Από : Κυριακή, 4 Μαΐου 2014
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
510. Κι αυτός που τα λέει και τα παρέχει αυτά γραπτά, λέει πάλι, εκτρεπόμενος από συνήθεια στα αντίθετα˙ « για να θεωρή τον Θεό ο κτιστός νους είναι ανάγκη να συνάπτεται η ίδια η θεία ουσία με τον νου, ως είδος νοητό ». Κι ακόμα˙ « το νοητό είδος, με το οποίο θεωρείται η θεία ουσία, είναι η ίδια η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο να βλέπης την ουσία του Θεού, αν δεν γίνη και η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ή νοεί ) ». Κι ακόμα˙ « αυτό που υφίσταται έτσι, ώστε να είναι μόνο του είδος, μπορεί να είναι είδος κι ( ενός… ) άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Γίνεται έτσι ολοφάνερα ανόητος και στο ψέμμα που δήθεν συνιστά, εναντιώνεται με άλλο πάλι ψέμμα, ώστε να αποδειχθή έτσι φίλος του ψεύδους και ανυπόστατος.
511. Λέει πάλι˙ « είναι όπως ακριβώς κάποια αρχή της θείας γνώσης σε μας, το προαναφερθέν φως, επειδή ανάγεται μ’ αυτό προς το να βλέπη τη θεία ουσία ο κτιστός νους. Είναι ανάγκη να μετράται λοιπόν με τη δύναμη του προαναφερθέντος φωτός ο τρόπος της θείας θεωρίας, κι απέχει πάρα πολύ στη δύναμη και στη δόξα απ’ τον θείο νου αυτό το φως. Είναι αδύνατο άρα να οράται εντελώς ( τελείως ) η θεία ουσία μ’ αυτό το φως, όπως ακριβώς τη βλέπει ο θείος νους. Γιατί τη βλέπει με τέτοια τελειότητα εκείνην την ουσία ο θείος νους, όπως ακριβώς ( και… ) είναι τελείως ορατή. Είναι αδύνατο να βλέπη άρα έτσι τέλεια μ’ αυτό το φως τη θεία ουσία ο κτιστός νους, όπως και είναι αυτή τελείως ορατή. Είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « αν και γίνεται είδος του κτιστού νου η θεία ουσία, δεν τη δέχεται όμως σε όλην της τη δύναμη˙ δεν τη θεωρεί άρα με την τελειότητα, όπως μπορεί ακριβώς τελείως να θεωρηθή˙ δεν περιλαμβάνεται άρα απ’ τον κτιστό νου ». Κι ακόμα˙ « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ».
512. Κι αυτός που τα λέει αυτά και ρίχνει εκούσια τον εαυτό του, από αβουλία, στο σκοτάδι του ψεύδους, πέφτει πάλι, σαν να θέλη μεταμελημένος να ανανήψη, σε άλλο βάραθρο του σκοταδιού τού ψεύδους και θέλει να αποδείξη πως γνωρίζει τέλεια τη θεία ουσία ο κτιστός νους και λέει˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν, την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους, ώστε να είναι ένα σ’ αυτήν τη θεωρία η θεία ουσία και το ορώμενο κι αυτό στο οποίο οράται ». Κι ακόμα˙ « ( λέγεται… ) στο Θ΄ των Παροιμιών, πως τρώνε και πίνουν στην τράπεζα του Θεού αυτοί που απολαμβάνουν την ίδιαν ευδαιμονία, με την οποίαν είναι μακάριος κι ο Θεός, θεωρώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον βλέπει ( ορά ) κι αυτός τον εαυτό του ». Κι ακόμα˙ « νοεί με τη δική του ουσία τη δική του ουσία ο Θεός και είναι ο ίδιος η μακαριότητά του. Γινόμαστε κατ’ εξοχήν όμοιοι λοιπόν σ’ αυτήν τη θεωρία με τον Θεό και μέτοχοι της δικής του μακαριότητας. Γι’ αυτό και λέγεται στην Α΄ του Ιωάννη˙ “ όταν δε φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα και οψόμεθα αυτόν καθώς εστι ” » ( Α΄Ιωάν. γ’ 2 ).
513. Ελέγχθηκαν αυτά, που βλασφημούν στη θεία ουσία του Θεού, πολλές φορές προηγουμένως˙ αναιρώντας δε τώρα τη μια σκέψη ( λογισμόν ) με την άλλην κι ο Θωμάς, τα παρουσιάζει αβέβαια και ασυνάρτητα ( ασύστατα ) και τα παρέχει να τα βλέπουν ως παιχνίδια μάλλον παιδιών, που δεν φοβούνται τον Θεό, παρά ως σπουδάσματα. Συμπεράναμε, απ’ όσα έλεγε ο Θωμάς, προηγουμένως ότι νομίζει και συμπεραίνει πως μετέχεται η θεία ουσία˙ και γράφει τώρα, κακώς και άθεα, ρητά πως μετέχεται, ώστε να μη χρειάζονται ούτε προτάσεις ή κάποιο συμπέρασμα για το προκείμενο ( γι’ αυτό που είναι μπροστά μας… ). Γιατί λέει˙
« γίνεται είδος η θεία ουσία τού νου, που τη νοεί ( ή νοεί ) ». Κι έπειτα˙
« αυτό που υφίσταται έτσι ( το ούτως υφεστώς ), ώστε να είναι μοναδικό ( μόνον ) είδος, μπορεί να είναι και είδος ( κάποιου… ) άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Μ’ αυτόν τον τρόπο παρανομεί και συμβαδίζει αδιάντροπα ( αναιδώς ) με τους μασσαλιανούς κι εναντιώνεται στα εκκλησιαστικά δόγματα και καταντά
( γίνεται ) μαζί με τους αιρετικούς που έχουν με τον χειρότερο τρόπο χαθή, επιχειρώντας να συνταχθή με σπουδή ( βιαστικά… ) μ’ όλους αυτούς.
514. Ο δε φίλος του ψεύδους, που τον εμπαίζει ο χλευασμός του δαίμονα, λέει κι αυτά˙ « η αλήθεια της θείας ουσίας και η λαμπρότητα του θείου νου είναι ίσα, και είναι μάλλον ένα ». Ποιός ιεροδιδάσκαλος, αποστολική ρήση ή σοφία προφητική τα δίδαξε αυτά σ’ αυτόν που έχει ολισθηρές τις φρένες ; Ακούς, απλούστατε, ότι αποτυφλώθηκαν αμέσως μη αντέχοντας τη θεία λαμπρότητα οι οφθαλμοί του Παύλου( Πράξ. θ΄8 ), και λες εσύ πως είναι ένα η θεία αλήθεια με τη λαμπρότητα εκείνη, την απόρρητη και υπερφυή και που τη γεννάει μόνον ο Θεός, που δεν έχει μεν κατά κανέναν τρόπο δημιουργηθή, αλλά φανερώνεται ανεπινόητα στους άξιους ; Τί το κοινό έχουν η αλήθεια κι οι αισθητοί οφθαλμοί ; Ποιος άκουσε να αποσβησθούν απ’ την αλήθεια οφθαλμοί αισθητοί, όπως ακριβώς με τη λαμπρότητα του θείου νου; Η αλήθεια θεωρείται από επιβολή ( προσήλωση… ) του νου στον Θεό, η δε λαμπρότητα του θείου νου είναι παραδοχή, που προχέεται κατά δωρεάν στους λογικούς πιστούς απ’ τον Θεό. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι η αλήθεια της θείας ουσίας και η λαμπρότητα του θείου νου είναι ίσα, κι ότι είναι μάλλον ένα.
515. « Αν και τα ονόματα που λέγονται για τον Θεό φανερώνουν τό ίδιο πράγμα, δεν είναι όμως πολυώνυμα, επειδή δεν φανερώνουν τον ίδιον λόγο ». Αν φανερώνουν λοιπόν αυτά που λέγονται για τον Θεό ένα μεν πράγμα, αλλά πολλούς και διαφορετικούς λόγους, πώς θα είναι απλή θεία ουσία αυτά, που επιδέχονται διαφορετικό λόγο ; Δεν επιδέχεται κατά κανέναν τρόπο λόγο η θεία ουσία, ενώ όσα λέγονται για τον Θεό ή θεωρούνται στον Θεό, όπως η δύναμη, η σοφία, η γνώση, η αγαθότητα, η πρόνοια και τα άλλα όσα λέγονται για τον Θεό, έχει το καθένα τον ιδιαίτερό του λόγο και είναι οπωσδήποτε γνωστό ( μπορεί να γνωσθή…). Ψεύδεται άρα ο Θωμάς, αποκαλώντας όλα όσα λέγονται για τον Θεό και θεωρούνται στον Θεό ουσία του Θεού, όπως όταν λέη, πως « ο Θεός είναι η ουσία ή η φύση του » κι ότι « δεν υπάρχει τίποτα εκτός ( παρά) απ’ την ουσία του στον Θεό » κι ότι « είναι Θεός, ό,τι κι αν έχη ο Θεός », και « δεν είναι διαφορετικό η δύναμη απ’ την ουσία του στον Θεό », και « είναι η αγαθότητά του η θεία ουσία », και « είναι η ουσία του η γνώση του Θεού », και « είναι η ουσία του η νοητική ενέργεια του Θεού », και « είναι η ουσία του η θέληση του Θεού », κι όταν λέη συλλήβδην πως « είναι το νοείν τού Θεού και όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία ».
516. Δεν θέλει έτσι να σταθή στην αλήθεια, αλλά προσχωρεί ( γίνεται ) γρήγορα στο ψεύδος και θέλει να αποτελείται ( είναι ) από πολλούς και διάφορους νοητούς λόγους η απλή και υπερώνυμη και υπεράγνωστη ουσία του Θεού και αναγκαστικά και οι θείες μετοχές. Και γι’ αυτό συμπεραίνει πως και όλα όσα μετέχουν, μετέχουν στη θεία ουσία, το οποίο και ξεπερνά κάθε κακοδοξία των αιρέσεων. « Επειδή είναι μια αρχή της θεωρίας, με την οποία βλέπει τη θεία ουσία ο κτιστός νους, το προαναφερθέν φως, είναι ανάγκη να υπάρχη σύμφωνα με τον τρόπο αυτού του φωτός κι ο τρόπος της θείας θεωρίας˙ είναι δε δυνατό να είναι διαφορετικοί οι βαθμοί τής μετοχής αυτού του φωτός, ώστε να φωτίζεται τελειότερα το ένα απ’ το άλλο απ’αυτό το φως˙ είναι άρα δυνατό να βλέπουν τελειότερα ο ένας απ’ τον άλλον, όσοι βλέπουν τον Θεό, τη θεία ουσία ».
517. Δεν πρέπει ( χρη ) να εισάγεται αυτό που είναι δυνατόν στα θεολογικά, αλλ’ αυτό που είναι αναγκαίο και υπάρχει. Γιατί είναι δυνατόν να ποιήση πολλούς κόσμους κι όσους κι αν θέλησε ο Θεός, θέλησε όμως έναν και για τον έναν αυτόν φιλοσοφούμε και αμιλλώμαστε ( παρατρέχομεν ) όσο είναι δυνατόν προς τον Θεό. Κι αν υποθέταμε όμως ( ει και τούτο δοίημεν ), ότι είναι δυνατόν στα θεολογικά το φως, στο οποίο μετέχουν κατά διάφορους βαθμούς οι πεφωτισμένοι, ώστε να φωτίζεται τελειότερα ο ένας απ’ τον άλλον απ’ αυτό, δεν είναι ολοφάνερα θεία ουσία, γιατί είναι απλή και άτμητη και παντελώς αδιαφοροποίητη, όπως λέει ο Θωμάς, και δεν επιδέχεται το μάλλον και ήττον η θεία ουσία. Αλλά δεν είναι και κτιστό αυτό το φως˙ γιατί λέει κι ο ίδιος ο Θωμάς˙ « ανάγεται με κάποιο υπερφυές φως προς τη θεωρία της θείας ουσίας ο κτιστός νους. Γιατί έχει φανερωθή ( δέδεικται ) πως δεν μπορεί να είναι φυσικό σε κάποιο κτίσμα εκείνο το φως, αλλά πως υπερβαίνει κάθε κτιστή φύση κατά ( ως προς… ) τη δύναμη ».
518. Αν δεν είναι λοιπόν θεία ουσία το φως, ως δεχόμενο το μάλλον και ήττον, δεν είναι δε και κτίσμα, ως υπερφυές φως, και δεν μπορεί να είναι φυσικό σε κάποιο κτίσμα, είναι φανερό, ότι είναι ενέργεια του Θεού, που μετέχεται αναλόγως απ’ τα κτιστά και υπερβαίνει κάθε κτιστή φύση. Ψεύδεται άρα όταν λέη ο Θωμάς˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη ( ει δέοι ) να οράται η ουσία του Θεού, να ορά μέσα απ’ αυτήν την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους » κι όταν συμπεραίνη πως είναι ουσία το φως.
519. « Προέρχεται ( εστί ) απ’ αυτό κάθε μακαριότητα, ότι ορά την ουσία του Θεού ( ο νους… ) ». Ελέγχθηκε ήδη πως είναι βλάσφημο αυτό˙ γιατί δεν είναι καμμιά νοερή φύση σύμφωνα μ’ αυτόν τον λόγο μακάρια, εφόσον είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια και κάθε νοητική σχέση η θεία ουσία. Κι ενώ, αν και είναι παντελώς πέρα απ’ τον νου η θεία ουσία, είναι πολλοί οι μακάριοι, όπως ( λέει… ) το « μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον » ( Ψαλμ.ρια΄1 ) και « μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών » ( Ψαλμ. α΄1 ) και « μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα » ( Ψαλμ. μ΄1 ) και « μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου » ( Ψαλμ. ριη΄1 ), « μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού » ( Ψαλμ. ριη’ 2 ) και « μακάριος ανήρ ο οικτείρων και κιχρών ( = δανείζων…) » ( Ψαλμ. ρια΄5 ) και « μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων απεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι » ( Ψαλμ.λα΄1 ) και « μακάριος ανήρ, ώ ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού » ( Ψαλμ. λα΄2 ) και άλλοι δε πάρα πολλοί τρόποι μακαρισμού, όπως προαναφέραμε ( προεθέμεθα ). Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα ολοφάνερα λέγοντας ο Θωμάς, ότι
« προέρχεται απ’ αυτό κάθε μακαριότητα, ότι ορά την ουσία του Θεού ( ο νους… ) ».
520. Λέει πάλι, μιλώντας άστατα και καταλύοντας, ως συνήθως, ο ίδιος τον εαυτό του˙ « καθώς ανάγεται περισσότερο προς το να ορά την ουσία του Θεού ο νους, τελειώνεται πολύ περισσότερο με το ίδιο φως, προς το να νοή ( και… ) τα άλλα που υπάρχουν στη φύση ». Κι ακόμα˙ « αυτοί που βλέπουν τον Θεό, βλέπουν ταυτόχρονα και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν ». Κι ακόμα˙ « είναι ανάγκη να θεωρή ο νους που βλέπει τη θεία ουσία, όχι μεταβατικά ( πρόσκαιρα… ), αλλά ταυτόχρονα τα πάντα ». Κι ακόμα˙ « γνωρίζει όλα τα είδη των πραγμάτων στη θεία ουσία ο νους, κι υπάρχουν άπειρα είδη από κάποια γένη, όπως είναι ( τα είδη… ) των αριθμών και των σχημάτων και των αναλογιών. Θεωρεί άρα τα άπειρα στη θεία ουσία ο νους ». Αλλίμονό σου και πολλές φορές ( αλλίμονό σου… ), Θωμά, που μας οδηγείς σε τέτοια κατάσταση στον μέλλοντα αιώνα, όταν θα δούμε τη θεία ουσία. Γιατί θα έχουμε, σύμφωνα με τη μιαρή σου αίρεση, πάλι τότε αριθμούς και σχήματα και αναλογίες και θα γίνουμε μέτοχοι σε τέτοιαν απόλαυση, την οποίαν την απωθούν ( περιφρονούν… ) και την αποστρέφονται ( και… ) τώρα οι συνετοί.
Συνεχίζεται
O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
510. Κι αυτός που τα λέει και τα παρέχει αυτά γραπτά, λέει πάλι, εκτρεπόμενος από συνήθεια στα αντίθετα˙ « για να θεωρή τον Θεό ο κτιστός νους είναι ανάγκη να συνάπτεται η ίδια η θεία ουσία με τον νου, ως είδος νοητό ». Κι ακόμα˙ « το νοητό είδος, με το οποίο θεωρείται η θεία ουσία, είναι η ίδια η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο να βλέπης την ουσία του Θεού, αν δεν γίνη και η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ή νοεί ) ». Κι ακόμα˙ « αυτό που υφίσταται έτσι, ώστε να είναι μόνο του είδος, μπορεί να είναι είδος κι ( ενός… ) άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Γίνεται έτσι ολοφάνερα ανόητος και στο ψέμμα που δήθεν συνιστά, εναντιώνεται με άλλο πάλι ψέμμα, ώστε να αποδειχθή έτσι φίλος του ψεύδους και ανυπόστατος.
511. Λέει πάλι˙ « είναι όπως ακριβώς κάποια αρχή της θείας γνώσης σε μας, το προαναφερθέν φως, επειδή ανάγεται μ’ αυτό προς το να βλέπη τη θεία ουσία ο κτιστός νους. Είναι ανάγκη να μετράται λοιπόν με τη δύναμη του προαναφερθέντος φωτός ο τρόπος της θείας θεωρίας, κι απέχει πάρα πολύ στη δύναμη και στη δόξα απ’ τον θείο νου αυτό το φως. Είναι αδύνατο άρα να οράται εντελώς ( τελείως ) η θεία ουσία μ’ αυτό το φως, όπως ακριβώς τη βλέπει ο θείος νους. Γιατί τη βλέπει με τέτοια τελειότητα εκείνην την ουσία ο θείος νους, όπως ακριβώς ( και… ) είναι τελείως ορατή. Είναι αδύνατο να βλέπη άρα έτσι τέλεια μ’ αυτό το φως τη θεία ουσία ο κτιστός νους, όπως και είναι αυτή τελείως ορατή. Είναι αδύνατο άρα να περιλαμβάνη τη θεία ουσία ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « αν και γίνεται είδος του κτιστού νου η θεία ουσία, δεν τη δέχεται όμως σε όλην της τη δύναμη˙ δεν τη θεωρεί άρα με την τελειότητα, όπως μπορεί ακριβώς τελείως να θεωρηθή˙ δεν περιλαμβάνεται άρα απ’ τον κτιστό νου ». Κι ακόμα˙ « δεν περιλαμβάνει τη θεία ουσία ο κτιστός νους ».
512. Κι αυτός που τα λέει αυτά και ρίχνει εκούσια τον εαυτό του, από αβουλία, στο σκοτάδι του ψεύδους, πέφτει πάλι, σαν να θέλη μεταμελημένος να ανανήψη, σε άλλο βάραθρο του σκοταδιού τού ψεύδους και θέλει να αποδείξη πως γνωρίζει τέλεια τη θεία ουσία ο κτιστός νους και λέει˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν, την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους, ώστε να είναι ένα σ’ αυτήν τη θεωρία η θεία ουσία και το ορώμενο κι αυτό στο οποίο οράται ». Κι ακόμα˙ « ( λέγεται… ) στο Θ΄ των Παροιμιών, πως τρώνε και πίνουν στην τράπεζα του Θεού αυτοί που απολαμβάνουν την ίδιαν ευδαιμονία, με την οποίαν είναι μακάριος κι ο Θεός, θεωρώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον βλέπει ( ορά ) κι αυτός τον εαυτό του ». Κι ακόμα˙ « νοεί με τη δική του ουσία τη δική του ουσία ο Θεός και είναι ο ίδιος η μακαριότητά του. Γινόμαστε κατ’ εξοχήν όμοιοι λοιπόν σ’ αυτήν τη θεωρία με τον Θεό και μέτοχοι της δικής του μακαριότητας. Γι’ αυτό και λέγεται στην Α΄ του Ιωάννη˙ “ όταν δε φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα και οψόμεθα αυτόν καθώς εστι ” » ( Α΄Ιωάν. γ’ 2 ).
513. Ελέγχθηκαν αυτά, που βλασφημούν στη θεία ουσία του Θεού, πολλές φορές προηγουμένως˙ αναιρώντας δε τώρα τη μια σκέψη ( λογισμόν ) με την άλλην κι ο Θωμάς, τα παρουσιάζει αβέβαια και ασυνάρτητα ( ασύστατα ) και τα παρέχει να τα βλέπουν ως παιχνίδια μάλλον παιδιών, που δεν φοβούνται τον Θεό, παρά ως σπουδάσματα. Συμπεράναμε, απ’ όσα έλεγε ο Θωμάς, προηγουμένως ότι νομίζει και συμπεραίνει πως μετέχεται η θεία ουσία˙ και γράφει τώρα, κακώς και άθεα, ρητά πως μετέχεται, ώστε να μη χρειάζονται ούτε προτάσεις ή κάποιο συμπέρασμα για το προκείμενο ( γι’ αυτό που είναι μπροστά μας… ). Γιατί λέει˙
« γίνεται είδος η θεία ουσία τού νου, που τη νοεί ( ή νοεί ) ». Κι έπειτα˙
« αυτό που υφίσταται έτσι ( το ούτως υφεστώς ), ώστε να είναι μοναδικό ( μόνον ) είδος, μπορεί να είναι και είδος ( κάποιου… ) άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Μ’ αυτόν τον τρόπο παρανομεί και συμβαδίζει αδιάντροπα ( αναιδώς ) με τους μασσαλιανούς κι εναντιώνεται στα εκκλησιαστικά δόγματα και καταντά
( γίνεται ) μαζί με τους αιρετικούς που έχουν με τον χειρότερο τρόπο χαθή, επιχειρώντας να συνταχθή με σπουδή ( βιαστικά… ) μ’ όλους αυτούς.
514. Ο δε φίλος του ψεύδους, που τον εμπαίζει ο χλευασμός του δαίμονα, λέει κι αυτά˙ « η αλήθεια της θείας ουσίας και η λαμπρότητα του θείου νου είναι ίσα, και είναι μάλλον ένα ». Ποιός ιεροδιδάσκαλος, αποστολική ρήση ή σοφία προφητική τα δίδαξε αυτά σ’ αυτόν που έχει ολισθηρές τις φρένες ; Ακούς, απλούστατε, ότι αποτυφλώθηκαν αμέσως μη αντέχοντας τη θεία λαμπρότητα οι οφθαλμοί του Παύλου( Πράξ. θ΄8 ), και λες εσύ πως είναι ένα η θεία αλήθεια με τη λαμπρότητα εκείνη, την απόρρητη και υπερφυή και που τη γεννάει μόνον ο Θεός, που δεν έχει μεν κατά κανέναν τρόπο δημιουργηθή, αλλά φανερώνεται ανεπινόητα στους άξιους ; Τί το κοινό έχουν η αλήθεια κι οι αισθητοί οφθαλμοί ; Ποιος άκουσε να αποσβησθούν απ’ την αλήθεια οφθαλμοί αισθητοί, όπως ακριβώς με τη λαμπρότητα του θείου νου; Η αλήθεια θεωρείται από επιβολή ( προσήλωση… ) του νου στον Θεό, η δε λαμπρότητα του θείου νου είναι παραδοχή, που προχέεται κατά δωρεάν στους λογικούς πιστούς απ’ τον Θεό. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι η αλήθεια της θείας ουσίας και η λαμπρότητα του θείου νου είναι ίσα, κι ότι είναι μάλλον ένα.
515. « Αν και τα ονόματα που λέγονται για τον Θεό φανερώνουν τό ίδιο πράγμα, δεν είναι όμως πολυώνυμα, επειδή δεν φανερώνουν τον ίδιον λόγο ». Αν φανερώνουν λοιπόν αυτά που λέγονται για τον Θεό ένα μεν πράγμα, αλλά πολλούς και διαφορετικούς λόγους, πώς θα είναι απλή θεία ουσία αυτά, που επιδέχονται διαφορετικό λόγο ; Δεν επιδέχεται κατά κανέναν τρόπο λόγο η θεία ουσία, ενώ όσα λέγονται για τον Θεό ή θεωρούνται στον Θεό, όπως η δύναμη, η σοφία, η γνώση, η αγαθότητα, η πρόνοια και τα άλλα όσα λέγονται για τον Θεό, έχει το καθένα τον ιδιαίτερό του λόγο και είναι οπωσδήποτε γνωστό ( μπορεί να γνωσθή…). Ψεύδεται άρα ο Θωμάς, αποκαλώντας όλα όσα λέγονται για τον Θεό και θεωρούνται στον Θεό ουσία του Θεού, όπως όταν λέη, πως « ο Θεός είναι η ουσία ή η φύση του » κι ότι « δεν υπάρχει τίποτα εκτός ( παρά) απ’ την ουσία του στον Θεό » κι ότι « είναι Θεός, ό,τι κι αν έχη ο Θεός », και « δεν είναι διαφορετικό η δύναμη απ’ την ουσία του στον Θεό », και « είναι η αγαθότητά του η θεία ουσία », και « είναι η ουσία του η γνώση του Θεού », και « είναι η ουσία του η νοητική ενέργεια του Θεού », και « είναι η ουσία του η θέληση του Θεού », κι όταν λέη συλλήβδην πως « είναι το νοείν τού Θεού και όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία ».
516. Δεν θέλει έτσι να σταθή στην αλήθεια, αλλά προσχωρεί ( γίνεται ) γρήγορα στο ψεύδος και θέλει να αποτελείται ( είναι ) από πολλούς και διάφορους νοητούς λόγους η απλή και υπερώνυμη και υπεράγνωστη ουσία του Θεού και αναγκαστικά και οι θείες μετοχές. Και γι’ αυτό συμπεραίνει πως και όλα όσα μετέχουν, μετέχουν στη θεία ουσία, το οποίο και ξεπερνά κάθε κακοδοξία των αιρέσεων. « Επειδή είναι μια αρχή της θεωρίας, με την οποία βλέπει τη θεία ουσία ο κτιστός νους, το προαναφερθέν φως, είναι ανάγκη να υπάρχη σύμφωνα με τον τρόπο αυτού του φωτός κι ο τρόπος της θείας θεωρίας˙ είναι δε δυνατό να είναι διαφορετικοί οι βαθμοί τής μετοχής αυτού του φωτός, ώστε να φωτίζεται τελειότερα το ένα απ’ το άλλο απ’αυτό το φως˙ είναι άρα δυνατό να βλέπουν τελειότερα ο ένας απ’ τον άλλον, όσοι βλέπουν τον Θεό, τη θεία ουσία ».
517. Δεν πρέπει ( χρη ) να εισάγεται αυτό που είναι δυνατόν στα θεολογικά, αλλ’ αυτό που είναι αναγκαίο και υπάρχει. Γιατί είναι δυνατόν να ποιήση πολλούς κόσμους κι όσους κι αν θέλησε ο Θεός, θέλησε όμως έναν και για τον έναν αυτόν φιλοσοφούμε και αμιλλώμαστε ( παρατρέχομεν ) όσο είναι δυνατόν προς τον Θεό. Κι αν υποθέταμε όμως ( ει και τούτο δοίημεν ), ότι είναι δυνατόν στα θεολογικά το φως, στο οποίο μετέχουν κατά διάφορους βαθμούς οι πεφωτισμένοι, ώστε να φωτίζεται τελειότερα ο ένας απ’ τον άλλον απ’ αυτό, δεν είναι ολοφάνερα θεία ουσία, γιατί είναι απλή και άτμητη και παντελώς αδιαφοροποίητη, όπως λέει ο Θωμάς, και δεν επιδέχεται το μάλλον και ήττον η θεία ουσία. Αλλά δεν είναι και κτιστό αυτό το φως˙ γιατί λέει κι ο ίδιος ο Θωμάς˙ « ανάγεται με κάποιο υπερφυές φως προς τη θεωρία της θείας ουσίας ο κτιστός νους. Γιατί έχει φανερωθή ( δέδεικται ) πως δεν μπορεί να είναι φυσικό σε κάποιο κτίσμα εκείνο το φως, αλλά πως υπερβαίνει κάθε κτιστή φύση κατά ( ως προς… ) τη δύναμη ».
518. Αν δεν είναι λοιπόν θεία ουσία το φως, ως δεχόμενο το μάλλον και ήττον, δεν είναι δε και κτίσμα, ως υπερφυές φως, και δεν μπορεί να είναι φυσικό σε κάποιο κτίσμα, είναι φανερό, ότι είναι ενέργεια του Θεού, που μετέχεται αναλόγως απ’ τα κτιστά και υπερβαίνει κάθε κτιστή φύση. Ψεύδεται άρα όταν λέη ο Θωμάς˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη ( ει δέοι ) να οράται η ουσία του Θεού, να ορά μέσα απ’ αυτήν την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους » κι όταν συμπεραίνη πως είναι ουσία το φως.
519. « Προέρχεται ( εστί ) απ’ αυτό κάθε μακαριότητα, ότι ορά την ουσία του Θεού ( ο νους… ) ». Ελέγχθηκε ήδη πως είναι βλάσφημο αυτό˙ γιατί δεν είναι καμμιά νοερή φύση σύμφωνα μ’ αυτόν τον λόγο μακάρια, εφόσον είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια και κάθε νοητική σχέση η θεία ουσία. Κι ενώ, αν και είναι παντελώς πέρα απ’ τον νου η θεία ουσία, είναι πολλοί οι μακάριοι, όπως ( λέει… ) το « μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον » ( Ψαλμ.ρια΄1 ) και « μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών » ( Ψαλμ. α΄1 ) και « μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα » ( Ψαλμ. μ΄1 ) και « μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου » ( Ψαλμ. ριη΄1 ), « μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού » ( Ψαλμ. ριη’ 2 ) και « μακάριος ανήρ ο οικτείρων και κιχρών ( = δανείζων…) » ( Ψαλμ. ρια΄5 ) και « μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων απεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι » ( Ψαλμ.λα΄1 ) και « μακάριος ανήρ, ώ ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού » ( Ψαλμ. λα΄2 ) και άλλοι δε πάρα πολλοί τρόποι μακαρισμού, όπως προαναφέραμε ( προεθέμεθα ). Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα ολοφάνερα λέγοντας ο Θωμάς, ότι
« προέρχεται απ’ αυτό κάθε μακαριότητα, ότι ορά την ουσία του Θεού ( ο νους… ) ».
520. Λέει πάλι, μιλώντας άστατα και καταλύοντας, ως συνήθως, ο ίδιος τον εαυτό του˙ « καθώς ανάγεται περισσότερο προς το να ορά την ουσία του Θεού ο νους, τελειώνεται πολύ περισσότερο με το ίδιο φως, προς το να νοή ( και… ) τα άλλα που υπάρχουν στη φύση ». Κι ακόμα˙ « αυτοί που βλέπουν τον Θεό, βλέπουν ταυτόχρονα και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν ». Κι ακόμα˙ « είναι ανάγκη να θεωρή ο νους που βλέπει τη θεία ουσία, όχι μεταβατικά ( πρόσκαιρα… ), αλλά ταυτόχρονα τα πάντα ». Κι ακόμα˙ « γνωρίζει όλα τα είδη των πραγμάτων στη θεία ουσία ο νους, κι υπάρχουν άπειρα είδη από κάποια γένη, όπως είναι ( τα είδη… ) των αριθμών και των σχημάτων και των αναλογιών. Θεωρεί άρα τα άπειρα στη θεία ουσία ο νους ». Αλλίμονό σου και πολλές φορές ( αλλίμονό σου… ), Θωμά, που μας οδηγείς σε τέτοια κατάσταση στον μέλλοντα αιώνα, όταν θα δούμε τη θεία ουσία. Γιατί θα έχουμε, σύμφωνα με τη μιαρή σου αίρεση, πάλι τότε αριθμούς και σχήματα και αναλογίες και θα γίνουμε μέτοχοι σε τέτοιαν απόλαυση, την οποίαν την απωθούν ( περιφρονούν… ) και την αποστρέφονται ( και… ) τώρα οι συνετοί.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου