Μετάφραση: Χριστίνα Γώγου
Μία νεότερη εκδοχή αυτού του άρθρου εκδόθηκε στα πορτογαλικά με τον τίτλο: “Sentido e Consciência en uma clínica da verdade” (2017), Nova PerspectivaSistêmica, Number 56 (3). Ευχαριστίες στην María Jesús Arrojo Romero για τις σκέψεις της σχετικά με την κλινική περίπτωση καθώς επίσης και για τις διαφορετικές απόψεις στη θεωρητική συζήτηση. Εάν λάβουμε υπόψη αυτά τα τρία στοιχεία (για τον Marx είναι η ανάγκη η εργασία και η διασκέδαση) το πρώτο που σημειώνουμε είναι ότι και τα τρία μαζί συνιστούν μία ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στον πραγματικό άνδρα[1] και στην πραγματική κοινωνία και στην περιβάλλουσα υλική κοινωνία που δεν είναι ο ίδιος. H πραγματικότητα των ανθρώπινων όντων θεωρητικοποιείται και συνδέεται με μία υπέρβαση, ένα εκτός, με αυτό που είναι έξω και πριν από αυτά (Jean– Paul Sartre, 1961:3)Αντίληψη και Φαντασία στην κλασική ψυχιατρική και στον Freud
Το 1845 ο Γάλλος ψυχίατρος[2] Jean-Etienne Dominique Esquirol έγραψε:
Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση της ψευδαίσθησης, ή ότι είναι οραματιστής, ο οποίος έχει μια ακριβή πεποίθηση της αντίληψης μιας αίσθησης, όταν δεν υπάρχει εξωτερικό αντικείμενο, κατάλληλο να διεγείρει αυτή την αίσθηση, που να έχει ερεθίσει τις αισθήσεις (1965: 92).
Επιπλέον, ο Γερμανός ψυχίατρος Emil Kraeppelin θα έλεγε το 1913:
Ο Esquirol, και μετά από αυτόν για πρακτικούς σκοπούς η πλειοψηφία των ερευνητών, διέκρινε δύο τύπους λανθασμένων αισθητήριων αντιλήψεων, συγκεκριμένα, εκείνων που δεν υπάρχει εξωτερική πηγή ερεθισμάτων: οι ψευδαισθήσεις, και εκείνων που μπορούν μόνο να θεωρηθούν παραποίηση μιας γνήσιας αντίληψης με την προσθήκη αυτού που την ζει: οι ψευδαισθήσεις (Bloom, 2009).
Για το λόγο αυτό, ο Kraeppelin, όπως θα έκανε και ο Ελβετός ψυχίατρος Eugen Breuler αργότερα, εξέφρασε σε κάποιο βαθμό αυτό που ο Esquirol είχε καθιερώσει, με τον ορισμό του, την αδιάσπαστη παράδοση που φτάνει ως στις μέρες μας που θεωρεί τις ψευδαισθήσεις ως αντιλήψεις χωρίς αντικείμενο . Έτσι ορίζονται οι ψευδαισθήσεις ως παθολογικές μορφές αντίληψης , υποθέτοντας την αντίληψη ως την κύρια ψυχική λειτουργία στην επαφή του υποκειμενικού ψυχικού οργάνου με την αντικειμενική πραγματικότητα του περιβάλλοντος κόσμου [3] . Η ψυχιατρική παράδοση, που εργάζεται στη σκιά των Esquirol και Kraeppelin, έδωσε ένα πειθαρχικό χαρακτήρα στην πιο αρχαία και κυρίαρχη παράδοση της σκέψης που θεωρεί τις φαντασίες και φαντασιώσεις αντίθετες στο υπόβαθρο της αντίληψης και υποδεέστερους σχηματισμούς.
Η ζωντανή ποιότητα του ψευδαισθητικού φαινομένου και η σημασία που έχει για την ύπαρξη του ατόμου που το βιώνει διευκόλυνε την υιοθέτηση αυτής της ψυχιατρικής ιδέας ότι προέχει η αντίληψη του πραγματικού έναντι του φανταστικού, ενώ ισχυρίστηκε μία αφελώς ρεαλιστική επιστημολογία στην οποία η υλικότητα ήταν η μόνη αντικειμενικότητα μέσα στο κοινό εξωτερικό χώρο των πραγμάτων του κόσμου, απλώς και άμεσα προσβάσιμα από την πρόσληψη των αισθητηριακών δεδομένων.
Με τον Sigmund Freud οι ψευδαισθήσεις απέκτησαν πρωταρχικό ρόλο στην πρωτογενή διάκριση που κάνει το βρέφος στον κόσμο προβάλλοντας τη δυσαρέσκεια που γεννήθηκε από την ματαίωση των αναγκών του/της, ενώ επαναφέρει στη μνήμη του το αντικειμένο που τον/την είχε ικανοποιήσει προηγουμένως, μια διαδικασία που εμπλέκεται στην έναρξη της δυναμικής της επιθυμίας (1985). Με τον τρόπο αυτό, αν και ακόμα παγιδευμένοι στη σύγκριση των ψευδαισθήσεων με τις αντιλήψεις, ο Φρόιντ θα προάγει τις ψευδαισθήσεις σε μια κατηγορία που δεν ήταν υποδεέστερη από τις αντιλήψεις πια:
"Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η επιθυμητή ενεργοποίηση θα παράγει κατ’ αρχήν κάτι παρόμοιο με μια αντίληψη - δηλαδή, μία ψευδαίσθηση" (1950: 362). Με αυτή την εννοιολογική μετατώπιση, ο Φρόιντ συνέβαλε στην απομάκρυνση από το να θεωρούνται οι νοητικές εικόνες ως απομιμήσεις της πραγματικής και δεύτερης κλάσης σε σύγκριση με αυτήν. Αντί αυτής της μιμητικής αντίληψης ο Φρόιντ θα τονίσει την παραγωγική ποιότητα των νοητικών εικόνων αναγνωρίζοντάς τους το δικαίωμα ύπαρξης επί ίσοις όροις με τις αντιλήψεις (Pakman, 2014). Ωστόσο, η καθοριστική μεταβολή που έκανε ο Φρόιντ για την κατανόηση του ψυχικού οργάνου ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με το ασυνείδητο από ό,τι με τη συνείδηση και θα διατηρούσε αυτή την εστίαση σε θέματα που σχετίζονται με τις ασυνείδητες διαδικασίες και τις διαδικασίες που εμπλέκονται στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Έτσι δεν ήταν επιρρεπής στην περαιτέρω ανάπτυξη των προβλημάτων της αντίληψης και της φαντασίας από την άποψη των τρόπων της συνείδησης και όταν επικεντρώθηκε στις ψυχώσεις, ενδιαφερόταν περισσότερο για την ανικανότητα της μεταβίβασης ως σημαντικό εμπόδιο κατά την έναρξη της ψυχαναλυτικής θεραπείας.
Το 1845 ο Γάλλος ψυχίατρος[2] Jean-Etienne Dominique Esquirol έγραψε:
Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση της ψευδαίσθησης, ή ότι είναι οραματιστής, ο οποίος έχει μια ακριβή πεποίθηση της αντίληψης μιας αίσθησης, όταν δεν υπάρχει εξωτερικό αντικείμενο, κατάλληλο να διεγείρει αυτή την αίσθηση, που να έχει ερεθίσει τις αισθήσεις (1965: 92).
Επιπλέον, ο Γερμανός ψυχίατρος Emil Kraeppelin θα έλεγε το 1913:
Ο Esquirol, και μετά από αυτόν για πρακτικούς σκοπούς η πλειοψηφία των ερευνητών, διέκρινε δύο τύπους λανθασμένων αισθητήριων αντιλήψεων, συγκεκριμένα, εκείνων που δεν υπάρχει εξωτερική πηγή ερεθισμάτων: οι ψευδαισθήσεις, και εκείνων που μπορούν μόνο να θεωρηθούν παραποίηση μιας γνήσιας αντίληψης με την προσθήκη αυτού που την ζει: οι ψευδαισθήσεις (Bloom, 2009).
Για το λόγο αυτό, ο Kraeppelin, όπως θα έκανε και ο Ελβετός ψυχίατρος Eugen Breuler αργότερα, εξέφρασε σε κάποιο βαθμό αυτό που ο Esquirol είχε καθιερώσει, με τον ορισμό του, την αδιάσπαστη παράδοση που φτάνει ως στις μέρες μας που θεωρεί τις ψευδαισθήσεις ως αντιλήψεις χωρίς αντικείμενο . Έτσι ορίζονται οι ψευδαισθήσεις ως παθολογικές μορφές αντίληψης , υποθέτοντας την αντίληψη ως την κύρια ψυχική λειτουργία στην επαφή του υποκειμενικού ψυχικού οργάνου με την αντικειμενική πραγματικότητα του περιβάλλοντος κόσμου [3] . Η ψυχιατρική παράδοση, που εργάζεται στη σκιά των Esquirol και Kraeppelin, έδωσε ένα πειθαρχικό χαρακτήρα στην πιο αρχαία και κυρίαρχη παράδοση της σκέψης που θεωρεί τις φαντασίες και φαντασιώσεις αντίθετες στο υπόβαθρο της αντίληψης και υποδεέστερους σχηματισμούς.
Η ζωντανή ποιότητα του ψευδαισθητικού φαινομένου και η σημασία που έχει για την ύπαρξη του ατόμου που το βιώνει διευκόλυνε την υιοθέτηση αυτής της ψυχιατρικής ιδέας ότι προέχει η αντίληψη του πραγματικού έναντι του φανταστικού, ενώ ισχυρίστηκε μία αφελώς ρεαλιστική επιστημολογία στην οποία η υλικότητα ήταν η μόνη αντικειμενικότητα μέσα στο κοινό εξωτερικό χώρο των πραγμάτων του κόσμου, απλώς και άμεσα προσβάσιμα από την πρόσληψη των αισθητηριακών δεδομένων.
Με τον Sigmund Freud οι ψευδαισθήσεις απέκτησαν πρωταρχικό ρόλο στην πρωτογενή διάκριση που κάνει το βρέφος στον κόσμο προβάλλοντας τη δυσαρέσκεια που γεννήθηκε από την ματαίωση των αναγκών του/της, ενώ επαναφέρει στη μνήμη του το αντικειμένο που τον/την είχε ικανοποιήσει προηγουμένως, μια διαδικασία που εμπλέκεται στην έναρξη της δυναμικής της επιθυμίας (1985). Με τον τρόπο αυτό, αν και ακόμα παγιδευμένοι στη σύγκριση των ψευδαισθήσεων με τις αντιλήψεις, ο Φρόιντ θα προάγει τις ψευδαισθήσεις σε μια κατηγορία που δεν ήταν υποδεέστερη από τις αντιλήψεις πια:
"Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η επιθυμητή ενεργοποίηση θα παράγει κατ’ αρχήν κάτι παρόμοιο με μια αντίληψη - δηλαδή, μία ψευδαίσθηση" (1950: 362). Με αυτή την εννοιολογική μετατώπιση, ο Φρόιντ συνέβαλε στην απομάκρυνση από το να θεωρούνται οι νοητικές εικόνες ως απομιμήσεις της πραγματικής και δεύτερης κλάσης σε σύγκριση με αυτήν. Αντί αυτής της μιμητικής αντίληψης ο Φρόιντ θα τονίσει την παραγωγική ποιότητα των νοητικών εικόνων αναγνωρίζοντάς τους το δικαίωμα ύπαρξης επί ίσοις όροις με τις αντιλήψεις (Pakman, 2014). Ωστόσο, η καθοριστική μεταβολή που έκανε ο Φρόιντ για την κατανόηση του ψυχικού οργάνου ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με το ασυνείδητο από ό,τι με τη συνείδηση και θα διατηρούσε αυτή την εστίαση σε θέματα που σχετίζονται με τις ασυνείδητες διαδικασίες και τις διαδικασίες που εμπλέκονται στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Έτσι δεν ήταν επιρρεπής στην περαιτέρω ανάπτυξη των προβλημάτων της αντίληψης και της φαντασίας από την άποψη των τρόπων της συνείδησης και όταν επικεντρώθηκε στις ψυχώσεις, ενδιαφερόταν περισσότερο για την ανικανότητα της μεταβίβασης ως σημαντικό εμπόδιο κατά την έναρξη της ψυχαναλυτικής θεραπείας.
Αναλύοντας τον Sartre: λειτουργίες της συνείδησης
Η ποιότητα των ψευδαισθήσεων ως παθολογία της αντίληψης και συνεπώς της επαφής με το πραγματικό θα αμφισβητηθεί αργότερα από τον Jean-Paul Sartre όταν επικεντρώθηκε στο θέμα του «Η εικόνα στην Ψυχολογική Ζωή» (Wilford y Rudrauf, στο Sartre, 2012). Αυτή η διατριβή του 1926-27 αποτέλεσε πρόδρομα για τα μεταγενέστερα έργα που θεωρούνται ως ενότητα, αν και δημοσιεύονται ξεχωριστά: _Η Φαντασία _ (2012) και Το Φανταστικό (2004b). Ο Sartre, πιστός από την άποψη αυτή στη φαινομενολογία του Edmund Husserl (1999), κατανόησε την ανθρώπινη συνείδηση ως πάντα με πρόθεση στο βαθμό που έχει πάντα συνείδηση κάποιου πράγματος. Η πρώτη συνέπεια της προθετικότητας ήταν ότι η συνείδηση ήταν πάντα υπερβατική επειδή το περιεχόμενο της συνείδησης υπερέβαινε πάντα το ίδιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνείδηση σε όλες τις μορφές ή τις λειτουργίες της φτάνει πάντα στην υφή ενός κόσμου με τον οποίο είναι αλληλένδετη όχι μόνο στην λειτουργία της αντίληψης, αλλά και στις λειτουργίες της μνήμης, της φαντασίας, στην αντιπαράθεση με έργα τέχνης όπως πορτρέτο, φωτογραφία, καρικατούρα, ή σκίτσα, μεταξύ άλλων, τα οποία μελέτησε λεπτομερώς ο Sartre. Έτσι, για τον Sartre η ψευδαίσθηση δεν είναι μια δυσλειτουργική αντίληψη αλλά ανήκει πλήρως στην σφαίρα της φαντασίας και επιπλέον, δεν συνεπάγεται έλλειψη ή παραποίηση της πραγματικότητας. Όσο δύσκολο κι αν είναι για το άτομο, που βιώνει τις ψευδαισθήσεις, να κάνει αυτή την αδιαμφισβήτητα δραματική εμπειρία συμβατή σε μορφή και περιεχόμενο με την εμπειρία εκείνων με τους οποίους μοιράζεται σε κάποιο βαθμό την καθημερινότητά του, αυτή καθαυτή η εμπειρία δεν συνεπάγεται δυσλειτουργία της αντίληψης και συνακόλουθη μεταβολή της επαφής με το πραγματικό. Το να υιοθετήσουμε άκριτα τη μακρά παράδοση που βλέπει την ψευδαίσθηση ως δυσλειτουργία της αντίληψης και της επαφής με την πραγματικότητα, αντιβαίνει με την φαντασιωτική ή φανταστική ποιότητά της, την ίδια περιοχή στην οποία λέει ο Sartre ότι εμφανίζεται η παραισθητική εμπειρία που επιβεβαιώνει, ταυτόχρονα, ότι η αντίληψη και οι φαντασιώσεις είναι δύο εναλλακτικοί τρόποι φαντασίας που αποκλείουν ο ένας τον άλλον. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι «υπάρχει πράγματι μια παραισθητική πράξη (...) αλλά αυτή η πράξη είναι ένα καθαρό γεγονός που εμφανίζεται ξαφνικά στον ασθενή ενώ η αντίληψη εξαφανίζεται» (Sartre, 2004b:150). Όταν το φαινόμενο εμφανιστεί «η οπτική ή η ακουστική ψευδαίσθηση συνοδεύεται από μια προσωρινή κατάρρευση της αντίληψης» (151). Ωστόσο, αν και η ψευδαίσθηση είναι ένας ισχυρός ελκυστήρας, η αντιληπτική συνείδηση και ο εξωτερικός κόσμος των κοινών αντιληπτών αντικειμένων τελικά επανεμφανίζεται και τη στιγμή που μιλάμε για το γεγονός, όταν συμμετέχει η αναστοχαστική συνείδηση, ο ασθενής, στην προσπάθειά του να ενσωματώσει τις εμπειρίες, συχνά εντοπίζει το παραισθητικό συμβάν σε αυτόν τον αντιληπτό χώρο. Αυτό επιτρέπει στον Sartre να λέει:
Ο ασθενής, μιλώντας για τη σκηνή που μόλις έγινε μάρτυρας, τη δίνει ως μέρος του περιβάλλοντος κόσμου: Το «είμαι εδώ, εγώ που μόλις είδα τον διάβολο» εύκολα μετατρέπεται σε «μόλις είδα τον διάβολο εδώ » (151).
Αυτή η θέση της ψευδαίσθησης αντιπροσωπεύει ένα δευτερεύον πρόβλημα, αν και κεντρικό στον τομέα των κλινικών ψυχώσεων, το πρόβλημα ενσωμάτωσης μεταξύ διαφορετικών τύπων εμπειριών ή, όπως θα το έλεγε ο Σαρτρ, συνειδητότητας ή μάλλον τρόπων συνείδησης. Θα δούμε πώς αυτό συναρθρώνεται με το πρόβλημα της φαντασίας, μόλις εγκαταλείψουμε την έννοια της φαντασίας ως ατομικής λειτουργίας του ψυχικού οργάνου, που παράγει φαντασίες ή φαντασιώσεις, και την αντιληφθούμε όχι ως έργο με εικόνες που ελήφθησαν ως εκφάνσεις του κόσμου, αλλά περισσότερο ως λειτουργία της αντίληψης, της φαντασίας, της έκθεσης στην εικαστική τέχνη, της θεατρικής παράστασης, των διαβασμάτων, της ορθολογικής σκέψης κ.λπ.
Παρόλο που η αντίληψη του Sartre για τις ψευδαισθήσεις δεν ενσωματώθηκε στο βασικό ψυχιατρικό κατεστημένο, όπως μπορούμε να δούμε στην επιμονή, ακόμη και σήμερα, της κυρίαρχης ιδέας ότι μια ψευδαίσθηση είναι μια αντίληψη άνευ αντικειμένου που συνεπάγεται μεταβολή της επαφής με την πραγματικότητα στο σύνολό της, η άποψή του είναι ένα όχημα για μια δεύτερη ποιότητα εσκεμμένης συνείδησης … δηλαδή, να συνειδητοποιήσουμε τη συνείδηση, σε όλες τις μορφές ή λειτουργίες της … να είμαστε κατ 'αρχήν και ταυτόχρονα τόσο στην αυτο-συνείδηση όσο και στη συνείδηση ενός κόσμου πέρα από τον εαυτό του, που αναπτύσσεται είτε σε κοινό εξωτερικό χώρο ή σε ψυχιατρικό εσωτερικό χώρο. Οι εναλλακτικοί χώροι του τι είναι κοινό «εξωτερικό» ή ψυχολογικά «εσωτερικό» δεν είναι προφανώς εκεί ως μέρος μιας αφηρημένης επιστημολογίας, αλλά μάλλον εμφανίζονται στη λειτουργία της συνείδησης που εμπλέκεται σε κάθε περίπτωση, αλλά πάντα αλληλένδετα με την υφή του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει καθαρή συνείδηση αυτή καθ’ αυτή. Έτσι, με το Sartre, η υπέρβαση και η αυτοσυνειδησία είναι πάντα ποιότητες της συνείδησης, ακόμη και όταν δεν είναι αναστοχαστική, δηλαδή, όπως συμβαίνει κατ' αρχήν πριν από την συναινετική εξωτερικότητα, ή σε ψυχιατρική εσωτερικότητα. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καθαρή συνείδηση καθεαυτή. Έτσι, με τον Sartre, η υπέρβαση και η αυτοσυνειδησία είναι πάντα ποιότητες της συνείδησης, ακόμη κι όταν δεν είναι αναστοχαστική, δηλαδή, όπως συμβαίνει κατ 'αρχήν πριν από την απόκτηση ομιλίας. Επιπλέον, η συνείδηση δεν σταματά ποτέ να υπάρχει σε όλες τις περιοχές της καθημερινής λειτουργίας, στην οποία η αμεσότητα του κόσμου που κατοικούμε υιοθετείται χωρίς να υπάρχει ανάγκη σκέψης, ούτε γλωσσικών νοημάτων. Για παράδειγμα, αυτός/αυτή που έχει ψευδαισθήσεις, από τη στιγμή που υπάρχει αυτοσυνειδησία που δημιουργείται με την εμπειρία, χωρίς την ανάγκη της σκέψης, αισθάνεται ένα περίεργο βίωμα καθώς και μια διωκτική ή αλλόκοτη αίσθηση όταν συμβαίνει, ακόμα κι αν εντοπίζει την εμπειρία στον κοινό χώρο της αντίληψης όταν το αναφέρει. Αυτή είναι η προσπάθεια να καταστεί δυνατή η σύνθεση των εμπειριών της ψευδαίσθησης και της αντίληψης, ενώ είναι στην πραγματικότητα εναλλακτικές σε διαδοχικούς όρους. Αυτή η προσπάθεια να συνθέσουμε τη συνέχεια και η αίσθηση της εμπειρίας, εμφανίζονται συχνά σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ονειρικής συνείδησης, η οποία είναι επίσης ιδιόμορφη όταν συμβαίνει, αν και μαθαίνουμε, σε νεαρή ηλικία, να εντοπίζουμε γρήγορα το περιεχόμενό της αναδρομικά, όταν ξυπνήσουμε, μέσα στο δικό της φανταστικό (irreal)[4] χώρο των ονείρων, καθώς μας βοηθάει και το γεγονός ότι με το ξύπνημα μπορούμε να συναντήσουμε ξανά τις συνθήκες που περιβάλλουν τον ύπνο (το κρεβάτι ή την πολυθρόνα, τη θέση του ύπνου, το άνοιγμα των ματιών κ.λπ.) καθώς και τις κανονικότητες που κυβερνούν τον κοινό καθημερινό χώρο. Σε αυτό το χώρο δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να περπατήσουμε στον αέρα χωρίς να ακουμπάμε στο έδαφος όπως συμβαίνει σε ορισμένα όνειρα.
Η συνείδηση είναι τότε πάντα συνυφασμένη με αντικείμενα που μας παρουσιάζονται σε έναν κόσμο, είτε αυτά τα αντικείμενα αποτελούν μέρος του κόσμου της αντιληπτικής λειτουργίας της συνείδησης που απαιτεί να τα εγκαταστήσει ως σταθερά χαρακτηριστικά σε έναν κοινό χώρο καθημερινής ζωής, ή είτε είναι διαφορετικά αντικείμενα μιας φαντασιακής συνείδησης ζωντανή σαν να εμφανιζόταν αυθόρμητα σε ένα μη πραγματικό μη κοινό χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς κατάλληλοι για αυτά τα αντικείμενα σαν να ήμασταν οι δημιουργοί του, δεδομένου ότι όταν τα αντικείμενα είναι πραγματικά αυτά ξεπερνούν την συνείδησή μας και παρουσιάζονται στην συνείδηση άλλων ανθρώπων[5]. Έτσι, ο Σαρτρ, αντίθετα από τον Husserl, θεωρεί ότι αυτή μπορεί να είναι μία τρίτη ποιότητα της συνείδησης με πρόθεση, και την αποσπά από την περιοχή του Εγώ, που θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, σχετιζόμενη με μια γλωσσική και νοητική διαδικασία. Με αυτό το βήμα, ο Sartre σταματά να κατανοεί τη φαντασία ή τη φαντασιακή συνείδηση με βάση το μοντέλο της αντιληπτικής συνείδησης, μέσα από ένα μονοπάτι διαφορετικό από τον Freud, προκειμένου να του προσδώσει την ποιότητα ενός τύπου ή μιας λειτουργίας της συνείδησης, εναλλακτικής προς τον τρόπο λειτουργίας των αντιλήψεων. Με τον τρόπο αυτό, η υποκειμενικότητα γίνεται ευρύτερη από το Εγώ και το γλωσσικό υποκείμενο, γίνεται μια συνάρθρωση μεταξύ της συνείδησης και του κόσμου, αν και χωρίς να περιλαμβάνει το ασυνείδητο όπως στην περίπτωση του Freud. Μπορούμε λοιπόν να δούμε έναν κόσμο συνειδητότητας που αναδύεται από τη σύλληψη του Sartre.
Η ποιότητα των ψευδαισθήσεων ως παθολογία της αντίληψης και συνεπώς της επαφής με το πραγματικό θα αμφισβητηθεί αργότερα από τον Jean-Paul Sartre όταν επικεντρώθηκε στο θέμα του «Η εικόνα στην Ψυχολογική Ζωή» (Wilford y Rudrauf, στο Sartre, 2012). Αυτή η διατριβή του 1926-27 αποτέλεσε πρόδρομα για τα μεταγενέστερα έργα που θεωρούνται ως ενότητα, αν και δημοσιεύονται ξεχωριστά: _Η Φαντασία _ (2012) και Το Φανταστικό (2004b). Ο Sartre, πιστός από την άποψη αυτή στη φαινομενολογία του Edmund Husserl (1999), κατανόησε την ανθρώπινη συνείδηση ως πάντα με πρόθεση στο βαθμό που έχει πάντα συνείδηση κάποιου πράγματος. Η πρώτη συνέπεια της προθετικότητας ήταν ότι η συνείδηση ήταν πάντα υπερβατική επειδή το περιεχόμενο της συνείδησης υπερέβαινε πάντα το ίδιο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνείδηση σε όλες τις μορφές ή τις λειτουργίες της φτάνει πάντα στην υφή ενός κόσμου με τον οποίο είναι αλληλένδετη όχι μόνο στην λειτουργία της αντίληψης, αλλά και στις λειτουργίες της μνήμης, της φαντασίας, στην αντιπαράθεση με έργα τέχνης όπως πορτρέτο, φωτογραφία, καρικατούρα, ή σκίτσα, μεταξύ άλλων, τα οποία μελέτησε λεπτομερώς ο Sartre. Έτσι, για τον Sartre η ψευδαίσθηση δεν είναι μια δυσλειτουργική αντίληψη αλλά ανήκει πλήρως στην σφαίρα της φαντασίας και επιπλέον, δεν συνεπάγεται έλλειψη ή παραποίηση της πραγματικότητας. Όσο δύσκολο κι αν είναι για το άτομο, που βιώνει τις ψευδαισθήσεις, να κάνει αυτή την αδιαμφισβήτητα δραματική εμπειρία συμβατή σε μορφή και περιεχόμενο με την εμπειρία εκείνων με τους οποίους μοιράζεται σε κάποιο βαθμό την καθημερινότητά του, αυτή καθαυτή η εμπειρία δεν συνεπάγεται δυσλειτουργία της αντίληψης και συνακόλουθη μεταβολή της επαφής με το πραγματικό. Το να υιοθετήσουμε άκριτα τη μακρά παράδοση που βλέπει την ψευδαίσθηση ως δυσλειτουργία της αντίληψης και της επαφής με την πραγματικότητα, αντιβαίνει με την φαντασιωτική ή φανταστική ποιότητά της, την ίδια περιοχή στην οποία λέει ο Sartre ότι εμφανίζεται η παραισθητική εμπειρία που επιβεβαιώνει, ταυτόχρονα, ότι η αντίληψη και οι φαντασιώσεις είναι δύο εναλλακτικοί τρόποι φαντασίας που αποκλείουν ο ένας τον άλλον. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι «υπάρχει πράγματι μια παραισθητική πράξη (...) αλλά αυτή η πράξη είναι ένα καθαρό γεγονός που εμφανίζεται ξαφνικά στον ασθενή ενώ η αντίληψη εξαφανίζεται» (Sartre, 2004b:150). Όταν το φαινόμενο εμφανιστεί «η οπτική ή η ακουστική ψευδαίσθηση συνοδεύεται από μια προσωρινή κατάρρευση της αντίληψης» (151). Ωστόσο, αν και η ψευδαίσθηση είναι ένας ισχυρός ελκυστήρας, η αντιληπτική συνείδηση και ο εξωτερικός κόσμος των κοινών αντιληπτών αντικειμένων τελικά επανεμφανίζεται και τη στιγμή που μιλάμε για το γεγονός, όταν συμμετέχει η αναστοχαστική συνείδηση, ο ασθενής, στην προσπάθειά του να ενσωματώσει τις εμπειρίες, συχνά εντοπίζει το παραισθητικό συμβάν σε αυτόν τον αντιληπτό χώρο. Αυτό επιτρέπει στον Sartre να λέει:
Ο ασθενής, μιλώντας για τη σκηνή που μόλις έγινε μάρτυρας, τη δίνει ως μέρος του περιβάλλοντος κόσμου: Το «είμαι εδώ, εγώ που μόλις είδα τον διάβολο» εύκολα μετατρέπεται σε «μόλις είδα τον διάβολο εδώ » (151).
Αυτή η θέση της ψευδαίσθησης αντιπροσωπεύει ένα δευτερεύον πρόβλημα, αν και κεντρικό στον τομέα των κλινικών ψυχώσεων, το πρόβλημα ενσωμάτωσης μεταξύ διαφορετικών τύπων εμπειριών ή, όπως θα το έλεγε ο Σαρτρ, συνειδητότητας ή μάλλον τρόπων συνείδησης. Θα δούμε πώς αυτό συναρθρώνεται με το πρόβλημα της φαντασίας, μόλις εγκαταλείψουμε την έννοια της φαντασίας ως ατομικής λειτουργίας του ψυχικού οργάνου, που παράγει φαντασίες ή φαντασιώσεις, και την αντιληφθούμε όχι ως έργο με εικόνες που ελήφθησαν ως εκφάνσεις του κόσμου, αλλά περισσότερο ως λειτουργία της αντίληψης, της φαντασίας, της έκθεσης στην εικαστική τέχνη, της θεατρικής παράστασης, των διαβασμάτων, της ορθολογικής σκέψης κ.λπ.
Παρόλο που η αντίληψη του Sartre για τις ψευδαισθήσεις δεν ενσωματώθηκε στο βασικό ψυχιατρικό κατεστημένο, όπως μπορούμε να δούμε στην επιμονή, ακόμη και σήμερα, της κυρίαρχης ιδέας ότι μια ψευδαίσθηση είναι μια αντίληψη άνευ αντικειμένου που συνεπάγεται μεταβολή της επαφής με την πραγματικότητα στο σύνολό της, η άποψή του είναι ένα όχημα για μια δεύτερη ποιότητα εσκεμμένης συνείδησης … δηλαδή, να συνειδητοποιήσουμε τη συνείδηση, σε όλες τις μορφές ή λειτουργίες της … να είμαστε κατ 'αρχήν και ταυτόχρονα τόσο στην αυτο-συνείδηση όσο και στη συνείδηση ενός κόσμου πέρα από τον εαυτό του, που αναπτύσσεται είτε σε κοινό εξωτερικό χώρο ή σε ψυχιατρικό εσωτερικό χώρο. Οι εναλλακτικοί χώροι του τι είναι κοινό «εξωτερικό» ή ψυχολογικά «εσωτερικό» δεν είναι προφανώς εκεί ως μέρος μιας αφηρημένης επιστημολογίας, αλλά μάλλον εμφανίζονται στη λειτουργία της συνείδησης που εμπλέκεται σε κάθε περίπτωση, αλλά πάντα αλληλένδετα με την υφή του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει καθαρή συνείδηση αυτή καθ’ αυτή. Έτσι, με το Sartre, η υπέρβαση και η αυτοσυνειδησία είναι πάντα ποιότητες της συνείδησης, ακόμη και όταν δεν είναι αναστοχαστική, δηλαδή, όπως συμβαίνει κατ' αρχήν πριν από την συναινετική εξωτερικότητα, ή σε ψυχιατρική εσωτερικότητα. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καθαρή συνείδηση καθεαυτή. Έτσι, με τον Sartre, η υπέρβαση και η αυτοσυνειδησία είναι πάντα ποιότητες της συνείδησης, ακόμη κι όταν δεν είναι αναστοχαστική, δηλαδή, όπως συμβαίνει κατ 'αρχήν πριν από την απόκτηση ομιλίας. Επιπλέον, η συνείδηση δεν σταματά ποτέ να υπάρχει σε όλες τις περιοχές της καθημερινής λειτουργίας, στην οποία η αμεσότητα του κόσμου που κατοικούμε υιοθετείται χωρίς να υπάρχει ανάγκη σκέψης, ούτε γλωσσικών νοημάτων. Για παράδειγμα, αυτός/αυτή που έχει ψευδαισθήσεις, από τη στιγμή που υπάρχει αυτοσυνειδησία που δημιουργείται με την εμπειρία, χωρίς την ανάγκη της σκέψης, αισθάνεται ένα περίεργο βίωμα καθώς και μια διωκτική ή αλλόκοτη αίσθηση όταν συμβαίνει, ακόμα κι αν εντοπίζει την εμπειρία στον κοινό χώρο της αντίληψης όταν το αναφέρει. Αυτή είναι η προσπάθεια να καταστεί δυνατή η σύνθεση των εμπειριών της ψευδαίσθησης και της αντίληψης, ενώ είναι στην πραγματικότητα εναλλακτικές σε διαδοχικούς όρους. Αυτή η προσπάθεια να συνθέσουμε τη συνέχεια και η αίσθηση της εμπειρίας, εμφανίζονται συχνά σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ονειρικής συνείδησης, η οποία είναι επίσης ιδιόμορφη όταν συμβαίνει, αν και μαθαίνουμε, σε νεαρή ηλικία, να εντοπίζουμε γρήγορα το περιεχόμενό της αναδρομικά, όταν ξυπνήσουμε, μέσα στο δικό της φανταστικό (irreal)[4] χώρο των ονείρων, καθώς μας βοηθάει και το γεγονός ότι με το ξύπνημα μπορούμε να συναντήσουμε ξανά τις συνθήκες που περιβάλλουν τον ύπνο (το κρεβάτι ή την πολυθρόνα, τη θέση του ύπνου, το άνοιγμα των ματιών κ.λπ.) καθώς και τις κανονικότητες που κυβερνούν τον κοινό καθημερινό χώρο. Σε αυτό το χώρο δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να περπατήσουμε στον αέρα χωρίς να ακουμπάμε στο έδαφος όπως συμβαίνει σε ορισμένα όνειρα.
Η συνείδηση είναι τότε πάντα συνυφασμένη με αντικείμενα που μας παρουσιάζονται σε έναν κόσμο, είτε αυτά τα αντικείμενα αποτελούν μέρος του κόσμου της αντιληπτικής λειτουργίας της συνείδησης που απαιτεί να τα εγκαταστήσει ως σταθερά χαρακτηριστικά σε έναν κοινό χώρο καθημερινής ζωής, ή είτε είναι διαφορετικά αντικείμενα μιας φαντασιακής συνείδησης ζωντανή σαν να εμφανιζόταν αυθόρμητα σε ένα μη πραγματικό μη κοινό χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς κατάλληλοι για αυτά τα αντικείμενα σαν να ήμασταν οι δημιουργοί του, δεδομένου ότι όταν τα αντικείμενα είναι πραγματικά αυτά ξεπερνούν την συνείδησή μας και παρουσιάζονται στην συνείδηση άλλων ανθρώπων[5]. Έτσι, ο Σαρτρ, αντίθετα από τον Husserl, θεωρεί ότι αυτή μπορεί να είναι μία τρίτη ποιότητα της συνείδησης με πρόθεση, και την αποσπά από την περιοχή του Εγώ, που θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, σχετιζόμενη με μια γλωσσική και νοητική διαδικασία. Με αυτό το βήμα, ο Sartre σταματά να κατανοεί τη φαντασία ή τη φαντασιακή συνείδηση με βάση το μοντέλο της αντιληπτικής συνείδησης, μέσα από ένα μονοπάτι διαφορετικό από τον Freud, προκειμένου να του προσδώσει την ποιότητα ενός τύπου ή μιας λειτουργίας της συνείδησης, εναλλακτικής προς τον τρόπο λειτουργίας των αντιλήψεων. Με τον τρόπο αυτό, η υποκειμενικότητα γίνεται ευρύτερη από το Εγώ και το γλωσσικό υποκείμενο, γίνεται μια συνάρθρωση μεταξύ της συνείδησης και του κόσμου, αν και χωρίς να περιλαμβάνει το ασυνείδητο όπως στην περίπτωση του Freud. Μπορούμε λοιπόν να δούμε έναν κόσμο συνειδητότητας που αναδύεται από τη σύλληψη του Sartre.
Πρωταρχική μη αναστοχαστική συνείδηση και αυτό-αναφορική συνειδητότητα
Η πρωταρχική μορφή της συνείδησης θεωρείται, υπό αυτό το πρίσμα, μη αναστοχαστική αλλά αυτοαναφερόμενη, γιατί όταν γνωρίζουμε ξέρουμε ότι γνωρίζουμε, ακόμη κι όταν η αναστοχαστική συνείδηση που εμφανίζεται με την απόκτηση του λόγου δεν έχει ακόμα θεμελιωθεί. Αυτή η πρωταρχική συνείδηση προηγείται, βασικά, και υπερβαίνει πάντοτε τη διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, και επιπλέον και πιο σημαντικό, πρόκειται για μια εμπειρία που προηγείται της ανάδυσης του Εγώ και άρα δε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ελέγχεται από αυτό. Αυτή αποτελεί μια οπτική της φιλοσοφίας του Sartre(1991) που αν και δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κάποιες φορές, κατάφερε, ωστόσο, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του GillesDeleuze που συσχέτισε αυτή τη μη αναστοχαστική συνείδηση του Sartre με τη δική του αντίληψη περί διάστασης του νοήματος[6]:
Αυτή η προσφορά του νοήματος (…) μπορεί να προκύψει μονάχα εντός ενός υπερβατικού πεδίου αντίστοιχου των συνθηκών που έθεσε ο Σαρτρ στο εμβληματικό του άρθρο το 1937: ένα απρόσωπο υπερβατικό πεδίο χωρίς τη μορφή προσωπικής συνθετικής συνείδησης ή της υποκειμενικής ταυτότητας – με το υποκείμενο να βρίσκεται συνεχώς σε διαμόρφωση (1989:98-9).
Αυτή η σύλληψη του Sartre που υπερβαίνει το εγώ, στοχεύει ρητά στη προάσπιση της φιλοσοφίας του από τον υποκειμενισμό και τον ιδεαλισμό επιδρώντας καταλυτικά στη φαινομενολογία[7] του Husserl. Βάζοντας τον κόσμο εντός παρενθέσεων για να εστιάσουμε στην καθαρή συνείδηση, που αυτό ισοδυναμεί με την μέθοδο της _εποχής _ της φαινομενολογίας του Husserl, είναι ανέφικτη κατά τον Sartre, μιας και συνείδηση και η φυσική πραγματικότητα διαπλέκονται στενά σ’ έναν αέναο κύκλο. Ο Sartre άσκησε κριτική στον κίνδυνο της αφαίρεσης και του συνακόλουθου ιδεαλισμού της φιλοσοφίας του Heidegger προκειμένου να οδηγήσει τη φιλοσοφία του προς μια κατεύθυνση όπου η συνείδηση δε μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένη από τον κόσμο. Μπορούμε μόνο να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση μιας συνείδησης αποκομμένης από τον κόσμο, όταν επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στο περιεχόμενο της, δημιουργώντας έτσι αφηρημένες έννοιες, που μπορεί να μετατραπούν σε μεταφυσική. Ταυτόχρονα δε μπορούμε να εξαγνίσουμε τον κόσμο από τη συνείδηση, καθώς υπάρχουν αντικείμενα στον κόσμο παρόντα σε πολλές συνειδήσεις και έτσι γίνονται κοινά.
Με τα πρώτα του έργα πάνω στη φαντασία με το Σχεδίασμα για μια θεωρία των συναισθημάτων (Sketch for a Theory of Emotions) (1962), η υπερβατικότητα του εγώ (The transcendence of the Ego) (1991) όπως και σε άλλα άρθρα (1939,1948) η αντίληψη της συνείδησης κατά τον Sartre άρχισε να ενσωματώνει κριτικά τόσο τον Husserl όσο και τον Heidegger, εκκινώντας την ανακάλυψη που θα μεσουρανούσε το 1945 με το ‘’Είναι και το Μηδέν’’, τη διατριβή του πάνω στην Υπαρξιακή Φαινομενολογία, στην οποία ανέπτυξε την φιλοσοφία της ελευθερίας, αδιαίρετης από την πραγματικότητα παρά την επεξεργασμένη άποψη του ρόλου της άρνησης και της ανυπαρξίας στα βήματα του Hegel. Κάπως έτσι ο Sartre ακολούθησε το μονοπάτι της Φαινομενολογίας που σύμφωνα με τον Gilles Deleuze είχε αρχικά θεμελιωθεί από τον Immanuel Kant και που όπως το αντιλαμβανόμαστε σύμφωνα με την πιο κοινή ανάλυση, αφορά την εγκατάλειψη της διχοτόμησης που αποδόθηκε στον Πλάτωνα[8] (1991) ανάμεσα στην ουσία ως την απόλυτη πραγματικότητα της ύπαρξης που υπερβαίνει την Ιδέα και την ύλη ως μία νόθα καθημερινή σχηματοποίηση εκείνου του Ιδανικού. Αυτού του είδους η ανάλυση της διχοτόμησης του Πλάτωνα παρέμεινε εντός της αντίληψης της εικόνας, ως φαντασιακής απεικόνισης που αντιτίθεται, είτε στην υπερβατική πραγματικότητα των Ιδεών, είτε στην υλιστική πραγματικότητα στην οποία αποκτά κανείς πρόσβαση εμπειρικά, μέσω των αισθητηριακών δεδομένων. Εντός αυτής της διχοτόμησης η εικόνα ως απομίμηση, μια υποβαθμισμένη μορφή ύπαρξης, θα επιβίωνε ακόμη και όταν η φαντασία ή το φανταστικό θα νοούνταν ως δημιούργημα χωρίς μιμητικό σκοπό, καταλήγοντας να είναι μια φυσιολογική αντίληψη της κοινής λογικής. Στην κριτική που άσκησε ο Καντ στις υπερβατικές έννοιες οφείλεται η διακοπή της αντίληψης των εικόνων ως αναπαραστάσεων είτε μιμητικών είτε δημιουργικών, ώστε να τις συλλάβει ως εκφάνσεις της ίδιας της πραγματικότητας, παρότι η προσέγγιση αυτή, δεν κυριάρχησε ούτε στη φιλοσοφική παράδοση ούτε στην κοινωνία, εν γένει.
Ο Sartre συμμετείχε και ο ίδιος στη μετατόπιση της έμφασης από την αντίληψη περί πραγματικότητας της ύπαρξης και προς άλλες πιθανότητες, που ανοίγονταν μέσω της φαντασίας και του φανταστικού, που είχαν ήδη παρουσιαστεί από τον Freud και είχαν υποστηριχθεί από θεωρητικούς του 20ου αιώνα όπως τον Hans-George Gadamer (1976) και τον Paul Ricoeur (1976). Τον 20ο αιώνα η γλωσσολογική στροφή, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια ενός ριζοσπαστικού μεταμοντέρνου σχηματισμού πολιτισμικού ριζοσπαστισμού, δεν έπαυσε να προωθεί τη φαντασία σαν ένα πλήρες μέσο της συνείδησης που αξιολογείται ποιοτικά το ίδιο με την αντίληψη και σύμφωνα με όσα είχε υποστηρίξει και ο Sartre, εκχωρώντας, ωστόσο, προβάδισμα στην πραγματικότητα, καθιστώντας την μια απεικόνιση της φαντασίας, αντιστρέφοντας την κλασική πρωτοκαθεδρία των εμπειρικών αισθητηριακών δεδομένων έναντι των αναπαραστάσεων, αντιληπτών ως απλών απομιμήσεων (Pakman, 2011). Ωστόσο, ο Sartre, με το γεγονός ότι δεν αποτελεί μέρος ενός μετανεωτερικού κινήματος, καθώς και με το προνόμιο που απένειμε στον τομέα του εφικτού, μετέτρεψε τη διάσταση μιας υποκείμενης πραγματικότητας στο απόλυτο, ερχόμενος σε σύγκρουση με τη γλωσσολογική στροφή της φιλοσοφίας και των ανθρωπίνων επιστημών. Αυτό το κίνημα επιχείρησε να βρει τα στηρίγματά του στο έργο των Michel Foucault, Jacques Derrida και Baudrillard, μεταξύ άλλων, παρά την ανησυχία που εγείρεται και από τους ίδιους έναντι τέτοιου είδους ιδεαλιστικών αναλύσεων (Pakman, 2014).
Ο Sartre παρά του ό,τι οφείλει πολλά, τόσο στον Hegel όσο και στον Kant, αποδίδει στον Renee Descartes(2000) το εφαλτήριο για μια πέραν της υλιστικής ή ιδεαλιστικής ανάλυσης της διάσημης Λατινικής φράσης «Σκέφτομαι άρα Υπάρχω», που λειτουργεί ως κώδικας για τη φιλοσοφία του. Αν το cogito που προέρχεται από το ρήμα cogitare μεταφραστεί ως σκέφτομαι ή γνωρίζω και το sum που προέρχεται από το ρήμα esse που σημαίνει είμαι, μεταφραστεί ως εγώ είμαι ή εγώ υπάρχω, η λέξη ergo δηλαδή το άρα, μεταφραστεί είτε ως επειδή είτε ως οπότε, συμπεραίνουμε αυτομάτως τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα που υπαινίσσεται αυτό το ρητό. Μια ιδεαλιστικού τύπου ανάλυση θα το ερμήνευε: Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Σε αυτή τη περίπτωση η ύπαρξη θα προέκυπτε ως συνέπεια του γεγονότος ότι σκέφτομαι, ως μεταγενέστερη και επακόλουθη, δηλαδή, λειτουργία της νόησης. Η γνώση ή η νόηση αποτελούν, τότε, την προέλευση της ύπαρξης. Αν τώρα εμείς προσθέσουμε, όπως συνέβη κατόπιν της επιτυχούς ενσωμάτωσης της γλωσσολογίας, κατά τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και τη γλωσσολογική στροφή, την ιδέα ότι τόσο η νόηση όσο και η επίγνωση συντελούνται εντός του γλωσσικού κώδικα, βρισκόμαστε μπροστά στον Γλωσσσολογικό Ιδεαλισμό για τον οποίο έκανε λόγο ο Alain Badiou (Badiou και Zizek, 2009). Αντίθετα, ένας υλιστικός τρόπος ανάλυσης του Καρτεσιανού δόγματος θα μας οδηγούσε στο Εγώ σκέφτομαι επειδή υπάρχω . Το σκέπτεσθαι καταδεικνύει κατ’ αυτό τον τρόπο ότι υπάρχω, και η ύπαρξη αποδεικνύει την προέλευση τόσο της σκέψης όσο και της γνώσης, διότι αν δεν υπήρχα δεν θα μπορούσα ούτε να γνωρίζω ούτε και να σκέπτομαι . Αλλά παρότι η ύπαρξη, για τον Sartre, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση σκέψης και γνώσης και αδιαμφισβήτητα και ανθρώπινης δράσης, δεν φαίνεται, ωστόσο, να αποτελεί μια επαρκή συνθήκη προκειμένου να εκληφθεί το περιεχόμενο της σκέψης ως εγγενής απόρροια της ύπαρξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ακύρωνε την ελευθερία στα πλαίσια ενός απόλυτου προκαθορισμού, όπως ισχυρίστηκε σε Συνέδριο στο Ινστιτούτο Gramsci του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρώμη, το 1961 (2016) με θεματολογία «Τι είναι η Υποκειμενικότητα;». Την ίδια στιγμή η θέση του Σαρτρ βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον Ιδεαλισμό, είτε τον κλασικό είτε τον γλωσσσολογικό, που θεωρεί τη σκέψη και τη γνώση ως γλωσσολογικές κατασκευές που δημιουργούν όσα κατονομάζουν. Έτσι, ο Σαρτρ δήλωσε ότι το «να παρέχω ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο για τον ρεαλισμό είναι κάτι που προσπάθησα να πετύχω καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου μου, με άλλα λόγια να διατηρήσω τόσο την αυτονομία του υποκειμένου όσο και της πραγματικότητας του ανάμεσα σε απτά αντικείμενα, αποφεύγοντας τον ιδεαλισμό και χωρίς να υποπίπτω σε ένα μηχανιστικό υλισμό» (1969:36-37).Tο κίνημα των Ιδεών του Sartre, ίσως το τελευταίο των κλασσικών φιλοσόφων[9] στοχεύει σε μια εδραίωση της Φαινομενολογίας με ρεαλιστικούς και υλιστικούς όρους καθώς και σε έναν χαρακτηρισμό της ανθρώπινης υπόστασης, στην οποία η συνείδηση περιπλέκεται αναπόφευκτα με τον κόσμο και τους προσδιορισμούς της, όχι μόνο χωρίς να απαρνηθεί την ελευθερία αλλά πρωταγωνιστώντας σε αυτή.
Ο Sartre θα υιοθετούσε μια τρίτη θέση στο αρχικό έργο του κατά την παράδοση του υπαρξισμού, ενώ σε μεταγενέστερα έργα του προσπάθησε να την ενσωματώσει σε συνάφεια με τον Μαρξισμό (2006, 2004a,1968). Θεμελιώδης συνέπεια της θέσης του αποτελεί το γεγονός ότι πρώτον , η σκέψη και η γνώση δεν περιορίζονται στον αναστοχασμό, καθώς η αρχική μη αναστοχαστική συνείδηση που προηγείται του λόγου και τον υπερβαίνει είναι ήδη έκδηλη ως μια προ-κατηγορηματική γνώση .
Αυτό συμβαίνει παραπάνω στη διάσταση της ύπαρξης παρά της γνώσης, που υποστηρίχθηκε και από την επιστημολογική διχοτομία υποκειμένου –αντικειμένου. Και δεύτερον, η άμεση προ κατηγορηματική συνείδηση υπαινίσσεται μια μη αναστοχαστική αυτοσυνειδησία που δεν θεωρείται αντικείμενο αναλυτικής γνώσης.
Η πρωταρχική μορφή της συνείδησης θεωρείται, υπό αυτό το πρίσμα, μη αναστοχαστική αλλά αυτοαναφερόμενη, γιατί όταν γνωρίζουμε ξέρουμε ότι γνωρίζουμε, ακόμη κι όταν η αναστοχαστική συνείδηση που εμφανίζεται με την απόκτηση του λόγου δεν έχει ακόμα θεμελιωθεί. Αυτή η πρωταρχική συνείδηση προηγείται, βασικά, και υπερβαίνει πάντοτε τη διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, και επιπλέον και πιο σημαντικό, πρόκειται για μια εμπειρία που προηγείται της ανάδυσης του Εγώ και άρα δε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ελέγχεται από αυτό. Αυτή αποτελεί μια οπτική της φιλοσοφίας του Sartre(1991) που αν και δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κάποιες φορές, κατάφερε, ωστόσο, να προσελκύσει το ενδιαφέρον του GillesDeleuze που συσχέτισε αυτή τη μη αναστοχαστική συνείδηση του Sartre με τη δική του αντίληψη περί διάστασης του νοήματος[6]:
Αυτή η προσφορά του νοήματος (…) μπορεί να προκύψει μονάχα εντός ενός υπερβατικού πεδίου αντίστοιχου των συνθηκών που έθεσε ο Σαρτρ στο εμβληματικό του άρθρο το 1937: ένα απρόσωπο υπερβατικό πεδίο χωρίς τη μορφή προσωπικής συνθετικής συνείδησης ή της υποκειμενικής ταυτότητας – με το υποκείμενο να βρίσκεται συνεχώς σε διαμόρφωση (1989:98-9).
Αυτή η σύλληψη του Sartre που υπερβαίνει το εγώ, στοχεύει ρητά στη προάσπιση της φιλοσοφίας του από τον υποκειμενισμό και τον ιδεαλισμό επιδρώντας καταλυτικά στη φαινομενολογία[7] του Husserl. Βάζοντας τον κόσμο εντός παρενθέσεων για να εστιάσουμε στην καθαρή συνείδηση, που αυτό ισοδυναμεί με την μέθοδο της _εποχής _ της φαινομενολογίας του Husserl, είναι ανέφικτη κατά τον Sartre, μιας και συνείδηση και η φυσική πραγματικότητα διαπλέκονται στενά σ’ έναν αέναο κύκλο. Ο Sartre άσκησε κριτική στον κίνδυνο της αφαίρεσης και του συνακόλουθου ιδεαλισμού της φιλοσοφίας του Heidegger προκειμένου να οδηγήσει τη φιλοσοφία του προς μια κατεύθυνση όπου η συνείδηση δε μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένη από τον κόσμο. Μπορούμε μόνο να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση μιας συνείδησης αποκομμένης από τον κόσμο, όταν επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στο περιεχόμενο της, δημιουργώντας έτσι αφηρημένες έννοιες, που μπορεί να μετατραπούν σε μεταφυσική. Ταυτόχρονα δε μπορούμε να εξαγνίσουμε τον κόσμο από τη συνείδηση, καθώς υπάρχουν αντικείμενα στον κόσμο παρόντα σε πολλές συνειδήσεις και έτσι γίνονται κοινά.
Με τα πρώτα του έργα πάνω στη φαντασία με το Σχεδίασμα για μια θεωρία των συναισθημάτων (Sketch for a Theory of Emotions) (1962), η υπερβατικότητα του εγώ (The transcendence of the Ego) (1991) όπως και σε άλλα άρθρα (1939,1948) η αντίληψη της συνείδησης κατά τον Sartre άρχισε να ενσωματώνει κριτικά τόσο τον Husserl όσο και τον Heidegger, εκκινώντας την ανακάλυψη που θα μεσουρανούσε το 1945 με το ‘’Είναι και το Μηδέν’’, τη διατριβή του πάνω στην Υπαρξιακή Φαινομενολογία, στην οποία ανέπτυξε την φιλοσοφία της ελευθερίας, αδιαίρετης από την πραγματικότητα παρά την επεξεργασμένη άποψη του ρόλου της άρνησης και της ανυπαρξίας στα βήματα του Hegel. Κάπως έτσι ο Sartre ακολούθησε το μονοπάτι της Φαινομενολογίας που σύμφωνα με τον Gilles Deleuze είχε αρχικά θεμελιωθεί από τον Immanuel Kant και που όπως το αντιλαμβανόμαστε σύμφωνα με την πιο κοινή ανάλυση, αφορά την εγκατάλειψη της διχοτόμησης που αποδόθηκε στον Πλάτωνα[8] (1991) ανάμεσα στην ουσία ως την απόλυτη πραγματικότητα της ύπαρξης που υπερβαίνει την Ιδέα και την ύλη ως μία νόθα καθημερινή σχηματοποίηση εκείνου του Ιδανικού. Αυτού του είδους η ανάλυση της διχοτόμησης του Πλάτωνα παρέμεινε εντός της αντίληψης της εικόνας, ως φαντασιακής απεικόνισης που αντιτίθεται, είτε στην υπερβατική πραγματικότητα των Ιδεών, είτε στην υλιστική πραγματικότητα στην οποία αποκτά κανείς πρόσβαση εμπειρικά, μέσω των αισθητηριακών δεδομένων. Εντός αυτής της διχοτόμησης η εικόνα ως απομίμηση, μια υποβαθμισμένη μορφή ύπαρξης, θα επιβίωνε ακόμη και όταν η φαντασία ή το φανταστικό θα νοούνταν ως δημιούργημα χωρίς μιμητικό σκοπό, καταλήγοντας να είναι μια φυσιολογική αντίληψη της κοινής λογικής. Στην κριτική που άσκησε ο Καντ στις υπερβατικές έννοιες οφείλεται η διακοπή της αντίληψης των εικόνων ως αναπαραστάσεων είτε μιμητικών είτε δημιουργικών, ώστε να τις συλλάβει ως εκφάνσεις της ίδιας της πραγματικότητας, παρότι η προσέγγιση αυτή, δεν κυριάρχησε ούτε στη φιλοσοφική παράδοση ούτε στην κοινωνία, εν γένει.
Ο Sartre συμμετείχε και ο ίδιος στη μετατόπιση της έμφασης από την αντίληψη περί πραγματικότητας της ύπαρξης και προς άλλες πιθανότητες, που ανοίγονταν μέσω της φαντασίας και του φανταστικού, που είχαν ήδη παρουσιαστεί από τον Freud και είχαν υποστηριχθεί από θεωρητικούς του 20ου αιώνα όπως τον Hans-George Gadamer (1976) και τον Paul Ricoeur (1976). Τον 20ο αιώνα η γλωσσολογική στροφή, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια ενός ριζοσπαστικού μεταμοντέρνου σχηματισμού πολιτισμικού ριζοσπαστισμού, δεν έπαυσε να προωθεί τη φαντασία σαν ένα πλήρες μέσο της συνείδησης που αξιολογείται ποιοτικά το ίδιο με την αντίληψη και σύμφωνα με όσα είχε υποστηρίξει και ο Sartre, εκχωρώντας, ωστόσο, προβάδισμα στην πραγματικότητα, καθιστώντας την μια απεικόνιση της φαντασίας, αντιστρέφοντας την κλασική πρωτοκαθεδρία των εμπειρικών αισθητηριακών δεδομένων έναντι των αναπαραστάσεων, αντιληπτών ως απλών απομιμήσεων (Pakman, 2011). Ωστόσο, ο Sartre, με το γεγονός ότι δεν αποτελεί μέρος ενός μετανεωτερικού κινήματος, καθώς και με το προνόμιο που απένειμε στον τομέα του εφικτού, μετέτρεψε τη διάσταση μιας υποκείμενης πραγματικότητας στο απόλυτο, ερχόμενος σε σύγκρουση με τη γλωσσολογική στροφή της φιλοσοφίας και των ανθρωπίνων επιστημών. Αυτό το κίνημα επιχείρησε να βρει τα στηρίγματά του στο έργο των Michel Foucault, Jacques Derrida και Baudrillard, μεταξύ άλλων, παρά την ανησυχία που εγείρεται και από τους ίδιους έναντι τέτοιου είδους ιδεαλιστικών αναλύσεων (Pakman, 2014).
Ο Sartre παρά του ό,τι οφείλει πολλά, τόσο στον Hegel όσο και στον Kant, αποδίδει στον Renee Descartes(2000) το εφαλτήριο για μια πέραν της υλιστικής ή ιδεαλιστικής ανάλυσης της διάσημης Λατινικής φράσης «Σκέφτομαι άρα Υπάρχω», που λειτουργεί ως κώδικας για τη φιλοσοφία του. Αν το cogito που προέρχεται από το ρήμα cogitare μεταφραστεί ως σκέφτομαι ή γνωρίζω και το sum που προέρχεται από το ρήμα esse που σημαίνει είμαι, μεταφραστεί ως εγώ είμαι ή εγώ υπάρχω, η λέξη ergo δηλαδή το άρα, μεταφραστεί είτε ως επειδή είτε ως οπότε, συμπεραίνουμε αυτομάτως τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα που υπαινίσσεται αυτό το ρητό. Μια ιδεαλιστικού τύπου ανάλυση θα το ερμήνευε: Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Σε αυτή τη περίπτωση η ύπαρξη θα προέκυπτε ως συνέπεια του γεγονότος ότι σκέφτομαι, ως μεταγενέστερη και επακόλουθη, δηλαδή, λειτουργία της νόησης. Η γνώση ή η νόηση αποτελούν, τότε, την προέλευση της ύπαρξης. Αν τώρα εμείς προσθέσουμε, όπως συνέβη κατόπιν της επιτυχούς ενσωμάτωσης της γλωσσολογίας, κατά τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και τη γλωσσολογική στροφή, την ιδέα ότι τόσο η νόηση όσο και η επίγνωση συντελούνται εντός του γλωσσικού κώδικα, βρισκόμαστε μπροστά στον Γλωσσσολογικό Ιδεαλισμό για τον οποίο έκανε λόγο ο Alain Badiou (Badiou και Zizek, 2009). Αντίθετα, ένας υλιστικός τρόπος ανάλυσης του Καρτεσιανού δόγματος θα μας οδηγούσε στο Εγώ σκέφτομαι επειδή υπάρχω . Το σκέπτεσθαι καταδεικνύει κατ’ αυτό τον τρόπο ότι υπάρχω, και η ύπαρξη αποδεικνύει την προέλευση τόσο της σκέψης όσο και της γνώσης, διότι αν δεν υπήρχα δεν θα μπορούσα ούτε να γνωρίζω ούτε και να σκέπτομαι . Αλλά παρότι η ύπαρξη, για τον Sartre, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση σκέψης και γνώσης και αδιαμφισβήτητα και ανθρώπινης δράσης, δεν φαίνεται, ωστόσο, να αποτελεί μια επαρκή συνθήκη προκειμένου να εκληφθεί το περιεχόμενο της σκέψης ως εγγενής απόρροια της ύπαρξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ακύρωνε την ελευθερία στα πλαίσια ενός απόλυτου προκαθορισμού, όπως ισχυρίστηκε σε Συνέδριο στο Ινστιτούτο Gramsci του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρώμη, το 1961 (2016) με θεματολογία «Τι είναι η Υποκειμενικότητα;». Την ίδια στιγμή η θέση του Σαρτρ βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον Ιδεαλισμό, είτε τον κλασικό είτε τον γλωσσσολογικό, που θεωρεί τη σκέψη και τη γνώση ως γλωσσολογικές κατασκευές που δημιουργούν όσα κατονομάζουν. Έτσι, ο Σαρτρ δήλωσε ότι το «να παρέχω ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο για τον ρεαλισμό είναι κάτι που προσπάθησα να πετύχω καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου μου, με άλλα λόγια να διατηρήσω τόσο την αυτονομία του υποκειμένου όσο και της πραγματικότητας του ανάμεσα σε απτά αντικείμενα, αποφεύγοντας τον ιδεαλισμό και χωρίς να υποπίπτω σε ένα μηχανιστικό υλισμό» (1969:36-37).Tο κίνημα των Ιδεών του Sartre, ίσως το τελευταίο των κλασσικών φιλοσόφων[9] στοχεύει σε μια εδραίωση της Φαινομενολογίας με ρεαλιστικούς και υλιστικούς όρους καθώς και σε έναν χαρακτηρισμό της ανθρώπινης υπόστασης, στην οποία η συνείδηση περιπλέκεται αναπόφευκτα με τον κόσμο και τους προσδιορισμούς της, όχι μόνο χωρίς να απαρνηθεί την ελευθερία αλλά πρωταγωνιστώντας σε αυτή.
Ο Sartre θα υιοθετούσε μια τρίτη θέση στο αρχικό έργο του κατά την παράδοση του υπαρξισμού, ενώ σε μεταγενέστερα έργα του προσπάθησε να την ενσωματώσει σε συνάφεια με τον Μαρξισμό (2006, 2004a,1968). Θεμελιώδης συνέπεια της θέσης του αποτελεί το γεγονός ότι πρώτον , η σκέψη και η γνώση δεν περιορίζονται στον αναστοχασμό, καθώς η αρχική μη αναστοχαστική συνείδηση που προηγείται του λόγου και τον υπερβαίνει είναι ήδη έκδηλη ως μια προ-κατηγορηματική γνώση .
Αυτό συμβαίνει παραπάνω στη διάσταση της ύπαρξης παρά της γνώσης, που υποστηρίχθηκε και από την επιστημολογική διχοτομία υποκειμένου –αντικειμένου. Και δεύτερον, η άμεση προ κατηγορηματική συνείδηση υπαινίσσεται μια μη αναστοχαστική αυτοσυνειδησία που δεν θεωρείται αντικείμενο αναλυτικής γνώσης.
Μια ενδιάμεση διάσταση νοήματος
Μπορούμε να διακρίνουμε στην αντίληψη του Sartre, της μη αναστοχαστικής πρωταρχικής συνείδησης που υπαινίσσεται, την ύπαρξη της συνείδησης καθ’ εαυτής χωρίς να αντικειμενοποιηθεί, σαν να βρίσκεται στο μονοπάτι που περιλαμβάνει διανοητές όπως ο Gilles Deleuze και ο Jean–LucNancy (2012, 2008, 1997). Και οι δύο ανέπτυξαν την έννοια του νοήματος (διαφορετικά από τη γλωσσολογική ερμηνεία) αλλά και της ύπαρξης (παρουσίας) (διαφορετικά από την απεικόνιση).
Στην περίπτωση του ο Σαρτρ ενδιαφέρθηκε να περιγράψει τύπους συνείδησης, όπως είδαμε, μιας τρίτης θέσης, στα πλαίσια της διχοτόμησης μεταξύ όντος καθ’ εαυτού και αναστοχαστικής συνείδησης, θέση που περιγράφει, μια πρωταρχική μη αναστοχαστική συνείδηση. Ο Deleuz, ενώ αναγνωρίζει σε μια σημείωση ότι «η ιδέα του Σαρτρ περί «απρόσωπου-ή προ-προσωπικού υπερβατικού πεδίου, πού παράγει το Εγώ και το Ego είναι πολύ σημαντική» (1990:342-344), επεσήμανε επικριτικά ότι ο Sartre βρισκόταν ακόμη στον τομέα της ενοποιημένης συνείδησης, εν αντιθέσει με τη δική του φιλοσοφία, που ξέφυγε από την ιδέα της πρωταρχικής ενότητας, υιοθετώντας αδιαμφισβήτητα ένα εικονικό πεδίο ενυπαρχόντων δυνάμεων, που απορρέουν από μεμονωμένα γεγονότα, προτού συσταθεί ένας πραγματικός κόσμος αντικειμένων, διαστρωματωμένος ήδη, σε καθημερινό χώρο και χρόνο (Difand Rep,1969). Η διάσταση του νοήματος, που ο Nancy εξερευνά όπως και ο Deleuze, μη επικεντρωμένου πλέον στη συνείδηση, αλλά όπως και για τον Σαρτρ, αντικείμενο αναζήτησης μιας τρίτης προσέγγισης, μεταξύ ενός μηχανιστικά προκαθορισμένου και άψυχου κόσμου και της διάστασης του νοήματος, ενός κληρονομημένου διαχωρισμού μεταξύ σώματος και ψυχής. Το νόημα εμφανίζεται επίσης ως το πρωταρχικό άυλο στοιχείο, σύμφυτο με τα υλικά σώματα του κόσμου.
Η διάσταση του νοήματος που αποκόμισα σε μια ανάλυση του Nancy στο πλαίσιο της ανάπτυξης, μιας κριτικής-ποιητικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία, δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με την αισθησιοκρατία ούτε με την έννοια (σημασία), παρά το ό,τι θεωρείται συχνά-πυκνά συνώνυμη του τελευταίου όρου, σαν να πρόκειται για εναλλακτικούς ορισμούς μιας κοινής έννοιας. Το νόημα στην ανάλυση που πραγματοποιώ, αποτελεί, εντούτοις, την πιο πρώιμη διάσταση, που ενέχεται στενά με τις σωματικές αισθησιοκινητικές απαρτιώσεις, και μπορεί να ανιχνευθεί στη ρίζα εκείνου που αργότερα και κατόπιν της απόκτησης του λόγου θα μετεξελιχθεί εξ’ ολοκλήρου σε έννοια (σημασία). Πολύ νωρίτερα η παρατήρηση των νηπίων, στο πλαίσιο της δυάδας που συμμετέχουν και σχηματίζουν με όποιον αναλαμβάνει τη φροντίδα τους (Winnicott,1982), φανερώνει ότι πριν το πέρασμα στη γλώσσα και στη σκέψη σαν μια αντικειμενοποιημένη γνώση του δικού μας ανθρώπινου κόσμου από ένα ενήμερο υποκείμενο, μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που έχω κατονομάσει _αισθησιοκινητική οικολογία της αγκαλιάς _ (2014, 2011) εντός της οποίας η υποκειμενικότητα αποτελεί ένα ζωντανό βίωμα του κόσμου της συνείδησης, όπως μπορούμε να διακρίνουμε και στη φιλοσοφία τού Sartre . Αυτό το νόημα του κόσμου δεν είναι η αναστοχαστική ή η γλωσσολογική κατανόηση του τι είναι ή τι υπάρχει, αλλά, απεναντίας, κεντρικό για τις πρώιμες κατακτήσεις που αναλύονται από τον Jean Piaget (1971), και ισοδυναμούν με τον πρωταρχικό τρόπο της μη αναστοχαστικής και άμεσης ανθρώπινης εμπειρίας, διαμέσου της οποίας εξελισσόμαστε ως ανθρώπινα όντα. Έτσι, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε νόημα στον εμπειρικό κόσμο των αισθητηριακών δεδομένων, ούτε στη διάσταση των εννοιών, που αποτελεί μια μεταγενέστερη κατάκτηση. Έχει την απαρχή της σε εκείνο το πρωταρχικό και άμεσο νόημα του κόσμου, δηλαδή, η συνθήκη της δυνατότητας ερμηνειών να δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο εξελιγμένο φαινόμενο. Αυτή η πρωταρχική αισθησιοκινητική οικολογία ενεργοποιείται όταν ένα μωρό μαθαίνει στην πράξη ότι δεν μπορεί να ακούσει ό,τι μπορεί να δει, και εξίσου ό,τι βλέπει δεν μπορεί να το αγγίξει και να το βάλει στο στόμα, ή ότι καθετί που το βάζει στο στόμα μπορεί και να το φάει, κ.ο.κ., αποτελώντας όλα μέρος των πολλών ανακαλύψεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο αγκαλιάς σαν ένα οικολογικό (συστημικό) μέσο, μιας μικρο-κοινότητας που απαρτίζεται από έναν ομιλούντα ενήλικα σε ρόλο φροντιστή και ένα εξ ορισμού άλαλο βρέφος, στο οποίο το νόημα εξελίσσεται συνδεδεμένο ήδη με το σώμα και πολύ πριν την αφαιρετική ικανότητα που εξελίσσεται στη συνέχεια με την ανάπτυξη του λόγου. Αν η έννοια είναι σχεδόν απαραίτητη για την αναλυτική σκέψη, το νόημα, αν και ανακριβές αρχικά, αποτελεί το υπόβαθρο για να θεμελιωθεί η όποια ερμηνεία.
Η κριτική–ποιητική προσέγγιση μου για την ψυχοθεραπεία (Pakman, 2011, 2014, 2018) (που είναι) μία ανάλυση της διάστασης του νοήματος επεξεργασμένου από τον Nancy, προσλαμβάνει την αντίληψη του Kant για την εικόνα την οποία ακόμα θεωρεί ότι συνδέεται με ένα υπερβατικό υποκείμενο, παρά το ό,τι πρόκειται για μια οντολογία κόσμων ή πραγματικοτήτων που γεννώνται με διακοπές, αποκτώντας παρουσία (ύπαρξη), χωρίς να υπαινίσσονται οποιονδήποτε υπερβατικό τόπο καταγωγής, σαν μια απόλυτη συνθήκη της αυθυπαρξίας τους, είτε θεϊκής είτε μεταφυσικής, ιδεατής ή υλικής, υποκειμενικής ή αντικειμενικής, συνειδητής ή ασυνείδητης. Ενσωματώνοντας ολοκληρωτικά την έννοια της εικόνας του Kant, ως έκφανσης της πραγματικότητας, τόσο η αντίληψη όσο και η φαντασία γίνονται μέσα για την έκφανση αυτή, ενώ για τον Sartre αποτελούν τύπους συνείδησης, καθώς οποιαδήποτε συνείδηση υπαγορεύει την ύπαρξη ενός κόσμου. Για τον Nancy το νόημα δεν αποτελεί «τη συνήθη ύπαρξη του αληθινού’» (2005:11) που τα αισθητηριακά δεδομένα προσφέρουν στην αντίληψη μας, ακόμα και όταν η σύλληψη της αντίληψης είναι σύνθετη, όπως στον επιστημονικό εμπειρισμό. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι οι εικόνες, σε όλα τα σχήματα και τους τύπους, αποτελούν ρυθμούς της πραγματικότητας, έρχονται στο προσκήνιο καθώς δημιουργείται μια διάκριση μεταξύ αυτών και ενός υποβάθρου, με την ίδια πράξη που τις καθιστά υπαρκτές. Και οι εικόνες έχουν πάντοτε μια έντονη υφή, καθώς βρίσκονται πέραν της καθαρής συνείδησης, κατά τη λογική του Sartre (Pakman, 2014:120). Κάθε εικόνα αποτελεί μια εμφάνιση ενός νοήματος που έχει νόημα για το ίδιο, δημιουργώντας παράλληλα νόημα ως δημιουργία ύπαρξης της αλήθειας ενός κόσμου. Η αντίληψη του Sartre μιας μη αναστοχαστικής πρωταρχικής συνείδησης, που προηγείται της ύπαρξης του εγώ, και μιας ταυτότητας, αποτελεί μια έννοια με χαρακτηριστικά συμβατά με αυτή τη διάσταση λογικής που ο Nancy θεωρεί αναπόσπαστη από τους αποσπασματικούς κόσμους όπου κατοικούμε, αντί για μια πρόσθεση σε έναν ενιαίο κόσμο.
Είναι εντός αυτής της δυάδας βρέφους- φροντιστή που θεμελιώνεται μια υπαρξιακή οντολογία την ίδια στιγμή, παρά στους αρχικούς ηθικούς προσανατολισμούς που θεωρούνται ως ωθήσεις για μια καλύτερη ζωή σε μια αδιάκοπη αναζήτηση. Αυτή η διάσταση του νοήματος, που πάντα παραμένει παρούσα, αν και συχνά συγκαλυμμένη από τα νοήματα μιας πλήρους ολοκληρωμένης γλώσσας, υπαινίσσεται ότι η οντολογία μας έχει πάντοτε την τάση να αποδίδει αξία στον κόσμο μας, ακόμη και πριν την είσοδό μας στη γλώσσα με την απόκτηση του λόγου. Το νόημα του κόσμου δεν προσδιορίζεται πλήρως με τη μη αναστοχαστική συνείδηση του Sartre, παρόλο που ανήκει στο πεδίο αυτό. Το νόημα είναι ευρύτερο σε εμβέλεια, εξάλλου προηγείται λογικά της σκεπτόμενης συνείδησης και των εννοιών και μερικές φορές λειτουργεί πλήρως εκτός συνείδησης, ως μέρος μιας έμφυτης ενσωμάτωσης στον κόσμο μας. Εξάλλου το νόημα ποτέ δεν λείπει και ποτέ δεν είναι αρνητικό και αμφιταλαντεύεται μεταξύ της άποψης ότι η ζωή αξίζει να βιωθεί ή ότι η ζωή είναι μάταιη.
Συνεχίζεται
Μπορούμε να διακρίνουμε στην αντίληψη του Sartre, της μη αναστοχαστικής πρωταρχικής συνείδησης που υπαινίσσεται, την ύπαρξη της συνείδησης καθ’ εαυτής χωρίς να αντικειμενοποιηθεί, σαν να βρίσκεται στο μονοπάτι που περιλαμβάνει διανοητές όπως ο Gilles Deleuze και ο Jean–LucNancy (2012, 2008, 1997). Και οι δύο ανέπτυξαν την έννοια του νοήματος (διαφορετικά από τη γλωσσολογική ερμηνεία) αλλά και της ύπαρξης (παρουσίας) (διαφορετικά από την απεικόνιση).
Στην περίπτωση του ο Σαρτρ ενδιαφέρθηκε να περιγράψει τύπους συνείδησης, όπως είδαμε, μιας τρίτης θέσης, στα πλαίσια της διχοτόμησης μεταξύ όντος καθ’ εαυτού και αναστοχαστικής συνείδησης, θέση που περιγράφει, μια πρωταρχική μη αναστοχαστική συνείδηση. Ο Deleuz, ενώ αναγνωρίζει σε μια σημείωση ότι «η ιδέα του Σαρτρ περί «απρόσωπου-ή προ-προσωπικού υπερβατικού πεδίου, πού παράγει το Εγώ και το Ego είναι πολύ σημαντική» (1990:342-344), επεσήμανε επικριτικά ότι ο Sartre βρισκόταν ακόμη στον τομέα της ενοποιημένης συνείδησης, εν αντιθέσει με τη δική του φιλοσοφία, που ξέφυγε από την ιδέα της πρωταρχικής ενότητας, υιοθετώντας αδιαμφισβήτητα ένα εικονικό πεδίο ενυπαρχόντων δυνάμεων, που απορρέουν από μεμονωμένα γεγονότα, προτού συσταθεί ένας πραγματικός κόσμος αντικειμένων, διαστρωματωμένος ήδη, σε καθημερινό χώρο και χρόνο (Difand Rep,1969). Η διάσταση του νοήματος, που ο Nancy εξερευνά όπως και ο Deleuze, μη επικεντρωμένου πλέον στη συνείδηση, αλλά όπως και για τον Σαρτρ, αντικείμενο αναζήτησης μιας τρίτης προσέγγισης, μεταξύ ενός μηχανιστικά προκαθορισμένου και άψυχου κόσμου και της διάστασης του νοήματος, ενός κληρονομημένου διαχωρισμού μεταξύ σώματος και ψυχής. Το νόημα εμφανίζεται επίσης ως το πρωταρχικό άυλο στοιχείο, σύμφυτο με τα υλικά σώματα του κόσμου.
Η διάσταση του νοήματος που αποκόμισα σε μια ανάλυση του Nancy στο πλαίσιο της ανάπτυξης, μιας κριτικής-ποιητικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία, δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με την αισθησιοκρατία ούτε με την έννοια (σημασία), παρά το ό,τι θεωρείται συχνά-πυκνά συνώνυμη του τελευταίου όρου, σαν να πρόκειται για εναλλακτικούς ορισμούς μιας κοινής έννοιας. Το νόημα στην ανάλυση που πραγματοποιώ, αποτελεί, εντούτοις, την πιο πρώιμη διάσταση, που ενέχεται στενά με τις σωματικές αισθησιοκινητικές απαρτιώσεις, και μπορεί να ανιχνευθεί στη ρίζα εκείνου που αργότερα και κατόπιν της απόκτησης του λόγου θα μετεξελιχθεί εξ’ ολοκλήρου σε έννοια (σημασία). Πολύ νωρίτερα η παρατήρηση των νηπίων, στο πλαίσιο της δυάδας που συμμετέχουν και σχηματίζουν με όποιον αναλαμβάνει τη φροντίδα τους (Winnicott,1982), φανερώνει ότι πριν το πέρασμα στη γλώσσα και στη σκέψη σαν μια αντικειμενοποιημένη γνώση του δικού μας ανθρώπινου κόσμου από ένα ενήμερο υποκείμενο, μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που έχω κατονομάσει _αισθησιοκινητική οικολογία της αγκαλιάς _ (2014, 2011) εντός της οποίας η υποκειμενικότητα αποτελεί ένα ζωντανό βίωμα του κόσμου της συνείδησης, όπως μπορούμε να διακρίνουμε και στη φιλοσοφία τού Sartre . Αυτό το νόημα του κόσμου δεν είναι η αναστοχαστική ή η γλωσσολογική κατανόηση του τι είναι ή τι υπάρχει, αλλά, απεναντίας, κεντρικό για τις πρώιμες κατακτήσεις που αναλύονται από τον Jean Piaget (1971), και ισοδυναμούν με τον πρωταρχικό τρόπο της μη αναστοχαστικής και άμεσης ανθρώπινης εμπειρίας, διαμέσου της οποίας εξελισσόμαστε ως ανθρώπινα όντα. Έτσι, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε νόημα στον εμπειρικό κόσμο των αισθητηριακών δεδομένων, ούτε στη διάσταση των εννοιών, που αποτελεί μια μεταγενέστερη κατάκτηση. Έχει την απαρχή της σε εκείνο το πρωταρχικό και άμεσο νόημα του κόσμου, δηλαδή, η συνθήκη της δυνατότητας ερμηνειών να δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο εξελιγμένο φαινόμενο. Αυτή η πρωταρχική αισθησιοκινητική οικολογία ενεργοποιείται όταν ένα μωρό μαθαίνει στην πράξη ότι δεν μπορεί να ακούσει ό,τι μπορεί να δει, και εξίσου ό,τι βλέπει δεν μπορεί να το αγγίξει και να το βάλει στο στόμα, ή ότι καθετί που το βάζει στο στόμα μπορεί και να το φάει, κ.ο.κ., αποτελώντας όλα μέρος των πολλών ανακαλύψεων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο αγκαλιάς σαν ένα οικολογικό (συστημικό) μέσο, μιας μικρο-κοινότητας που απαρτίζεται από έναν ομιλούντα ενήλικα σε ρόλο φροντιστή και ένα εξ ορισμού άλαλο βρέφος, στο οποίο το νόημα εξελίσσεται συνδεδεμένο ήδη με το σώμα και πολύ πριν την αφαιρετική ικανότητα που εξελίσσεται στη συνέχεια με την ανάπτυξη του λόγου. Αν η έννοια είναι σχεδόν απαραίτητη για την αναλυτική σκέψη, το νόημα, αν και ανακριβές αρχικά, αποτελεί το υπόβαθρο για να θεμελιωθεί η όποια ερμηνεία.
Η κριτική–ποιητική προσέγγιση μου για την ψυχοθεραπεία (Pakman, 2011, 2014, 2018) (που είναι) μία ανάλυση της διάστασης του νοήματος επεξεργασμένου από τον Nancy, προσλαμβάνει την αντίληψη του Kant για την εικόνα την οποία ακόμα θεωρεί ότι συνδέεται με ένα υπερβατικό υποκείμενο, παρά το ό,τι πρόκειται για μια οντολογία κόσμων ή πραγματικοτήτων που γεννώνται με διακοπές, αποκτώντας παρουσία (ύπαρξη), χωρίς να υπαινίσσονται οποιονδήποτε υπερβατικό τόπο καταγωγής, σαν μια απόλυτη συνθήκη της αυθυπαρξίας τους, είτε θεϊκής είτε μεταφυσικής, ιδεατής ή υλικής, υποκειμενικής ή αντικειμενικής, συνειδητής ή ασυνείδητης. Ενσωματώνοντας ολοκληρωτικά την έννοια της εικόνας του Kant, ως έκφανσης της πραγματικότητας, τόσο η αντίληψη όσο και η φαντασία γίνονται μέσα για την έκφανση αυτή, ενώ για τον Sartre αποτελούν τύπους συνείδησης, καθώς οποιαδήποτε συνείδηση υπαγορεύει την ύπαρξη ενός κόσμου. Για τον Nancy το νόημα δεν αποτελεί «τη συνήθη ύπαρξη του αληθινού’» (2005:11) που τα αισθητηριακά δεδομένα προσφέρουν στην αντίληψη μας, ακόμα και όταν η σύλληψη της αντίληψης είναι σύνθετη, όπως στον επιστημονικό εμπειρισμό. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι οι εικόνες, σε όλα τα σχήματα και τους τύπους, αποτελούν ρυθμούς της πραγματικότητας, έρχονται στο προσκήνιο καθώς δημιουργείται μια διάκριση μεταξύ αυτών και ενός υποβάθρου, με την ίδια πράξη που τις καθιστά υπαρκτές. Και οι εικόνες έχουν πάντοτε μια έντονη υφή, καθώς βρίσκονται πέραν της καθαρής συνείδησης, κατά τη λογική του Sartre (Pakman, 2014:120). Κάθε εικόνα αποτελεί μια εμφάνιση ενός νοήματος που έχει νόημα για το ίδιο, δημιουργώντας παράλληλα νόημα ως δημιουργία ύπαρξης της αλήθειας ενός κόσμου. Η αντίληψη του Sartre μιας μη αναστοχαστικής πρωταρχικής συνείδησης, που προηγείται της ύπαρξης του εγώ, και μιας ταυτότητας, αποτελεί μια έννοια με χαρακτηριστικά συμβατά με αυτή τη διάσταση λογικής που ο Nancy θεωρεί αναπόσπαστη από τους αποσπασματικούς κόσμους όπου κατοικούμε, αντί για μια πρόσθεση σε έναν ενιαίο κόσμο.
Είναι εντός αυτής της δυάδας βρέφους- φροντιστή που θεμελιώνεται μια υπαρξιακή οντολογία την ίδια στιγμή, παρά στους αρχικούς ηθικούς προσανατολισμούς που θεωρούνται ως ωθήσεις για μια καλύτερη ζωή σε μια αδιάκοπη αναζήτηση. Αυτή η διάσταση του νοήματος, που πάντα παραμένει παρούσα, αν και συχνά συγκαλυμμένη από τα νοήματα μιας πλήρους ολοκληρωμένης γλώσσας, υπαινίσσεται ότι η οντολογία μας έχει πάντοτε την τάση να αποδίδει αξία στον κόσμο μας, ακόμη και πριν την είσοδό μας στη γλώσσα με την απόκτηση του λόγου. Το νόημα του κόσμου δεν προσδιορίζεται πλήρως με τη μη αναστοχαστική συνείδηση του Sartre, παρόλο που ανήκει στο πεδίο αυτό. Το νόημα είναι ευρύτερο σε εμβέλεια, εξάλλου προηγείται λογικά της σκεπτόμενης συνείδησης και των εννοιών και μερικές φορές λειτουργεί πλήρως εκτός συνείδησης, ως μέρος μιας έμφυτης ενσωμάτωσης στον κόσμο μας. Εξάλλου το νόημα ποτέ δεν λείπει και ποτέ δεν είναι αρνητικό και αμφιταλαντεύεται μεταξύ της άποψης ότι η ζωή αξίζει να βιωθεί ή ότι η ζωή είναι μάταιη.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου