Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (7)

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας 
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

2.1.1.2 Η εξουσία της Θείας Κοινωνίας.

Α. Η πρακτική της μη συχνής μετάληψης
«Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής, στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της[1]» αποφαίνεται ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Ενώ όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Κύριο Ιησού Χριστό, που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του, εκεί αργά ή γρήγορα κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα περιουσιακά, θέματα δικαιοδοσιών, πολιτικές σκοπιμότητες, εθνικιστικά φρονήματα, υλικές επιτυχίες, ακτιβισμός, εν τέλει η ΄΄καύχηση΄΄ της κοινότητας για την δυνατότητά της να παράγει έργο ηθικό. Έργο κοσμικό και όχι αγιοπνευματικό που να φέρει την σφραγίδα της δωρεάς.
Στην πρώτη Εκκλησία η κοινωνία όλων των πιστών, σε κάθε Λειτουργική σύναξη, ήταν αυταπόδεικτος κανόνας. Η συμμετοχή νοούταν όχι μόνο ως πράξη προσωπικής ευσέβειας και αγιασμού, αλλά πάνω απ’ όλα, ως πράξη που πηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας. Απηχούσε την εντολή του Κυριου «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ[2]». Η κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ήταν η άμεση συνέπεια του βαπτίσματος: του μυστηρίου της εισόδου στην Εκκλησία, όπου δεν τίθενταν πλέον άλλοι “όροι” για τη μετοχή των χριστιανών[3]. Οι πιστοί «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς[4]». Το κείμενο των «Αποστολικών Διαταγών» αναφέρει, ότι ο σκοπός της συμμετοχής των πιστών στην Θεία Λειτουργία, ήταν η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέρχονται, οι πιστοί «…ἵνα μεταλαβόντες αὐτοῦ, βεβαιωθῶσι πρός εὐσέβειαν, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τύχωσι, τοῦ διαβόλου καί τῆς πλάνης ῥυσθῶσι, Πνεύματος Ἁγίου πληρωθῶσιν, ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ Σου γένωνται, ζωῆς αἰωνίου τύχωσι, Σοῦ καταλλαγγέντος αὐτοῖς, Δέσποτα Παντοκράτωρ[5]». Η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο της αφέσεως των αμαρτιών[6] μιας και οι πιστοί πληρούνται Πνεύματος Αγίου και συμφιλιώνονται με τον Κύριο. Οι αμαρτίες δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην πορεία του πιστού προς τον Κύριο. Και προϋπόθεση απαραίτητη είναι να εφαρμόσουμε την εντολή του Κυρίου «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν[7]». Είναι όμως και το μυστήριο της υιοθεσίας μιας και ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας, ανοίγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο προς την υιοθεσία[8].
Στην Κυριακή προσευχή η παράκληση μας είναι και για «τον ἄρτον ἡμῶν τον ἐπιούσιον», ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι ο «ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς[9]». Κατά τον Άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, «οὗτος ὁ ἄρτος ἐστίν ἡ ἀπαρχή τοῦ μέλλοντος ἄρτου, ὅς ἐστιν ἐπιούσιος· τό γάρ ἐπιούσιος δηλοῖ ἤ τόν μέλλοντα, τουτέστιν τόν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἤ τόν πρός συντήρησιν τῆς ἡμετέρας οὐσίας λαμβανόμενον· εἴτε οὖν οὕτως, εἴτε οὕτως, τό τοῦ Κυρίου σῶμα προφανῶς λεχθήσεται[10]». Κατά τον Μέγα Βασίλειο η καθημερινή κοινωνία είναι επωφελής μιας και είναι μετοχή στη Ζωή[11]. Ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με την Θεία Κοινωνία και τον τρόπο μετοχής στο Μυστήριο σε καιρό διωγμού αλλά και εν καιρό ειρήνης[12], αναφέρει ότι οι πιστοί κοινωνούσαν και χωρίς την παρουσία ιερέα, τορπιλίζοντας όλες τις καινοφανείς διδασκαλίες της Επισκοποκεντρικής Ευχαριστιακής εκκλησιολογίας. 
Ο π. Αλεξανδρος Σμέμαν αναρωτιέται «Πώς έγινε κι απομακρυνθήκαμε τόσο απ’ αυτήν την πρακτική, ώστε ακόμα κι η απλή αναφορά της να φαίνεται σε μερικούς—ιδιαίτερα κληρικούς—σαν ανήκουστη καινοτομία, σαν τριγμός στα θεμέλια. Γιατί, εδώ και αιώνες, εννιά στις δέκα Λειτουργίες τελούνται χωρίς την προσέλευση κοινωνούντων;—γεγονός που δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κανέναν φόβο. Ενώ αντιθέτως, η επιθυμία για συχνή θεία Κοινωνία ξεσηκώνει αληθινό τρόμο; Πώς είναι δυνατόν η διδασκαλία περί άπαξ του έτους κοινωνίας να καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ως μία αποδεκτή συνήθεια, η απομάκρυνση από την οποία σηματοδοτεί μόνο την εξαίρεση; Πώς, με άλλα λόγια, η κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας έφθασε να γίνει τόσο εξατομικευμένη, τόσο ξένη προς την Εκκλησία, τόσο αλλότρια προς την ίδια την προσευχή της θείας Μετάληψης;[13]». Το αίτιο για όλα αυτά, ο π. Αλέξανδρος ισχυρίζεται ότι, αν και πολύπλοκο ιστορικά, είναι απλό: Είναι ο φόβος της βεβήλωσης της ιερότητας του μυστηρίου, η ανησυχία για την ανάξια μετοχή, την καταπάτηση της μυσταγωγίας των ιερών και οσίων. Αναξιότητα η οποία δημιουργεί την ανάγκη για κάποιες συμπληρωματικές εγγυήσεις. Είναι ένας φόβος, βέβαια, πνευματικά ορθός, αφού «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου[14]».
Η περιδεής αυτή αντιμετώπιση εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, αμέσως μετά τη νίκη της Εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία των Εθνικών, μία νίκη που μεταμόρφωσε την χριστιανοσύνη σε σύντομο σχετικά διάστημα σε μία θρησκεία του κόσμου και οδήγησε στην ίδρυση Κρατικής Εκκλησίας[15]—ουσιαστικά υποτελής στην κοσμική εξουσία—και στην εκλαΐκευση της λατρείας. Έτσι ενώ, πρωτύτερα, η ίδια η ένταξη στην Εκκλησία είχε προϋποθέσεις τώρα, με την απροϋπόθετη συμπερίληψη ουσιαστικά του καθενός μέσα στους κόλπους της, κατέστη αναγκαίο να θεσμοθετηθούν κάποιοι έλεγχοι και περιορισμοί. Πέρα από διοικητικές ρυθμίσεις—στους 20 κανόνες που διατύπωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκαν σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως διοικήσεις, ιεραρχία μεταξύ των αρχιεπισκόπων και των επισκοπών κ.λπ.— οι ρυθμίσεις αφορούσαν και στα μυστήρια. Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Η έννοια της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Ωστόσο οι Πατέρες ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στα Μυστήρια, μάλιστα δεν επιτρέπουν να εννοηθεί το αντίθετο. Δίνοντας έμφαση στην ιερότητα της Θείας Κοινωνίας καλούν σε ανάλογη πνευματική ετοιμότητα. Οι Πατέρες ούτε υποστήριξαν, ούτε ενέκριναν την ευρέως διαδεδομένη σύγχρονη αντίληψη ότι εφ’ όσον το Μυστήριο είναι ιερό και μεγαλοπρεπές, οι πιστοί δεν πρέπει να προσέρχονται συχνά σ’ αυτό. Για τον Άγιο Κασσιανό «Πολύ καλύτερο θα ήταν εάν, με ταπείνωση καρδιάς, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι των θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακή προς ίαση των ασθενειών μας, παρά τυφλωμένοι από περηφάνια να νομίζουμε ότι μετά την πάροδο ενός χρόνου αποχής γινόμαστε άξιοι της θείας Μετάληψης[16]». Αναφορικά δε, με την εξίσου διαδεδομένη θεωρία που διακρίνει την Θεία Μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαό, κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που επιμένει στην μετοχή στη Θεία Κοινωνία: «Υπάρχουν περιπτώσεις», γράφει, «όπου ο ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία Μυστήρια. Εκεί, τα δεχόμαστε όλοι ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης όπου άλλη τροφή προορίζονταν για τους ιερείς και διαφορετική για τον λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και το ίδιο Αίμα...[17]».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις μαρτυρούν μία αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, μία απόκλιση από τα παραδεδομένα και τις πρακτικές της Εκκλησίας. Το δέος που προκαλεί η ανάξια προσέλευση θα έπρεπε να ένσταλλάζει μια πικρία και λύπη στους μη κοινωνούντες και μια διάθεση αγωνιστικότητας να «βάλλουν αρχή» προς συνάντηση του Κυρίου. Τα πράγματα όμως μαρτυρούν περί του αντιθέτου. Οι Ορθόδοξοι ΄΄παρακολουθούν΄΄ τη Θεία Λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και ότι απλούστατα η Θεία Κοινωνία δεν προορίζεται γι’ αυτούς[18]. Και μία-δύο φορές το χρόνο εκπληρώνουν το ΄΄καθήκον΄΄ τους προσερχόμενοι στο Μυστήριο ύστερα από μία σύντομη εξομολόγηση, με το πέρας της οποίας νιώθουν ότι είναι άξιοι να προσέλθουν στο μυστήριο. Ουσιαστικά επιτυγχάνεται το εντελώς αντίθετο. Αντί να βιώνουν την αναξιότητα ως το γόνιμο έδαφος στο οποίο θα καλλιεργήσουν την μετάνοια, η οποία θα τους οδηγήσει στην μετοχή του Μυστηρίου με πνεύμα ταπείνωσης και διάθεσης αποδοχής της θείας δωρεάς, βιώνουν την μετοχή ως επιβράβευση ατομικής προσπάθειας δικαιωματικού χαρακτήρα. Πρόκειται για μια μετοχή-ηθική ανταμοιβή-με νομιναλιστικά χαρακτηριστικά. 

Β. Η εξουσία του «δεσμείν και λύειν».

       Όπως αντιλαμβανόμαστε, όλα τα προαναφερθέντα, εγείρουν το ερώτημα για την πνευματική προετοιμασία πριν τη Θεία Κοινωνία και τη σχέση της εξομολόγησης με το μυστήριο. Το ζήτημα της εξομολόγησης και κατ’ επέκταση το ζήτημα της μετάνοιας είναι ένα φλέγον θέμα μιας και απασχολεί το σύνολο των πιστών, οι οποίοι θέλουν να εφαρμόσουν τις εντολές του Κυρίου. Αυτό που οφείλουμε να εξετάσουμε πρωτίστως είναι η σχέση εξομολόγησης και μετάνοιας.
       Ο καθηγητής κ. Γ. Πατρώνος παρατηρεί ότι στην Καινή Διαθήκη, ενώ έχουμε πληθώρα αναφορών στην πνευματική ανάγκη της μετάνοιας, απεναντίας σπανίζουν οι αναφορές στην εξομολόγηση, τουλάχιστον όπως την εννοούμε σήμερα[19]. Υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της πρώτης Εκκλησίας για το εσωτερικό και ουσιαστικό στοιχείο της μετάνοιας και της αλλαγής, ως πραγματικού γεγονότος και το αντιδιαστέλλει με τη σημερινή αντίληψη για την εξομολόγηση, ως μιας εξωτερικής πράξης που δεν συνεπάγεται πάντοτε την μετάνοια και την αλλαγή, αλλά, μπορεί να  επέχει θέση ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής επικοινωνίας. Ενδέχεται δε να γίνεται και για λόγους εφάμαρτης σκοπιμότητας[20]. Γνωρίζουμε ότι χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Η μετάνοια δεν μπορεί να στριμωχτεί μέσα στα στενά όρια της ανθρώπινης μεταμέλειας, που είναι ένα συνηθισμένο ψυχολογικό γεγονός. Στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Δεν είναι η μετάνοια μια απόφαση ηθικής τάξης. Στην Καινή Διαθήκη η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού[21] και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η μετάνοια γεννά και τρέφει την πίστη[22]. Μπορούμε να δούμε ότι «…ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν[23]», και σαφώς εδώ το κήρυγμα του Ιωάννη του Προδρόμου έχει την έννοια της μετάνοιας και της επιστροφής εν όψει της έλευσης του Κυρίου και της Βασιλείας του Θεού, ενώ στο «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη[24]», το θέμα της εξομολόγησης λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις. Έτσι η εξομολόγηση, ως εκκλησιαστικό γεγονός, γινόταν κατά την διάρκεια της σύναξης όλων των πιστών. Ήταν μία πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο που γινόταν δημόσια, φανέρωνε το εκκλησιαστικό, λειτουργικό γεγονός και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης[25]. Η ουσία του μυστηρίου, ήταν η μετάνοια, ενώ για μας η εξομολόγηση λειτουργεί ως ανακοίνωση των αμαρτιών μας, και κατ’ επέκταση αντί να επιφέρει την μεταστροφή και την μετάνοια έχει έναν ψυχολογικό παιδαγωγικό προσανατολισμό. Σημαίνουν δε όλα αυτά ό,τι ουσιαστικά μεταμορφωτικά αποτελέσματα δεν μπορούν να υπάρχουν, είτε από την συχνή εξομολόγηση, είτε ακόμη και από την συχνή μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας[26]. Όταν βαπτίζεται κανείς γίνεται μέλος της Εκκλησίας και μετέχει στο «όλον» της σωτηρίας. Μετέχοντας κανείς σε ένα μυστήριο, μετέχει στην ολότητα της σωτηρίας. Πάντα όμως, θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι για διαφόρους λόγους δεν θα μετάσχουν σε κάποιο από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτό, δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ανθρωποι έχουν «έλλειμα» στην υπόθεση της σωτηρίας. Αν π.χ. για διαφόρους λόγους κάποιος δεν εξομολογηθεί, δεν λειτουργηθεί, δεν κοινωνήσει ποτέ, όπως σε πολλές περιπτώσεις μαρτυρείται από τα μνημεία του ασκητικού μοναχισμού, αυτός τι θα πούμε ότι είναι ασεβής[27]; Στην Ορθοδοξία η σωτηρία είναι χαρισματικό γεγονός. Ο άνθρωπος καθαγιάζεται από κάθε εκκλησιαστική πράξη, διακονία ή πνευματική εμπειρία. Η εξομολόγηση στην σύγχρονη απολυτοποιημένη εκδοχή της—απλή αρίθμηση-εξαγόρευση των αμαρτιών—και αυτονομημένη από το μυστήριο της μετανοίας, δεν είναι η ασφαλέστερη οδός προς την μετοχή στην Θεία Ευχαριστία.
       Οσμίζεται κανείς το ζήτημα που υφέρπει και οφείλεται στην σχέση εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Είναι ένα ζήτημα διάκρισης αφ’ ενός του μυστηρίου της μετανοίας και αφ’ ετέρου πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει: «ἐξομολογῆσαι τῷ Θεῷ διά τῶν ἱερέων τάς ἁμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν ἄνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης[28]. Η σύγχυση των δύο λειτουργιών δυστυχώς δημιουργεί προβλήματα. Και το πρόβλημα δεν αφορά το μυστήριο καθεαυτό της μετάνοιας και τη ιεράς εξομολογήσης—όταν αυτή είναι λειτουργικό μέρος του μυστηρίου της μετανοίας—αλλά η άσκηση εξουσίας που αλλοιώνει τη φύση της πνευματικής καθοδήγησης, κι’αυτή σε βάρος του μυστηρίου της μετανοίας. Έτσι παρατηρείται ο κάθε πνευματικός να συμβουλεύει και πολλες φορές να επιβάλλει, προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις, ως ορθές και αληθινές[29]. Να ταυτίζει τον καθοδηγητικό του λόγο με τη θεία θέληση και άρα δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση. Στον δε καθοδηγούμενο πιστό να καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Προάγεται επομένως η πλήρης υποταγή παρά η υπακοή[30]. Διότι δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού!. Νομίζουμε ότι είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού[31].
       Είναι ανάγκη λοιπόν, η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, της μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να θέσει ώς πρώτιστο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται. Ο κάθε πιστός οφείλει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει «ες τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ[32]». Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία[33].
       Κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν μια αυτονομημένη εξομολόγηση, μεταμορφωμένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Θείας Κοινωνίας, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Θεία Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια[34].
       Κατά τον π. Αλεξάνδρο Σμέμαν «ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία, ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας, μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί, σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς… Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς, κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς[35]
       Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος τῶν πιστῶν[36]», εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.
       Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί…[37]».
       «Πραγματικά, στη σημερινή λειτουργική ευσέβεια το ιερό θεωρείται σαν ανεξάρτητο ιερό, προσιτό μόνο στον χειροτονημένο, σαν εξαιρετικά ιερός χώρος, που με την ιερότητα του, τονίζει την βεβήλωση απο την παρουσία των λαϊκών μέσα στα όρια του.
       Αυτή η ιεροποίηση του ιερού είναι ίσως η κυριότερη πηγή του κληρικαλισμού, ο οποίος υποβιβάζει τους λαϊκούς στη θέση κάποιων αποστερημένων που προσδιορίζονται μόνον αρνητικά. Δέν μπορούν να μπούν κάπου, να αγγίξουν οτιδήποτε , να συμμετέχουν.
       Ταυτόχρονα με τον παθητικό λαϊκό δημιουργείται και ο καινούργιος τύπος Ιερέως που γνωρίζουμε σήμερα. Ο οποίος στην διαρκή προστασία του ιερού απο τους λαικούς, βλέπει σχεδόν την ουσία της ιερωσύνης και σε αυτό βεβαίως βρίσκει μια ευδαιμονική ικανοποίηση[38]».
       Για τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο[39] η εξομολόγηση είναι αναγνώριση των σφαλμάτων και της αφροσύνης. Αφροσυνή την οποία δείξαμε διότι αμελήσαμε τις εντολές του Θεού. Οι εντολές είναι οι φύλακες των χαρισμάτων των οποίων τύχαμε με το Βαπτισμά μας. Δεν είμαστε εμείς που φυλάμε τις εντολές αλλά αυτές φυλάνε εμάς. Όποιος όμως αθετεί μια των εντολών, αθετεί όλες τις εντολές. Και αιτία για αυτό είναι η αμαρτία, η δουλεία στον διάβολο, διότι «οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;[40]». Πως θα μπορέσουμε λοιπόν, να διαγράψουμε το χρέος και να επιτύχουμε ανάκληση της πτώσης; Εάν πραγματικά θέλουμε την σωτηρία μας οφείλουμε να βρούμε μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, που θα μας συμφιλιώσει. Πράγμα δύσκολο διότι πολλοί από αυτούς που θέλουν να ονομάζονται δάσκαλοι οικειοποιούνται και αρπάζουν αδιάντροπα το αξίωμα των Αποστόλων. Μεσίτες είναι μόνο αυτοί που έχουν γεμίσει με άγιο Πνεύμα και έχουν γνωρίσει και συμφιλιωθεί με συνοχή καρδιάς με τον Θεό. Διότι αυτοί δεν έχουν ανάγκη μεσιτείας και μπορούν να συνομιλούν μαζί Του πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως μαρτυρεί ο Άγιος Συμεών αρχικά το δικαίωμα να λύνουν και να δένουν το ελάμβαναν μόνο αρχιερείς, ως διάδοχοι των θείων Αποστόλων, καθώς όμως περνούσε ο χρόνος και οι αρχιερείς διαφθειρόταν, το φοβερό αυτό λειτούργημα μεταβιβάστηκε και σε ιερείς οι οποίοι είχαν άμεμπτη ζωή και είχαν τιμηθεί με τη θεία χάρη. Τέλος, και επειδή η διαφθορά και τα πνεύματα πλάνης εμπλέκοταν με πολλούς από αυτούς το χάρισμα μεταβιβάστηκε στους μοναχούς. 
       Το δώρο αυτό ανήκει μόνο στο Θεό, μόνο Αυτός το είχε και έπειτα το άφησε στους μαθητές του. Όταν τους έδωσε το δώρο δεν τους έδωσε καμμία εντολή να βάζουν επιτίμια, διότι επρόκειτο να τα διδαχθούν αυτά από το Άγιο Πνεύμα.Όμως η εξουσία να συγχωρούν δεν δόθηκε από τον Θεό σε όλους τους χειροτονημένους αλλά παραχωρείται μόνο στους ιερουργούς. Και πάλι δεν δίνεται σε όλους αυτούς, αλλά δίνεται μόνο σε εκείνους από τους ιερείς, αρχιερείς και μοναχούς, οι οποίοι συγκαταλέγονται στην χορεία των μαθητων του Χριστού. Από πού όμως θα το καταλάβουν αυτό εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών, και από πού θα τους αναγνωρίσουν αυτοί που τους αναζητούν; Από τους καρπούς του Πνεύματος και από τον τρόπο της ζωής τους. Αυτοί είναι το φως του κόσμου. Οι Άγιοι. Σε αυτούς δίνεται η εξουσία να δένουν και να λύνουν από τον Θεό, σ’αυτούς οι οποίοι είναι υιοθετημένοι υιοί και άγιοι υπηρέτες του. Ο Άγιος Συμεών αναφέρει ότι και ο ίδιος μαθήτευσε σε τέτοιον πατέρα, ο οποίος δεν είχε χειροτονία από τους ανθρώπους, αλλά από το χέρι του Θεού, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα.
       Στον 79ο λόγο του ο Άγιος Συμεών μας λεέι: «Ἀλλά τῶν ἱερέων (λέγουν) εἶναι ἐξουσία αὐτή˙ τό ἰξεύρω καί ἐγώ, πῶς εἶναι τῶν ἱερέων, ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς ὅλων τῶν ἱερέων, ἀμή ἐκείνων ὁποῦ ἱερουργοῦν τό Ἐυαγγέλιον μέ Πνεῦμα ταπεινώσεως, καί πολιτεύονται μέ ἀκατηγόρητον, καί ἐνάρετον πολιτείαν. Ἐκείνων ὁποῦ ἐπαράστησαν προτήτερα τόν ἑαυτόν τους εἰς τόν Κύριον, καί ἔδειξαν πνευματικῶς μέσα εἰς τόν ναόν τοῦ σῶματος τους τήν καθαράν τους λατρείαν, θυσίαν τελείαν, Ἁγίαν καί ἐνάρετον εἰς τόν Κύριον, καί ἐδέχθησαν εἰς τό ἄνωθεν θυσιαστήριο, καί ἐπροσφέρθησαν ἀπό τόν μεγάλον Ἀρχιερέα Χριστόν[41] προσφορά τελεία εἰς τόν Θεόν, καί Πατέρα, καί ἐμεταβλήθησαν, καί ἠλλοιώθησαν μέ τήν δύναμην τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί ἐμεταμορφώθησαν εἰς τόν Χριστόν τόν ἀποθανόντα δι’ ἡμᾶς, καί ἀναστάντα ἐν δόξῃ Θεότητος[42]». Αυτών είναι το δεσμείν και λύειν και όχι εκείνων που χειροτονήθηκαν από τους ανθρώπους. «Οὐ γάρ ἀφ’ ἑαυτοῦ τίς τήν τιμήν λαμβάνει ἀλλ’ ἀπό Κυρίου καλούμενος». Δέν εἶπεν ἐκεῖνος ὁποῦ λαμβάνει τήν ψῆφον καί χειροτονίαν ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπροωρίσθη, καί ἐπροχειρίσθη εἰς τοῦτο ἀπό τόν Θεόν, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γίνονται ἀπό ἀνθρώπους, καί διά μεσιτείας ἀνθρώπων, εἶναι κλέπται, καί λησταί, καθώς εἶπεν ὁ Κύριος. «Ἐγώ εἰμί ἡ Θύρα, πάντες ὅσοι ἦλθον και ἔρχονται, ου δι ἐμοῦ, ἀλλά ἀναβαίνουν ἀλλαχόθεν, κλέπται εἰσι καί λησταί».      
       Η εξομολόγηση δέν είναι σε λειτουργική σχέση με το μυστήριο της Μετανοίας, και αυτή η αλλοτρίωση έχει σοβαρές συνέπειες και στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
       Είδαμε, επίσης, ότι η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία κινείται προς την αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα[43]. Ο άκρατος κληρικαλισμός φροντίζει ώστε η Εκκλησία να είναι λιγότερο του Εσταυρωμένου Κυρίου και των Αγίων, και περισσότερο η Εκκλησία του Δοξασμένου Κυρίου. Στην ουσία αυτονομεί την Ανάσταση από τον Σταυρό. Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμαστε την Λατρεία ως σύναξη σεσωσμένων και όχι μετανοημένων. Σε μια τέτοια πορεία οφείλουμε να θυμηθούμε ότι πίνουμε το ποτήριο του Κυρίου[44]. Επίσης ότι ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας δηλώνει ότι η ενότητα είναι επισκοπική. Είναι ενότητα που πηγάζει από την παρουσία του Επισκόπου. Ακόμη κι αν έτσι είναι, δεν την μεταφέρει όμως στον Κύριο αλλά την ιδιοποιείται μιας και, κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου, έχουμε μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θείας Ευχαριστίας. Το πρωτείο του Επισκόπου πηγάζει απ’ ευθείας από τον Κύριο. Ευχαριστηριακὴ εκκλησιολογία και πρωτείο του Επισκόπου, στην ουσία εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Το πρωτείο του Πάπα. Το πρωτείο του Πέτρου είναι και πρωτείο του προεστώτος της ευχαριστιακής σύναξης. Όμως το πρωτείο είναι ανάλογο του πρωτείου του Πατρός στην Αγία Τριάδα[45]. Φυσικό επόμενο το πρωτείο του Πάπα να αποκτά κατά αυτόν τον τρόπο τριαδολογικά ερείσματα. Μια πατροκεντική Αγία Τριάδα που γεννά αναλογικά την παποκεντρική εκκλησία.
       Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου[46] η Σύνοδος της Κων/πόλεως τού 381μ.Χ. με την προτροπή τού Γρηγορίου Ναζιανζηνού, άλλαξε το σύμβολο της Νίκαιας. Το σημείο στο οποίο γινόταν αναφορά στον Υιό σαν υπάρχοντα από τήν ουσία τού Πατρός γράφτηκε ως εκ τού Πατρός. Αυτή η αλλαγή θεωρεί ο Μητροπολίτης Περγάμου είναι έκφραση τού ενδιαφέροντος των Καππαδόκων Πατέρων να τονίσουν ότι το πρόσωπο τού Πατρός κι όχι η Θεία ουσία είναι η πηγή και η αιτία της Τριάδος. Σαφέστατα το δίλλημα που αναφύεται είναι ψευδεπίγραφο. Αλλού[47] διαβάζουμε ότι: «Αναλυτικότερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως ουσία, με το να είναι διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέρα θέλησή του να υπάρχει και την διαβεβαίωση αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική του ύπαρξις. Ο Πατήρ από αγάπη δηλαδή ελεύθερα, γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το πνεύμα. Αν υπάρχει θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλ. εκείνος ο οποίος από αγάπη ελευθέρα γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα». Αλλά, η θέληση στον Θεό συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου. Οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι η θέληση δεν είναι ουσία, αλλά της ουσίας[48]. Σε αυτή ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει ο Άρειος: Ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βουλήσεως του Πατρός, πράγμα που ισχύει μόνο για την δημιουργία της κτίσης κατά τον Μ. Αθανάσιο. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αΐδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη την διάκριση.
            Η Θεία Κοινωνία, την οποία οι κολλυβάδες πατέρες προσπάθησαν να την κάνουν συχνή, είναι αυτή που μας ενώνει με τον Κύριο, δίνει άφεση αμαρτιών, εφ’ όσον με μετάνοια προσερχόμαστε, και μας οδηγεί στην υιοθεσία. Η μη συχνή προσελευση των πιστών λόγω της άσκησης εξουσίας, όπως είδαμε, εκ μέρους των κληρικαλιστών, αποξενώνει τον πιστό από τον Κύριο[49]. Εμφανίζονται δε στην θέση του Κυρίου οι έχοντες πνεύμα εξουσίας προς αντικαταστασή Του. Έτσι ο πιστός καθίσταται ανελεύθερος και στην ουσία αντί να αυξάνει τον Κύριο, μέσα του, καταφάσκει στην απεμπόληση του εναπομείναντος αυτεξουσίου του.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1]Σμέμαν, 2003, σ. 8.  
[2]Κατά Ιωάννην 6, 54-56.
[3]«Σχετικά μέ τούς κόπους πού ἀπαιτεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία μποροῦμε νά ποῦμε τά ἑξῆς: Ἐπειδή τό Βάπτισμα μᾶς δέχθηκε πρίν συγκροτηθοῦμε καί λάβουμε τήν δύναμη πού μᾶς ὠθεῖ πρός τό καλό, ἦταν φυσικό νά μᾶς χορηγῆ τά πάντα δωρεάν καί νά μήν ἀπαιτῆ τίποτε ἀπό ἐμᾶς. Ἡ ἱερή ὅμως Τράπεζα, ἐπειδή παρατίθεται ἀφοῦ λάβαμε ὕπαρξη και ζωή καί μποροῦμε νά εἴμαστε ἐπαρκεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, μᾶς ἀφήνει νά χρησιμοποιοῦμε τήν δύναμη καί τα ὅπλα πού μᾶς δόθηκαν καί νά ἐπιζητοῦμε τό ἀγαθό ὄχι πλέον προσαγόμενοι καί ἑλκόμενοι ἀλλά σπεύδοντας ἑκουσίως καί αὐτοπροαιρέτως», Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄ 52 και «Ἐνῶ λοιπόν βαπτιζόμαστε μία φορά, προσερχόμαστε στήν ἱερή Τράπεζα πολλές φορές, διότι ὡς ἄνθρωποι συνέχεια προσκρούουμε στόν Θεό καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μετάνοια καί κόπους καί διαπόμπευση τῆς ἁμαρτίας, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτήν. Αὐτά ὅμως μποροῦν νά δράσουν, μόνον ἐάν προστεθῆ τό μοναδικό γιά τήν θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης κακίας φάρμακο», Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄ 25. 
[4]Πράξεις των Αποστόλων 2, 42.
[5]PG 1 1104  CD.
[6]«Ὅπως μᾶς συμφιλίωσε τότε μέ τήν σταύρωση Του, ἔτσι μᾶς συμφιλιώνει καί τώρα μέ τό Δεῖπνο πού μᾶς προσφέρει κάθε φορά πού προστρέχουμε σέ Αὐτόν μετανοημένοι γιά τίς ἁμαρτίες μας», Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄, 16. «Και γίνεται σ’ αυτούς που με πίστη μεταλαμβάνουν επάξια  άφεση των αμαρτιών, αιώνια ζωή και φυλακτήριο  της ψυχής και του σώματός του», Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 86. Επίσης και «Ὁ δὲ ἱερεύς, μετὰ τὸ πᾶσιν εὔξασθαι τὰ δέοντα, καὶ ὑπὲρ ἑαυτοῦ εὔχεται ὑπὸ τῶν δώρων ἁγιασθῆναι. Τίνα ἁγιασμόν; Ἄφεσιν λαβεῖν ἁμαρτιῶν. Τοῦτο γὰρ προηγουμένως τῶν δώρων τούτων τὸ ἔργον. Καὶ πόθεν δῆλον; Ἐξ ὧν ὁ Κύριος εἶπε τοῖς ἀποστόλοις, τὸν ἄρτον δεικνύς· «Τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ἐπὶ τοῦ ποτηρίου ὁμοίως», Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Ερμηνεία εις την Θείαν Λειτουργίαν, κεφ. 35, 1-2 και PG 150 444 CD.
[7]Κατά Ματθαίον 4, 17.
[8]«Ἔτσι λοιπόν μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας δέν γινόμαστε μόνο μέλη τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί παιδιά Του» Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Δ΄ 39.
[9]Κατά Ιωάννην 6,51.
[10]Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 86.
[11]«Καί τό κοινωνεῖν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές…Τίς γάρ ἀμφιβάλλει, ὅτι τό μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς, οὐδέν ἄλλο ἐστί ἤ ζῆν πολλαχῶς; Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ’ ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν· ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καί τῷ Σαββάτῳ καί ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐάν ἦ μνήμη Ἁγίου τινός», PG 32 484 B
[12]«Τό δέ ἀναγκάζεσθαί τινα, μή παρόντος Ἱερέως, τήν κοινωνίαν τῇ ἰδίᾳ χειρί λαμβάνειν, μηδαμῶς εἶναι βαρύ, περιττόν ἐστιν ἀποδεικνύεται, διά τό κατά τήν μακράν συνήθειαν καί δι’ αὐτῶν τῶν ἔργων πιστώσασθαι. Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἐστιν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἐφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν. Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ, ἕκαστος καί τῶν λαῶν τελούντων, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔχει κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καί ὅτε βούλεται μεταλαμβάνει δι’ ἑαυτοῦ», PG 32 484 B—485 AB.
[13]Σμέμαν, 2003, σ. 9.  
[14]Προς Κορινθίους Α΄ 11,29.
[15]Ο π. Ευσέβιος Βίττης αναφέρει: «Από τότε που η Εκκλησία έγινε status quo εισρέουν μέσα της αδιάλειπτα κοσμικά στοιχεία….Μένει κανένας κατάπληκτος, βλέποντας φεουδαρχικά χαρακτηριστικά ή κατάλοιπα μέσα στην Εκκλησία…διαβαθμίσεις τίτλων που αντανακλούν τη διάρθρωση της κοσμικής κοινωνίας, μέσα στην οποία έζησε και ανδρώθηκε η Εκκλησία μετά τους διωγμούς και της οποίας η δομή η διοικητική επέδρασε πολύ στην εκκλησιαστική δομή αλλά και στο πνεύμα που διέπει τις σχέσεις μέσα σ’ αυτή»,  Βίττης, 1996, σ. 70.    
[16]«Δεν θα πρέπει», γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός, «ν’ αποφεύγουμε την Μετάληψη επειδή θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς. Αλλά να προσερχόμαστε ακόμα πιο συχνά για τη θεραπεία της ψυχής και τον εξαγιασμό του νου, έχοντας όμως ταπείνωση και πίστη, ώστε αναλογιζόμενοι την αναξιότητά μας... να επιθυμούμε διακαώς την ίαση των πληγών μας. Είναι ανάρμοστο να μεταλαμβάνουμε μία φορά τον χρόνο, όπως ορισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας την ιερότητα των θείων Μυστηρίων προσιτή μόνο στους αγίους. Είναι προτιμότερο να σκεφτόμαστε ότι η Χάρη που λαμβάνουμε μέσα από το μυστήριο μας εξαγιάζει. Κάθε άλλη συμπεριφορά φανερώνει περισσότερο οίηση παρά ταπείνωση, καθώς οι άνθρωποι τις σπάνιες φορές που προσέρχονται πιστεύουν ότι είναι άξιοι της Κοινωνίας», Σμέμαν 2003, σ. 5.  
[17]Σμέμαν 2003, σ. 5.  
[18]Ο π. Ευσέβιος Βίττης αναφέρει: «…καταλήγουμε να έχουμε δύο κατηγορίες μελών της Εκκλησίας. Τα μέλη που αποτελούν τη ΄΄διοικούσα΄΄ Εκκλησία, τον κλήρο, και μάλιστα τους επισκόπους, και τη διοικούμενη, ΄΄ποιμενόμενη΄΄ Εκκλησία. Τα δεύτερης κατηγορίας μέλη, το λαϊκό στοιχείο, μένει τελικά ένα παθητικό σύνολο ανθρώπων, όπου δέχονται με όλη την παθητικότητα αυτά που γίνονται και λέγονται μέσα στην Εκκλησία. …Η λατρεία γίνεται ΄΄θέαμα΄΄, ΄΄ακρόαμα΄΄ και όχι συμπροσευχή, συνικεσία ενός πνευματικού σώματος εν συμψυχία και ομογνωμοσύνη και κοινότητι πίστεως», Βίττης, 1996, σ. 65-66.  

[19]Πατρώνος, 1994, σ. 285.
[20]Πατρώνος, 1994, σ. 285-286.
[21]Κατά Ματθαίον 3, 1-2, «Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Επίσης Κατά Ματθαίον 4,17, «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Κατά τον π. Ευσέβιο Βίττη: «Η μετάνοια είναι ένα βαθύτερο πνευματικό γεγονός, που δεν είναι δυνατό να εξηγηθή μόνο με ανθρωπολογικά και ψυχολογικά δεδομένα. Η μετάνοια έχει τις ρίζες της στην ανεξιχνίαστη χάρη του Θεού, που αυτή βάζει μέσα μου την δυναμίτιδα της καταστροφής του αμαρτωλού καθεστώτος. Η μετάνοια είναι μία αποφασιστική ενέργεια, που εξαλείφει- ενώ ψυχολογικά, μνημονικά, ως οδυνηρή εμπειρία εξακολουθεί να υπάρχει- το αμαρτωλό μου παρελθόν, ως ενοχή, ως κυριαρχία της αμαρτίας, ως κυριαρχία του σατανά, ως εωσφορική και γι’ αυτό ελεεινή και αξιοθρήνητη αυτάρκεια του εγώ μου…. Η μετάνοια είναι εκείνη που αποκαθιστά το παρελθόν μου στα μάτια του Θεού». Βίττης, 1996, σ. 190. Εμείς θα συμπληρώναμε ότι είναι αυτή είναι το μέλλον μας και ο ασφαλής οδοδείκτης μιας και μόνο με αυτή έχουμε την άφεση. Η μετάνοια είναι στοιχείο της ενότητας του Κυρίου.
[22]Πράξεις των Αποστόλων 2,38, «Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», επίσης και 3,19 «μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας». «Η μετάνοια γεννά την τήρηση των εντολών. Η τήρηση των εντολών καθαρίζει την ψυχή», Φιλοκαλία, τ. 2,Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: Β΄ Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης και Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας κεφ. 77.
[23]Κατά Ματθαίον 3,6. 
[24]Επιστολή Ιακώβου 5,16.
[25]Πατρώνος, 1994, σ. 287-288.
[26]Πατρώνος, 1994, σ. 289.
[27]Πατρώνος, 1994, σ. 292-294. Κατά τον δωδέκατο αιώνα η σύνοδος της Κωνσταντινούπολης απαγόρευσε εντελώς την εξομολόγηση, λόγω αυθαιρεσιών και επικίνδυνων ενεργειών στα θέματα εξομολόγησης και πνευματικής καθοδήγησης, για όλους τους πιστούς και η απόφαση αυτή διατηρήθηκε για πάνω από ένα αιώνα. Η προσωρινή αυτή αναστολή δεν σήμαινε ασφαλώς και την κατάργηση του μυστηρίου της μετανοίας, Πατρώνος, 1994, σ. 295.
[28]Πατρώνος, 1994, σ. 296.
[29]Πατρώνος, 1994, σ. 296.
[30]«Μόλις γίνει αυτό και δει αμυδρά τη δόξα Του, παρευθύς θα λυθούν τα δεσμά, ο δήμιος φόβος θα φύγει μακριά του και ο πόνος της καρδιάς του θα γίνει χαρά· και θα γίνει πηγή, η οποία αισθητώς θα αναβλύζει δάκρυα αέναα σαν ποτάμι, και νοητώς γαλήνη, πραότητα και ανέκφραστη γλυκύτητα. Κι ακόμη θα του δώσει ανδρεία και προθυμία να τρέχει ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς την απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού», Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, κεφ. 67.
[31]Πατρώνος, 1994, σ. 278-279. 
[32]Προς Ρωμαίους 8,21.
[33]Πατρώνος, 1994, σ. 298-300. Αυτό πρέπει να το εννοήσουμε στα πλαίσια της αστυνόμευσης της πνευματικής ζωής, του κληρικαλιστικού πνεύματος δηλαδή. Η αδιάλειπτος εξαγόρευση των λογισμών, των μοναχών, νοείται στο πλαίσιο της ελεύθερης υπακοής στις εντολες του Κυρίου, γι’ αυτό και είναι υπακοή μέχρι θανάτου. Έτσι «Με αυτόν που αντιλέγει στον πνευματικό του πατέρα, χαίρονται οι δαίμονες. Εκείνον που ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τον θαυμάζουν οι Άγγελοι. Γιατί αυτός εργάζεται θεϊκό έργο, καθώς εξομοιώνεται με τον Υιό του Θεού, που έκανε υπακοή στον Πατέρα Του μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού», Φιλοκαλία, τ. 4, Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, κεφ. 45.
[34]Σμέμαν, 2003, σ. 7. 
[35]Βλ. και υποσημείωση 175.
[36]Προς Τιμόθεον Α΄ 4,12 «…ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ».
[37]Schmemann, 2000, σ. 310-311και http://amethystosbooks.blogspot.gr/2010/09/blog-post_4030.html.
[38]Σμέμαν, 2009, σ. 19. Ενώ για τον π. Ευσέβιο Βίττη «…ο ολοσχερής αποκλεισμός του λαϊκου στοιχείου οδηγεί στην ιεροκρατία και στο δεσποτικό αυταρχισμό», Βίττης, 1996, σ. 66.  
[39]Συμεών του Νέου Θεολόγου, Έργα, σ. 423-439.
[40]Προς Ρωμαίους 6,16.
[41]«…ἐπειδή δέ γέγονεν ἀνθρωπος, ὅρα καί ἱεροργούντα διά τό ἀνθρώπινον, καί ἐν τοῖς ὑπέρ κτίσιν ἀξιώμασιν, ὡς Θεόν˙ συνεδρεύει γάρ τῷ Θεῷ καί Πατρί. Ὅρα τοίνυν ἱερατεύοντα μέν αὐτόν κατά τό ἀνθρώπινον, συνεδρεύοντα δέ ὡς Θεόν. Τί γάρ φησίν ὁ μακάριος Παῦλος: «Τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὅς ἐκάθισεν ἐν δεξιά τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς ὑψηλοῖς». PG 76 368 CD. Τα παραπάνω λόγια του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας μας δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε μία διευκρίνιση, αρκετά σημαντική νομίζουμε. Ο Κύριος χρημάτισε Αρχιερέας κατά το ανθρώπινο. Ως εκ τούτου ο προσφέρων είναι μεν ο Κύριος αλλά κατά το ανθρώπινο, δηλαδή ναι μεν ενεργεί ο Ένας κατά την υπόσταση Κύριος, (κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «ἀλλά πρός μίαν ὑπόστασιν, καθ᾿ ἥν οὐδεμίαν ἐν Χριστῷ καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον εὑρίσκομεν διαφοράν». PG 90 1332 A)  αλλά επειδή η ενέργεια και η θέληση ανήκουν στην φύση και όχι στην υπόσταση οφείλουμε να γνωρίζουμε ποια από τις δύο φύσεις του Κυρίου ενεργεί. Διότι άλλοτε ενεργεί η θεία φύση του Κυρίου και άλλοτε η ανθρώπινη. Στην περίπτωση λοιπόν της Θείας Ευχαριστίας ενεργεί η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, το ενεργητικό είναι η ανθρώπινη φύση, βλέπε επίσης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 58, 59 ενώ δεν υπάρχει στιγμή κατά την οποία ο Κύριος να μην «συνεδρεύει» ως Θεός. Κατά τον Νικόλαο Επίσκοπο Μεθώνης, οφείλουμε να ομολογήσουμε μία υπόσταση του Χριστού για τις δύο φύσεις. Ως άνθρωπο και αρχιερέα και θύτη και θύμα ο οποίος προσφέρει το αίμα του, κατά τούτου δε είναι και προσφερόμενος, και ως Θεό που προσδέχεται αυτό (το αίμα Του) ώστε Αυτός να είναι ο προσφέρων, προσφερόμενος, προσδεχόμενος και διαδιδόμενος κατά τους Πατέρες και την Εκκλησία του Κυρίου. Ως άνθρωπος προσάγει και ως Θεός προσδέχεται. Νικολάου Επισκόπου Μεθώνης, σ. 15, σ. 18-19. Ενώ ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει: «Οὐ λέγομεν ἐπί Χριστοῦ διαφοράν ὑποστάσεων, ὅτι Τριάς μεμένηκεν ἡ Τριάς, καί σαρκωθέντος τοῦ Λόγου, προσθήκης προσώπου οὐ προσγενομένης τῇ ἁγίᾳ Τριάδι διά τήν σάρκωσιν· λέγομεν δέ φύσεων διαφοράν, ἵνα μή τῷ Λόγῳ κατά τήν φύσιν ὁμοούσιον τήν σάρκα πρεσβεύωμεν», PG 90 1329 D.  Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας υπερθεματίζει «Ο ιερεύς προσφέρει τα δώρα, ο Κύριος τα δέχεται. Προσφέρει βέβαια και ο Κύριος αλλά προσφέρει στον Πατέρα τον εαυτό Του και τα δώρα αυτά, όταν γίνουν Αυτός, όταν δηλαδή μεταβληθούν στο σώμα και αίμα Του. Και επειδή προσφέρει τον εαυτό Του, γι' αυτό λέγεται ότι ο ίδιος είναι και προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος, προσφέρων μεν και προσδεχόμενος ως Θεός, προσφερόμενος δε ως άνθρωπος. Τον άρτο όμως και τον οίνο εφόσον είναι ακόμη δώρα, τα προσφέρει ο ιερεύς, τα δέχεται δε ο Κύριος», PG 150 477 BC.
[42]Οσίου Πατρός Συμεών του Νέου Θεολόγου, Τα Ευρισκόμενα,  Λόγος 79ος.  
[43]Καψάνης, 2007, σ. 2-7. Ο π. Γεωργιος Καψάνης πιστεύει ὅτι τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ἐπιβεβαιώνει τούς φόβους, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε στίς παπικές ἀξιώσεις.
[44]«Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ' αὐτοῦ. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Λέγουσιν αὐτῷ· Δυνάμεθα. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου», Κατά Ματθαίον 20, 20-23.
[45]Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου λοιπόν «Ο πρώτος πηγάζει μέσα από την Ευχαριστία, επειδή η Ευχαριστία έχει έναν προεστό, έναν πρώτο. Ο πρώτος λοιπόν αυτομάτως γεννά την Ιεραρχία. Οντολογικά η Ιεραρχία υπάρχει και στην Αγία Τριάδα. Η πηγή, η Αρχή, είναι ο Πατήρ, από ’κεί πηγάζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στην Αγία Τριάδα λοιπόν έχουμε μια διαβάθμιση, δεν έχουμε αυτόματη συνύπαρξη, αλλά έχουμε ύπαρξη η οποία μεταφέρεται από τον έναν στον άλλον. Εάν βάλουμε τα πρόσωπα να εμφανίζονται έτσι ταυτόχρονα, τότε καταργούμε την έννοια της αιτιότητος. Η αιτιότητα δεν είναι κάτι που μπορούμε να παραβλέψουμε. Η αιτιότητα είναι βασικό στοιχείο της Ετερότητος. Η Ετερότητα στην Αγία Τριάδα δεν αναδύεται έτσι φυσικά, αυτομάτως. Υπάρχει ένα πρόσωπο, πρέπει να προέρχεται ελεύθερα. Από τη στιγμή όμως που εισάγουμε αυτό το πρόσωπο, αυτή την αιτιότητα, εισάγουμε Ιεραρχία. Ο Υιός είναι εκ του Πατρός και δεν μπορούμε να βάζουμε τον Υιό πάνω από τον Πατέρα ή δίπλα – δίπλα, ίσον με τον Πατέρα. Εάν μέσα στην Αγία Τριάδα, στο γνησιότερο Είναι που υπάρχει, που είναι ο Θεός, υπάρχει Ιεραρχία, πώς είναι δυνατόν η Εκκλησία που εικονίζει την Αγία Τριάδα να μην έχει Ιεραρχία; Να μην αντανακλά την Ιεραρχία της Θεότητος; Εάν η Εκκλησία εγκαταλείψει αυτόν τον τρόπο υπάρξεως, που είναι προσωπική αιτιότητα, τότε θα έχουμε φοβερές υπαρξιακές συνέπειες. Για να τελειώνουμε, ακόμη και μέσα στο σώμα των Αποστόλων έχουμε τον Πέτρο, ο οποίος οπωσδήποτε ξεχωρίζει από τους άλλους. Το μόνο που μπορεί να μας απασχολεί πια, είναι τί είδους Ιεραρχία θα έχουμε. Εάν η Ιεραρχία θα είναι διακονία ή καταπίεση. Το κεφάλι δεν μπορεί να μην έχει προτεραιότητα έναντι του ποδιού. Δεν είμαστε αυθύπαρκτοι. Η Ιεραρχία είναι μέσα στην υπαρξιακή εμπειρία. Διότι ο καθένας μας προέρχεται από κάποιον άλλον. Επειδή ο Επίσκοπος έχει την ιδιότητα του πατέρα μέσα στην Εκκλησία, γι’ αυτό κάθεται εις τύπον και τόπον του Πατρός. Εάν στην ύπαρξή μας καταργήσουμε την Ιεραρχία, καταργούμε την προσωπική ετερότητα. Θεωρούμε τον εαυτό μας αυθύπαρκτο», Το Υποκείμενο Εκκλησιάζεται, σσ. 99-101. 
[46]Zizoulas, 2007, σ. 162.
[47]Όμως «φυσικὰ γὰρ καὶ  οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας», Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, κεφ. 58. Επίσης Ματσούκας, 20081, σ. 96-97.
[48]Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνο: «… αυτά που έχουν την ίδια φύση, έχουν και την ίδια θέληση και ενέργεια·» και «…ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση», Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής, 2009,  κεφ. 58. Είναι σαφές ότι αν η θέληση ήταν της υποστάσεως τότε θα είχαμε τρείς θελήσεις στην Αγία Τριάδα. Έτσι «…επειδή η φύση είναι μία, μία είναι και η φυσική τους θέληση. Και επειδή οι υποστάσεις είναι αχώριστες, είναι και μία η θέλησή και η κίνηση (ενέργεια) των τριών υποστάσεων» Ο.π. κεφ. 6. Άρα «Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση», Ο.π. κεφ. 6. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Θέλημα γάρ εἶναι φυσικόν, ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατά φύσιν ὄντος ὀρεκτικήν», "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 15Α, σ. 12. Άρα η θέληση-βούληση στον Θεό συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου. Οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι η θέληση δεν είναι ουσία, αλλά της ουσίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε προσπάθεια αντικατάστασης ή ταυτοποίησης της ουσίας με την θέληση έρχεται σε αντίθεση με τους Πατέρες. Το ακατανόητο και αποφατικό της ουσίας καταργείται μιας και η ουσία είναι η θέληση, άρα μπορούμε να γνωρίσουμε την θεία ουσία. Ενώ για τον άνθρωπο «Θέλησιν γάρ τό αὐτεξούσιον» "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 15Γ, σ. 132, «Θέλησις ἐστι φυσική δύναμις, τοῦ κατά φύσιν ὄντος ὀρεκτική. Θέλησίς ἐστι φυσική ὄρεξις, τῇ τοῦ λογικοῦ φύσει κατάλληλος. Θέλησίς ἐστι φυσική, αὐτοκράτορος νοῦ αὐτεξούσιος κίνησις» "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 15Α, σ, 372, PG 276 91. Όμως οφείλουμε κάτα τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνο «…να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η θέληση και άλλο η βούληση, άλλο το θελητό, άλλο το θελητικό και άλλο ο θέλων. Θέληση, δηλαδή, είναι η ίδια η απλή δύναμη να θέλουμε, ενώ βούληση είναι η θέληση για κάτι· θελητό πάλι είναι το αντικείμενο της θελήσεως, δηλαδή αυτό που θέλουμε· για παράδειγμα, η επιθυμία κινείται για φαγητό· η απλή επιθυμία είναι λογική θέληση, ενώ η επιθυμία για φαγητό είναι βούληση· η ίδια η τροφή είναι το θελητό, ενώ θελητικό είναι αυτό που έχει τη δύναμη της θελήσεως, για παράδειγμα ο άνθρωπος. Θέλων πάλι είναι αυτός που χρησιμοποιεί τη θέληση. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το θέλημα άλλοτε σημαίνει τη θέληση, δηλαδή τη θελητική δύναμη και ονομάζεται φυσικό θέλημα· άλλοτε πάλι σημαίνει το επιθυμητό και ονομάζεται γνωμικό θέλημα», Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής,  κεφ. 36, ενώ «η θέληση είναι η ίδια η φυσική και λογική επιθυμία όλων των συστατικών της φύσεώς μας, η απλή δύναμη· αντίθετα, η επιθυμία των άλογων όντων, επειδή δεν είναι λογική, δεν λέγεται θέληση». Εν τούτοις «Η βούληση είναι κάποια φυσική θέληση, δηλαδή φυσική και λογική επιθυμία κάποιου πράγματος. Υπάρχει, δηλαδή, μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δύναμη της λογικής επιθυμίας. Όταν, λοιπόν, η λογική επιθυμία κινηθεί φυσικά προς κάποιο πράγμα, λέγεται βούληση· βούληση, δηλαδή, είναι η λογική επιθυμία και ο πόθος κάποιου πράγματος», Ο.π. κεφ.36, και για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Βούλησις μέν γάρ ἐστιν ὄρεξις φανταστική τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν καί οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν», "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ", τ. 15Α, σ.14, PG 13 91.Βλέπουμε ότι η θέληση τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου. Ας δούμε τι λέει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος για το αυτεξούσιο και τη θέληση: «Εἰς κανένα ἄλλο δέν θεωρεῖται τό αὐτεξούσιον, ἔξω μόνον εἰς αὐτό, εἰς τό νά ἔχη τόν νοῦν του πάντοτε ὑψωμένον καί προσηλωμένον εἰς μόνον τόν Θεόν, τόν Κύριον τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἐλέους». Η θέληση, λέει, του ανθρώπου είναι πλατύτερη από το αυτεξούσιο, γιατί απλώνεται και σε όσα δεν είναι στην εξουσία μας. Άλλος περιορισμός για το αυτεξούσιο έρχεται από τη φύση των παθών. Από τα δύο είδη παθών που συναντούμε στον άνθρωπο, τα πάθη της φύσεως και τα πάθη της ψυχής, τα πρώτα είναι αμετάθετα, υπηρετούν φυσική ανάγκη (πείνα, δίψα, ύπνος κλπ.) και δεν ανήκουν στο αυτεξούσιο. Τα άλλα – καθολικώτερά τους η επιθυμία και ο θυμός – ανήκουν στο αυτεξούσιο; Όταν ο άνθρωπος ήταν ελευθερος από την αμαρτία, τότε ανήκαν. Μετά την πτώση του όμως ο άνθρωπος έχασε το αυτεξούσιο και μαζί και την ελευθερία του έγινε δούλος της αμαρτίας. Πρέπει να απελπισθούμε για τον άνθρωπο; Όχι. Υπάρχει κάποια αχτίδα σωτηρίας. Γιατί στο δούλο της αμαρτίας έμεινε ευτυχώς κάποιο πολύτιμο ίχνος αυτεξουσιότητας: το να θέλη να ελευθερωθή. Απάνω σ’ αυτό θα στηρίξη ο άνθρωπος την ενέργεια για τη σωτηρία του, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Τα Ευρισκόμενα, Λόγος Πέμπτος, σ. 48.
[49]Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ Ζωής, Δ’, 34.

Δεν υπάρχουν σχόλια: