Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση (19)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συστηματικής – Δογματικής Θεολογίας 

Διπλωματική εργασία Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση.

Καθηγητής: Χρ. Σταμούλης 

Φοιτητής : Περικλής Αγγελόπουλος - Θεσσαλονίκη 2020

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

8. Η επίδραση του Υπαρξισμού στο έργο του Χρ. Γιανναρά

Ο Χρ. Γιανναράς αποκτώντας εκλεκτικές συγγένειες308 με την υπαρξιστική φιλοσοφία επιχειρεί να απαντήσει στο οντολογικό ερώτημα με τρόπο που να αφορά το ιστορικό παρόν, ενώ ταυτόχρονα η απάντηση του κρηπιδώνεται στον αιώνιο και διαχρονικό χαρακτήρα της ορθόδοξης θεολογίας. Εκκινώντας από τη γνωσιολογία, αλλά και την έννοια του προσώπου προχωρεί σε συνάφεια με την υπαρξιστική σκέψη, σε μια κριτική θεώρηση της δυτικής μεταφυσικής, αλλά και του συνόλου του πολιτισμού.

Ο καθηγητής θεωρεί τη νοησιαρχική προσέγγιση, η οποία θεμελιώθηκε στην ιδέα του έλλογου υποκειμένου, υπεύθυνη για τον μηδενισμό των αξιών που χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα αλλά και για τη δημιουργία ενός τεχνοκρατικού πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από την απώλεια του προσώπου309. Η δυτική σκέψη στη μακρά ιστορική της πορεία συνέλαβε την ιδέα του Θεού ως λογικά αναγκαίας, αφηρημένης και απρόσωπης ωστόσο, Πρώτης Αρχής, που δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο, αλλά και ως το ανώτατο Αγαθό, την υπέρτατη αξία, το μέτρο της κρίσης των πραγμάτων, που αποτελεί το σκοπό και το τέλος κάθε ηθικής απόφασης. Ο Χρ. Γιανναράς διατρέχοντας το σύνολο της δυτικής μεταφυσικής σκέψης και συντασσόμενος με την άποψη του Χάιντεγκερ, όπως εκφράστηκε στο βιβλίο του Γερμανού στοχαστή για τον Νίτσε310, καταδεικνύει ότι η Δυτική μεταφυσική από τις απαρχές της, το μεσαιωνικό σχολαστικισμό και στη συνέχεια είτε με την μορφή του ορθολογισμού είτε με τη μορφή του εμπειρισμού βασίστηκε στην προτεραιότητα της ορθολογικής σύλληψης της πραγματικότητας και στον ορισμό του προσώπου ως «ατομικής ουσίας της ελλόγου φύσεως»311.

Ο Χρ. Γιανναράς επισημαίνει ότι ο «θάνατος του Θεού», η άρνηση δηλαδή των ανθρώπων να ταυτίσουν την πραγματικότητα της ύπαρξης με την Αιτιώδη Αρχή, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δεν αναφέρεται στον χριστιανικό Θεό της βιβλικής παράδοσης, αλλά στο Θεό του ορθολογισμού και του ιδεαλισμού, που έχει τις καταβολές του στην πλατωνική σκέψη.[EΦΟΣΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ] Ο «θάνατος του Θεού» από τη σκοπιά αυτή δεν αφορά τον άνθρωπο που απορρίπτει την πίστη ή δείχνει θρησκευτική αδιαφορία ως αποτέλεσμα της αντίδρασης στη δημιουργία των «ειδώλων» του Θεού, αλλά αφορά τον άνθρωπο που αναζητά την προσωπική και άμεση σχέση με τον Θεό, που όπως και ο Νίτσε διαπιστώνει έχει αντικατασταθεί από μια αφηρημένη έννοια ή ένα σύνολο ηθικών αρχών. Από την άποψη αυτή στην ορθολογική σύλληψη του κόσμου, αλλά και στην απόρριψη της, θεμελιώνεται και ο νεώτερος υποκειμενισμός που εδράζεται στην ιδέα του αυτόνομου υποκειμένου που αποτελεί το θεμέλιο της γνώσης.
Ωστόσο, στη σκέψη του Χάιντεγκερ, το Μηδέν, εκλαμβάνεται ως ο κενός χώρος που προκύπτει από την άρνηση των ανθρώπων να εξαντλήσουν το γεγονός της ύπαρξης στη νοησιαρχική ή ηθική σύλληψη του Θεού, δίχως ωστόσο να αρνείται την ύπαρξη του. Το Μηδέν δεν είναι το Τίποτα, αλλά το σημείο εκκίνησης της σκέψης που απορεί για την έσχατη πραγματικότητα. Η προοπτική αυτή διανοίγει ένα νέο βάθος στο ερώτημα για το Είναι, το οποίο υπερβαίνει την ορθολογική σκέψη αλλά και την ιδέα της ηθικής πράξης, αναγνωρίζοντας τα όρια της ορθολογικής σκέψης και της ηθικής πράξης στο ζήτημα της γνώσης της υπερβατικής πραγματικότητας312.

Η στάση αυτή της άρνησης να οριστεί η πραγματικότητα του Θεού με νοητικές κατηγορίες σύμφωνα με το Χρ. Γιανναρά, συναντά τη σκέψη του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη και τον αποφατισμό του προσώπου. Η στάση της άρνησης να οριστεί η αλήθεια με νοητικές κατασκευές, δεν αναφέρεται στην απόρριψη των κανόνων της συλλογιστικής σκέψης, αλλά στην αντίθεση να ταυτιστεί η αλήθεια με τον ορισμό των όντων. Η γνώση του Θεού υπερβαίνει τη νοητική του σύλληψη, και πραγματοποιείται σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη μέσα από την αποδέσμευση από κάθε κατηγορία της σκέψης, και κάθε γνώση, προκειμένου να συναντήσει την «υπερούσια του θείου σκότους ακτίνα»313.

Η γνώση του Θεού που υπερβαίνει κάθε νόημα και κάθε ουσία, πραγματοποιείται ως γεγονός σχέσης, και συνιστά τον αποφατισμό του προσώπου. Η γνώση δεν εξαντλείται στις νοητικές κατηγορίες που συλλαμβάνουν τους προσδιορισμούς του όντος, αλλά πραγματώνεται πρωταρχικά στην συνάντηση του Θεού ως υπόστασης, ως υπαρκτικής πραγματικότητας, η φανέρωση της οποίας υπερβαίνει τους προσδιορισμούς της. Ο Θεός λοιπόν, υπάρχει και γνωρίζεται πρωταρχικά ως πρόσωπο314. 

Η αποφατική γνωσιολογία του Χρ. Γιανναρά συναντά την γνωσιολογία του υπαρξισμού, η οποία μεταφέρει τη δυνατότητα της γνώσης, από τον εξωτερικό κόσμο στη συνείδηση. Η πραγματικότητα δεν συλλαμβάνεται, παρά έμμεσα με τη συλλογιστική δυνατότητα. Η άμεση πρόσβαση στην πραγματικότητα πραγματοποιείται μέσα από τη σχέση της συνείδησης με τα πράγματα. Η αλήθεια, αφορά ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου, καθώς συνδέεται με την Ιδέα, που ταυτίζεται με τη ζωή και την πίστη, που σηματοδοτεί την υπέρβαση του εφήμερου και του πεπερασμένου με την αναζήτηση του αιώνιου και του Θεϊκού. Η ζωή και η γνώση δεν εξαντλούνται στην απλή βιολογική παρουσία στον κόσμο αλλά συνδέονται με την υποστασιακή φανέρωση, την επίγνωση του βάθους της ύπαρξης, της συνείδησης της ελευθερίας και της αγωνίας που διακατέχει το ανθρώπινο πνεύμα. Η σύλληψη του ανθρώπου ως σύνθεσης απείρου και περατού από τον Κίρκεγκωρ θεμελιώνει στην υποκειμενικότητα και την υπαρξιακή γνώση στην πραγματικότητα της υπόστασης. Η έννοια της υπόστασης ταυτίζεται με την έννοια του προσώπου που ο Δανός στοχαστής έδωσε τη σημασία «αυτού που θεμελιωδώς είμαι εγώ για τον εαυτό μου»315.

Η έννοια του προσώπου που στηρίζεται στη θέση ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, συναντά την υπαρξιστική σκέψη ιδίως του Ζ.Π. Σάρτρ, που υποστήριξε ότι οφείλουμε να ξεκινούμε τη μελέτη μας, από την υποκειμενικότητα316. Με τη θέση αυτή, ο Ζ. Π. Σάρτρ, επιχειρεί να θεμελιώσει τον άθεο υπαρξισμό, ενώ ο Χρ. Γιανναράς θα διαμορφώσει μια οντολογία, στην οποία η ελευθερία του προσώπου, ως όντος σε σχέση και αναφορά τίθεται ως το οντολογικό θεμέλιο της ύπαρξης. Ο Γάλλος φιλόσοφος θα υποστηρίξει ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως αποτέλεσμα της σύλληψης του από ένα Θεό δημιουργό, ούτε εκφράζει μια γενική φύση με καθολικά χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος πρωταρχικά υπάρχει για τον εαυτό του, δίχως να αναφέρεται στα επιμέρους όντα και το οντολογικό (Ontologish) , που αναφέρεται στο Είναι(Ον). Μεταξύ τους υπάρχει οντολογική διαφορά. Το Ον δεν αποτελείται από τα επιμέρους όντα αλλά αναφέρεται στο ον ως τοιούτο. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ η φιλοσοφία ασχολήθηκε με το είναι των όντων παραγνωρίζοντας το ερώτημα τι σημαίνει να υπάρχουν τα όντα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και όχι το τίποτα. Το ερώτημα που προκύπτει δεν αφορά το είναι των επιμέρους όντων, το οποίο μελετά η επιστήμη αλλά «Το να είναι» των όντων το οποίο αναφέρεται στην ύπαρξη τους αυτή καθαυτή και στην παρουσία τους στον κόσμο. Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ δε ρωτάει για το είναι των όντων αλλά για την αλήθεια του Είναι.321

Ο Χρ. Γιανναράς σε συνάφεια με τη σκέψη του Χάιντεγκερ, θα υποστηρίξει ότι η οντική και η οντολογική σύλληψη του είναι συνιστούν δύο διαφορετικές φιλοσοφικές στάσεις. Εκκινώντας από τη γλώσσα, παρατηρούμε ότι η συνήθης και καθημερινή σημασία του είναι, αφορά την πιστοποίηση του υπαρκτικού γεγονότος, την απόδοση χαρακτηριστικών στα όντα και την αυτοσυνειδησία της έλλογης ύπαρξης. Το φιλοσοφικό ερώτημα ξεκινά τη στιγμή που γεννιέται η διερώτηση «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;» Η γλώσσα και πάλι γίνεται οδηγός για την κατανόηση του οντολογικού ερωτήματος. Η υπέρβαση της διαπιστωτικής χρήσης του είναι επιτυγχάνεται με τη χρήση του ρηματικού τύπου της μετοχής του είναι που διαμορφώνεται ως : ων, ούσα, ον και του παράγωγου ουσιαστικού ουσία και χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την πραγματικότητα της ύπαρξης. Η χρήση της μετοχής μας υποδεικνύει ένα άλλο τρόπο εννόησης της ύπαρξης, αυτού της μετοχής στο γεγονός του είναι.

Τα όντα στην προοπτική αυτή υπάρχουν σε σχέση με το είναι και θέτουν εναργέστερα τα ερωτήματα για τη σχέση του είναι με την πραγματικότητα, τη σχέση των όντων αλλά και τη διαφορά τους από το είναι. Στην προοπτική αυτή αναπτύσσονται οι δύο οντολογικές θεωρήσεις, η οντική και η οντολογική. Η οντική διερώτηση διατυπώνει το ερώτημα ως προς το «τι κάνει τα όντα να είναι;», αναζητώντας το καταγωγικό στοιχείο της ύπαρξης τους. Τα όντα τίθενται ως ατομικές υποστάσεις, οι οποίες επιδέχονται ορισμό και αναζητείται η αιτιώδης αρχή της πραγματικότητας τους, η οποία και ως πηγή της ύπαρξης τους, εκλαμβάνεται ως αξιολογικά υπέρτερη.

Η θέση αυτή που έχει την καταγωγή της στην οντολογία του Αριστοτέλη, επιχειρεί να προσεγγίσει τα όντα προβάλλοντας την αξίωση της έλλογης κατανόησης τους και συμβάλλει στην αιτιοκρατική εξήγηση του κόσμου, καθώς θεωρεί ότι τα όντα υπάρχουν ως αποτέλεσμα της ενέργειας του ανώτατου Όντος που αποτελεί την αρχική αιτία του είναι. Η οντική σύλληψη του είναι με την αναζήτηση της Πρώτης Αρχής, την απόπειρα περιγραφής της ουσίας των όντων και την αναγνώριση της σχέσης αίτιου, αιτιατού συνέβαλλε καθοριστικά στην νοητική σύλληψη του Θεού, από τον Αριστοτέλη ακόμα, και στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης καθώς και στη τεχνοκρατική οικοδόμηση του κόσμου και που όπως είδαμε μέχρι τώρα στη μελέτη μας διαμόρφωσε τη δυτική μεταφυσική σκέψη και τον δυτικό τεχνοκρατικό πολιτισμό322. 

Αντίθετα με την οντική προοπτική, η οντολογική εκδοχή που και πάλι όπως έχουμε δει έχει τις ρίζες της στην αριστοτελική σκέψη, αποδεσμεύει το ερώτημα από την αναζήτηση της αιτίας του είναι και θέτει το ερώτημα για τη διαφορά μεταξύ των όντων και του είναι. Ο Χρ. Γιανναράς ακολουθώντας την αριστοτελική μεταφυσική, στην οποία αναφέρεται και ο Χάιντεγκερ, θα καταδείξει ότι η ύπαρξη αιωρείται ανάμεσα στο είναι και το μη είναι. Διαλεγόμενος με τον Γερμανό στοχαστή και τον Αριστοτέλη, θα τονίσει ότι η ύλη υπάρχει εμπεριέχοντας τις δυνατότητες της κίνησης, άρα της πραγμάτωσης της μορφής σύμφωνα με το είδος του όντος, ή της ακινησίας που οδηγεί στη φθορά και στο πέρασμα στο μη είναι.

Η ύλη δεν αποτελεί παθητικό αποδέκτη της δύναμης του κινητικού αιτίου, αλλά εμπεριέχει τη δυνατότητα να ενεργεί, μεταβαίνοντας από το εν δυνάμει στο εν ενεργεία ον. Η ύλη έτσι, στην τελική της μορφή αποτελεί καθαρή ενέργεια, καθώς η κίνηση είναι αΐδιος και εντός του χρόνου. Για να υπάρχει κίνηση αΐδιος, σημαίνει ότι η ενέργεια προηγείται της δυνατότητας κάθε μετάβασης από το δυνάμει στο ενεργεία. Το Πρώτο Κινούν αποτελείται από καθαρή ενέργεια, άυλο και ακίνητο νοεί μόνο τον εαυτό του και διαφέρει ως προς την οντολογική πραγματικότητα από τα όντα καθώς αποτελεί ξεχωριστή φύση. Η ενέργεια της νόησης του εαυτού του συνιστά στο Θεό την ενεργητική κατοχή του είναι, δηλαδή την αυτοζωή και διαφέρει από τα όντα, καθώς δεν γνώρισε ποτέ κίνηση από το δυνάμει στο ενεργεία. Το είναι έτσι, ενώ αποτελεί την αιτιώδη αρχή των υπαρκτών, ταυτόχρονα τα υπερβαίνει. Το ερώτημα για το είναι και τα όντα δεν τίθεται ως προς την αιτιώδη αρχή, αλλά ως προς τη διαφορά των όντων από το είναι. Τα όντα στην οντολογική προοπτική όπως σημειώνει και ο Χάιντεγκερ υπάρχουν, ως φύσις, ως δυνατότητες φανέρωσης ή μη, του είναι323. 

Η υπέρβαση της νοησιαρχικής σκέψης μας επιτρέπει να αποσπαστούμε από την αποσπασματική σύλληψη του είναι και να προσεγγίσουμε την αλήθεια των όντων και του Είναι στην καθολική τους φανέρωση. Ο Χρ. Γιανναράς, θα θεμελιώσει την ύπαρξη των όντων όχι στην κίνηση ανάμεσα στο Είναι και το μη-Είναι, ως εμφάνισης στον ορίζοντα του χρόνου, όπως ο Γερμανός στοχαστής, αλλά ανάμεσα στο πρόσωπο ως ον σε σχέση και αναφορά και στο Μηδέν, το οποίο ορίζει ως ατομική επιβίωση της φύσης και των ενεργειών της, αποκομμένης από το γεγονός της σχέσης από την όντως ζωή324.
 
Στο ίδιο κλίμα, η έννοια της αλήθειας ως φανέρωσης από τη λήθη, που διατύπωσε ο Χάιντεγκερ αρνούμενος την αντικειμενική ύπαρξη της αλήθειας ως γεγονότος που πιστοποιείται από την αποδεικτική σκέψη, ο Χρ. Γιανναράς θα αναδείξει την αποφατική και κοινωνική φύση της αλήθειας, ως γεγονότος στο οποίο ο άνθρωπος μετέχει και κοινωνεί με τους άλλους, παρά ως μια αντικειμενική πραγματικότητα που συλλαμβάνεται νοητικά και εξαντλείται στη σύμπτωση της έννοιας και του πράγματος325.

Θα λέγαμε ακόμα, ότι ο Χρ. Γιανναράς αναδεικνύει την υποκειμενικότητα, την ετερότητα και την μοναδικότητα του προσώπου και συναντά την σκέψη των υπαρξιστών που καταφάσκουν στην υποκειμενικότητα και την αναδεικνύουν ως τη μόνη πραγματικότητα326. Από την άποψη αυτή συμβαδίζει με την γνωσιολογία του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας, καθώς η γνωσιοθεωρία του ξεκινά από την εμπειρική πραγματικότητα και θεμελιώνεται στην αναφορικότητα και την προθετικότητα της συνείδησης των όντων. Η σύλληψη του ανθρώπου από τον Μ. Χάιντεγκερ ως όντος το οποίο διαμορφώνεται από τη δυνατότητα ως ένα καθ΄οδόν είναι σε μια εκ-στατική κίνηση υπέρβασης της ύπαρξης του, ώστε να γίνει αυτό το οποίο δεν είναι ακόμα, ομοιάζει με τη σκέψη του Χρ. Γιανναρά για την εκ-στατική φύση του όντος.

Ωστόσο, στη σκέψη του καθηγητή ο εκ-στατικός χαρακτήρας του όντος αποκτά ένα νέο άνοιγμα στην απειρότητα καθώς αναφέρεται στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τη μεταμορφωτική πορεία ομοίωσης μαζί του, που στην εκκλησιαστική ορολογία περιγράφεται με τον όρο της θέωσης327.

Ακόμα, ο θεολόγος συντάσσεται με τον Χάϊντεργκερ και τον Γιάσπερς που ασκούν κριτική στον σύγχρονο τεχνοκρατικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε στη Δύση. Η παρακμή του πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από τη φυγή των θεών, την μαζοποίηση της ζωής, και την απώλεια του πνεύματος, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, βρίσκει σε συμφωνία τον Χρ. Γιανναρά θεωρεί ότι η παρακμή του πολιτισμού οφείλεται στην σύλληψη του ανθρώπου ως όντος ορθολογικού που παραγνώρισε την ανορθόλογη πλευρά της ζωής και την ουσιαστική φύση των όντων, η οποία σύμφωνα με τον Ηράκλειτο «κρύπτεσθαι φιλεί»328.

Θα λέγαμε ότι η σκέψη του Χρ. Γιανναρά είναι μια σκέψη βαθιά υπαρξιακή που απευθύνεται στον σύγχρονο άνθρωπο δίνοντας απαντήσεις από την πλευρά της ορθόδοξης θεολογίας. Διαλεγόμενος με τα σύγχρονα επιστημονικά ρεύματα, τον υπαρξισμό, την ψυχανάλυση, τον μαρξισμό διατυπώνει μια συνολική πρόταση του βίου, που αφορά κάθε πτυχή της ζωής και που την θεμελιώνει στον κατ΄ αλήθεια τρόπο της ύπαρξης, που καταφάσκει στην υποκειμενικότητα, εξάγει τον άνθρωπο από την μαζική συμβίωση του τεχνοκρατικού πολιτισμού μεταφέροντας τον στην πραγματικότητα του προσώπου, ως του όντος που υπάρχει ως ατομικότητα σε σχέση και αναφορά με το Θεό και τον κόσμο, υπερβαίνοντας την περατότητα και τους περιορισμούς της κτιστής του φύσης, αναγνωρίζοντας την διυποκειμενικότητα ως την πραγματικότητα της ύπαρξης. (Με τον όρο διυποκειμενικότητα αναφερόμαστε στο γεγονός ότι η ετεροσχεσία αποτελεί την απαραίτητη συνθήκη ύπαρξης της αυτοσυνειδησίας. Η συνθήκη αυτή υπερβαίνει την Σατρτική θεμελίωση του υποκειμένου που πρώτα αποκτά αυτοσυνειδησία και στη συνέχεια υπάρχει «Για τον Άλλον». Στη προσέγγιση αυτή το υποκείμενο συγκροτείται μέσα από τη διάνοιξη και την αναγνώριση του Άλλου)329.
Σημειώσεις


308. Ο όρος «εκλεκτική συγγένεια» χρησιμοποιήθηκε από τον Μ. Βέμπερ,( 1864-1920), ως ένα από τα εννοιολογικά εργαλεία για την κατανόηση της κοινωνικής ζωής. Η εκλεκτική συγγένεια αφορά τη σχέση δύο φαινομένων, τα οποία πιθανόν, αλλά όχι απαραίτητα, να μεταβάλλονται ταυτόχρονα. Αναφέρεται, τόσο στη σχέση της αιτιότητας, όσο και τις συνδέσεις μεταξύ τους, οι οποίες είναι δυνατόν να παραμένουν ασαφής. Σ. Κονιόρδος, Ειδικά θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική ηθική της εργασίας. Τομ.Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002, σ. 35.
309. Χρ. Γιανναράς, Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης. Δόμος, Αθήνα,2006, σ.17.
310. Μ. Χάιντεγκερ, Νίτσε. Η βούληση για ισχύ ως τέχνη. Πλέθρον, Αθήνα,2011.
311. Χρ. Γιανναράς, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης. Δόμος, Αθήνα,2006, σ.48.
312. Χρ. Γιανναράς, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης. Δόμος, Αθήνα,2006, σ.61.
313. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής θεολογίας. ( Βλ. Λόσκυ, εισαγωγή, Ν. Γουνελάς επιμ. Μτφρ), Αρμός, Αθήνα, σ.43.
314. Χρ. Γιανναράς, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης. Δόμος, Αθήνα,2006, σ.31.
315. Ν. Νησιώτης, Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις. Μήνυμα,Αθήνα,1956, σ. 48
316. Ζ. Π. Σάρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός.(Κ. Σταματίου, Μτφρ.). Αρσενίδη, Αθήνα, 2011, σ.43. Να σημειώσουμε ότι ο Σάρτρ, με τον όρο υποκειμενικότητα εννοεί ότι ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, αποκτά συνείδηση της ύπαρξης του, και ρίχνεται σε ένα μέλλον, έχοντας συνείδηση ότι η ύπαρξη του υπάρχει στην προοπτική του μέλλοντος. Στο ίδιο, σ.23.
317 Ζ. Π Σάρτρ,., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός.( Κ. Σταματίου, Μτφρ.). Αρσενίδη, Αθήνα, 2011, σ.22
318. Χρ. Γιανναράς, Το Πρόσωπο και ο Έρως. Ίκαρος, Αθήνα, 2017, σ.30, και Ζ. Π Σάρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός.( Κ. Σταματίου, Μτφρ.). Αρσενίδη, Αθήνα, 2011, σ.13.
319. Χρ. Γιανναράς, Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985, σ.18.
320. Χάιντεγκερ, Μ., Εισαγωγή στη Μεταφυσική. (Μαλεβίτσης Χρ., Εις,.,Μτφρ.,Επιλεγ.). Γ΄έκδοση, Αθήνα, Δωδώνη, 1973, σ.61.
321. Χάιντεγκερ, Μ., Εισαγωγή στη Μεταφυσική. (Μαλεβίτσης Χρ., Εις,.,Μτφρ.,Επιλεγ.). Γ΄έκδοση, Αθήνα, Δωδώνη, 1973, σ.62.
322. Χρ. Γιανναράς Σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία. Αρμός, Αθήνα, 1988, σ. 186-189, και Μ. Χάιντεργκερ, Είναι και Χρόνος. τομ., Α΄, ( Γ. Τζαβάρας, Μτφρ. Εις. Σχόλια), Δωδώνη, Αθήνα, 1978, σ.30.
323. Χρ. Γιανναράς Σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία. Αρμός, Αθήνα, 1988, σ. 190-196, για την οντολογία του Αριστοτέλη και την έννοια της οντολογικής διαφοράς, έχουμε παραθέσει αναλυτικά στις σελίδες 20 έως 28 της παρούσας μελέτης και ως εκ τούτου δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω για το ζήτημα αυτό.
324. Χρ. Γιανναράς Σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία. Αρμός, Αθήνα, 1988, σ. 209.
325. Μ. Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική. (Μαλεβίτσης Χρ., Εις,.,Μτφρ.,Επιλεγ.). Γ΄έκδοση, Αθήνα, Δωδώνη, 1973, σ.92, και Χρ. Γιανναράς Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985, σ. 26.
326. Ν. Νησιώτης, Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις. Μήνυμα,Αθήνα,1956, σ. 48, και Χρ. Γιανναράς Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985, σ. 1.
327. Μ., Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική. (Μαλεβίτσης Χρ., Εις,.,Μτφρ.,Επιλεγ.). Γ΄έκδοση, Αθήνα, Δωδώνη, 1973, σ.96 και Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 102.
328. Μ., Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική. (Μαλεβίτσης Χρ., Εις,.,Μτφρ.,Επιλεγ.). Γ΄έκδοση, Αθήνα, Δωδώνη, 1973, σ.75, και Κ. Γιάσπερς, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. ( Χρ. Μαλεβίτσης, μτφρ, σχόλια, εισαγωγή) Δωδώνη, Αθήνα, 1968, σ. 190.
329.  Στο, Renaut. A., με την συνεργασία των Billier. J., C.,Savidan., P. ,Thiaw-Po-Une.L. Η Φιλοσοφία. (Μπέτζελος. Τ.,μτφρ. Επιμ μεταφρ. Στυλιανού. Α) Πόλις, Αθήνα, 2009, σ.119-124.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Oi protes paragrafoi einai avantes tou Giannara stous atheous. Aytos pou aporiptei ton Theo eite stin Ellada eite stin Agglia eite stin Rosia eite stin Aravia den to kanei epeidi aporiptei ena sygekrimeno dogma alla epeidi niothei pio magas apo ton idio ton Theo. Opos kai aytos pou allazei thriskeia kai ginetai mousoulmanos px se katholiki i protestantiki xora den aporiptei ton papismo I ton Louthiro alla ton idio ton Xristo. Ola ayta einai dimosies sxeseis tou Fanariou me tous atheous kai tous arnites tou Xristou AM

amethystos είπε...

Πολύ καλή η επισήμανση φίλε. Οι Αθηναίοι δέν έχουν τήν εμπειρία τής χαρης μέσα στήν οποία ζούσε ο λαός μας. Μόνο τά αμπελάκια τούς ενυπωσίασαν λόγω των εξαγωγών. Θλιβεροί καί άχαροι μέ τόν νού στραμμένο στήν αναγνώριση από τη Δύση καί από τήν συμμετοχή τους στά συνέδρια. Καλά έλεγε ο Αγιος Κοσμάς. Θά μάς καταστρέψουν οι γραμματισμένοι όπως κατάστρεψαν τό Βυζάντιο οι μορφωμένοι.