Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Κάτω από το ηφαίστειο… οι δυο στρατηγικές των ΗΠΑ για τη Ρωσία


Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Η υπόθεση των αμερικανορωσικών σχέσεων σχετίζεται με την απάντηση σε ένα θεμελιώδες ερώτημα και η εκτίμηση για την εξέλιξη μετά την απάντησή του: Συνεργασία ή μετωπική σύγκρουση; Και οι δυο «σχολές σκέψης» που έχουν διαμορφωθεί έχουν αμφότερες ισχυρά επιχειρήματα, ακόμα κι αν κανείς αφαιρέσει εντελώς από την εξίσωση κάθε «ανθρωπιστική – ιδεαλιστική» προσέγγιση. Ας προσεγγίσουμε λοιπόν το θέμα όσο πιο εκλαϊκευμένα γίνεται.

Του Ζαχαρία Μίχα 

Η πρώτη σχολή σκέψης βλέπει τη λύση στη συνεργασία και στην από κοινού αντιμετώπιση – συνδιαχείριση των προβλημάτων ασφαλείας της υφηλίου. Αυτό έχει μικρότερο ρίσκο και για τους δύο, καθώς η καθεμιά πλευρά – πιστεύεται – θα απόσχει σε μεγάλο βαθμό από τον πειρασμό να αξιοποιεί τη δύσκολη θέση του άλλου στα διάφορα μέτωπα για να του αυξήσει το κόστος εμπλοκής.

Η συνεργασία μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής οικονομικά, τόσο μέσω της συμμετοχή π.χ. σε μεγάλα προγράμματα εντοπισμού και αξιοποίησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, όσο και από την εξοικονόμηση κονδυλίων από την απεμπλοκή ή απλά τη συνεργασία στα μέτωπα που είναι ανοικτά, όπως αυτό της Συρίας.

Παράλληλα, αυτή η φιλοσοφία αντιμετώπισης ταιριάζει με ένα σύγχρονο σύστημα ισορροπίας ισχύος (balance of power) σε έναν κόσμο που φαίνεται να βαδίζει νομοτελειακά σε ένα «πολυπολικό» (multipolar) μέλλον, συνεχίζουν τη σκέψη τους σε γενικές γραμμές οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης.

Η δεύτερη σχολή σκέψης είναι η «συγκρουσιακή». Εκκινεί τη σκέψη της από την παραδοχή ότι ΗΠΑ και Ρωσία δεν γίνεται για λόγους κυρίως γεωγραφικούς να γίνουν δυο γνήσια φιλικές χώρες, οπότε στο διηνεκές, εάν τα πράγματα παραμένουν ως έχουν, ο ένας θα αποτελεί απειλή για την ασφάλεια του άλλου.

Με αυτό ως δεδομένο, η συγκυρία της δραματικής και παρατεταμένης πτώσης των τιμών των υδρογονανθράκων σε συνδυασμό με τη ζημιά που έχουν κάνει οι κυρώσεις στη ρωσική οικονομία φέρνοντάς την σε δεινή θέση, παρουσιάζει την ευκαιρία ενός ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, επ’ ωφελεία της πρώτης.

Κι όλα αυτά, ασχέτως εάν το Κρεμλίνο κάνει θεμιτά και κατανοητά ό,τι μπορεί για να παραστήσει πως είναι ισχυρότερο από όσο πραγματικά είναι, ενώ το δίπολο τεχνολογικής υστέρησης και συνολικότερης οικονομικής αδυναμίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, επίσης λειτουργεί ενισχυτικά στο σκεπτικό τους.

Εκτιμάται, ότι η ζημιά στη ρωσική οικονομία, εάν οι κυρώσεις παραμείνουν στη σημερινή τους μορφή για ένα έτος ακόμα θα είναι πολύ μεγάλη και αυτό θα έχει επιπτώσεις στα δυο επίπεδα, το εξωτερικό και το εσωτερικό. Για τον λόγο αυτό, η ρωσική βραχυπρόθεσμη στρατηγική αρχίζει και τελειώνει σε ένα πράγμα: Στον με κάθε δυνατό τρόπο τερματισμό των κυρώσεων που στραγγαλίζουν τη ρωσική οικονομία.

Κατά συνέπεια, ασχέτως του αν κάποιος συμπαθεί ή αντιπαθεί τους Ρώσους, οι διεθνείς σχέσεις θα συνεχίσουν να είναι ένα συγκρουσιακό περιβάλλον στο διηνεκές, όπως ήταν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του κρατικού φαινομένου, από τη στιγμή που οι χώρες ανταγωνίζονται για την πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους, πι οποίοι όμως δεν επαρκούν.

Οπότε, θα πρέπει να πιεστεί η Ρωσία όσο περισσότερο γίνεται, καθώς δικαιολογία υπάρχει και δεν είναι άλλη από την «παλιομοδίτικη» απόσπαση και προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας από τους Ουκρανούς, άρα η πολιτική των κυρώσεων με αυτό το πρόσχημα, δεν θα αντιμετωπίζει πρόβλημα πολιτική νομιμοποίησης.

Παράλληλα, δείχνουν να πιστεύουν, ότι το χείριστο σενάριο έκβασης, δεν είναι άλλο από το να κερδίσουν οι ΗΠΑ κάποια θεαματική κίνηση της Μόσχας με την οποία θα προσπαθήσει να διαπραγματευθεί την έξοδο… από το αδιέξοδο, όπως για παράδειγμα ένα καθεστώς «διεθνοποίησης» της χερσονήσου της Κριμαίας. Η διπλωματία όταν θέλει κάνει θαύματα…

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγική παράγραφο, ποια θα είναι η εξέλιξη εάν επικρατήσουν αυτές οι δυο «σχολές σκέψης»; Πού θα οδηγήσει η συνεργασία; Πόσα χρόνια σχετικής ηρεμίας θα «αγοράσει» και τι μπορεί αυτό να αλλάξει στον κόσμο μας;

Είναι άραγε νομοτελειακή η επιστροφή στο ανταγωνιστικό μοντέλο εάν η Ρωσία πατήσει ξανά στα πόδια της, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να έχουν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον τον ίδιο αντίπαλο, τον οποίον θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερώσει εάν δεν παρασύρονταν από ιδεαλιστικά περί συνεργασίας ιδεολογήματα;

Πού θα οδηγήσει η επιλογή της μετωπικής σύγκρουσης; Είναι ο μύχιος πόθος των υποστηρικτών της άποψης αυτής η διάλυση – συρρίκνωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ποντάροντας σε μια νέα γεωγραφία που δεν θα έχει μέσα μια κολοσσιαία κρατική οντότητα από τα Ουράλια μέχρι τον Ειρηνικό, η υποστήριξη – υπεράσπιση της οποίας είναι τόσο δύσκολη με αποτέλεσμα συγκεκριμένες συνέπειες;

Το κράτος αυτό αφενός δεν μπορεί να κυβερνηθεί δημοκρατικά, με το νόημα που δίνει στην έννοια ο σύγχρονος δυτικός κόσμος, αφού η γεωγραφία της γεννά εύλογη ανασφάλεια, οι αντίπαλοι της Ρωσίας την αξιοποιούν για να την παρασύρουν σε λανθασμένες επιλογές, αλλά και από μόνη της η ρωσική ηγεσία λειτουργεί με βάση την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καν η επιλογή «δοκιμής» κάποιας άλλης «συνταγής» πλην της όσο το δυνατόν μαζικότερης στρατιωτικής ισχύος, αφού το παραμικρό λάθος μπορεί να φέρει την επόμενη εθνική τραγωδία.

Ακόμα και αν είχαμε ανάδυση ενός τέτοιου σεναρίου, πόσο βέβαιοι είμαστε ότι η επόμενη ημέρα θα είναι ευκολότερη σε σύγκριση με τη διαχείριση της κατάστασης σήμερα; Η απάντηση είναι πολύ σημαντική, αφού παρόμοια ζητήματα εσωτερικής σταθερότητας θα μπορούσε κανείς να εγείρει και για την Κίνα.

Εν κατακλείδι, πέραν της θεωρητικής κατάληξης από την υιοθέτηση των απόψεων οποιασδήποτε από τις δυο σχολές σκέψης, υπάρχει το μέγιστο ερώτημα του ενδιάμεσου διαστήματος. Διότι πρόκειται για ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι ο μεγάλος αντίπαλος θα διαπιστώνει την ελεύθερη πτώση του και δεν θα κάνει κάτι για να το σταματήσει, ή δεν θα ακολουθήσει τη Θουκυδίδεια λογική.

Αν μακροπρόθεσμα η πρόβλεψη είναι ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη ζημιά και αυτό γίνεται με συνειδητή στρατηγική επιλογή εκ μέρους του αντιπάλου μας, τότε ο πειρασμός να αντιμετωπίσουμε μετωπικά αυτόν που επιδιώκει την καταστροφή μας είναι μια απόλυτα ορθολογική επιλογή…

Άρα ο κίνδυνος δραματικής αποσταθεροποίησης και καταφυγής ακόμα και στα μοναδικά οπλοστάσια που εξασφαλίζουν τη βεβαιότητα αμοιβαίας καταστροφής, τα πυρηνικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Οπότε, πριν φανατιστούμε υπέρ του ενός ή του άλλου, ας το ξανασκεφτούμε ψύχραιμα και ορθολογικά…

Εν κατακλείδι, πέραν της καταγραφής των δυο αυτών κάπως απλουστευτικών κατηγοριών – σχολών σκέψης όπως τις ονομάσαμε, ίσως πρέπει να εξεταστεί η ύπαρξη και μια τρίτης κατηγορίας, η οποία έχει και το νόημα της αυτοκριτικής του δυτικού κόσμου στον οποίο ανήκει και η Ελλάδα.

Ίσως υπάρχει μια ομάδα «ιδεοληπτικών» αναλυτών, πολιτικών κ.λπ., στη Δύση, που επιδιώκουν να υπάρχει ένας αντίπαλος που θα συμβολίζει το «απόλυτο κακό», ώστε αφιερωμένοι στην αντιμετώπισή του, αφενός να αγιοποιούν τον εαυτό τους και αφετέρου να βιοπορίζονται. Αυτή η τρίτη κατηγορία, έχει επιλέξει μια μη ορθολογική «ανάγνωση» της Ρωσίας που εν πολλοίς ξεφεύγει και από τις δυο προαναφερθείσες σχολές σκέψης.

Στον χώρο αυτό έχει συσσωματωθεί η φιλελεύθερη (libertarian) μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας, μαζί με το μεγαλύτερο κομμάτι της «δικαιωματικής» ευρωπαϊκής Αριστεράς, τα επιχειρήματα των οποίων δεν έχουν μεγάλη σχέση με την αλφαβήτα των διεθνών σχέσεων, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των δρώντων του «συστήματος».

Ως αποτέλεσμα, ασχέτως του αν κάποιος αντιμετωπίζει φιλικά ή εχθρικά την ουσία της επιχειρηματολογίας τους σε «απόλυτες τιμές», δηλαδή αποσπασματικά, εφόσον «παραβιάζει» γενικά αποδεκτές παραδοχές στην αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων, θα μπορούσε να τους προσάψει ότι εισαγάγουν έναν συναισθηματικά φορτισμένο και ανορθολογικό παράγοντα στην εξίσωση ισχύος των δύο πλευρών που μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, εάν κάποια στιγμή φορείς τέτοιων ιδεοληψιών ανελίσσονταν στη εξουσία.

* Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ/ISDA)
Πηγή Defence-Point
kostasxan

Δεν υπάρχουν σχόλια: