Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Το αμάρτημα της καθαρής σκέψης - Ευγένιος Αρανίτσης

του Ευγένιου Αρανίτση

Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ

Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού – Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»

Ικανότατος συγγραφέας δοκιμίων, ο Νικόλαος Λουδοβίκος πιστώνεται κυρίως με το θαυμάσιο έργο του για τον Μάξιμο Ομολογητή1. Καθηγητής της ορθόδοξης Δογματικής, που δίδαξε για χρόνια στην Αγγλία, σε συνεχή τριβή με το καθεστώς της φιλοσοφικής και ανθρωπολογικής παιδείας της Δύσης, σίγουρα δικαιούται να αποσπά την προσοχή όταν επιχειρηματολογεί σχετικά με το πεπρωμένο της έννοιας του προσώπου ως εγκατάσταση του ανθρώπου στο Είναι, δηλαδή λειτουργία κατεξοχήν υπαρξιακή. Αρκετές παρατηρήσεις του πάνω στις προκαταλήψεις που δυσχεραίνουν την ερμηνεία του Ομοουσίου είναι, υπό όρους, πρωτότυπες και πολύτιμες2.

Ελπίζω να με συγχωρέσει αν εξετάσω, σήμερα, τη θεωρητική του επεξεργασία ανεξαρτήτως των αρετών που απορρέουν απ’ αυτήν, συγκεκριμένα από τη σκοπιά εκείνη όπου μια ορισμένη ταλάντευση του θεολογικού προσανατολισμού αχνοδιαφαίνεται στον φετιχισμό της βιβλιογραφίας.

Σπεύδω να πω, επί τροχάδην, ότι το έργο πραγματεύεται τη ραγδαία ανάπτυξη του πάθους και της βούλησης για δύναμη μέσα απ’ τα ρεύματα του δυτικού χριστιανισμού, με ορατή αφετηρία τον Αυγουστίνο και τις νεοπλατωνικές του καταβολές, εν ονόματι των οποίων ο επίσκοπος Ιππώνος εγκαινιάζει τη συγχώνευση θεολογίας και φιλοσοφίας υπό την αιγίδα μιας συνείδησης των πραγμάτων νοησιαρχικής και γνωσιοθεωρητικής, όπου θα πρέπει, υποτίθεται, να εντοπίσουμε τη ρίζα του σχίσματος ψυχικού/σωματικού που σφραγίζει την περιπέτεια του δυτικού ανθρώπου ώς τα σημερινά της ιλιγγιώδη αδιέξοδα.

Ανανεούμενη από τον Πλωτίνο μέχρι τον Νίτσε, η αλλοτρίωση αυτή της συνείδησης της ενότητας του ανθρώπινου Ολου, παρακολουθείται, από πλευράς συγγραφέα, μέσα από έναν δαίδαλο θεολογικών επιπτώσεων και εκπτώσεων, των οποίων το σύνολο διαχέεται στη μοντέρνα φιλοσοφική παράδοση ως αντίλαλος της ατομοκεντρικής θέσπισης ενός καταδικασμένου «ορθολογισμού». Του τελευταίου η ορθότητα παραμένει συζητήσιμη, εφόσον αφήνει τον Λόγο, το δεύτερο συνθετικό του, σιωπηλά υπόλογο στο μηδέν. Το μηδέν, μορφή απόλυτη και απαγορευτική κάθε επιφύλαξης, γίνεται η κοιτίδα της βούλησης του υπερανθρώπου.

Εν ολίγοις μιλάμε για έναν κόσμο όπου η θεολογία, στην αυγουστίνεια εκδοχή της, φτάνει στο να αναγνωρίσει τις ψυχικές ιδιότητες του ανθρώπου στην Τριάδα, οπότε λίγο απέχει απ’ το να γίνει μήτρα ενός ανθρωπολογικού τύπου ο οποίος θα δει σύντομα, κατ’ αναλογίαν, τις ιδιότητες του Θεού να του επιστρέφονται. Κοντολογίς, μέσω της λατρείας μιας πνευματικής δύναμης που έχει τη γνώση ως προσωπίδα της, ο άνθρωπος έρχεται πλασματικά σε θέση θεότητας. Από κει και η πεποίθηση πως η συνάντηση με τον Θεό, ερήμην της ζωτικής ανάγκης για μια συνολική, ψυχοσωματική υποδοχή της Χάρης, είναι δυνατόν να επιτευχθεί από τις ατραπούς μιας ασκούμενης διάνοιας ή παιδείας. Ετσι, η κατ’ εικόνα συνάφεια κτιστού και ακτίστου, αρχικά εγγυημένη από την αγαπητική κοινωνία με τους λόγους του Είναι, εκφυλίζεται σε ύποπτο παραλληλισμό δύο δήθεν ομοειδών τύπων σκέπτεσθαι, θεϊκού και ανθρώπινου.

Ολο αυτό στιγματίζεται όντως από το βάρος της κλειστής υποκειμενικότητας του δυτικού μυστικισμού, όπου η άβυσσος της θεϊκής παρουσίας γίνεται αντιληπτή σαν νύχτα ατομικής μεγαλοπρέπειας φωτισμένη από την ισχύ ενός πνευματικού ατόμου χειραφετημένου από τη φυσική ουσία της ανθρώπινης κατάστασης, σε πείσμα της ριζικής συμφιλίωσης των διεστώτων που εισάγει η Ενσάρκωση του Χριστού. Ερωτευμένος αλαζονικά με τις απεριόριστες εφαρμογές του ιδεατού, ο άνθρωπος της Δύσης πηγαίνει προς την εμπειρία κάτω απ’ το τεχνητό φως της υποβόσκουσας πλατωνικής πίστης στη διαίρεση πρωτοτύπου και εικόνας. Οτι αυτό μας οδηγεί στην πλημμυρίδα των φασματικών ειδώλων, από την αφόρητα πληθωριστική αναπαραγωγή των οποίων μαστίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός, υπονοείται εδώ αλλά δεν τονίζεται, νομίζω, όσο θα έπρεπε. Η ανάλυση προσκολλάται στη γραμμή της ψαύσης των φιλοσοφικών εκείνων σημασιών που εμπλέκονται στο παραλήρημα της δύναμης ως πνευματικότητα.

Για να εμβαθύνουμε, ωστόσο, στον υπεσχημένο σκεπτικισμό, και με την παραδοχή πως όλα τα παραπάνω πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αναληθή, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση της παρέκκλισης, ένεκα της οποίας το εγχείρημα του συγγραφέα περιορίζεται αποπνικτικά σ’ ένα σύμπαν ακαδημαϊκών αντηχήσεων. Εχω αναφερθεί κατ’ επανάληψιν σ’ αυτή τη διαδεδομένη φαντασίωση, στην καρδιά της οποίας η ιστορική πραγματικότητα ταυτίζεται αυθαίρετα με την ιστορία των ιδεών, όσο και στο ότι η τυραννική δύναμη της τελευταίας, για να χρησιμοποιήσω ένα όρο επίκαιρο, μονοπωλεί ανενόχλητη τις απορίες της ύπαρξης ως επαγγελματική αυθεντία. Σημαδεύει τα έργα όλων ανεξαιρέτως των συγγραφέων, πρυτανεύοντας εξάλλου, εκατέρωθεν, στη διαφωνία του Λουδοβίκου με τον Ράμφο, καθώς τόσο ο ένας όσο και ο άλλος μεριμνούν πρωτίστως για μια κατανόηση του προσώπου (του ατόμου, του εαυτού, του υποκειμένου, του Είναι κ.τλ.) μονομερώς εναρμονισμένη με τη διακύμανση των μεγάλων φιλοσοφικών παραδειγμάτων. Μάχη επί χάρτου.

Διαβάζοντας κανείς τέτοια βιβλία, όσο και αν το διακύβευμα που τα υποκινεί κρίνεται αντάξιο του πιο θερμού καλωσορίσματος, σχηματίζει την εντύπωση, που πολύ απέχει απ’ το να είναι απλώς εντύπωση, ότι τα κρίσιμα ερωτήματα, όπως η λειτουργία του προσώπου στην ευρύτητα του κόσμου, γίνονται σεβαστά μόνον ως αντικείμενα μιας έριδας σε επίπεδο ειδικών, η οποία, υπαγόμενη με τη σειρά της στους κανόνες της αυτεπίστροφης δύναμης, πράγμα που με ειρωνικό τρόπο διαφεύγει της προσοχής του Λουδοβίκου, απαιτεί από την εμπράγματη ζωή των κοινωνιών κατά μήκος της ιστορίας να μείνει οριστικά απ’ έξω.

Μ’ άλλα λόγια, αν υπάρχει εδώ ένας δρόμος για την ωρίμανση της καχυποψίας του συγγραφέα απέναντι στη νοησιαρχική απόκλιση του δυτικού χριστιανισμού, αυτός ο δρόμος διαρρέει οφιοειδώς το χάρτη όπου σημειώνονται τα μεγάλα διαβήματα του στοχασμού, οι σταθμοί εκείνου του πνεύματος που ο ίδιος στηλιτεύει για υπερβουλητική αποστασιοποίηση από την πατερική οντολογία του όλου βιώματος, παρακάμπτοντας το λίκνο αυτού του βιώματος, που είναι η δράση των ατόμων μέσα στην εμπειρία του πραγματικού και η αποτυχία της όπως εγγράφεται στα μεγάλα φαινόμενα της παρακμής. Κατά τη γνώμη μου, επιχειρώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια προσωποκεντρική και μια ιστοριοκεντρική τάση, ο Λουδοβίκος υποτιμά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ισορροπία αλλά για διαλεκτική αντιπαλότητα, με το πρόσωπο να αποδεικνύεται ο χαμένος της υπόθεσης. Αυτό επειδή αναζητά το κλειδί της ανακωχής Δύσης/Ανατολής στις μεγάλες φωνές των διανοουμένων, τις οποίες ακροάζεται σαν κάτι περισσότερο από δονήσεις του διαπασών, τουτέστιν σαν αυθεντικές Αιτίες.

Εξού και η παράδοξη αντίθεση του συγγραφέα στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η δυτική θεολογία θεμελιώνει την προσέγγιση του Θεού στη γνώση της Ουσίας του ενώ η ανατολική αφιερώνεται στην παρουσία των διακριτών Προσώπων. Θα δεχόταν ίσως πως το σφάλμα είναι δικό του όταν αντιδρά τόσο νευρικά στην προτεραιότητα του προσώπου, αφ’ ης στιγμής διέβλεπε ότι η διαφορά των δύο προσεγγίσεων δεν είναι ιδρυτική της σχίσης των αντιπάλων παραδόσεων αλλά παρεπόμενο της ανάδυσης, σε Ανατολή και Δύση, δύο διαφορετικών ειδών ανθρώπου. Προσπαθώ να υπογραμμίσω την ένταση που εμφιλοχωρεί στην παράξενη ευκολία με την οποία ο συγγραφέας παίρνει σαν δεδομένο πως η θεολογία (ή η φιλοσοφία) προηγούνται της εμπειρίας των κοινωνιών ή την υποκαθιστούν, αντί να διαισθάνεται ότι έρχονται εκ των υστέρων σαν καθρέφτες ενός όχι άμεσα ορατού βάθους, που η ιδιοσυστασία του απορρέει από άλλης τάξης συνθέσεις και περιπλοκότητες.

Αυτό το «δομικό» μειονέκτημα διασχίζει όλους τους ορόφους του συγγράμματος καθέτως, και το βλέπουμε να πρωτοστατεί στη συγκρότηση της αντίληψης, φανερής σε κάθε παράγραφο, πως η Δύση πηδαλιουχείται από το φάντασμα της θεολογίας του Αυγουστίνου, αντί για την παραδοχή, κοινότοπη άλλωστε μόλις τη φωτίσει κανείς με τον πιο στοιχειώδη ρεαλισμό, ότι, ανάποδα, η Δύση γεννάει τον Αυγουστίνο επειδή, ως κοινωνία, χρειάζεται και προσδοκά μια τέτοιας ολκής προσιδιάζουσα απολογία της οπτικής της. Ετσι, η αλληλουχία που συνδέει π.χ. τον Αυγουστίνο, τον Ντεκάρτ και τον Νίτσε, στέκει εδώ, στο έργο του Λουδοβίκου, σε θέση ραχοκοκαλιάς της πνευματικής ιστορίας της Δύσης, την οποία ο συγγραφέας ταυτίζει με την Ιστορία των ανθρώπων αυτήν καθ’ εαυτή, αντί να ζυγίζεται σαν αλυσίδα εκδηλώσεων της προϋπάρχουσας έφεσης στον μηδενισμό του νοησιαρχικού μοντέλου, κραυγαλέες συνέπειες της οποίας αναγνωρίζονται στην έμμονη ιδέα μιας τεχνολογίας που υπόσχεται την αθανασία και στη δρομολογημένη τύφλωση του βλέμματος από τον καταιγισμό αναπαραστάσεων που έχουν στερηθεί το συμβολικό τους περιεχόμενο.

Ειδικά η αναπαράσταση, που σωστά ο Λουδοβίκος σκιαγραφεί ως έρεισμα δύναμης, γίνεται το όχημα μιας επιδίωξης η οποία, καταχωρισμένη στη μνήμη της Δύσης ως άκαμπτο φαντασιακό αίτημα, μοιάζει συχνά να οδηγεί στην παραφροσύνη. Αν και κατευθυντήρια, η παρατήρηση, εν προκειμένω, υποτιμάται. Αντί να λέμε πως η αναπαραστατική βούληση, προικισμένη με τον παραλογισμό της επιθυμίας να αιχμαλωτιστεί ο Θεός στην εικόνα του, έχει το γενέθλιο τόπο της στον Αυγουστίνο, όπου φτάνουμε με πηδήματα προς τα πίσω μνημονεύοντας όλα τα μεγάλα ονόματα της δυτικής φιλοσοφικής γραμματείας, θα ήταν πολύ πιο διαφωτιστικό να αναρωτηθούμε μήπως η Δύση στρέφεται στην ελπίδα μιας παντοδύναμης αναπαράστασης από ιδιοσυγκρασιακή και πολιτισμική αδυναμία ενατένισης του γεγονότος του θανάτου, οπότε οι μεγάλες φωνές που επιβεβαιώνουν τη δύναμη έρχονται απλώς γι’ αυτό: προς επιβεβαίωσιν. Δεν αποτελούν Αιτίες, όσο και αν αιωρούνται στη σκέψη των πανεπιστημιακών σαν η μία και μοναδική γενεσιουργός πραγματικότητα.

Που θα πει πως εκείνο που λείπει από το έργο αυτό είναι ο χειρισμός του ζητήματος του πένθους, του αποχωρισμού από τους μαστούς τροφοδοσίας της υπερβουλητικής δύναμης, το ανέφικτον του οποίου, δυτικό στην καταγωγή αναμφίβολα, θέτει το νεκρό εκτός κυκλοφορίας και, συμμετρικά, σκοτώνει ό,τι δεν κυκλοφορεί, αρχής γενομένης από τον Θεό.

1. Η Ευχαριστιακή οντολογία – τα Ευχαριστιακά θεμέλια του Είναι ως εν κοινωνία γίγνεσθαι, στην εσχατολογική οντολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. «Δόμος», 1992.

2. Θα έρθω στο θέμα την επόμενη Παρασκευή, συναντώντας έτσι και το προβληματικό έως δυσδιάκριτο περιεχόμενο της έννοιας «εαυτός».

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 01/11/2002

πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: