Συνέχεια από:Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2014
Η Π.Δ. ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ.
Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»
του Werner Beierwaltes
του Werner Beierwaltes
12. Οι χρόνοι του Θεού και τα χρόνια του ανθρώπου: Το Είναι σαν αιωνιότης, σαν αυτο-ταυτότης καί σαν αλήθεια.
Η ευκαιρία για να ερμηνεύσουμε την έννοια που θίξαμε κάπως πρίν, στις γενικές της γραμμές, μας δόθηκε απο τον στίχο του ψαλμού: "Οι χρόνοι σου είναι στις γενεές των γενεών". Χρόνος και ημέρες αντιπροσωπεύουν εδώ, με μεταφορικούς όρους, τον χρόνο καθαυτό. Οι χρόνοι που αναφέρονται στον στίχο του ψαλμού αντιτίθενται στα χρόνια που ζούμε εμείς και, παρότι ονομάζονται χρόνος μ' έναν χρονικό τρόπο, η πραγματικότητα τους δέν καθορίζεται απο τον χρόνο. Σ'αυτό το πλαίσιο "το καθοριζόμενο απο τον χρόνο" δέν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι επηρεάζονται απο το ΤΙΠΟΤΑ (ΤΟ ΜΗΔΕΝ) και επομένως ανήκουν στην πτώση. Σ' "αυτόν" τον χρόνο όλοι οι χρόνοι (ώρες, ημέρες, χρόνια) φτάνουν στο μή-Είναι. Δέν παραμένει τίποτε απο αυτούς. Απο αυτή την εμπειρία προέρχεται η παρομοίωση, ελεγειακού χαρακτήρος, ανάμεσα στα γένη των ανθρώπων και τα φύλλα που μαραίνονται και πέφτουν, "Κύττα το χώμα και δές πόσα φύλλα πατάς". (Εκκλησιαστής 14,17 "Πάσα σάρξ ώς Ιμάτιον παλαιούται...ώς φύλλον θάλλον επι δένδρου δασέος, τα μέν καταβάλλει, αλλά δέ φύει, ούτως γενεά σαρκός και αίματος, ή μέν τελειτά, ετέρα δέ γεννάται"). Απο το ίδιο σημείο εκκινήσεως (την μεταβλητότητα της κοσμικής ζωής) ο Αυγουστίνος κινείται και όταν αναρωτιέται για "τον αριθμό των ημερών μου". Η εμπειρία του εκμηδενισμού τού χρόνου ανιχνεύεται και στην γλώσσα: δέν μπορώ να παρακρατήσω ούτε το "είναι" που δείχνει το παρόν: "Και εσύ κατέχεις τις ημέρες, εσύ που δέν κατέχεις ούτε μία συλλαβή; Όλα τα πράγματα ξεφεύγουν κάποιες στιγμές και πετούν μακρυά, κυλάει ο Χείμαρρος των πραγμάτων. Απο αυτόν τον Χείμαρρο Αυτός πίνει για μας καθ' οδόν καθότι ήδη σήκωσε την κεφαλή!" Καθαυτή αυτή η εμπειρία πρέπει να μας οδηγήσει να πούμε: όλα -κάθε ζωντανός άνθρωπος- είναι μάταια, μάταια και κενά.
Οι αιώνιοι χρόνοι του Θεού αντιπαρατίθενται στους δικούς μας "κουρελιασμένους" χρόνους, πεπερασμένους και χρονικούς: οι χρόνοι του Θεού δέν αλλάζουν. Η μέρα του Θεού είναι ένα σταθερό σήμερα, ένα διηνεκές σήμερα ή ένα ακριβές τώρα το οποίο καταργεί στον εαυτό του τον χρόνο και πρεπει να γίνει κατανοητό σαν τον τρόπο αχρόνου υπάρξεως των θείων χρόνων. Οι ημέρες μας και τα χρόνια μας δέν "είναι", ενώ οι χρόνοι του Θεού είναι. Αυτοί δέν είναι παρά ο ίδιος ο Θεός, επομένως η αιωνιότητα σου. Και η αιωνιότης είναι η ίδια η ουσία του Θεού (;;). Αυτό σημαίνει: "Δέν έχει καμμία αλλαγή, εκεί δέν υπάρχει παρελθόν, σαν να μήν υπάρχει πλέον, τίποτε δέν είναι μέλλον, σαν να μήν υπάρχει ακόμη, εκεί δέν υπάρχει παρά μόνον το "είναι". Οι χρόνοι του Θεού καθότι εκφράζουν την ουσία τού Θεού, σημαίνουν επομένως το ίσταμαι καθαυτός, την αμετάβλητη παραμονή του Θεού στον εαυτό του έξω του χρόνου και της προόδου. Ο Αυγουστίνος κατανοεί την υπόσταση (substantia) όπως οι Έλληνες την Ουσία, σαν ουσιώδες (essentia). Ο όρος ουσιώδες συλλαμβάνει καλύτερα αυτή την πραγματικότητα διότι εκφράζει με πιό καθαρό τρόπο το ipsum esse (το υπέρτατο Είναι). Αλλά substantia καθότι essentia παραπέμπει μάλλον σ'αυτό που παραμένει στον εαυτό του, σ'αυτό που γεννά και εξασφαλίζει όλο αυτό που είναι άλλο: δείχνει λοιπόν την σταθερότητα (στάσις) του Θείου Είναι. Αυτό το σταθερό είναι, το οποίο παραμένει έξω απο τον χρόνο, είναι η απλή αυτο-ταυτότης του Θεού (αυτό που είναι πάντοτε ο εαυτός του). Η ίδια πραγματικότης αναδύεται ακόμη και όταν ο Αυγουστίνος ερμηνεύει την πρόταση "η μετοχή σου είναι σ'αυτό που είναι ταυτόν με τον εαυτό του". Ταυτόσημο είναι αυτό που υπάρχει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, αυτό που είναι αιώνιο. Το ίδιο το "είναι". Το αληθινό και αυθεντικό Είναι ένα ουσιώδες καθαυτό Είναι, άχρονη παρουσία, τώρα χωρίς γίγνεσθαι και αιώνιο καθότι αυτο-ταυτότης η οποία φυλάσσει τον εαυτό της και αυτό που απ'αυτή θεμελιώνεται: συγκρινόμενο με το αληθινό Είναι το δικό μας δέν είναι ή είναι σχεδόν τίποτα! Αυτό το καταγωγικό "Είναι", είναι αποκλειστικά ουσία της αιωνιότητος.
Αυτό είναι αυτό που είναι και τίποτε άλλο, καθόσον δέ αυτό-ταυτότης αποκλείει απο αυτό κάθε διαφορά, με την σημασία της μειώσεως του Είναι. [Ο επίσκοπος τού Ζηζιούλα]
Αυτό το Είναι, το υπέρτατο κατηγορούμενο του οποίου συμπίπτει με τον ίδιο τον εαυτό του, έτσι ώστε, αναφορικά μ'αυτό, είναι δυνατόν μόνον να εκφραστούν προτάσεις ταυτότητος σύμφωνα με το μοντέλλο "Το Είναι είναι το Είναι ή ο εαυτός του", ονομάζεται απο τον Αυγουστίνο "καθαυτό Είναι (ipsum esse), για να τό αντιπαραθέσει στο Είναι που, καθότι κοσμικό, δέν είναι ο εαυτός του και δέν μπορεί ποτέ να είναι το υπέρτατο Είναι, το καθαρό Είναι, διότι δέν εξάγεται (δέν παράγεται απο...), καί το οποίο θεμελιώνεται στον εαυτό του, σ'αυτό το ίδιο (germanum esse). Αυτό είναι το αληθινό και αυθεντικό Είναι, επειδή παραμένει πάντοτε ταυτόσημο με τον εαυτό του, αμετάβλητο, μή-ανασκευάσιμο και επειδή φανερώνεται. Το απλό και καθαρό Είναι που δέν διαθέτει διαφορά και γι'αυτό είναι μόνον ο εαυτός του. Μόνον φαινομενικώς αυτοί οι καθορισμοί εισάγουν διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό αυτού που είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, ταυτόν, διότι στην πραγματικότητα αυτά εννοούν πάντοτε το ίδιο, ξεκινώντας απο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό το "ίδιον" είναι, που περιγράφεται απο διαφορετικές προοπτικές, είναι μία άμεση συνέπεια της προτάσεως "Εγώ εμί ο ών", στην οποία ο Θεός εκφράζεται σαν το "αληθινό είναι" (σαν το ίδιο το Είναι, το καθαυτό Είναι). Αυτό είναι το όνομα που εκφράζει μ' έναν ταιριαστό τρόπο την ουσία του Θεού, το όνομα που μόνον στον Θεό ανήκει, και τον εκφράζει στην ολότητα του. Το κατηγόρημα "είναι" συμπεριλαμβάνει στον εαυτό του, επιπλέον, τα κατηγορήματα "όν-αγαθό", "όν-αληθινό", "όν-δίκαιο". Είναι το πιό καθολικό κατηγόρημα, το πιό περιεκτικό, και ταυτόχρονα το υψηλότερο απο την άποψη της ποιότητος.
Το όνομα Είναι είναι λοιπόν το πιό καθολικό και το πιό ειδικό. Δέν είναι ένα συγκεκριμένο όνομα δίπλα στο οποίο θα μπορούσαν να υπάρξουν άλλα ονόματα, όπως Ιωάννης στην θέση του Μάρκου και Θωμάς, αλλά είναι ένα όνομα που δείχνει, που σχηματίζει την ουσία: qui sum.
Καθόσον λοιπόν ο Θεός εκφράζει τον εαυτό του σαν Είναι, είναι ξεκάθαρο πώς η σταθερότητα τού Είναι δέν σημαίνει ακαμψία. Η ταυτότης ή η αιωνιότης του Θεού είναι καθαυτή δυναμική, επειδή ο Θεός είναι Λόγος και Πνεύμα. Στον Λόγο σαν Αρχή, δηλαδή Χάρη στον Λόγο, ο Θεός δημιουργεί τα όντα. Στον Λόγο του ο Θεός μεταμορφώνει αυτό που αυτός ο ίδιος είχε συλλάβει ήδη απο πάντοτε σαν ιδέα, στην χρονικό πραγματικότητα. Στην πραγματοποίηση αυτού του Λόγου αυτή αναδύεται απο το μηδέν(Εξομολογήσεις XI 3-9). Το πνεύμα συνδέει τον Λόγο με τον Πατέρα και δημιουργεί τοιουτοτρόπως την ενότητα της σκέψης και της αγάπης. (Περι Τριάδος IX 8,13/XV 19,37). Να πουμε ότι ο Θεός είναι το Είναι συμπεριλαμβάνει όλη την Τριάδα σαν ενότητα. [Αυτή είναι η ρίζα τού ΦΙΛΙΟΚΒΕ]
Παρότι όμως ο Αυγουστίνος κατανοεί το καθαρό Είναι του Θεού σαν Τριαδική ενότητα, τόν Λόγο σαν σοφία ή νόηση και το πνεύμα σαν θόλο, δέν θέτει στην ερμηνεία της Εξόδου 3,16 την αντανάκλαση του Είναι και το σχεσιακό Εδώ σαν την αυθεντική σχεσιακότητα τού Είναι καθαυτό και είς εαυτό. Αυτό θα είναι το κέρδος του Μάιστερ Έκαρτ. (Πλατωνισμός και ιδεαλισμός σ.45...)
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου