Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Η διδασκαλία περί Ungrund και η λειτουργία της στη Χριστιανική Φιλοσοφία του Nicolai A. Berdyaev 2

Συνέχεια από:Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Η διδασκαλία περί Ungrund και η λειτουργία της στη Χριστιανική Φιλοσοφία του Nicolai A. Berdyaev 
Του Βogdan M. Lubardic (καθηγητής φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου)
Περιοδικό Philotheos 2 (2002) 168–223

 Πέρασε στη γνήσια φιλοσοφία του Χριστού,
μέσα στην οποία, ολοκληρώνοντας καλώς τα έσχατα της μακράς ζωής του,
μπορεί κάποτε να λογαριαστεί ανάμεσα στους καλούς φιλοσόφους …

(Pierre le Venerable, Carmina, Epitaphium Abaelardi, P.L. CLXXXIX, 1022–1023)


II. Το Ungrund ως Μύθος και Σύμβολο: Δομές (συνέχεια)

Σύμφωνα με τον Howard Brinton, στον Boehme
«όλα τα πράγματα είναι είτε θελήσεις είτε η φαντασία, που είναι η αντικειμενοποίηση των θελήσεων».²¹
Μια τέτοια θεώρηση, όπως προσφέρει ο Boehme, έχει δύο εξαιρετικά σημαντικές συνέπειες: Επιβεβαιώνεται η πρωτοκαθεδρία της θέλησης έναντι του είναι.


Η Θειότητα (Godhead / Divinity) καθορίζεται ως το άσχετο Απόλυτο (Absolutum).

Με αυτόν τον τρόπο, η Θειότητα του Θεού τοποθετείται εκτός της εμβέλειας των ανθρώπινων γνωστικών δυνάμεων, ενώ ο Θεός καθορίζεται ως ένα αυτοσυνειδητό ὂν, το οποίο εισέρχεται σε μια βαθύτατη, ακόμη και προσωπική σχέση “Εγώ–Εσύ (I–Thou)” με τον κτιστό κόσμο.

Η σημασία αυτών των συνεπειών είναι η εξής:

Η πρώτη επισημαίνει την προστασία της πρωτοκαθεδρίας της ελευθερίας έναντι κάθε μορφής οντολογικού ντετερμινισμού.
Η δεύτερη επισημαίνει την προστασία του μυστηρίου του Θείου από κάθε μορφή ορθολογισμού, κοινωνιομορφισμού ή θεσμικοποίησης — η Θειότητα παραμένει το Μυστήριο πέρα από τα μυστήρια (Mysterium Magnum)²².


Ο Berdyaev δέχθηκε με ενθουσιασμό και τις δύο αυτές συνέπειες. Ωστόσο, σε σχέση με τον Boehme, προχώρησε σε μια αποφασιστική παρέμβαση. Προς αυτή τη μεταμόρφωση στρέφουμε τώρα την προσοχή μας.

Αυτό γίνεται καλύτερα με την ανάλυση των στοιχείων της κύριας differentia specifica που διακρίνει τον Berdyaev από τον Boehme.²³ Αυτή η διάκριση, επιπλέον, χαράσσει εκείνη τη «πληγή» του Berdyaev, την οποία οι επικριτές του επιχειρούν, σύμφωνα με τη διάγνωσή τους, να θεραπεύσουν είτε με φαρμακευτική αγωγή είτε με “ακρωτηριασμό”. Ποια είναι, λοιπόν, η φύση αυτής της διαφοράς που ώθησε τον George P. Fedotov να την αποκαλέσει «το πλέον ευάλωτο σημείο στη φιλοσοφία του Berdyaev» [BTH];

Ας δούμε το ζήτημα από την προοπτική του ίδιου του Berdyaev:

Ο Berdyaev κατανοεί το Ungrund του Boehme ως καθαρή πρωταρχική Ελευθερία. Αυτήν την πραγματικότητα την αποκαλεί «άκτιστη» ή «μεονική» ελευθερία, χρησιμοποιώντας αυτούς τους όρους ως συνώνυμους. Μεταξύ του Ungrund και της άκτιστης ελευθερίας, ο Berdyaev βλέπει σχέση συμπεριληπτικής διάζευξης· ωστόσο, όχι σπάνια, δηλώνει ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία διαφορά.

Ενώ ο Boehme θεωρεί το Ungrund ως εντός της Θειότητας (Gottheit / Divinity), και αυτή κατόπιν εντός του Θεού (Gott), ο Berdyaev τοποθετεί το **Ungrund ακόμη και έξω(!) από τη Θειότητα ή τη Θεότητα.

Σύμφωνα με τον Boehme, η ελευθερία βρίσκεται εντός του Θεού (της θείας Τριάδος), και είναι ο Θεός που δημιουργεί την ελευθερία. Αντίθετα, κατά τον Berdyaev, η ελευθερία δεν είναι κτιστή, και, αφού προέρχεται από το Ungrund ή είναι το ίδιο το Ungrund, είναι ελεύθερη από τον Θεό — από τη θεία Τριάδα — αν και δεν στερείται σχέσης προς Αυτόν.

Αυτά είναι τα τρία βασικά διαφοροποιά στοιχεία της κύριας διαφοράς μεταξύ των δύο στοχαστών. Οι πολύπλοκες αυτές θεωρητικές σχέσεις μπορούν να αποδοθούν σε σχηματική (πινακοειδή) μορφή:
Πίνακας (A) — Boehme:
Ungrund → Gottheit → Gott → Freiheit
Πίνακας (B) — Berdyaev:
Ungrund = Nichts = Freiheit → Gottheit → Gott

Εμφανίζεται, ωστόσο, και τέταρτη διάσταση, η οποία πρέπει να αναφερθεί υπό τη μορφή του εξής ερωτήματος: Ποιος είναι ο Δημιουργός και πώς πραγματοποιείται η δημιουργία, εάν η ελευθερία είναι άκτιστη;

Τέταρτον: σύμφωνα με τον Boehme, τόσο οι θεογονικές όσο και οι κοσμογονικές διαδικασίες αποτελούν το αποτέλεσμα της πρωταρχικής Θέλησης (Will). Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο Berdyaev παραμένει σε συμφωνία με την παράδοση (παράδοσιν) της Εκκλησίας, αλλά μόνο κατ’ επίφασιν (prima facie). Κατά τη γνώμη του, από το πρωταρχικό Μηδέν (Nothing), μέσω μιας θεογονικής διαδικασίας, ο Θεός — η Αγία Τριάδα — πραγματώνεται αιωνίως· έπειτα, ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Berdyaev ταυτίζει το παραδοσιακό “ex nihilo” (ἐκ τοῦ μηδενός) με το προαναφερθέν πρωταρχικό Μηδέν.

Ακόμη και οι πλέον ευνοϊκοί ερμηνευτές δυσκολεύονται να αποφύγουν μια σειρά αμφιβολιών (dubitationes) σε σχέση με τις διατυπωμένες θέσεις. Θα επικεντρωθούμε σε μερικές από αυτές και έπειτα θα απευθύνουμε τα ερωτήματά μας στον ίδιο τον Berdyaev, για να δούμε τι έχει να απαντήσει σε επίπεδο αυτοκατανόησης.

Τα ερωτήματα είναι τα εξής:
Πώς είναι δυνατόν να γνωρίσει κανείς το αγνώριστο Ungrund;
Ποια είναι η φύση της διάκρισης μεταξύ άκτιστης ελευθερίας και Ungrund, και επιπλέον, μεταξύ άκτιστης ελευθερίας και Θεού;
Δεν είναι άραγε αυτό μια μορφή οντολογικού δυϊσμού, αντίθετη προς τη χριστιανική διδασκαλία;
Και δεν οδηγεί άραγε αυτό σε μια υποταγή του Θεού στην άκτιστη ελευθερία, πράγμα επίσης αντίθετο με τη διδασκαλία της Εκκλησίας;


Στο πρώτο ερώτημα, ο Berdyaev απαντά σε όλα σχεδόν τα έργα του όπου θεματοποιεί το Ungrund — κι αυτό διότι ένα από τα απαραίτητα συστατικά της διδασκαλίας του Ungrund είναι η γνωσιολογία που ανοίγει τον δρόμο προς τα βάθη του.
Φαίνεται ότι ο Berdyaev πιστεύει τα εξής:
το Ungrund δεν είναι ανοιχτό στην εννοιολόγηση, αλλά παραμένει πραγματικό. Το Ungrund δεν μπορεί να υπαχθεί σε εννοιολογικές κατηγορίες, όπως τα τυπικά ή αντικειμενικά όντα υπάγονται σε είδη ή γένη. Ούτε μπορεί να προσδιοριστεί με ορισμό, διότι κάθε εφαρμογή εννοιολογικού προσδιορισμού ή ουσιώδους χαρακτηριστικού σε ένα αντικείμενο συνεπάγεται προσδιορισμό, παγίωση και περιορισμό.

Το Ungrund δεν είναι ένα οντικό ον προσιτό στη σύλληψη «περιφερειακών» οντολογιών· ακόμη λιγότερο είναι αντικείμενο θετικής επιστήμης. Παρ’ όλα αυτά, το ἀγνώριστο Ungrund είναι μια πραγματικότητα, και μπορεί να γνωσθεί· αλλά αυτή η γνώση ανήκει σε διαφορετική τάξη — προϋποθέτει μια μυστική γνωσιολογία, με τις δικές της μορφές παραδόξου.
Πρόκειται για άμεση γνώση, βασισμένη σε πνευματική εμπειρία–γεγονός (πάθημα, μάθημα: πάσχειν, μαθητεύειν), που μεσολαβείται μέσω μυστικής διαισθήσεως (intuitio mystica), δοσμένης μέσα από συμβολικο-μυθολογικές εικόνες και γλώσσα.
Όταν επιτυγχάνεται γνώση του Ungrund, αυτό σημαίνει ότι, στη στιγμή της πνευματικής φωταγωγίας, το πρωταρχικό θεμέλιο της πραγματικότητας βιώνεται και διαισθάνεται ως ἀπροϋπόθετο, μη οντικό και ουσιωδώς ελεύθερο.


Από αυτήν την εμπειρία προκύπτει το εξής αξίωμα:
όλη η ύπαρξη πηγάζει από την ελευθερία — συνεπώς, το όλον της υπάρξεως είναι και πρέπει να είναι ελεύθερο.
Μια τέτοια γνώση προϋποθέτει πράξη άμεσης προσωπικής όρασης (θεωρία, visio), σε αντίθεση προς κάθε διαδικασία μεσολαβημένης λογικής παραγωγής ή συλλογιστικής απόδειξης.
Οι αλήθειες αυτού του είδους γνώσης είναι, κατά τον Berdyaev,
«... αλήθειες της πνευματικής εμπειρίας, ζώσες αλήθειες· όχι μεταφυσικές κατηγορίες ούτε οντολογικές ουσίες».²⁴
Ο μόνος τρόπος να έχει κανείς βεβαιότητα, είναι να οικειωθεί προσωπικά τη δική του πλευρά αυτής της ανεπανάληπτης εμπειρίας.
«Ἔρχου καὶ ἴδε», λέει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ (Ἰω. 1, 45–47).


Αν αγνοήσουμε τη συμβουλή του Berdyaev και περικυκλώσουμε το Ungrund με τα στρατεύματα του νου, προσπαθώντας να το προσδιορίσουμε μέσω λογικής επαγωγής ή απαγωγής, συνθέσεως ή αναλύσεως, ή ακόμη και πειραματικής επιστήμης, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα —προβλέπει ο Berdyaev— θα είναι η κατηγορία της αιρέσεως.
Πεπεισμένος ότι έχει προφυλαχθεί από τέτοιες κατηγορίες και ότι η διδασκαλία του δεν έχει σοβαρά κενά, ο Berdyaev μας προειδοποιεί ότι η διδασκαλία περί Ungrund


«... μπορεί να διατυπωθεί μόνο με όρους πνευματικής ζωής και εμπειρίας, και όχι με κατηγορίες άκαμπτης οντολογίας.
Διότι, ως άκαμπτη οντολογία, μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε αίρεση.»
(Freedom and the Spirit
[FSP], σ. 194)
Στο δεύτερο ερώτημα, ο Berdyaev απαντά εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ «οντολογικού» και «συμβολικού (ή “ηθικού”) δυϊσμού».
Και εδώ επανέρχεται στη διδασκαλία του περί διαισθητικής γνώσης και στην προτεραιότητα της πνευματικής εμπειρίας έναντι της διανοητικής γνώσης.

Ο Berdyaev υπογραμμίζει ότι η ιδέα της ἄκτιστης ελευθερίας δεν προϋποθέτει οντολογικό δυϊσμό έναντι του Θεού. Πιστεύει, επομένως, ότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την εισαγωγή δύο αρχών δημιουργίας διαφορετικής φύσεως. Εάν αυτό ισχύει, τότε η ἄκτιστη ελευθερία δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τον Θεό. Μάλιστα, δεν έχει καν νόημα να λεχθεί ότι κάποια από τις δύο πραγματικότητες (δηλαδή η ἄκτιστη ελευθερία και ο Θεός) βρίσκεται σε σχέση υπεροχής. Συνεπώς, ούτε και σχέση υποταγής μπορεί να υπάρχει.
Οι κατηγορίες ότι η διδασκαλία του Ungrund συνεπάγεται οντολογικό δυϊσμό ή θεολογικό υποταξιανισμό, όπως τονίζει ο Berdyaev, πηγάζουν από παρεξήγηση· συγκεκριμένα, από το ότι κινείται εντός ενός νέου συμβολικού τάγματος, διαφορετικού από εκείνο της κλασικής θεολογικής και φιλοσοφικής μεταφυσικής.

Ο μόνος αποδεκτός δυϊσμός, σύμφωνα με τον Berdyaev, είναι ηθικός ή συμβολικός δυϊσμός.Επιπλέον, προειδοποιεί ότι αυτό το είδος δυϊσμού είναι συνέπεια της «πτώσεως» του ανθρώπου. Ως αποτέλεσμα μιας ρήξεως στον προαιώνιο κόσμο, εκφράζει την προσπάθεια υπέρβασης του χάσματος (hiatus) μεταξύ ουρανού και γης, δηλαδή μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας, πνεύματος και αντικειμενοποίησης.
Έτσι, ο δυϊσμός είναι συνέπεια της αμαρτίας, όχι κάτι οντολογικά δεδομένο (datum).

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο μονισμός είναι η αληθινή εναλλακτική λύση· διότι ο μονισμός αποτελεί απλώς την αντίστροφη όψη του δυϊσμού. Και οι δύο, μονισμός και δυϊσμός, συγκαλύπτουν την αλήθεια της “ενότητας-εν-δυαδικότητι”, όπως αυτή παρουσιάζεται, λ.χ., στο Δόγμα της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.), το οποίο ο Berdyaev αποδέχεται, αλλά με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο.

Ο ίδιος συνοψίζει τη θέση του ως εξής:

«Για να αποφύγω παρεξηγήσεις, πάντοτε προσπαθούσα να τονίζω ότι η ιδέα της “ἀθεμελίωτης ελευθερίας” δεν συνεπάγεται κάποιο είδος οντολογικού δυϊσμού που θα υποστήριζε την ύπαρξη δύο σφαιρών, του Θεού και της ελευθερίας.
Τέτοιες διαβεβαιώσεις είναι απόδειξη ορθολογισμού, όχι λιγότερο εμφανής από εκείνες του μονισμού, ο οποίος ανάγει τα πάντα σε μία και μόνη σφαίρα του είναι — θεία ή ανθρώπινη.»²⁵


Ας συνοψίσουμε τις απαντήσεις του Berdyaev στα παραπάνω ερωτήματα:

Το Ungrund μπορεί να γνωσθεί, αλλά μόνο μέσω πνευματικής εμπειρίας.
Στη μυστική όραση, κατανοούμε ότι το Ungrund είναι η άρρητη Ἄβυσσος που υπερβαίνει κάθε είναι. Είναι η ανεξάντλητη Ἄβυσσος του “μη-είναι”, το μυστικό Μηδέν (Nichts), που δεν είναι οντολογικά καθορισμένο.
Το Ungrund συμβολίζει την άρρητη άβυσσο της καθαρής, αμορφίας απροσδιοριστίας, πριν από κάθε οντική μορφοποίηση. Μπορεί, λοιπόν, να κατανοηθεί ως ἄβυσσος απροσδιόριστων δυνατοτήτων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη πραγματωθεί.
Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ως ἄνευ όρων ελευθερία.
Γι’ αυτό η ἄκτιστη ελευθερία του Ungrund δεν είναι “ὂν” (ens).

Αν ήταν, η ελευθερία θα περιοριζόταν, θα καθοριζόταν και θα υποτασσόταν στους νόμους της αιτιότητας και της αναγκαιότητας.
Μεταξύ της ἄκτιστης ελευθερίας και του Θεού δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος (nexus causa), αλλά μόνον πνευματικές σχέσεις, δηλαδή “στοχαστικοί δεσμοί” που χαρακτηρίζουν μια πραγματικότητα πέρα από έννοιες, αντικείμενα, χώρο και χρόνο.
Γι’ αυτό έχει ελάχιστο νόημα να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές οντολογικές αρχές, ή ότι βρίσκονται σε σχέση αντίθεσης.
Στην τελική ανάλυση (in linea ultima), και οι δύο πηγάζουν από το Ungrund, μέσα στο οποίο κάθε αντίθεση θα ολοκληρωθεί.


Φυσικά, αυτή η ολοκλήρωση προϋποθέτει την πραγμάτωση του μυστηρίου της καθολικής εσχατολογικής διαδικασίας, η οποία οδηγεί στην επιθυμητή coincidentia oppositorum — τη συμφιλίωση των αντιθέτων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σύμβολα του Ungrund, του Μηδενός ή της Θειότητας είναι ψευδαισθήσεις.Αντιθέτως, οι αναφορές τους είναι πραγματικές· ωστόσο, η λειτουργία τους δεν είναι διαλογική ή περιγραφική, αλλά δεκτική (receptional)· δηλαδή, δείχνουν προς πραγματικότητες πέρα από αυτές, ανήκοντας δεκτικά σε αυτές χωρίς να συγχωνεύονται μαζί τους. Ο Nicolai Lossky αποκαλεί αυτό το φαινόμενο «ρεαλιστικό συμβολισμό» (realistic symbolism).²⁶

Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Berdyaev πίστευε ότι η διαβεβαίωση πως η ελευθερία έχει την αρχή της εν Θεῷ (στον ελεύθερο Δημιουργό) και η διαβεβαίωση ότι η ελευθερία έχει την αρχή της σε μια “παράλογη” πρωταρχική αρχή, δηλαδή στο Ungrund, δεν είναι κατ’ ανάγκην ασυμβίβαστες.Πίστευε, μάλιστα, ότι αυτό μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτό και από την άποψη της χριστιανικής ορθοδοξίας [FUR, 411].

Ένα δείγμα αυτής της απολογητικής στάσης υπέρ του Ungrund εκφράζεται στα εξής λόγια:

«... η αντίθεση μεταξύ του Θεού–Δημιουργού και της (ἄκτιστης) ελευθερίας είναι δευτερεύουσα·στο πρωταρχικό μυστήριο του Θείου Μηδενός, αυτή η αντίθεση υπερβαίνεται.»²⁷


Συνεχίζεται με:
III. Λειτουργικές Εφαρμογές της Διδασκαλίας περί Ungrund: Νοήματα

Υποσημειώσεις



¹ G. Florovsky, *Ways of Russian Theology* (WRT), τόμ. 2, σελ. 500.

³ James M. McLachlan, *The Freedom of the Spirit in the Theology of Nicholas Berdyaev*.

⁴ George Fedotov, *The Russian Religious Mind*, τόμ. 2.

⁵ Donald A. Lowrie, *Rebellious Prophet: A Life of Nicolai Berdyaev*.

⁶ Fuad Nucho, *The Philosophy of Berdyaev*.

⁷ Nicolai A. Berdyaev, *Spirit and Reality*, Paris, 1937.

⁸ Alexandar Dimitrijevic, *Nikolaj Berdjaev i problem zla u svetu i u coveku*, Belgrade, 1991, σ. 37.

⁹ Βλ. V. V. Zen’kovsky, *History of Russian Philosophy*, τόμ. 2.

¹⁰ Για τη σχέση προς τη διδασκαλία των Πατέρων.

¹¹ Matthew Spinka, σχετική κρίση περί της «complex*» φύσης της διδασκαλίας.

¹² Frederick S. J. Copleston, περί «obscure matters».

¹³ James C. S. Wernham, περί «rather turgid» μεταφυσικής.

¹⁴ Erigena, *Periphyseon*.

¹⁵ Meister Echkart, *Opus Tripartitum*.

¹⁶ Schelling, *System des transzendentalen Idealismus*.

¹⁷ Jacob Boehme, *Aurora* ή *Mysterium Magnum*.

¹⁸ Hegel, *Vorlesungen über die Geschichte der Philosophie*, τόμ. 3.

¹⁹ Rudolf Otto, *Mysticism East and West: A Comparative Analysis of the Nature of Mysticism*, London, 1932.

²⁰ Jacob Boehme, *Mysterium Magnum*, §4.

²¹ Howard Brinton, *The Mystic Will: Based on a Study of Jacob Boehme*, London, 1930.

²² Jacob Boehme, *Mysterium Magnum*, passim.

²³ V. V. Zen’kovsky, *History of Russian Philosophy*, τόμ. 2, κεφ. 11.

²⁴ Nicolai A. Berdyaev, *Freedom and the Spirit*, London, 1935, σ. 194.

²⁵ Nicolai A. Berdyaev, *The Destiny of Man*, London, 1937.

²⁶ Nicolai Lossky, *History of Russian Philosophy*, London, 1951.

²⁷ Berdyaev, *Freedom and the Spirit* [FSP], σ. 194.

Συνεχίζεται με:

III. Λειτουργικές Εφαρμογές της Διδασκαλίας περί Ungrund: Νοήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: