“Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε…”
«Εν Hμέρα Κρίσεως ό,τι έχει ο καθένας, δηλαδή ό,τι υπέφερε σε αυτήν την ζωήν δια τον Χριστόν, αυτό και θα δείξη. Και μακάριος θα είναι εκείνος, που θα έχη να φανερώση πολλά παθήματα, μεγάλον σταυρόν».
Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης (♰ 27 Φεβρουαρίου 1998)
Η οικουμενικότητητα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στην παγκοσμιότητα, αλλά συμπεριλαμβάνει και την διαχρονικότητα. Έτσι άλλωστε ολοκληρώνεται και η έννοια της καθολικότητας, που αποτελεί βασικό γνώρισμα της Εκκλησίας [2]. Η αποσύνδεση της οικουμενικότητας της Εκκλησίας από την διαχρονικότητα φαλκιδεύει την καθολικότητά της.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν έχει κοινωνιολογικές αλλά θεολογικές ρίζες. Δεν ανάγεται στις πολιτισμικές, πολιτικές ή κοινωνικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των Χριστιανών, όσο και αν συνέβαλαν και αυτές στην διαφοροποίηση της πίστεώς τους. Η καθολικότητα, που υπάρχει ως οντολογικό δεδομένο στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, φαλκιδεύεται ως ζητούμενο με τις θεολογικές διαφοροποιήσεις, τις εξουσιαστικές διεκδικήσεις και τις εθνικές αντιθέσεις, που δημιουργήθηκαν μεταξύ των Χριστιανών.
Η θεολογία με την στενότερη και την ευρύτερη έννοιά της είναι το ένδυμα της Εκκλησίας. Είναι ο χιτώνας του σώματος του Χριστού. Και η αίρεση είναι πράξη ρήξεως του χιτώνα αυτού και διαιρέσεως της Εκκλησίας. Εφόσον όμως η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, που από την φύση του παραμένει ένα και αδιαίρετο, η αίρεση δεν διαιρεί την Εκκλησία, αλλά αποσπά μέλη από το σώμα της. Εκτρέπεται από την διαχρονικότητα και εγκαταλείπει την καθολικότητά της.
Ο σύγχρονος οικουμενισμός πάσχει από έλλειψη διαχρονικότητας, που αποτελεί όρο της καθολικότητας. Αυτό σημαίνει ότι πάσχει σε εκκλησιολογικό επίπεδο. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τον οικουμενισμό που προωθείται από τον Προτεσταντισμό, αλλά και για τον οικουμενισμό που προωθείται από τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Άλλωστε αυτός πρώτος προσέβαλε την εκκλησιολογική διαχρονικότητα, αντιμετωπίζοντας την καθολικότητα της Εκκλησίας ως οριζόντια παγκοσμιότητα με γεωγραφική έννοια με και ορατό γεωγραφικό κέντρο την Ρώμη. Έτσι συμπιέστηκε μέσα στον χώρο και παραμέρισε την χαρισματική διάσταση και την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, καθιερώνοντας θεσμικά την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού.
Η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως» [3]. Και όταν παύει να λειτουργεί ως κοινωνία της θεώσεως, δηλαδή ως κοινωνία που συγκροτείται με την μετοχή των ανθρώπων στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, παύει και να λειτουργεί και ως Εκκλησία. Ο δυτικός Χριστιανισμός αρνείται την ύπαρξη άκτιστης ενέργειας ή ακτίστων ενεργειών του Θεού. Έτσι όμως αρνείται και την ίδια την οντολογία της Εκκλησίας[ΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ] και βλέπει την ενότητά της σε κοσμικό επίπεδο.
Στον Ρωμαιοκαθολικισμό η ενότητα της Εκκλησίας προβλήθηκε ως θεσμική ενότητα στο επίπεδο της διοικητικής οργανώσεως. Λησμονήθηκε η διαχρονική συμφωνία με την παράδοση και τους Πατέρες της Εκκλησίας και καθιερώθηκε η συγχρονική συμφωνία με τον Πάπα. Γι’ αυτό και η συμφωνία με τους Πατέρες της Εκκλησίας παραμένει άνευ νοήματος, αν δεν αποτελεί και συμφωνία με τον Πάπα. Όταν όμως ο Πάπας βεβαιώνει με προσωπική του απόφανση την δογματική αλήθεια, τότε υποκαθιστά την λειτουργία της άκτιστης ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας.
Ο σύγχρονος οικουμενισμός επιδιώκει πρωτίστως την εξωτερική ενοποίηση του χριστιανικού κόσμου και όχι την διατήρηση της οντολογικής ενότητας και ταυτότητάς του. Ενδιαφέρεται για το σώμα των Χριστιανών και όχι για το σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό και όσα αφορούν το σώμα του Χριστού, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία τα τοποθετεί σε δεύτερη θέση.
Εδώ βρίσκεται και η βασική διαφορά του σύγχρονου οικουμενισμού από την οικουμενικότητα της αδιαίρετης Εκκλησίας. Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που πρωτοστάτησε μάλιστα στην σύναψη του οικουμενικού διαλόγου, δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσματα. Παρά τους επιμέρους θετικούς καρπούς, ιδίως στο επίπεδο της αμοιβαίας κατανοήσεως και της επιλύσεως πρακτικών προβλημάτων της κοινωνικής ζωής, δεν φαίνεται να σημειώθηκε ως τώρα ουσιαστική θεολογική προσέγγιση. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι καλλιεργήθηκε ακόμα και σε ορθόδοξους κύκλους κάποιος θεολογικός μινιμαλισμός ή σχετικισμός στο όνομα της οικουμενικής συνεργασίας και προσεγγίσεως.
Τα θέματα όμως της πίστεως κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορούν να σχετικοποιούνται για λόγους ευγένειας και κακώς νοούμενης χριστιανικής αγάπης ή φιλαλληλίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν διέθεταν λιγότερη αγάπη και φιλαλληλία από την δική μας, όταν προέβαιναν στην αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας. Δεν χαίρονταν ούτε θριαμβολογούσαν, όταν αναθεμάτιζαν τους Αρειανούς, τους Νεστοριανούς ή τους Μονοφυσίτες. Αντίθετα προέβαιναν στα διαβήματα αυτά με πόνο ψυχής για την διαφύλαξη της υγείας του όλου σώματος. Και οι διάλογοί τους με όσους απομακρύνονταν από την αλήθεια της Εκκλησίας δεν διαπνέονταν από υπεροψία η αντιπαλότητα, αλλά από βαθιά οδύνη.
Η ενότητα των Χριστιανών θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως. «Όταν πάντες ομοίως πιστεύωμεν, τότε ενότης εστί» [4]. Και το περιεχόμενο της πίστεως αυτής φανερώνεται στον κόσμο εν Χριστώ και παραμένει στην Εκκλησία με το Άγιο Πνεύμα. Όταν όμως η αποκάλυψη του Θεού αντιμετωπίζεται ως συμβατική θρησκευτική διδασκαλία, όταν η κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο αντικαθίσταται με την κίνηση του ανθρώπου προς τον θεό ή τους θεούς που δημιουργεί η φαντασία του, όταν τέλος η άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος αντικαθίσταται με τις ανθρώπινες ενέργειες, ο Χριστιανισμός μεταφέρεται στο επίπεδο των ανθρώπινων θρησκειών, θρησκειοποιείται.
Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας είναι οικουμενικότητα χαρισματική· απορρέει από την καθολικότητά της. Ο σύγχρονος οικουμενισμός είναι κίνηση ευγενικών ανθρώπινων διαθέσεων. Η πρώτη ενοποιεί όσους την ζουν. Ο δεύτερος κρατεί χωρισμένους και όσους τον ακολουθούν. Η μεθοδολογία του σύγχρονου οικουμενισμού οδηγεί φυσιολογικά όχι μόνο στον ομολογιακό αλλά και στον θρησκευτικό συγκρητισμό. Η εγκατάλειψη της καθολικής αλήθειας της Εκκλησίας, που αποτελεί την άλλη όψη της αναζητήσεώς της μέσω της συνθέσεως των επιμέρους ομολογιών, είναι φυσικό να επεκτείνεται σε ευρύτερο θρησκευτικό συγκρητισμό για την κατά το δυνατό πληρέστερη θρησκευτική σύνθεση. Και αυτό διαφαίνεται σαφώς στον σύγχρονο παπισμό με την προσπάθεια συγκερασμού χριστιανικών και μη χριστιανικών διδασκαλιών.
Το λάθος, που γίνεται συνήθως σήμερα, είναι ότι ζητούμε την ενότητα της Εκκλησίας παραμένοντας οι ίδιοι διαιρεμένοι ή κλεισμένοι στον εαυτό μας. Και κάνουμε το λάθος αυτό, είτε επιχειρώντας να ενοποιήσουμε την από την φύση της αδιαίρετη Εκκλησία με την συμφωνία σε κάποιο συμβατικό επίπεδο, είτε διατηρώντας θεωρητικά την πίστη στην αδιαίρετη Εκκλησία και αδιαφορώντας για την πραγματική της αποστολή. Θέλουμε να ζούμε ως Χριστιανοί της εποχής μας είτε συσχηματιζόμενοι με τον κόσμο, είτε παραμένοντας προσκολλημένοι σε εξωτερικά σχήματα.
Οι προκλήσεις της εποχής μας και οι επιτακτικές ανάγκες για μεγαλύτερη συνεργασία και προσέγγιση όλων των Χριστιανών, όπως άλλωστε και όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως, πρέπει να εκλαμβάνονται όχι μόνο ως αφορμές για εξωτερική δραστηριοποίηση, αλλά και ως προκλήσεις για εσωτερική ενεργοποίηση και πληρέστερη βίωση της αλήθειας του Χριστού. Και αν αυτό ισχύει για όλους τους Χριστιανούς, πολύ περισσότερο ισχύει για όσους πιστεύουν ότι ακολουθούν σταθερά την πορεία της μίας και αδιαίρετης καθολικής Εκκλησίας. Η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν προβάλλεται στην οικουμένη με την ανάλυση της έννοιάς της, αλλά με την βίωση και φανέρωση του περιεχομένου της.
_____________________________
Παραπομπές:
1. Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ψαλμόν 144,4, PG 55,469-70.
2. Βλ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις 18,23, PG 33,1044AB.
3. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος 2,78, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. Α’, σ. 149.
4. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Εφεσίους 11,3, PG 62,85.
(Πηγή: pemptousia.gr)
-Θέλω να σας ρωτήσω πάτερ.Γιατί οι χριστιανοί δεν ψάχνουν να βρουν το Άγιο Πνεύμα, δεν γνωρίζουν το Άγιο Πνεύμα;
-π.Σαββάτιος:Επειδή οι άνθρωποι αναμίχθηκαν με τον ''κόσμο'' και τις πράξεις του κόσμου τούτου και αντι να φέρουν την Εκκλησία στον κόσμο, έφεραν τον ''κόσμο''στην Εκκλησία. ''Εν ειρήνη προέλθωμεν''- αντί να μετεφέρουν εκείνοι στον ''κόσμο'' το πνεύμα της ειρήνης, το οποίο λαμβάνουμε από τον Χριστό στη Θεία Λειτουργία, έφεραν τον ''κόσμο''στην Εκκλησία.
Ετσι αφου ''μαγαριστήκαμε''και καλοσυνηθίσαμε με τα του κόσμου θεωρήσαμε πως αυτό είναι χριστιανισμός, αλλά ο χριστιανισμός είναι κάτι πιο βαθύ, πιο συνταρακτικό.
Αφού λοιπόν θεωρούν πως ότι έχουν είναι αρκετό και πως ότι αυτοί κάνουν είναι χριστιανισμός και εκκλησιαστική ζωή, δεν ψάχνουν πια να βρουν το Άγιο Πνεύμα. Πλανώνται όμως οικτρά.
Αφού λοιπόν θεωρούν πως ότι έχουν είναι αρκετό και πως ότι αυτοί κάνουν είναι χριστιανισμός και εκκλησιαστική ζωή, δεν ψάχνουν πια να βρουν το Άγιο Πνεύμα. Πλανώνται όμως οικτρά.
Υπάρχουν πολλοί που ''είναι έτσι'', αλλά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν ρωτήθηκε:
«Γιατί εμείς δεν θα σωθούμε; Μόνο οι καλόγεροι στα βουνά»;
Τους απάντησε με πνευματική ειρωνεία:«Ποιός σας είπε πως όλοι θα σωθούν»;
«Γιατί εμείς δεν θα σωθούμε; Μόνο οι καλόγεροι στα βουνά»;
Τους απάντησε με πνευματική ειρωνεία:«Ποιός σας είπε πως όλοι θα σωθούν»;
Έτσι και εμείς,πέφτουμε στην παγίδα της αυτοϊκανοποίησης,της επάρκειας. Να μην πέφτουμε στον πειρασμό να βάζουμε στην άκρη τους αγίους και και το Ευαγγέλιο και να λέμε:«Αυτό ήταν κάποτε, σήμερα ζούμε σε άλλες εποχές, αυτά δεν γίνονται.Η ατμοσφαιρα της εποχής μας επιβάλλει έναν άλλον τρόπο ζωής και θα πρέπει να προσαρμοστει σε αυτόν η Εκκλησία»
Εξαιτίας του γελοίου αυτού πειρασμού, οι άνθρωποι έφτασαν να μην ψάχνουν να βρουν το Άγιο Πνεύμα και χαραμίζουν τη ζωή τους. Σηκώνονται το πρωί για να πάνε στην Εκκλησία -τουλάχιστον κάνουν αυτόν τον κόπο- αλλά πολλές φορές δεν ξέρουν γιατί το κάνουν...
Απόσπασμα από συνέντευξη του ιερομονάχου Σαββατίου Μπαστοβόϊ
ΑΥΤΗ Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑΡΗ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ.
ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΠΕΤΥΧΕ Η ΕΝΟΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ.
Φαινομενική δημοκρατία, εξουδετερωμένη, περιορισμένη σε τελετουργία, μια διαδικασία με προκαθορισμένο αποτέλεσμα, μια στημένη κούρσα αποφασισμένη εκ των προτέρων, όπως ξέρουν τά προγνωστικά, αλλά ακόμα πιστεύουν ότι είναι από πολλούς: η δημοκρατία των ευκολόπιστων ανθρώπων, στην πραγματικότητα.
ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ” ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (ΙΙΙ)Συνέχεια από Σάββατο, 13 Μαΐου 2017
Απόσπασμα από το δοκίμιο «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ”» του Joseph Ratzinger.
«Οι λέξεις “πνευματολογία” και “πνευματικότης” είναι ήδη συνδεδεμένες μεταξύ τους στην γλωσσολογία: η μία είναι η μετάφραση της άλλης! Το Άγιο Πνεύμα αναγνωρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο μορφώνει την ανθρώπινη ζωή. Η ζωή της πίστεως επίσης, παραπέμπει στο Άγιο Πνεύμα. Ο στοχασμός πάνω στην “χριστιανική πνευματικότητα” σημαίνει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αναγνωρίζεται από το γεγονός πως η ανθρώπινη ζωή αποκτά ένα καινούριο κέντρο. Ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα συνεπάγεται τον καθορισμό του μέσα στον άνθρωπο στον οποίο έχει δοθεί, δωρισθεί!!
Ο Αυγουστίνος, πάνω στον οποίο θα στηριχθεί το δοκίμιο, προσπαθεί να αντλήσει κατά κάποιο τρόπο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Αγίου Πνεύματος μελετώντας τις παραδοσιακές ονομασίες του και πάνω απ’ όλες αυτή του “Αγίου Πνεύματος”. Ακριβώς όμως αυτή η ονομασία τον θέτει μπροστά σε μια απορία. Ενώ στα ονόματα του “Πατρός” και του “Υιού” φανερώνεται αυτό που είναι ιδιαίτερο στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, δηλαδή το δόσιμο και η δεκτικότης, το Είναι σαν δώρο και το Είναι σαν δεκτικότης, σαν Λόγος και Απάντηση, παρότι πάντοτε κάτι απολύτως ένα, που γεννιέται σαν ενότης και όχι σαν κατωτερότης, το όνομα “Άγιο Πνεύμα” δεν φανερώνει καθόλου την ιδιαιτερότητα του τρίτου προσώπου. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μ’ αυτή την ονομασία οποιοδήποτε άλλο από τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και ιδιαιτέρως αυτόν τον ίδιο τον θεό, όπως διαβάζεται και στο κατά Ιωάννην 4, 24 “πνεύμα ο θεός”. Το πνεύμα και η Αγιότης αποτελούν την Ουσία αυτού του Ίδιου του θεού, αυτού που τον χαρακτηρίζει σαν θεό.
Έτσι λοιπόν προσπαθώντας να γνωρίσουμε κάτι από το Άγιο Πνεύμα, ξεκινώντας από τα ονόματά του, φτάνουμε ακριβώς στην αντίθετη πλευρά στην οποία αποδεικνύεται το Άγιο Πνεύμα άγνωστο. Και εδώ ακριβώς ο Αυγουστίνος βλέπει την Ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος. Εάν ονομάζεται μέσω αυτού που είναι το θείο του θεού, αυτού που είναι κοινό στον Πατέρα και στον Υιό, αυτό ακριβώς σημαίνει πως η Ουσία του είναι ακριβώς αυτή, να είναι η κοινωνία (communio) ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό! Η Ιδιαιτερότης του Αγίου Πνεύματος είναι ξεκάθαρα το γεγονός ότι είναι η κοινή πραγματικότης ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Η μοναδική του Ιδιαιτερότης είναι να είναι ενότης. Έτσι λοιπόν είναι αυτή η γενική ονομασία “Άγιο Πνεύμα” ο πιο ταιριαστός τρόπος, μέσα στη γενικότητά του, να εκφραστεί εντελώς παράδοξα αυτό που έχει απολύτως Ιδιαίτερο, που είναι ακριβώς η κοινότης.
Από αυτή την ανάλυση προκύπτει κάτι πολύ σημαντικό: η σύνθεση του Πατρός και του Υιού σε μια τέλεια ενότητα δεν θεωρείται σαν μια γενική ομοουσιότητα, αλλά σαν κοινωνία (communio), όχι δηλαδή σαν μια ουσία με την μεταφυσική της έννοια, αλλά λόγω των προσώπων, σύμφωνα και με την φύση του θεού, η σύνθεση είναι κι’ αυτή προσωπική. Στην Τριάδα η Δυάς στρέφεται προς την ενότητα χωρίς να καταργεί τον διάλογο, ο οποίος αντιθέτως δυναμώνει. Μια ξανασύνθεση στην ενότητα, η οποία δεν θα ήταν και αυτή με την σειρά της πρόσωπο, θα διέλυε τον διάλογο των δύο προσώπων. Το πνεύμα είναι το πρόσωπο καθώς είναι ενότης, η ενότης καθώς είναι πρόσωπο!
Απόσπασμα από το δοκίμιο «ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ”» του Joseph Ratzinger.
«Οι λέξεις “πνευματολογία” και “πνευματικότης” είναι ήδη συνδεδεμένες μεταξύ τους στην γλωσσολογία: η μία είναι η μετάφραση της άλλης! Το Άγιο Πνεύμα αναγνωρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο μορφώνει την ανθρώπινη ζωή. Η ζωή της πίστεως επίσης, παραπέμπει στο Άγιο Πνεύμα. Ο στοχασμός πάνω στην “χριστιανική πνευματικότητα” σημαίνει το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αναγνωρίζεται από το γεγονός πως η ανθρώπινη ζωή αποκτά ένα καινούριο κέντρο. Ο λόγος για το Άγιο Πνεύμα συνεπάγεται τον καθορισμό του μέσα στον άνθρωπο στον οποίο έχει δοθεί, δωρισθεί!!
Ο Αυγουστίνος, πάνω στον οποίο θα στηριχθεί το δοκίμιο, προσπαθεί να αντλήσει κατά κάποιο τρόπο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Αγίου Πνεύματος μελετώντας τις παραδοσιακές ονομασίες του και πάνω απ’ όλες αυτή του “Αγίου Πνεύματος”. Ακριβώς όμως αυτή η ονομασία τον θέτει μπροστά σε μια απορία. Ενώ στα ονόματα του “Πατρός” και του “Υιού” φανερώνεται αυτό που είναι ιδιαίτερο στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, δηλαδή το δόσιμο και η δεκτικότης, το Είναι σαν δώρο και το Είναι σαν δεκτικότης, σαν Λόγος και Απάντηση, παρότι πάντοτε κάτι απολύτως ένα, που γεννιέται σαν ενότης και όχι σαν κατωτερότης, το όνομα “Άγιο Πνεύμα” δεν φανερώνει καθόλου την ιδιαιτερότητα του τρίτου προσώπου. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μ’ αυτή την ονομασία οποιοδήποτε άλλο από τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και ιδιαιτέρως αυτόν τον ίδιο τον θεό, όπως διαβάζεται και στο κατά Ιωάννην 4, 24 “πνεύμα ο θεός”. Το πνεύμα και η Αγιότης αποτελούν την Ουσία αυτού του Ίδιου του θεού, αυτού που τον χαρακτηρίζει σαν θεό.
Έτσι λοιπόν προσπαθώντας να γνωρίσουμε κάτι από το Άγιο Πνεύμα, ξεκινώντας από τα ονόματά του, φτάνουμε ακριβώς στην αντίθετη πλευρά στην οποία αποδεικνύεται το Άγιο Πνεύμα άγνωστο. Και εδώ ακριβώς ο Αυγουστίνος βλέπει την Ιδιαιτερότητα του Αγίου Πνεύματος. Εάν ονομάζεται μέσω αυτού που είναι το θείο του θεού, αυτού που είναι κοινό στον Πατέρα και στον Υιό, αυτό ακριβώς σημαίνει πως η Ουσία του είναι ακριβώς αυτή, να είναι η κοινωνία (communio) ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό! Η Ιδιαιτερότης του Αγίου Πνεύματος είναι ξεκάθαρα το γεγονός ότι είναι η κοινή πραγματικότης ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Η μοναδική του Ιδιαιτερότης είναι να είναι ενότης. Έτσι λοιπόν είναι αυτή η γενική ονομασία “Άγιο Πνεύμα” ο πιο ταιριαστός τρόπος, μέσα στη γενικότητά του, να εκφραστεί εντελώς παράδοξα αυτό που έχει απολύτως Ιδιαίτερο, που είναι ακριβώς η κοινότης.
Από αυτή την ανάλυση προκύπτει κάτι πολύ σημαντικό: η σύνθεση του Πατρός και του Υιού σε μια τέλεια ενότητα δεν θεωρείται σαν μια γενική ομοουσιότητα, αλλά σαν κοινωνία (communio), όχι δηλαδή σαν μια ουσία με την μεταφυσική της έννοια, αλλά λόγω των προσώπων, σύμφωνα και με την φύση του θεού, η σύνθεση είναι κι’ αυτή προσωπική. Στην Τριάδα η Δυάς στρέφεται προς την ενότητα χωρίς να καταργεί τον διάλογο, ο οποίος αντιθέτως δυναμώνει. Μια ξανασύνθεση στην ενότητα, η οποία δεν θα ήταν και αυτή με την σειρά της πρόσωπο, θα διέλυε τον διάλογο των δύο προσώπων. Το πνεύμα είναι το πρόσωπο καθώς είναι ενότης, η ενότης καθώς είναι πρόσωπο!
Ο Ακινάτης λοιπόν εισάγει στην κοινή δοξασία, στο δόγμα, που αποκτήθηκε με τον Αυγουστίνο, την πίστη και το έλεος, επιτρέποντας μας να κατανοήσουμε πώς το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ειπωθεί "κατά κάποιο τρόπο" η ψυχή της Εκκλησίας, χωρίς να μας επιτρέψει όμως να παρασυρθούμε σε παραλογισμούς, αλλά και χωρίς να παραιτηθούμε να αναγνωρίσουμε την αλήθεια του λόγου. Η Χάρις μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς η πίστη και το έλεος, στις ικανότητες τής νοήσεως και της θελήσεως, είναι ασυζητητί δώρα του Αγίου Πνεύματος. Μας δόθηκαν για να ανυψωθούμε στην Θεία ζωή, την οποία καλούμαστε να μοιραστούμε όταν πρόκειται για την χάρη και για να μάς επιτρέψει να ενεργήσουμε σ'αυτό το επίπεδο σαν νέοι και θυγατέρες του Θεού όταν πρόκειται για την πίστη και το έλεος.
Για να κατανοήσουμε στο μέτρο τού δυνατού αυτό που συμβαίνει όταν ο Θεός γνωρίζεται και αγαπάται μ'αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την αναλογία τής γνώσεως και τής αγάπης στον δικό μας καθημερινό κόσμο. Παρότι παρών δίπλα μου, το πρόσωπο που αγαπώ, δέν είναι φυσικά παρών στο πνεύμα μου. Είναι παρών μόνον μέσω του οράματος που έχω και τής αναπαραστάσεως που δημιουργώ, χάρη στις οποίες εσωτερικεύω αυτή την παρουσία στην καρδιά μου μ'έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μπορώ να διατηρήσω αυτή την εσωτερική παρουσία σαν ανάμνηση όταν η φυσική παρουσία θα'χει τελειώσει. Μία παρουσία "προθέσεως" γνώσεως και αγάπης, λένε οι ειδικοί, αλλά όμως μία παρουσία απολύτως πραγματική. Ο αγαπώμενος κατοικεί πνευματικά στον αγαπώντα, όπως ο αγαπών στον αγαπώμενο.
Οι "προθέσεις" σημαίνουν εδώ, ακριβώς, εκείνα τα συμπληρώματα της πραγματικότητος που είναι οι αναπαραστάσεις που επεξεργαζόμαστε για να κατορθώσουμε να την εσωτερικεύσουμε μέσω της γνώσεως και της αγάπης.
Απελευθερωμένη από όλα τα όρια που συνυπάρχουν μαζί με την δική μας σωματική συνθήκη, αυτή η αναπαράσταση που είναι καθαρά ανθρώπινη, μας προσφέρει την αναλογία ακριβώς που χρειαζόμαστε. Ο Θεός, όπως έχουμε ήδη δεί, είναι παρών σε μας τους ίδιους, πιό οικεία από κάθε άλλο αντικείμενο γνώσεως και ανθρώπινης αγάπης. Αλλά και όταν πρόκειται για την παρουσία τής χάριτος έχουμε πάλι την παρουσία αυτού του τύπου. Μέσω τής Θείας χάριτος έχουμε μία νέα παρουσία του Θεού καθότι είναι παρών σε μας σαν ένα υπερφυσικό πρόσωπο γνωστό και αγαπημένο. Θα ξαναβρούμε όσα έχουμε ανακαλύψει εδώ, μιλώντας για την παρουσία του Θεού στο δημιούργημα του. Πέραν της απέραντης παρουσίας του σε όλα τα πράγματα.
Απελευθερωμένη από όλα τα όρια που συνυπάρχουν μαζί με την δική μας σωματική συνθήκη, αυτή η αναπαράσταση που είναι καθαρά ανθρώπινη, μας προσφέρει την αναλογία ακριβώς που χρειαζόμαστε. Ο Θεός, όπως έχουμε ήδη δεί, είναι παρών σε μας τους ίδιους, πιό οικεία από κάθε άλλο αντικείμενο γνώσεως και ανθρώπινης αγάπης. Αλλά και όταν πρόκειται για την παρουσία τής χάριτος έχουμε πάλι την παρουσία αυτού του τύπου. Μέσω τής Θείας χάριτος έχουμε μία νέα παρουσία του Θεού καθότι είναι παρών σε μας σαν ένα υπερφυσικό πρόσωπο γνωστό και αγαπημένο. Θα ξαναβρούμε όσα έχουμε ανακαλύψει εδώ, μιλώντας για την παρουσία του Θεού στο δημιούργημα του. Πέραν της απέραντης παρουσίας του σε όλα τα πράγματα.
«Υπάρχει αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που αφορά το λογικό πλάσμα. Σ'αυτόν λέγεται πώς ο Θεός υπάρχει σαν το γνωσθέν στον γνώστη και ο αγαπημένος στον αγαπώντα. Και επειδή γνωρίζοντάς τον και αγαπώντας τον, το λογικό πλάσμα φτάνει με την εργασία του μέχρι τον ίδιο τον Θεό. Λέγεται δέ πώς μέσω αυτού του ειδικού τρόπου, όχι μόνον ο Θεός είναι μέσα στο λογικό όν, αλλά ότι επίσης και αυτός κατοικεί σ' αυτό όπως στον ναό του»(ST Ia q. 43 a. 3).
Έτσι έχουμε εδώ την ακριβή αλήθεια της εκφράσεως "ψυχή της Εκκλησίας" η οποία εφαρμόζεται στο Άγιο Πνεύμα. Για να αποφευχθεί δέ η παρανόηση, όπως σημειώσαμε λίγο πρίν, χρειάστηκε αναγκαίως η διάκριση ανάμεσα στο Άγιο Πνεύμα και στα δώρα Του. Το Άγιο Πνεύμα δέν μπορεί να ασκήσει άμεσα τον ρόλο τής ψυχής, αλλά τον ασκεί έμμεσα μέσω των δώρων του [η κτιστή χάρις του παπισμού]. Για να πούμε τα πράγματα λίγο διαφορετικά, με λέξεις κοντινές στην Αγία Γραφή, μπορούμε να σχηματοποιήσουμε αυτό που συμβαίνει με τον ακόλουθο τρόπο. Όχι μόνον ο Θεός μάς αγαπά πρώτος αυτός (1 Ιωάν. 4,10 και 19), αλλά μας δίνει και την δυνατότητα να τον αγαπήσουμε "καθότι η αγάπη του Θεού χύθηκε στις καρδιές με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε" (Ρωμ 5,5), και τέλος αυτός έρχεται σε μας που τον αγαπούμε (Ιωάν 14,23). Μόνον σ'αυτό το σημείο μπορεί να ορισθεί αληθινά σαν ο φιλοξενούμενος των ψυχών μας και εκείνος της Εκκλησίας. Όλη αυτή η πρόοδος (η πραγματικότης) αποδίδεται κατά προτίμησιν στο Άγιο Πνεύμα για τον λόγο που δείξαμε στην αρχή: Ο Δεσμός της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό, ανήκει σ'αυτό, μ'έναν ειδικό τρόπο, γιά να πραγματοποιήσει στο Σώμα των πιστών, την σύναξη στην αγάπη και το έλεος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου