Απαρχές και μεταμορφώσεις τού περί Θεού ερωτήματος στην σκέψη τού Martin Heidegger
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
1. Η «φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής» ως οπτική για την «αληθινή φιλοσοφία τής θρησκείας και το φιλοσοφείν». «Η αληθής ιδέα τής χριστιανικής φιλοσοφίας»Τα πρώιμα γράμματα τού Martin Heidegger, από το 1916 μέχρι το 1918, προς την μνηστή του και μετέπειτα σύζυγό του Elfriede Petri, είναι μεγάλης σημασίας, καθώς δείχνουν πως η πρώτη θεμελιώδης εμπειρία τού Heidegger, που τον οδήγησε στην διατύπωση των πιο προσωπικών του ερωτημάτων, λαμβάνει χώρα στο πρώτο τρίτο τού έτους 1916. Στο γράμμα τής 5ης Μαρτίου 1916 μιλά για την σειρά μαθημάτων που έκανε κατά το χειμερινό εξάμηνο του 1915/16 και την οποία είχε ολοκληρώσει, και αναφέρεται στην κατευθυντήρια διαπίστωση για το φιλοσοφείν του, στην οποία τον οδήγησαν τα μαθήματα αυτά: «αυτό που τελευταίως αναζητούσα και που με έκανε να υποφέρω, το έχω βρει, η πρώτη και η τελευταία διάλεξη αυτού τού εξαμήνου έχουν γίνει μέσα μου μια και μοναδική πραγματικότητα-αυτό που προηγουμένως ήταν για μένα εμπόδιο, πρόβλημα, αμφίβολο, απόμακρο, έγινε πια για μένα κοντινό, βεβαιότητα, έλλειψη ερωτήματος, απελευθέρωση-...σήμερα γνωρίζω πως είναι δυνατόν να υπάρξει μια φιλοσοφία της ζωντανής ζωής-πως κήρυξα τον πόλεμο στον ορθολογισμό-χωρίς να πέσω στην κατάρα της μη-επιστημονικότητας-μου επιτρέπεται-μου επιβάλλεται-και έτσι βρίσκεται σήμερα ενώπιον μου η αναγκαιότητα τού προβλήματος: πως μπορεί να κατασκευαστεί η φιλοσοφία ως ζωντανή αλήθεια και ως δημιούργημα τής προσωπικότητας να είναι αξιόλογη και επιδραστική»1. Πρόκειται για την θεμελιώδη εμπειρία του σκοπού που του τίθεται, να στρώσει δηλαδή τον δρόμο για μια «φιλοσοφία της ζωντανής ζωής», να «δημιουργήσει την φιλοσοφία ως ζωντανή αλήθεια». Είναι η κατευθυντήρια διαπίστωση, ότι σε διάκριση προς την θεωρητική ζωή τής γνώσης υπάρχει η προ- και α-θεωρητική ζωή, στην οποία ζούμε πριν την ανάληψη τής θεωρητικής γνωσιολογικής στάσης, και από την οποία αίρεται η θεωρητική ζωή τής γνώσης, και πως ο πρωταρχικός σκοπός τής φιλοσοφίας είναι να θέσει προς ερμηνεία, μέσα στην ιδιαιτερότητα της αυτή την προ- και α-θεωρητική, ζωντανή ζωή. Το με τον τρόπο αυτό ιδωμένο και παρατεθειμένο στοιχείο τής ζωντανής ζωής, είναι η «ζωντανή αλήθεια» περί της «ζωντανής ζωής». Αυτό που ο Heidegger εκλαμβάνει κατ’ αρχάς ως την «ζωντανή ζωή» εκπτύσσεται, στον δρόμο που χάραξε, σε «πραγματική» (faktisch) ζωή και Dasein και εν τέλει στην «καθημερινότητα» τού Dasein.
Κατά το έτος 1916 ο Heidegger ολοκληρώνει τις διορθώσεις για την εκτύπωση της εργασίας του για την υφηγεσία με τον τίτλο Die Kategorien- und Bedeutungslehre des Duns Scotus (Η διδασκαλία του Duns Scotus περί κατηγοριών και σημασιών), η οποία εκδόθηκε το φθινόπωρο. Ο Heidegger πρόσθεσε στην έντυπη έκδοση ένα 12-σελίδο «Επίλογο» (συμπέρασμα) με τον τίτλο Das Kategorienproblem (Η προβληματική των κατηγοριών). Ο «Επίλογος» αυτός δεν κινείται πια στο επίπεδο συλλογιστικής τής υφηγεσίας, αλλά στο μεταμορφωμένο εκείνο επίπεδο, όπως το εκφράζει η επιστολή της 5ης Μαρτίου 1916. Πρόκειται για ένα νέο επίπεδο της «ζωντανής ζωής», που προηγείται της θεωρητικής ζωής. Γίνεται λόγος για μια λεπτή προδιάθεση «βέβαιης ακρόασης τής άμεσης ζωής τής υποκειμενικότητας και των εγγενών (τής υποκειμενικότητας) σημασιολογικών συναφειών»2. Προσθέτει όμως: «Μέσα στον πλούτο τών κατευθύνσεων αναπαράστασης (διαμόρφωσης) τού ζωντανού πνεύματος, η θεωρητική στάση τού πνεύματος είναι μόνο μια δυνατότητα. Για τον λόγο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ως πρωταρχικό και μοιραίο σφάλμα τής φιλοσοφίας ως «κοσμοθεωρίας», εάν ικανοποιείται με τον απλό συλλαβισμό τής πραγματικότητας, και δεν στοχεύει, που είναι η αληθινή της κλήση, στην διάρρηξη μέσα στην αληθινή πραγματικότητα και πραγματική αλήθεια, δια μέσου μιας πάντα προσωρινής συμπερίληψης που εμψυχώνει το σύνολο τού προς γνώσιν δυνατού»3. Παρακάτω διαβάζουμε: «Εάν πρέπει κάπου να εντοπιστεί το πρόβλημα, τότε ακριβώς στην εφαρμογή τών κατηγοριών, πως δηλαδή η αντικειμενική-λογική διαπραγμάτευση τού προβλήματος των κατηγοριών, ως η μόνη εφαρμοζόμενη, είναι μονόπλευρη. Το υποκείμενο της γνωσιολογίας δεν σημαίνει το από πλευράς τής μεταφυσικής σημαντικότερο νόημα τού πνεύματος. Ας μην μιλήσουμε για το πλήρες περιεχόμενό του. Αλλά μόνο μέσω τής τοποθέτησης μέσα σε αυτό (στο πλήρες περιεχόμενο), το πρόβλημα τών κατηγοριών προσλαμβάνει το πραγματικό του βάθος και εμπλουτισμό. Το ζωντανό πνεύμα είναι ως προς την ουσία του ιστορικό πνεύμα με την πιο πλατιά σημασία τής λέξης»4. Την διαπίστωση που εκφράζεται στα παραπάνω βρίσκουμε ως υπόνοια και στην επιστολή της 13ης Ιουνίου 1916 του Heidegger προς την μνηστή του: «έκανα ένα μεγάλο βήμα. Ανακάλυψα ένα θεμελιώδες πρόβλημα τής περί κατηγοριών διδασκαλίας. Η λύση έρχεται από μόνη της. Ο εντοπισμός και η διατύπωση τού προβλήματος είναι αποφασιστικής σημασίας για την έρευνα»5. Το «θεμελιώδες πρόβλημα τής περί κατηγοριών διδασκαλίας», είναι πως πέραν τού μέχρι τώρα ιδομένου «αντικειμενικού-λογικού τρόπου διαπραγμάτευσης», υπάρχει και το ερώτημα περί των πιο οικείων, εντελώς διαφορετικών κατηγοριών τής «ζωντανής ζωής» και του «ζωντανού πνεύματος», οι οποίες πρέπει πρώτες να αποκαλυφθούν. Αυτή η υπόδειξη είναι πρόδρομος εκείνου που από το 1919/20 θα ανυψωθεί σε νόημα περιεχομένου, νόημα συσχέτισης και νόημα διεκπεραίωσης της πραγματικής ζωής. Αυτά καθίστανται στο Είναι και Χρόνος κατηγορίες ύπαρξης (Existenzialien) τού υπάρχοντος Dasein. Προς το τέλος τού «Επιλόγου», ο Heidegger λέει: «Μέσα στην έννοια (Begriff: κάτι που ορίζεται δια της λαβής) τού ζωντανού πνεύματος και στην σχέση της προς την μεταφυσική «αρχή» (πηγή, Ursprung) ανοίγεται η ματιά στην μεταφυσική της θεμελιώδη δομή»6. Το κείμενο τελειώνει με τις λέξεις περί «φιλοσοφίας του ζωντανού πνεύματος, της πλήρους δράσης αγάπης, της τιμώσας ενθεότητας (Gottinnigkeit)»7, στις οποίες ο Heidegger συμπυκνώνει την φιλοσοφία της ζωντανής ζωής. Η φιλοσοφία της ζωντανής ζωής και του ζωντανού πνεύματος περικλείει και το περί Θεού ερώτημα ως ερώτημα περί της «τιμώσας ενθεότητας».
Αυτό είναι λοιπόν το περί Θεού ερώτημα μέσα από την ματιά τής νεοπαγούς φιλοσοφίας τής ζωντανής ζωής. Ο Heidegger γράφει μέσα στα πλαίσια αυτής τής ματιάς προς την μνηστή του, στην επιστολή τής 1ης Ιανουαρίου 1916: «δεν υποψιάζεσαι, πως μόνο το άπειρο, άκρως προσωπικό πνεύμα τού Θεού μέσα στην απόλυτη πληρότητα του, μπορεί να είναι για μας και το Dasein μας ο τελικός σκοπός και το τέλος»8. Εδώ ταιριάζει και το απόσπασμα από την επιστολή της 3ης Ιανουαρίου: «η αληθινή εμπειρία του Θεού είναι μια θαυμαστή, σπάνια χάρις, για την οποία καθίσταται άξιος κανείς μόνο μέσω του πόνου»9. Στην επιστολή της 12ης Μαΐου 1918 ο Heidegger διατυπώνει τήν εξής προγραμματική δήλωση: «Η θρησκευτική ανεκτικότητα είναι μόνο εκεί δυνατή και πολύτιμη, όπου η αληθινά θρησκευτική συνείδηση είναι ζωντανή-η οποία (συνείδηση) έχει δια τής γνώσης κατανοούσες ματιές, που τα τοποθετούν όλα στο πηγαίο. Η αληθής φιλοσοφία τής θρησκείας και το φιλοσοφείν εν γένει, προκύπτουν μέσα από μια τέτοια ατμόσφαιρα προσωπικής συμβίωσης, που περιέχει τις διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης»10. Η φιλοσοφία τής ζωντανής ζωής, την οποία ο Heidegger προσπαθεί από τις αρχές του 1916 να εγκαθιδρύσει, δεν είναι απλώς «η αληθής φιλοσοφία της θρησκείας», αλλά περιλαμβάνει την αναζητούμενη «αληθή φιλοσοφία τής θρησκείας». Αλλά και «το φιλοσοφείν εν γένει» πέραν τής φιλοσοφίας τής θρησκείας, θα προκύψει στον Heidegger από τις «διαρκώς δρώσες προοπτικές θρησκευτικής εσωτερίκευσης. Η αναζητούμενη «αληθινή φιλοσοφία τής θρησκείας» θα πρέπει να αποκτήσει την αληθινότητα της από τα νέα φιλοσοφικά θεμέλια τής φιλοσοφίας τής ζωντανής ζωής. Το «φιλοσοφείν εν γένει» σημαίνει την φιλοσοφική έκπτυξη της φιλοσοφίας της ζωντανής ζωής. Πάνω σε αυτό το νέο φιλοσοφικό έδαφος θα πρέπει να αναζητηθεί και να εκπτυχθεί και η «αληθής φιλοσοφία της θρησκείας».
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου