Είναι αλήθεια άραγε, αναρωτήθηκε ο Muhlen, πώς μιλώντας για τρία πρόσωπα στον Θεό,καί εννοώντας τα σαν κέντρα πνευματικής δραστηριότητος, οδηγούμαστε στον τριθεϊσμό; Δέν φαίνεται. Δεχόμενοι αυτόν τον ορισμό, δέν δεχόμαστε αναγκαίως διακεκριμένες συνειδήσεις σαν τρείς φύσεις και επομένως τρείς ανεξάρτητες ελευθερίες. Αυτή η ομολογία θα μπορούσε να σημαίνει, αντιθέτως, την πραγματικότητα τριών αμοιβαίων «Εγώ» σαν σχέσεις, με την κλασσική έννοια του όρου. Αυτό που ονομάζουμε σήμερα «Εγώ» και «Εσύ», το αρχαίο δόγμα το ονόμαζε πρόσωπο, και αυτό που είναι στην γλώσσα μας το «Εμείς», στον Θεό είναι η Φύσις στην οποία τα τρία πρόσωπα υφίστανται, υπάρχουν. Σε ένα απλό, ταυτόσημο Είναι.
Δέν είναι καθόλου κατανοητή, επιμένει ο Muhlen, η αποφυγή του ονόματος πρόσωπο στον Θεό και επομένως η αποδοχή του σαν σχεσιακή συνείδηση ή συνειδητή σχέση και επομένως σαν υφιστάμενο «Εγώ», δηλαδή σαν υποκείμενο. Η θέση τριών συνειδητών «Εγώ» λόγω μίας περιχωρήσεως που τα συσχετίζει, και τους επιτρέπει να αλληλοδιεισδύουν στην ενότητα του Θείου Είναι, δέν μπορεί να καταλήξει ποτέ στον τριθεϊσμό.
Ο Muhlen, στηρίζεται εμφανώς στον μοντέρνο περσοναλισμό, ιδιαιτέρως του M. Buber, ο οποίος έδειξε πώς το πρόσωπο προσφέρεται, δημιουργείται, μόνον στην σχέση. Το πρόσωπο υπάρχει πραγματικά μόνον στις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως η υποκειμενικότης μόνον στην διυποκειμενικότητα. Έτσι λοιπόν η Δυτική Θεολογική παράδοση, όταν ομιλεί για την Φύση ή την ουσία του Θεού, έχει σαν πρόθεσή της να αποδώσει στον Θεό μία μοναδική νόηση και μία μοναδική βούληση, μαζί με τις αντίστοιχες ιδιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες σ’αυτές τις ζωτικές δραστηριότητες.
Στο εσωτερικό ενός ορίζοντος ερμηνευτικού ο οποίος χαρακτηρίζεται οντολογικώς, δηλαδή απο το πρωτείο του Είναι, η Θεία Φύσις ερμηνεύεται σαν μία απροσδιόριστη Persona Dei (πρόσωπο Θεού), η οποία στην συνέχεια, στο τριαδικό δόγμα, λέγεται πώς ενυπάρχει σε τρία πρόσωπα. Αλλά σε έναν ορίζοντα ερμηνευτικό «προσωπολογικό», ο οποίος χαρακτηρίζεται δηλαδή απο το πρωτείο του προσώπου, η Θεία Φύσις, κατά τον Muhlen, φανερώνεται a’priori, σαν περιχώρηση, δηλαδή σαν να είναι ένα πρόσωπο μέσα στο άλλο.
Η θεότης απο την πρώτη κιόλας στιγμή της διατυπώσεώς της παρουσιάζεται σαν αποκάλυψη στο ιστορικό-σωτηριολογικό επίπεδο. Ο Πατήρ, σαν «Εγώ», γεννά απο τον εαυτό του το αντίθετο, ή το αντιτιθέμενο, σύμμετρο μ’αυτόν, σαν ένα τρόπο υπάρξεως στην μορφή του «Εσύ», δηλαδή, τον Υιό, ενώ απο τον Πατέρα και απο τον Υιό, “ Εγώ” και “ Εσύ” αντιστοίχως, προοδεύει το Άγιο Πνεύμα σαν τρόπος υπάρξεως στην μορφή του “Εμείς”, στην μοναδική Θεία οντότητα, αλλά σαν την ίδια την Θεία οντότητα προσωπικώς.
Αυτή η πρόταση, στις προθέσεις του Muhlen, δέν ήθελε να είναι τίποτε άλλο απο την προσπάθεια εκφράσεως σε καινούργια μορφή, «προσωπολογική», της παραδοσιακής Τριαδικής οντολογίας. Εάν ομιλούμε για τον Πατέρα σαν «Εγώ» και για τον Υιό σαν «Εσύ», δέν μπορούμε να μιλήσουμε για το Άγιο πνεύμα σαν ένα «Αυτό», που βρίσκεται έξω απο τον διαπροσωπικό διάλογο των Θείων προσώπων. Το πνεύμα είναι το «Εμείς», το Θείο Εμείς, αυτοπροσώπως. Η διάκριση και η εκπόρευση του απο τον Πατέρα και απο τον Υιό φανερώνεται απο το γεγονός πώς Αυτό είναι η απόλυτη ενότης και των δύο. Μ’αυτόν τον τρόπο ο Muhlen πιστεύει πώς μεταφράζει το αρχαίο δόγμα του Αγίου Πνεύματος σαν Θεία υποστασιακή αγάπη.
Και στον Muhlen, όμως μπορούν να απευθυνθούν ορισμένες αντιρρήσεις. Είναι δυνατόν να γίνη αποδεκτή ίσως η πρόταση να κατανοήσουμε τα τρία πρόσωπα σαν «Εγώ» αμοιβαίως σχετιζόμενα και ενυπάρχοντα στην περιχώρηση του μοναδικου Θείου Είναι. Αλλά εάν ο Πατήρ είναι ένα Εγώ, γιατί θα έπρεπε ο Υιός να είναι ένα Εσύ; Ο Muhlen θα ήθελε με την πρότασι του να καθορίσει την λειτουργία του πατρός σαν πηγή της προσωπολογικής διατριαδικής ζωής. Σαν αρχή της γεννήσεως του Υιού. Αλλά μήπως είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για τον Πατέρα και τον Υιό σαν αμοιβαία Εγώ και Εσύ, εγκαταλείποντας την προχειρότητα να ορίσουμε μόνον το πρώτο σαν Εγώ και το δεύτερο μόνον σαν Εσύ; Ο Πατήρ δέν είναι και ο ίδιος ένα Εσύ για τον Υιό και ο Υιός δέν είναι ίσως ένα Εγώ το οποίο μπορεί να απευθυνθεί στον Πατέρα σαν ένα Εσύ; Και γιατί το Άγιο Πνεύμα δέν μπορεί και δέν πρέπει να είναι με την σειρά του ένα Εγώ και ένα Εσύ επίσης, όσον αφορά τον Πατέρα και τον Υιό; Καθορίζοντας το πνεύμα σαν «Εμείς» αυτοπροσώπως, δέν καταργούμε την ξεχωριστή του ενύπαρξη;
Γιατί νά απαιτούμε να ταιριάζει η δική μας ακολουθία ονομάτων των προσώπων τής Αγίας Τριάδος, με την ασύγκριτη πραγματικότητα του Τριαδικού Θεού;
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου