π. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Σεβαστοί Πατέρες, αξιότιμοι κ. Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι της ακαδημαϊκής κοινότητας, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί και αδελφές.
Ευχαριστώ κατ’ αρχάς την Οργανωτική Επιτροπή για την πρόσκληση να μιλήσω σ’ αυτό το Συνέδριο με σημαντική ιστορία, όπου έχουν ομιλήσει πριν από μας σημαντικές μορφές της Ορθοδόξου θεολογίας.
Το θέμα μου είναι ένα πολύ λεπτό θεολογικό και εκκλησιολογικό θέμα, και γι’ αυτό σας παρακαλώ να εύχεσθε κι εσείς αυτά που θα πω να μην αδικήσουν την αλήθεια, κατά το δυνατόν, και μήπως βγει κάτι καλό και για την Εκκλησία.
Θα ήθελα αρχικά να μου δώσετε ένα λεπτό πριν ξεκινήσω, να αφιερώσω αυτή ομιλία μου στον γιό μου Χρίστο Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον Μάϊο του 2014, Κυριακή πρωί, καθώς πήγαινε να ψάλλει σ’ ένα χωριό της Ξάνθης, πέταξε μ’ ένα ToyotaΥariς στον Ουρανό, κι ελπίζω κοντά στον Χριστό, καθώς και στον γιό μου Γρηγόρη, που βρίσκεται στην Ελβετία, διότι ήσαν η αφορμή, και οι δύο τους, τα τελευταία χρόνια να ασχοληθώ πιο εμπεριστατωμένα και συστηματικά με τα θεολογικά γράμματα.
Αυτοί είναι οι στίχοι που βρήκαμε μετά την κοίμηση του Χρίστου, σ’ ένα μικρό απόκομμα από ένα χαρτάκι
να βουτήξω και να δω χαμένες πολιτείες, θαμμένα ναυάγια
φύκια και μάρμαρα
χρυσά μηχανάκια,
αγάλματα πνιγμένων πριγκιπισσών, καλώδια και αρχαία σκάφανδρα
σ' ένα βυθό
ένα βυθό φωτεινό κι απρόσιτο
να ρουφήξω μ' ενα φιλί τον αέρα του
να με συνοδεύει στην επιφάνεια
(Χ.Α. 2001?)
Φαίνεται κατ’ αρχάς ότι δεν έχει σχέση με το Συνέδριό μας. Θα κλείσω όμως την ομιλία μου με μια δική του, πάλι, φράση, και νομίζω ότι μπορεί να κατανοηθεί στο τέλος ο μεταξύ τους σύνδεσμος. Για εκείνο που θα μπορούσα να προϊδεάσω είναι η βαθειά σχέση πνευματικής αναζήτησης, δόγματος και εν Χριστώ ζωής.. . . . .
Θα αρχίσω τώρα την διαπραγμάτευση του θέματος μου, που ίσως σήμερα φαίνεται ριζοσπαστικό.
Ένα εκ των σημαντικότερων θεολογικών θεμάτων που θέτει η εποχή μας είναι η έμφαση στην θεώρηση των μεγάλων χριστιανικών αιρέσεων όχι εξ επόψεως διάκρισης τους από την Ορθοδοξία - ως μη Ορθοδοξία, αλλά υπό την αντίστροφη προοπτική, στα πλαίσια της προσπάθειας της λεγομένης «ενώσεως των διασπασμένων χριστιανών».
Η αλλαγή προοπτικής έχει μερικές θεμελιώδεις αιτίες και ορισμένες ιστορικές αφορμές: η εκκλησιαστική έγνοια για τις αιρέσεις και τα σχίσματα, ο πόνος για τον χωρισμό, η διασπορά, τα προβλήματα των ιεραποστολών, οι πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και του συγκρητιστικού πνεύματος. Φυσικά, η μαρτυρία, ο διάλογος και η μέριμνα επιστροφής των χωρισθέντων μελών από την Εκκλησία είναι και πρέπει να είναι ζωντανή κάθε στιγμή, κατά την ευχή: «τους εσκορπισμένους επισυνάγαγε˙ τους πεπλανημένους επανάγαγε, και σύναψον τη Αγία σου Καθολική Εκκλησία» (Λειτ. Μ. Βασιλείου). Για την συνάντηση αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία μεριμνά και φέρνει θαυμαστά αποτελέσματα μέσω της θεολογίας της και της λατρείας της. Ταυτόχρονα, έχουν αναπτυχθεί επίσημοι θεολογικοί διάλογοι με ορισμένες ομολογίες. Στα πλαίσια αυτών των διαλόγων ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι συμμερίζονται, περισσότερο ή λιγότερο, μια συγκρητιστική προβληματική, όπως έχει αναπτυχθεί από τον προτεσταντισμό (ΠΣΕ, Culmann, Kung) και τον Ρωμαιοκαθολικισμό (Congar, Fries-Rahner). Επομένως, είναι αναγκαίο να εξετάζουμε προσεκτικά και να διορθώσουμε, αν αποδειχθεί ότι χρειάζεται, τις προϋποθέσεις της παρουσίας των Ορθοδόξων στους ανωτέρω διαλόγους.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια το ερώτημα: Το κριτήριο της Α λ ή θ ε ι α ς, που βέβαια δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την Αγάπη, μπορεί να καλυφθεί, να υποτιμηθεί ή και να συκοφαντηθεί, με πρόσχημα άλλους ιερούς σκοπούς, όπως είναι η ενότητα; Θα μπορούσε το Παύλειο «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8) να επανερμηνευθεί με την αποδοχή ενός άλλου Χριστού, ή ενός Θεού πέραν του Χριστού, όπως έχει υποστηριχθεί; Μπορούν τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας να αλλάζουν στο διάβα του χρόνου, παραμερίζοντας το κριτήριο της Αλήθειας; Και σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένα πνεύμα ελεύθερου δ ι α λ ό γ ο υ για την Ορθόδοξη θεολογία του 21ουαιώνα μετά την λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», όταν (α) ως σημαντικότερη επιτυχία της Συνόδου που αναδείχθηκε, τόσο από τους υποστηρικτές όσο και τους επικριτές της, είναι η αποδοχή των άλλων «εκκλησιών» και δογμάτων, έστω και έμμεσα, και (β) όταν οι θερμοί υποστηρικτές της Συνόδου, σχεδόν μέχρι και τις ημέρες μας, θεωρούν εκ των π ρ ο τ έ ρ ω ν οποιαδήποτε θεολογική κριτική της Συνόδου επικίνδυνη για την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αποκρούεται γενικώς ως φονταμενταλιστική ή όταν κριτική είναι αποδεκτή μόνον εντός π ρ ο δ ι α γ ε γ ρ α μ μ έ ν ο υ πλαισίου;
Επειδή η πρόσκληση του παρόντος Συνεδρίου που έλαβα υποδεικνύει μια apriori απολύτως καθαγιαστική θεώρηση έναντι της Συνόδου αποφάσισα να σεβασθώ τις προδιαγραφές της Οργανωτικής Επιτροπής, και να περιοριστώ έτσι, κατά δύναμη, στο δεύτερο μέρος της θεματολογίας του Συνεδρίου, δηλαδή για την «Ορθόδοξο Θεολογία στον 21οαιώνα». Ο τίτλος της ομιλίας μου, όπως ήδη γνωρίζετε, είναι «Χριστός, Αγία Τριάδα, Εκκλησία στον 21οαιώνα: τα δόγματα αλλάζουν;
Ας θεωρήσουμε μια θεολογία η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία: (α) άρνηση πλήρους Θεότητας και πλήρους ανθρωπίνης φύσεως ή θελήσεως στον Χριστό, (β) άρνηση στην Αγία Τριάδα πλήρους ισότητας των Προσώπων, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, (γ) άρνηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και αλλοίωση του συνοδικού χαρακτήρα της, και (δ) άρνηση της Ορθοδόξου γνωσιολογίας ως μετοχής του ανθρώπου στην Άκτιστη Εκκλησία. Θα ήθελα λοιπόν να σκεφθούμε πάνω σε μια τέτοια εξέλιξη. Θα μπορούσε μια θεολογία με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά να είναι η Ορθόδοξη θεολογία για τον 21οαιώνα;
Είναι το ερώτημα αυτό ρητορικό; Θα δείξω, δυστυχώς, ότι αυτή τη στιγμή ή δ η ζούμε σε χρόνο όπου μείζονες δογματικές αμφισβητήσεις έχουν εξαπολυθεί μέσα στο Σώμα της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας και μάχονται τον ζωντανό οργανισμό Της.
Θα αρχίσω από ορισμένη κατανόηση της Εκκλησίας που προέβαλε Ορθόδοξος εκπρόσωπος στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Υποστηρίχθηκε ότι: “ Κ α θ ο λ ι κ ό τ η τ α είναι η διάσταση εκείνη της εκκλησίας που φέρνει κ ο ν τ ά ακόμη και ιστορικές ταυτότητες και παραδόσεις, με τρόπο που να μπορούν αυτές να υπερβαίνονται μέσα στην ενότητα του σώματος του Χριστού». Το «φέρνει κοντά» δεν σημαίνει στην περίπτωση αυτή ένα εκκλησιαστικό φρόνημα ευγένειας, σεβασμού και αγάπης προς τους ετεροδόξους, με το οποίο συχνά αυτοπροβάλλεται ο συγκρητισμός, αλλά πρόκειται, κατά τον ίδιο ομιλητή, για «ο ρ γ α ν ι κ ή ε ν ό τ η τ α των δύο βασικών παραδόσεων (Ανατολής - Δύσεως) που σ υ ν ι σ τ ο ύ ν τη μ ί α και κ ο ι ν ή ταυτότητά μας ως σώματος του Χριστού».
Η κατεύθυνση αυτή της συνθέσεως μιας «εκκλησίας», μέσω της ρευστοποιήσεως των διαφορετικών παραδόσεων σε «οργανική ενότητα» αντιθέτων, επιχειρείται να δικαιωθεί ως εξής: «η αλλαγή όρων και κ λ ί μ α τ ο ς ε π ι κ ο ι ν ω ν ί α ς μ ε τ α β ά λ λ ε ι και τη σ η μ α σ ία των διαφορών, αλλά και την σ η μ α σ ί α της “α ί ρ ε σ η ς” και ζητάει να ορισθεί εκ νέου». Επαναλαμβάνω την πρόταση: η «αίρεση» στον 21οαιώνα «ζητάει να ορισθεί εκ νέου».
Ποιός είναι ο ορισμός της αίρεσης που ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες; Κατά τον αυτόν συνάδελφο ακαδημαϊκό καθηγητή: «η αίρεση δ ε ν β ρ ί σ κ ε τ α ι σε κάποιο δ ο γ μ α τ ι κ ό λ ά θ ο ς…, αλλά εντοπίζεται στην απόρριψη της ε ν ό τ η τ α ς και της αγάπης». Αλλά η Ορθόδοξη Θεολογία, που συμπυκνώνεται στην Θ. Λειτουργία, κατανοεί “την ενότητα της π ί σ τ ε ω ς, και την κ ο ι ν ω ν ί α του Αγίου Πνεύματος” ως αδιάσπαστες προϋποθέσεις για την πληρότητα της μετοχής στο Σώμα του Χριστού. Για την θεολογική τάση όμως που περιγράφω μοιάζει να μην υπάρχουν ορθές και λανθασμένες δογματικές διατυπώσεις στον χριστιανικό κόσμο…. Για την δημιουργία μιας νέας οικουμενικής “εκκλησίας” αρκεί μια αμοιβαία δογματική ανοχή, με μια ελάχιστη συμφωνία, ανεξάρτητη προφανώς από την Αλήθεια. Η συνύπαρξη δε αλήθειας και το ψεύδους μπορεί να θεωρείται και ως αποδοχή της ετερότητας στην σύγχρονη πολυπολιτισμική πραγματικότητα…
Τα δόγματα της εκκλησίας είναι άσαρκα; Χωρίς ζωή; Μπορούμε να τα αφήσουμε πίσω; Αρκεί μια απροσδιόριστη αναφορά στον Χριστό και στην Αγία Τριάδα για μια συγχώνευση Ορθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού; Υπάρχει μία αντίληψη για τον Χριστό και την Αγία Τριάδα στην Ορθόδοξη Παράδοση, στον Ρωμαιοκαθολικισμό και τις πολυάριθμες παραφυάδες του προτεσταντικού κόσμου;
Σε άλλο σημείο της ομιλίας στο ΠΣΕ, που αναφέρθηκα ανωτέρω, ο Σαρκωθείς Θεός, ο Χριστός, θεωρείται μη πλήρης και μοναδικός Θεός. Κατά λέξη: «ο Θεός πρέπει να παραμείνει ελεύθερος, ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς ακόμα και από την δική του ε μ π λ ο κ ή στην ιστορία. Η σάρκωση δεν κ α θ η λ ώ ν ε ι τ ο ν Θ ε ό στην ιστορία». Στην ίδια ομιλία ο Χριστός τίθεται στο στόχαστρο μιας δήθεν επιστημονικής απομυθεύσεως. Υποστηρίζεται ότι «όπως η αυθεντία του λόγου των Γραφών, έτσι και οι πράξεις του Χριστού, ο χαρακτήρας ή η συμπεριφορά του, ακόμη και η ηθική του που δίδαξε, έχουν καταστεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης». Δεν γνωρίζει λοιπόν σήμερα ο ομιλητής «Ποιός» είναι ο Χριστός. Το Πνεύμα το Άγιο δεν αποκαλύπτει σήμερα τον Χριστό στην Εκκλησία. Η αλήθεια έρχεται από το μέλλον. Τα πάντα αμφισβητούνται εν ονόματι μιας ειδωλοποιήσεως της εσχατολογίας, που ερμηνεύεται ως ελευθερία από το παρελθόν, δηλαδή από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πρόκειται για μια θρησκευτική έκδοση του νεωτερικού και μετανεωτερικού πνεύματος, όπου το μελλοντικό, ως νεώτερο, θεωρείται πρόοδος, και ο υποκειμενισμός μπορεί να απαιτεί τον ρόλο της νέας αυθεντίας.
Είναι βέβαια αντίθετο όχι μόνο προς την Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και των άλλων Καππαδοκών, αλλά και όλης της Πατερικής Θεολογίας, η άποψη του ιδίου συγγραφέως ότι η τ ε λ ι κ ή Αλήθεια είναι η Μονάδα από την οποία αναδύεται οντολογικά η Τριάδα. Κατά τον αυτόν συγγραφέα, ερμηνεύοντας πάλι τον Αγ. Γρηγόριο Θεολόγο, «όταν ο Γρηγόριος… αναφέρεται στο πώς η Αγία Τριάδα α ν α δ ύ θ η κ ε ο ν τ ο λ ο γ ι κ ά… ταυτίζει τ η ν Μ ο ν ά δ α με τον Π α τ έ ρ α», και όταν αναφέρεται στο πως η Τριάδα αναδύεται οντολογικά από την Τριάδα, ταυτίζει την Μονάδα με τον Πατέρα!
Επισημαίνει όμως ακριβέστατα ο μέγας Θεολόγος Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εκφράζοντας όλη την Εκκλησία : “οὐ γάρ κ α τ ά π α ρ α γ ω γ ή ν ἐκ μ ο ν ά δ ο ς Τριάς, ἀγένητος ὑπάρχουσα καί α ὐ τ έ κ φ α ν τ ο ς”. «οὐ γάρ ὑφέσει δυνάμεως διακέκριται τῆς μονάδος ἡ Τριάς, ἤ τῆς Τριάδος ἡ μονάς». Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια «προτεραιότητα» ή «οντολογική ιεραρχία» μεταξύ Μονάδος – Τριάδος.
Ο μετανεωτερικός θεολογικός υποκειμενισμός για να γίνει αποδεκτός από τον λαό εμφανίζεται ως Πατερική θεολογία. Αποτολμάται, για παράδειγμα, πέραν πάσης θεολογικής ερμηνείας, αλλά και επιστημονικής δεοντολογίας, η διατύπωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
«Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ μία, Θ ε ό ς. Ἕνωσις δὲ, ὁ Πατὴρ»
να δημοσιεύεται (σε αγγλική μετάφραση) με αποσιωπητικά στη λέξη «Θεός» και να διαβάζεται ως εξής
«Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ μία,… Ἕνωσις δὲ, ὁ Πατὴρ»,
και να συμπεραίνεται ότι η τελική αλήθεια είναι ο Πατήρ ή η Μονάς. (Ο συγγραφέας στοιχίζεται στην γραμμή του Rahner: “Karl Rahner has pertinently reminded us that, in the Bible, G o d is the F a t h e r”).
Το σύγχρονο αντι-Τριαδικό νεοπλατωνίζον και απολλιναρίζον θεολογικό «μοντέλο», που απορρίπτει ο Άγ. Μάξιμος και δι’ αυτού ολόκληρη η Εκκλησία, θεωρείται εντούτοις πολλαπλά χρήσιμο από τους υποστηρικτές του! Πρώτον, διότι: «Μια Τριαδική θεολογία που τ α υ τ ί ζ ε ι τον έ ν α Θεό με τον Π α τ έ ρ α μπορεί να υποστηριχθεί περισσότερο πειστικά στο πλαίσιο του διαλόγου με μ ο ν ο θ ε ϊ σ τ ι κ έ ς θρησκείες». Δεύτερον, διότι το αντι-Τριαδικό μοντέλο μπορεί να εφαρμοσθεί στην Εκκλησιολογία. Υποστηρίζεται: «Αν μέσα στην Αγία Τριάδα, στο γνησιότερο Είναι που υπάρχει, που είναι ο Θ ε ό ς, αν εκεί μέσα υπάρχει ι ε ρ α ρ χ ί α, πώς είναι δυνατόν η εκκλησία που εικονίζει την Αγία Τριάδα να μην αντανακλά αυτήν την κατάσταση;» «Ι ε ρ α ρ χ ί α έχουμε από την πρώτη στιγμή, διότι ακόμη μέσα στο σώμα των αποστόλων έχουμε τον Π έ τ ρ ο, ο οποίος οπωσδήποτε ξ ε χ ω ρ ί ζ ε ι από τους άλλους»!
Σχετικά με την σχέση «Πρώτου» και Συνόδου, η ανωτέρω άποψη θεωρεί ότι: «Ο πρώτος (primus) […] π α ρ έ χ ε ι στη σύνοδο τη θ ε ο λ ο γ ι κ ή της υ π ό σ τ α σ η»! Δηλαδή, κατά τη νέα ιεραρχική εκκλησιολογία, όλοι οι επίσκοποι, πλην του Πρώτου, δεν έχουν πλήρες επισκοπικό χάρισμα. Την θεολογική της υπόσταση, αναπόσπαστο και ουσιώδες στοιχείο του επισκοπικού αξιώματος, την λαμβάνει η σύνοδος από τον Πρώτο! (Θα κάνω μια μικρή παρέμβαση εδώ, για να σημειώσω ότι η πυραμοειδής ιεράρχηση στην εν Κρήτη Σύνοδο σε «Πρώτους», που ψήφιζαν, σε επισκόπους που παρευρίσκοντο- αλλά δεν είχαν ψήφο, και σε επισκόπους που δεν παρίσταντο, ομοιάζει ως σχήμα στην ιεραρχική αντίληψη της εκκλησιολογίας που προανέφερα, αλλά θα ήθελα να ελπίζω ότι ήταν μία απλή σύμπτωση).
Φοβούμαι προσωπικά πως η επιχειρούμενη τοιουτοτρόπως υπερύψωση του «πρωτείου» του Οικουμενικού θρόνου δ ρ α α θ έ λ η τ α ε ν α ν τ ί ο ν του, και ίσως ροκανίζει και αυτό το καλώς νοούμενο «πρωτείο τιμής».
Στις ανωτέρω καινοφανείς απόψεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το μοναδικό Ευαγγέλιο της εξ απείρου αγάπης σαρκώσεως του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και της Αποκαλύψεως του μυστηρίου της εν μονάδι Τριάδος παρακάμπονται. Βέβαια, όπως έχω πληροφορηθεί, η αντι-Τριαδική αυτή άποψη, που ξεχωρίζει τον Θεό-Πατέρα από την Αγία Τριάδα (με πρακτικό στόχο την προβολή αυτού του σχήματος στην Εκκλησία και την θεμελίωση του «πρωτείου» εξουσίας), προτάθηκε σε Πανορθόδοξη Επιτροπή προ της εν Κρήτη Συνόδου, και τελικώς αποσύρθηκε.
Συμπεραίνοντας, εκ των ολίγων μαρτυριών που μπορέσαμε να αναφέρουμε στην παρούσα εισήγηση, νομίζουμε ότι προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα. (1) Οι εισηγητές της μεταβολής των δογμάτων του Θεανθρώπου Χριστού, της Αγίας Τριάδος και της Εκκλησίας δεν έχουν καταθέσει ουδόλως πειστική επιχειρηματολογία περί της νομιμότητας τέτοιων δογματικών μεταβολών. (2) Εν ονόματι της λεγομένης ενώσεως των εκκλησιών, ορισμένες απόψεις που υποστηρίζονται από εκπροσώπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχουν αστοχήσει πλήρως εξ Ορθοδόξου επόψεως, (3) Ο στόχος της ενότητας, εν απουσία στέρεας Ορθοδόξου δογματικής συνειδήσεως και εκκλησιαστικής διακρίσεως, όχι μόνο δεν προσφέρει Ορθόδοξη μαρτυρία στους ετεροδόξους, αλλά παράγει μη Ορθόδοξη θεολογία που σκοτίζει και τον Ορθόδοξο λαό και είναι, δυνάμει, αιτία σχισμάτων…
Δημιουργείται ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα: Οι αλλοιώσεις του δόγματος, όπως αυτές που αναφέρθηκαν, θεωρούνται γενικώς νόμιμες από τους υποστηρικτές της προτεραιότητας της Χριστιανικής «ενότητας» έναντι της Αληθείας; Εάν όχι, ποιες κινήσεις έχουν γίνει για τη διόρθωσή τους; Εάν, πάλι, τέτοιες αλλαγές θεωρούνται σήμερα νόμιμες ή δεν απορρίπτονται βάσει της αρχής της ανεκτικότητας, πιστεύω ότι θα απορριφθούν από το Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Ορθόδοξη θεολογία του 21ουαιώνα μπορεί να έχει μέλλον, και μάλιστα λαμπρό, εάν είναι, πρώτον Χριστιανική, και δεύτερον Ορθόδοξη! Η Εκκλησία θα μπορεί να κινηθεί θεοπρεπώς στον νέο αιώνα εάν εμβαθύνει στο μυστήριο της υπάρξεώς της, στο μυστήριο του Χριστού και στο μυστήριο της υπερουσίου Τριάδος. Από κει μπορεί να πηγάζουν οι νέες επίκαιρες φόρμες εκφράσεως της αρρήτου Αλήθειάς της και απαντήσεις στα καινοφανή ερωτήματα, τις προκλήσεις και προσκλήσεις του επιστημονικοτεχνικού φαινομένου, των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, του μηδενισμού που διαπερνά μεγάλο μέρος των λεγομένων ανεπτυγμένων χωρών, των θρησκευτικοπολιτικών ουτοπιών, καθώς και της πνευματικής αναζητήσεως ευαίσθητων ανθρώπων ανά τον κόσμο.
Τελειώνω με μία φράση του γιού μου, Χρίστου Αναγνωστόπουλου, που συνδέει το κείμενο της ομιλίας με το ποίημα που σας διάβασα στην αρχή της. Είναι μια φράση, που επίσης βρήκαμε σ’ ένα ημερολόγιο λίγο πριν την κοίμησή του:
«Ένας Θεός που δεν είναι Τριάδα Προσώπων
είναι στ' αλήθεια φρικτός»!
*8ΟΔιεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας, Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας: Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21οαιώνα, Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ., 21-25 Μαΐου 2018. Η εισήγηση περιέχει στοιχεία από υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο «Αγία Τριάς, ο Θεός ημών», όπου και παρουσιάζονται πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές.
* αναπληρωτής καθηγητή στον Τομέα Τηλεπικοινωνιών και Διαστημικής (Εργαστήριο Ηλεκτρομαγνητικής Θεωρίας) τουΠολυτεχνείου Ξάνθης.
Εικόνα: Η Φιλοξενία του Αβραάμ. Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. 15ος αι.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου