Γιώργος Πανταζόπουλος
Κάθε θεωρητικὴ προσπάθεια νὰ ἀρθρώσουμε λόγο γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ μηδενὸς προσκρούει στὸ φαινομενικῶς λογικὸ ἐμπόδιο τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ σημαινόμενου στὸ ὁποῖο παραπέμπει τὸ συγκεκιμένο σημαῖνον. Εἶναι ὅμως μονάχα μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια τὸ μηδέν;
Ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ αὐτὸ δὲν μιλοῦμε γιὰ τὸ τίποτε, ἀλλὰ ἀντίθετα γιὰ μιὰ ὁρισμένη κατάσταση, γιὰ μιὰ συνθήκη μηδενισμοῦ τῶν διαφορῶν. Ἐντὸς αὐτῆς τίποτε δὲν ἔχει νόημα. Ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει ἢ ἔχει πλέον πεθάνει. Ὁ κόσμος εἶναι τὸ προϊὸν μιᾶς ἀσύλληπτης τυχαιότητας, ἐνῷ ταυτοχρόνως διέπεται ἀπὸ ἀδήριτους φυσικοὺς νόμους. Ὁ πλησίον εἶναι ἀφετηριακὰ ἐχθρός μου. Ὡστόσο, τὸ μηδὲν ἔχει καὶ μιὰ δεύτερη ὄψη. Ἐμφανίζεται δηλαδὴ ὡς ἀτελεύτητη ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ὡς ἄκαρπη προσπάθεια καὶ ἀδυναμία τοῦ ἐγκοσμίου νὰ σταθεῖ ὄρθιο ὡς τέτοιο. Καμμιὰ ἀνάπαυση δὲν ὑπάρχει ἐδῶ, καμμία ἀργία, ἀφοῦ ἡ ἀδυναμία ὀντολογικῶν διακρίσεων παραδίδει τὰ πάντα στὸν θάνατο.
Ἄν, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἐκπίπτει ποτὲ σὲ ἁπλὴ ἐπιβίωση –καὶ παρ’ ὅλον ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει τερατώδης– τότε ἡ μεταφυσικὴ ἀνάγκη (ἡ ἀνάγκη γιὰ τὸν Θεό) ἀναδεικνύεται σὲ ἀπαράγραπτο ἀνθρωπολογικὸ χαρακτηριστικό. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης δὲν ἀποκαλύπτεται μόνον στὴν ἁγιότητα καὶ τὴ θρησκευτικὴ δημιουργία, ἀλλὰ καὶ στὴ δαιμονικότητα καὶ τὴν καταστροφικότητα, φανερώσεις τοῦ Κακοῦ οἱ ὁποῖες δὲν συναντῶνται στὴ φυσικὴ πραγματικότητα. Δὲν πρέπει ἐπ’ οὐδενὶ νὰ κατανοήσουμε τὸ πνευματικὸ ὡς μὴ ὑλικό, ὡς τὸ ἀντίθετο τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἐκδεχθοῦμε ὡς τὸ ὑλικὸ ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὸν ἑαυτό του. Ἑπομένως μιλοῦμε γιὰ τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀνθρώπινο, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει τὴν ἰδιαιτερότητα νὰ εἶναι αὐθυπερβατική-ἐκστατική, νὰ ὑφίσταται δηλαδὴ πάντοτε ὡς προσωπικὴ παρουσία καὶ ἑτερότητα. Τὸ ὀντολογικὸ κενὸ (ἡ ἀδυναμία εὕρεσης νοήματος καὶ σκοποῦ γιὰ τὴν ὕπαρξη, τὸν κόσμο καὶ τὴν Ἱστορία) συνδέεται ὅπως εἴπαμε μὲ τὴν ἐξάπλωση τῆς βίας καὶ τοῦ αὐθαίρετου φυσικοῦ καταναγκασμοῦ.
Τὸ ὑποκείμενο χάνει τὴ δυνατότητά του νὰ ἱκανοποι- εῖται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ νὰ εἰρηνεύει μὲ τὸν διπλανό του. Τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου εἶναι καλά, χωρὶς ἀμφιβολία. Παρ’ ὅλα ταῦτα οὔτε νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἄνθρωπο μποροῦν οὔτε νὰ μὴν τὸν ἱκανοποιήσουν. Ὁ ἄνθρωπος πεινᾶ καὶ διψᾶ γι’ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ μόνο μέσα στὸν κόσμο δύναται νὰ καλύψει τὴν ἀνάγκη του αὐτή. Θέλω κατὰ βάθος αὐτὸ ποὺ εἶναι μοναδικό, ἀνόμοιο καὶ ἀνεπανάληπτο. Δὲν ἀναπαύομαι παρὰ μονάχα στὸ ξεχωριστὸ καὶ ἐξαιρετικό, ἀφοῦ ἡ ὀντολογικὴ πληρότητα μοῦ χαρί- ζεται μέσῳ τῆς συγκρότησης προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν Δημιουργό. Ἡ ἀποτυχία στὴν ἐπίτευξη τούτης τῆς σχέσης μετατρέπει τὰ πάντα σὲ πιθανὰ ἀντικείμενα τῆς επιθυμίας μου. Ὅσο αὐτή ἡ ρευστότητα καὶ ἀστάθεια ἰσχύει γιὰ ἐμένα τὸν ἴδιο, ἄλλο τόσο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν γείτονά μου. Παύει ἔτσι νὰ μᾶς προστατεύει ἡ διαφορὰ τῶν ἐπιλογῶν μας, ὁπότε ξεμυτίζει ἡ ἀπροσωπία, ἡ ἀναγκαιότητα, ἡ ἀντιπαλότητα. Τότε τὰ διαβλητὰ πάθη κινδυνεύουν νὰ ἀποχαλινωθοῦν καὶ ὁ Ἄλλος νὰ γίνει ἀντιληπτὸς μόνο ὡς ἐμπόδιο τῶν κίβδηλων ἐπιθυμιῶν μου.
Πλούσιος, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ οὐσιώδη ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπιβίωσή του. Ἀντιστοίχως, φτωχὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν χορταίνει μὲ κανέναν τρόπο καὶ ἀγνοεῖ τὰ οὐσιώδη. Τὰ οὐσιώδη εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του.
Ὅταν ὅμως κάποιος παραπέμπει στὴν Κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, παραπέμπει σὲ ἕναν τρόπο ὕπαρξης ποὺ μόνον ἐμπειρικὰ μπορεῖ νὰ ἐπαληθευτεῖ, ἄρα κάθε ὑπέρβαση τοῦ μηδενὸς θὰ εἶναι πάντοτε ἀπρογραμμάτιστη καὶ ἀπροσδόκητη. Ὥστε, ὁ βίος νὰ διανύεται ὡς διαρκῶς ἀναγεννούμενη ἔκπληξη.
Από το αφιέρωμα «Tο μηδέν και το νόημα» του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 29, Ιανουάριος 2018.
O ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιάννη Κουτσούρη.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου