ἀργή διαδικασία στήν ἐκπαίδευση τῶν λαϊκῶν, τό ξεπέρασμα τῆς ἀμυντικῆς τους στάσης. Καί αὐτό θά γίνει μόνο ὅταν ὁ λαός κατανοήση πώς ὁ ἱερέας πραγματικά τόν χρειάζεται, πώς δέν χρειάζεται τίς "ψήφους" του, ἀλλά τά ταλέντα του, τήν συμβουλή του, τήν πραγματική του "σύνοδο" ἤ μ' ἄλλα λόγια τήν πραγματική του συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας".[15]
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἀντίδραση δέν εἶναι πάντοτε πρός τά "ἀριστερά", δηλαδή πρός μία ἐκκοσμικευμένη ἐκδημοκρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας. Λαϊκισμός παρατηρεῖται καί πρός τά "δεξιά" καί μάλιστα μεγαλύτερος (χωρίς γι' αὐτό ἡ ἐκκοσμίκευση νά εἶναι μικρότερη). Ἡ παλιά σύγκρουση θεσμοῦ καί χαρίσματος ἔχει γιγαντωθῆ σήμερα λόγῳ τῆς λησμοσύνης τοῦ Χρίσματος: ὁ θεσμός εἶναι θεσμός χαρισματούχων καί μόνο ἔτσι ὑπάρχει καί νοεῖται καί συνάγεται στή Λατρεία καί λειτουργεῖ στή διοίκηση. "Τό ἀποκλειστικό status τῶν λαϊκῶν ὡς μετανοούντων ἤ ἁπλῶς ὡς εὐσεβῶν ὑπηκόων τῶν ἱερατικῶν κελευσμάτων-πράγμα πού τούς ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους ταυτότητας καί στήν "ἐκδίκηση" μέ τήν καταφυγή σέ διάφορες παρασυναγωγές, "γεροντισμούς" καί σωματεῖα ἤ σέ μιά ὑπερκριτική πικρία- ἔχει πελώριες συνέπειες καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώνουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή τους. Ἐξωθούμενοι σέ μιά κατάσταση ἐκκλησιαστικῆς νηπιότητας, δυσκολεύονται στήν ὥριμη ἐκείνη ἀσκητική (ἀλλά καί ψυχολογική, κάποτε) ἐξατομίκευση, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν ἐλεύθερη ἀνάληψη τῆς εὐθύνης τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐσχατολογικῆς τους ὑποστάσεως, στά ὅρια τοῦ πραγματικοῦ, φυσικοῦ καί πλήρους ἑαυτοῦ τους. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι μιά φανταστική ἤ ναρκισσική "ἐκστατική" περί πνευματικῆς ζωῆς ἀντίληψη, μέ πολλήν ἐνδοσκόπηση καί ψυχολογισμό, πλήν ὅμως μ' ἐλάχιστη ὑπαρκτική ἀφομοίωση τῆς σωτηριώδους προσωπικῆς καί ἀνεπανάληπτης Χριστολογικῆς δωρεᾶς τοῦ ἰδιαίτερου χαρίσματός τους".[16] (Ἀλλά περί αὐτῶν περισσότερα στό τρίτο μέρος).
Ἄν δέν δοῦμε τά πράγματα σφαιρικά καί ἔντιμα, κληρικοί καί λαϊκοί, εἴμαστε καταδικασμένοι νά ἀμυνόμαστε ἐναντίον ἀλλήλων. Κατά τή γνώμη μου, ἐφ' ὅσον οἱ κληρικοί εἴμαστε ἐπιφορτισμένοι μέ περισσότερες εὐθῦνες καί ἐξουσίες, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ξεκινήση ἀπό μᾶς ἡ μετάνοια καί ἠ ἀλλαγή.
"Ὁ κληρικαλισμός ἀποσπᾶ κάθε "ἱερότητα" ἀπό τούς λαϊκούς: ἀποδείξεις; τό τέμπλο, ἡ Θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν ἀδείας), ἡ Θεολογία. Ἐν συντομίᾳ, ὁ κληρικαλισμός εἶναι μιά de facto ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ἐπειδή στό σῶμα ὅλα τά ὄργανα σχετίζονται καί διαφέρουν μόνο ὡς πρός τή λειτουργία τους κι ὄχι ὡς πρός τήν οὐσία τους. Καί ὅσο περισσσότερο ὁ κληρικαλισμός "κληρικοποιεῖ" (ἡ παραδοσιακή εἰκόνα τοῦ ἐπισκόπου ἤ τοῦ ἱερέα- πού ἐπιτείνεται ἀπό τά ροῦχα του, τά μαλλιά του κ.λπ., κι ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τίς πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία θά ἐκκοσμικεύεται, θά ὑποτάσσεται πνευματικά σ' αὐτόν τόν κόσμο. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ἱερἐας παρουσιάζεται ὡς ὁ ἰδανικός λαϊκός. Σχεδόν ὅμως ἀμέσως μετά ἀρχίζει ὀ αὐξανόμενος ριζικός χωρισμός του ἀπό τούς λαϊκούς. Κι ὄχι μόνο χωρισμός, ἀλλά ἀντίθεση κι ἀντιπαράθεση πρός τούς λαϊκούς.
...Τίποτε δέν ἀπειλεῖ τόσο τήν ἐξουσία κάποιων κληρικῶν ὅσο ἡ ἐπιστροφή τῆς Εὐχαριστίας στήν Ἐκκλησία, ἡ ἀναγέννησή της ὡς τό "Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας", κι ὄχι ὡς ἕνα ἀπό "τά μέσα ἐξαγιασμοῦ...". Ἡ τραγωδία τῆς θεολογικῆς παιδείας βρίσκεται στό γεγονός πώς νέοι ἄνθρωποι πού θέλουν νά γίνουν ἱερεῖς ἀναζητοῦν- συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα- αὐτόν τόν χωρισμό, αὐτήν τήν ἐξουσία, αὐτό τό ἀνέβασμα πάνω ἀπό τούς λαϊκούς. Ἡ δίψα τους ἐνισχύεται καί γεννᾶται ἀπό ὁλόκληρο τό σύστημα τῆς θεολογικῆς παιδείας, τόν κληρικαλισμό...
Ὁ Χριστός δέν ἔδωσε στήν Ἐκκλησία "ἐξουσία", ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα: "Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον..." Ἡ ἐξουσία, ἐν Χριστῷ, ἐπέστρεψε στόν Θεό, κι ὁ ἄνθρωπος θεραπεύθηκε ἀπό τό "διοικεῖν καί διατάζειν".[17]
"Ὅλα αὐτά θά παραμείνουν στό ἐπίπεδο τῆς ἐπιθυμίας ὅσο οἱ ἴδιοι οἱ κληρικοί βοηθοῦν στήν ἐκκοσμίκευση τῶν λαϊκῶν περιορίζοντας τίς πρωτοβουλίες τους στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα "οἰκονομικῶν" καί "κατασκευῆς προϋπολογισμῶν" καί ἀγνοώντας τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν δέν ἀποκατασταθῆ στό ἐπίπεδο τῆς ἐνορίας ἡ συνοδική ἀρχή, ὅλες οἱ ἄλλες πλευρές θά παραμείνουν ἀσήμαντες καί ἀνενέργητες".[18]
Καί τά δύο μέρη χρειάζεται νά δοῦμε τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ στό ἔργο τῆς μαρτυρίας στόν σύγχρονο κόσμο. Πολλοί λαϊκοί, ὑπό τό πρόσχημα τῆς περιθωριοποιήσεώς τους, μεταπίπτουν σέ βόλεμα καί ἀδράνεια.
"Δέν εἶναι ἄλλη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἄλλοι οἱ ὑπ' αὐτῆς ποιμαινόμενοι λαοί, δέν εἶναι μία ἀρχή καί ἐξουσία, ἔστω πνευματική, εἰς τήν ὁποίαν ὑποτάσσονται καί ὑπό τῆς ὁποίας ἄγονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς δύο χωριστοί καί διακεκριμένοι κόσμοι, ὡς δύο ἀντικείμενοι ὑποστάσεις, ἕν ἐγώ καί ἕν σύ, μεταξύ Ἐκκλησίας καί λαοῦ... Ὅσα πρέπει νά πράξωμεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καθ' ἡμέραν πολλαπλασιάζονται, ἐκεῖνοι δέ πού θά τά πράξωμεν καθ' ἡμέραν ὀλιγοστεύομεν. Ὀλιγοστεύομεν ὄχι οἱ ποιμένες, ἀλλ' οἱ χριστιανοί, τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν συνείδησιν τῆς ἀποστολῆς καί τήν συναίσθησιν τῆς εὐθύνης... Δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τό περιέχον καί ἡμεῖς ἐντός αὐτῆς τό περιεχόμενον, ἀλλ' ἡμεῖς περιέχον καί περιεχόμενον, συγκροτοῦντες τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνήκοντες εἰς αὐτήν. Τό νά συγκροτοῦμεν δέ τήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀνήκωμεν εἰς αὐτήν εἶναι συγχρόνως χάρις καί εὐθύνη, ὅθεν χρέος ἔχομεν εἷς ἕκαστος νά συνεργασθῶμεν εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος καί τοῦ ναοῦ τούτου".[19]
Ἕνας σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο χάνονται σέ αἱρέσεις καί σέκτες ἀδελφοί μας, εἶναι τό γεγονός ὅτι λειτουργοῦν μέ τρόπο πού ἐπιτρέπει τήν προσωπική συμμετοχή καί εὐνοεῖ τήν καλλιέργεια τῆς ἀλληλοβοήθειας. Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπιρρεπής νά θυσιάζη τήν ἀλήθεια ὅταν βρίσκη τή συμμετοχικότητα καί τήν ἀγάπη.
"Ὅταν ἡ Ἐκκλησία δέν δίδη τήν δυνατότητα στά μέλη της νά βιώσουν στίς ἐνορίες τήν ἐν Χριστῷ κοινωνία, τότε αὐτά ἐκπίπτουν στήν ἀδιαφορία, δέν ξεπερνοῦν τόν ἐγωκεντρισμό καί τή φιλαυτία γιά νά ὑψωθοῦν στήν ἀγαπητική σχέσι μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους (φιλοθεΐα, φιλανθρωπία), δέν ὡριμάζουν πνευματικά, δέν γίνονται συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καταφεύγουν δέ κάποτε σέ αἱρετικές ὁμάδες, στίς ὁποῖες καλλιεργοῦνται οἱ διαπροσωπικές σχέσεις, γιά νά ζήσουν κάποιο ὑποκατάστατο τῆς ἀληθινῆς καί γνησίας ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, πού δέν ἔνοιωσαν στίς ἐνορίες τους. Ὁ καλλίτερος ἀντιαιρετικός ἀγών εἶναι νά ξαναγίνουν οἱ ἐνορίες ζωντανές ἐκκλησιαστικές κοινότητες μέ ἀληθινές προσωπικές σχέσεις ποιμένων καί ποιμαινομένων".[20]
Κάθε ἀντιαιρετική προσπάθεια πού ἐξαντλεῖται μόνο σέ θεολογικό ἀντίλογο εἶναι ἀποσπασματική καί ἀτελέσφορη. Ὁ ἄνθρωπος διψᾶ γιά Ἅγιο Πνεῦμα, μάλιστα δέ ὁ βαπτισμένος καί χρισμένος πιστός· συνεπῶς ρέπει πρός καταστάσεις πού τοῦ τό ὑπόσχονται, ἔστω καί ἄν εἶναι ψευδεπίγραφες. Ἀνεκπαίδευτος ὅπως εἶναι στή διάκριση τῶν πνευμάτων μπορεῖ νά γίνη ἕρμαιο ψευδοπροφητῶν καί ψευδοχαρισματικῶν σεκτῶν. Ἕνα συνηθισμένο ἐπιχείρημα πού τοῦ προβάλλουν ἐκεῖ εἶναι πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στερεῖται πιά Ἁγίου Πνεύματος. Φοβοῦμαι ὅτι δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει, καί φυσικά δέν ἔχουμε μετανοήσει, γιά τή δική μας εὐθύνη σέ αὐτή τήν κατηγορία: γιά τήν παραμέληση τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δέν εἶναι ἁγιοπνευματική καί ἡ ζωή τοῦ σώματος.
"Θά τό ξαναποῦμε ἀκόμη μιά φορά: ἡ ἐξουσία τοῦ κλήρου δέν εἶναι στό βάθος παρά ἐξουσία μαρτυρίας, καί συνεπῶς περιορίζεται ἀπό τή φύση καί τό περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας πού ὑπηρετεῖ. Γι' αὐτό ὁ κλῆρος δέν ἀσκεῖ ποτέ τό λειτούργημά του αὐτόνομα, ἀπ' τόν ἑαυτό του, ἀλλά πάντοτε μέ τή συγκατάθεση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις δέν πρόκειται γιά ἕνα ἐμπειρικό consensus, δέν εἶναι ἁπλῶς συγκατάθεση τῶν λαϊκῶν ἤ τοῦ λαοῦ. Εἶναι πιό πολύ συμφωνία καί πιστότητα στήν ὅλη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νά ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι ριζωμένος στή ζωή της, νά μή ζεῖ παρά τή ζωή της- ὁ ἐπίσκοπος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά τήν ἀντιπροσωπεύη, ἀκόμη περισσότερο, θά τήν προσωποποιῆ, θά γίνεται τό αὐθεντικό στόμα της- ἡ  Ἐκκλησία ἐν τῷ ἐπισκόπῳ".[21]
Στούς ἴδιους νόμους τῆς συλλειτουργίας ὑπάγεται καί ὁ ἐπίσκοπος. Κάτι παραπάνω: εἶναι ὁ ἐγγυητής της:
"Ὁμοφρονοῦντες λοιπόν ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, ὦ ἐπίσκοποι, νά εἰρηνεύετε μεταξύ σας, νά ἔχετε συμπάθεια καί φιλαδελφία, νά ποιμαίνετε μέ ἀκρίβεια τό λαό, νά διδάσκετε μέ ὁμοφροσύνη τούς ποιμαινομένους νά εἶναι ὁμόγνωμοι καί νά φρονοῦν τά ἴδια, "ὥστε νά μήν ὑπάρχουν σχίσματα καί νά εἶστε ἕνα σῶμα καί ἕνα πνεῦμα, ἑνωμένοι μέ τόν ἴδιο φρόνημα καί τήν ἴδια γνώμη" (Α' Κορ. 1: 10)".[22]
Ἕνας νόμος ἰσχύει γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ὁ νόμος τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί προσφορᾶς:
"Τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, προσφερόμενο σέ μᾶς στήν Εὐχαριστία, ἔχει τή δύναμη νά μᾶς πνευματοποιῆ καί ἀκόμη νά μᾶς κάνη νά προοδεύουμε στήν κοινωνία ὄχι μόνο μέ Αὐτόν, ἀλλά καί μέ τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς κοινότητας. Καί τοῦτο γίνεται ἐπειδή εἶναι ἕνα Σῶμα θυσιασμένο καί ἁγιασμένο, ὄχι μόνο καθαρό ἀπό κάθε ἐγωιστική κίνηση, ἀλλά καί γεμάτο μέ θυσιαστική ὁρμή γιά μᾶς, γεμάτο μέ ὁρμή νά μᾶς δωρηθῆ, γιά νά ἀποκτήσουμε καί μεῖς αὐτή τήν ὁρμή τῆς δωρεᾶς μας στό Θεό καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους...
Διακρίνουμε δύο ὄψεις στό διαρκές ἀρχιερατικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ: μία κατά τήν ὁποία μᾶς δωρίζεται ὡς Αὐτός πού πρόσφερε τόν ἑαυτό Του θυσία στόν Πατέρα, γιά νά χαράξη καί σέ μᾶς τήν κίνηση τοῦ νά προσφέρουμε θυσία στόν Πατέρα μαζί μέ τόν Χριστό, καί τήν ἄλλη κατά τήν ὁποία δέχεται τή δική μας θυσία, ἀφομοιώνοντάς την μέ τή θυσία Του, γιά νά τήν προσφέρη ἔτσι στόν Πατέρα, δείχνοντας τήν ἕνωσή Του μέ μᾶς στήν ἀγάπη, σάν μιά ἀγάπη κοινή μπροστά στόν Πατέρα, πράγμα πού τόν κάνει καί Πατέρα μας κατά χάρη. Ἔτσι πραγματοποιεῖται ὁλόκληρος ὁ σκοπός τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀρχιερωσύνης Του, ὅλο Του τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, τῆς θεϊκῆς δηλαδή υἱοθεσίας μας: Αὐτός προσφέρεται πρῶτα στόν Γολγοθᾶ στόν Πατέρα, γιά νά δωρίζεται στήν Εὐχαριστία ἀργότερα μέ αὐτή τήν αἴσθηση τῆς θυσίας καί σέ μᾶς, γιά νά προσφερόμαστε καί μεῖς μετά, στήν ἐσωτερική θυσία σ' Αὐτόν, ὥστε ἀφομοιώνοντάς την μέ τή δική Του, νά μᾶς προσφέρη καί μᾶς θυσία στόν Πατέρα μαζί μέ τόν ἑαυτό Του".[23]



[1] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1983, σ. 202-203.
[2] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ὁμιλία γ' εἰς τάς Πράξεις, 4, ΕΠΕ 15, 105-107.
[3] Παναγιώτη Νέλλα Βασίλειον ἱεράτευμα: μελέτη ἐπί τοῦ προβλήματος τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, Σύναξη, 2002, τ. 83, σ. 48-60. "Τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος, πού εἶναι μυστήριο τῆς καθολικῆς ἱερωσύνης, θέτει ὅλους σέ μία τέλεια ἱερατευτική ἰσοτιμία, κάτω ἀπό τήν ἴδια καί μοναδική ἁγιαστική χάρη τῆς προσωπικῆς ἁγιότητας. Ἀπό τήν ἰσοτιμία αὐτή τοῦ καθολικοῦ ἱερατεύματος ἀνασύρονται μερικοί καί γίνονται μέ τήν θεία ἐνέργεια ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι. Ἡ διαφορά τῶν διακονιῶν εἶναι λειτουργική καί δέν ἐπιφέρει καμία διαφορά ὀντολογική" (Παύλου Εὐδοκίμοφ Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, 1972, σ. 377).
[4] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, 1976, σ. 107.
[5] πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ Ἐνορία: ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1990, σ. 21.
[6] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς κανόνας, ἐκδ. Ἄθως, 1976, σ. 127-128.
[7] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡμερολόγιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2002, σ. 513.
[8] Ἰωάννου Φουντούλη Οἱ λαϊκοί στήν πράξη τῆς λατρείας, "Κοινωνία", 1991, τ. 4, σ. 448-465.
[9] Παναγιώτη Νέλλα Βασίλειον ἱεράτευμα: μελέτη ἐπί τοῦ προβλήματος τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, Σύναξη, 2002, τ. 83, σ. 48-60.
[10] ὅ.π.
[11] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1983, σ. 205.
[12] Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, βιβλίο β', κη', ΕΠΕ 1, 119. Γιά μιά διεξοδική συζήτηση τοῦ προβλήματος τῶν σχέσεων ἐπισκόπου καί πρεσβυτέρου βλ. πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου Ἡ ἀποφατική ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, ἐκδ. Ἁρμός, 2002, σ. 34-42, 152-157.
[13] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1983, σ. 207-208.
[14] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Εὐχαριστία, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2000, σ. 31.
[15] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1983, σ. 208, 210.
[16] πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου Ἡ ἀποφατική ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου, ἐκδ. Ἁρμός, 2002, σ. 183-184.
[17] π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡμερολόγιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 2002, σ. 487-488.
[18] πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1983, σ. 211-212.
[19] Κήρυγμα τοῦ Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1969. Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Ἐκκλησία, 1969, τ. 6-7, σ. 113-118. (Παναγιώτου Τρεμπέλα Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκδ. "ὁ Σωτήρ", 1976, σ. 76-79).
[20] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη Ἐκκλησία καί ἐνορία, "Ἐνορία: πρός μιά νέα ἀνακάλυψή της", ἐκδ. Ἀκρίτας, 1993, σ. 23.
[21] πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, 1999, σ. 114-115.
[22] Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, βιβλίον β', μδ', ΕΠΕ 1, 143.
[23] πρωτ. Δημητρίου Στανιλοάε Ἡ πορεία μέ τό Σωτῆρα Χριστό, ἐκδ. Τό περιβόλι τῆς Παναγίας, 1984, σ. 85, 99-100.

Αναστάσιος

2 σχόλια:

χαλαρωσε είπε...

Διακρίνουμε δύο ὄψεις στό διαρκές ἀρχιερατικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ: μία κατά τήν ὁποία μᾶς δωρίζεται ὡς Αὐτός πού πρόσφερε τόν ἑαυτό Του θυσία στόν Πατέρα, γιά νά χαράξη καί σέ μᾶς τήν κίνηση τοῦ νά προσφέρουμε θυσία στόν Πατέρα μαζί μέ τόν Χριστό, καί τήν ἄλλη κατά τήν ὁποία δέχεται τή δική μας θυσία, ἀφομοιώνοντάς την μέ τή θυσία Του, γιά νά τήν προσφέρη ἔτσι στόν Πατέρα, δείχνοντας τήν ἕνωσή Του μέ μᾶς στήν ἀγάπη, σάν μιά ἀγάπη κοινή μπροστά στόν Πατέρα, πράγμα πού τόν κάνει καί Πατέρα μας κατά χάρη.

Κυκλοφορει ελευθερος.

Ως άνθρωπο και αρχιερέα και θύτη και θύμα ο οποίος προσφέρει το αίμα του, κατά τούτου δε είναι και προσφερόμενος, και ως Θεό που προσδέχεται αυτό (το αίμα Του) ώστε Αυτός να είναι ο προσφέρων, προσφερόμενος, προσδεχόμενος και διαδιδόμενος κατά τους Πατέρες και την Εκκλησία του Κυρίου

amethystos είπε...

Φοβερό κείμενο. Πώς τό βρήκες! Θά τό ξαναεμφανίσουμε. Ολος ο οικουμενισμός είναι εδώ. Καί η δικαίωσή του. Θεραπεύει τόν κληρικαλισμό καί επιστρέφει στήν πρώτη εκκλησία, ακολουθώντας τόν Μπάρθ. Η ταύτιση τής Πεντηκοστής μέ τό Χρίσμα. Αλλά τό φοβερώτερο. Είναι σάν νά μήν υπάρχει τό Αγιον Ορος. Σάν νά μήν υπάρχει η άσκηση καί η προσευχή πού σώζουν. Σάν νά μήν υπήρξαν ποτέ. Καί οι σημερινοί Αγιορείτες δέν τό καταλαβαίνουν.
Θέλουν νά καταργήσουν τήν αλήθεια τής ορθοδοξίας.
Οτι υπάρχουν πολλοί τρόποι γιά νά δεχθούμε τόν Ιησού Χριστό.
Θέλουν νά διαγράψουν τήν αλήθεια ότι νά γίνει κάποιος ιερεύς δέν είναι πρός σωτηρίαν. Καί τούς επιτρέπουμε νά μάς κλείνουν τήν πύλη τής Βασιλείας.