[Προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1LiYq2h]
- Ποια είναι η σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας; Και για ποιο λόγο οι Πατέρες «έντυσαν» την αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικό «ένδυμα»;
Όπως, λοιπόν, είδαμε οι σχέσεις φιλοσοφίας και θεολογίας ανάγονται στις απαρχές του Χριστιανικού κηρύγματος. Όπως ο προαιώνιος Λόγος του Θεού σαρκώνεται και γίνεται συγκεκριμένος άνθρωπος, δεν προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση γενικά, αλλά γίνεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος — ο Ιησούς από την Ναζαρέτ — με συγκεκριμένη εθνικότητα, γλώσσα και κουλτούρα, έτσι και ο λόγος του Λόγου, το Ευαγγέλιο, η θεολογία, σαρκώνεται εντός της ιστορίας, αναλαμβάνοντας την γλώσσα και την κουλτούρα της εποχής. Έπειτα το ίδιο το Ευαγγέλιο ως κείμενο χρήζει ερμηνείας και συνεπώς ερμηνευτικής. Δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα της πατερικής γραμματείας αποτελείται από ερμηνευτικά έργα. Η ερμηνευτική, όμως, είναι μια μέθοδος φιλοσοφική (που στις ημέρες μας γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση με το έργο του Χάιντεγκερ και του Γκάνταμερ).
Ο πρώτος ερμηνευτής τους Ευαγγελίου είναι ο ίδιος ο Χριστός: όχι μόνον διότι ως «ὁ μονογενής υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» το μυστήριο του Τριαδικού θεού (Ιω. 1:18), αλλά και γιατί Τον συναντάμε μετά την ανάστασή Του να διερμηνεύει «τὰ περὶ ἑαυτοῦ» «ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν … ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς» (Λκ. 24:27). Τούτην την ερμηνεία οφείλει η Εκκλησία να την συνεχίζει διά των αιώνων. Οι Απολογητές, όπως ο Αθηναγόρας ο Αθηναίος φιλόσοφος, ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς, πεπαιδευμένοι όντες στην φιλοσοφία με την στενή έννοια του όρου καθώς δηλώνει και η επωνυμία τους, γίνηκαν η απαρχή της φιλοσοφικής ερμηνείας του Χριστιανικού κηρύγματος στην μετα – Αποστολική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τους Καππαδόκες πατέρες, εξαιρέτως δε για τους δύο Γρηγορίους (τον Νύσσης και τον Θεολόγο), για τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, για τον Μάξιμο τον Ομολογητή, μέχρι και για τον Γρηγόριο τον Παλαμά. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα έργα του Διονυσίου (Ψευδο-αρεοπαγίτου). Η μελέτη των έργων αυτών των Πατέρων τα οποία αποτελούν την ραχοκοκαλιά της θεολογίας της Εκκλησίας μας είναι ανέφικτη δίχως μια κάποια εξοικείωση με την κλασσική φιλοσοφία.
Η αναγκαιότητα των σχέσεων μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να διατυπωθεί μια θεολογία, δηλαδή, να δοθεί στην αποκάλυψη του Ευαγγελίου μια μορφή συστηματική και συνεκτική ώστε να αρθρωθεί ο περί Θεού λόγος. Τούτου δεν σημαίνει την εκλογίκευση της πίστης — αντιθέτως, το εγχείρημα αυτό οδήγησε την φιλοσοφία στα όριά της, νοηματοδότησε εκ νέου παλαιούς όρους. Η συνάντηση Εκκλησίας και Ακαδημίας, πίστης και γνώσης, ήταν μια ιστορική συνάντηση που καθόρισε εφ᾽ εξής την πορεία και των δύο. Στην μεν Εκκλησία η φιλοσοφική γλώσσα της Ακαδημίας προσέδωσε το γλωσσικό ιδίωμα που την κατέστησε πίστη καθολική, οικουμενική. Στην δε Ακαδημία η συνάντηση με την Εκκλησία έδωσε νέα πνοή (οι νεοπλατωνικές συνθέσεις του Πορφυρίου και του Πρόκλου ήδη μαρτυρούν την εξάντληση της αρχαίας φιλοσοφίας και εν πολλοίς τον διπλό εκφυλισμό της είτε στην μορφή μια στείρας λογικής, είτε στην δεισιδαιμονία της θεουργίας) και την ώθησε σε ζητήματα ζωτικής σημασίας, όπως, για παράδειγμα, το πρόβλημα της θελήσεως.
Η αρτηριοσκλήρυνση που παρατηρείται προσφάτως στον εκκλησιαστικό χώρο και τα παραδείγματα θεολογικού φονταμενταλισμού που δυστυχώς πληθαίνουν οφείλονται, κατά την γνώμη μου, αφ᾽ ενός στο ότι σταματήσαμε να διαβάζουμε τους Πατέρες (ασχέτως αν τους επικαλούμαστε στην υπηρεσία του κάθε πολέμου που εξαπολύουμε εξ ονόματός τους), τα γραπτά των οποίων είναι γεμάτα εκπλήξεις, και αφ᾽ ετέρου στο ότι αποκόπηκε ο υπεραιώνιος αυτός διάλογος μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας — ιδιαιτέρως των συγχρόνων φιλοσοφικών ρευμάτων τα οποία οι περισσότεροι θεολόγοι αγνοούν. Τώρα αναγκαζόμαστε να πείσουμε για ό, τι πριν μερικά μόλις χρόνια εθεωρείτο προφανές και αυτονόητο. Διαβάστε, για παράδειγμα, την Ελληνική Πατρολογία του Χρήστου ή την Βυζαντινή Φιλοσοφία του Τατάκη για μια ιστορική κατοχύρωση του γόνιμου διαλόγου μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στην Ανατολή. Η παράδοση αυτή έχει στις ημέρες μας διακοπεί.
[Συνεχίζεται]
Επιμέλεια Συνέντευξης: Ηρακλής Φίλιος.pemptousia
ΣΧΟΛΙΟ: Μπορούμε νά τόν θαυμάσουμε τόν άνθρωπο.Μέσα σέ τόσο λίγες προτάσεις όλη η υστερία τής νεωτερικότητος. Είναι τόσο κωμικά διαστρεβλωμένα τά πράγματα πού παρουσιάζει, πού στέκονται εμπόδιο ακόμη καί στόν σχολιασμό τους.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ; Στήν Πεντηκοστή οι Απόστολοι δέχτηκαν τήν πραγματεία περί ερμηνευτικής τού Γκάνταμερ; Η απολογητική είναι θεολογία;
Στά αντιαιρετικά κείμενα τών Πατέρων η φιλοσοφία πού υπάρχει είναι οι κακοδοξίες τών αιρετικών. Οι οποίες δέν είναι κάν φιλοσοφικός λόγος αλλά ατομική λογική. Καί η εντολή τής παραδόσεώς μας είναι: εξουθένωσε τήν λογική σου( Αγιος Ιωάννης Κλίμακος). Διότι η λογική είναι τό ίδιον θέλημα.
Η κλασσική φιλοσοφία διδάσκεται από δάσκαλο, δέν διαβάζεται. Ηταν παράδοση. Φιλοσοφία άνευ διδασκάλου είναι η Μεσαιωνική Σχολαστική καί η μοντέρνα φιλοσοφία.
Οι γνώμες του ανήκουν στόν κόσμο τού Αυγουστίνου. Αυτός πρώτος θέλησε νά γεμίσει γνώση τήν πίστη. Η κλασσική φιλοσοφία περιορίζεται στήν τριάδα τών αρχαίων στήν οποία χώρεσε καί ο Πλωτίνος. Καί ποτέ η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, η οποία αποκάλυψε τό άπειρο καί τό αιώνιο δέν θά έλεγε τήν κενοδοξία τού Μανουσάκη:" Όπως ο προαιώνιος Λόγος του Θεού σαρκώνεται και γίνεται συγκεκριμένος άνθρωπος, δεν προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση γενικά, αλλά γίνεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος — ο Ιησούς από την Ναζαρέτ — με συγκεκριμένη εθνικότητα, γλώσσα και κουλτούρα, έτσι και ο λόγος του Λόγου, το Ευαγγέλιο, η θεολογία, σαρκώνεται εντός της ιστορίας, αναλαμβάνοντας την γλώσσα και την κουλτούρα της εποχής."Ο άνθρωπος είναι ένας απλός χρονολάτρης. Η διδασκαλία τού Χριστού είναι κτιστή. Καί γι' αυτόν τόν λόγο οι φωτισμένοι κάθε εποχής είναι υποχρεωμένοι νά τήν επανερμηνεύουν γιά νά μήν χαθεί όπως κάθε κτιστό, θνητό καί πεπερασμένο.
Σέ κανένα Πατερικό Ορθόδοξο κείμενο δέν υπάρχει φιλοσοφία, άς ρίξουμε μιά ματιά στίς ομιλίες τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Γι' αυτό οι Οικουμενιστές κατήργησαν τό Βάπτισμα, διότι νομίζουν ότι δέν ντυνόμαστε τόν Χριστό, αλλά τόν ντύνουμε εμείς μέ φιλοσοφία καί νοήματα.
Ας δούμε κάτι από τήν παράνοια πού αντιπροσωπεύει. Ο Αυγουστίνος δέν δέχθηκε , σάν απόλυτο, μή επιδεχόμενο σχέσεις, τόν όρο Υπόσταση καί τόν αντικατέστησε μέ τήν έννοια Πρόσωπο. Ας δούμε τί σημαίνει όρος. Είναι κατ' αρχάς όριο άρρητο. Οπως οι Ναοί μας είναι κτισμένοι μέ τά υλικά τής φύσεως μέσα στούς οποίους λατρεύουμε καί δοξολογούμε τήν άρρητο καί υπερούσιο σωτηρία μας, έτσι καί οι λιγοστοί πατέρες τής Εκκλησίας μέ τά υλικά τού ανθρώπινου λόγου έκτισαν τούς ΝΑΟΥΣ τού ΘΕΙΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. Τά όρη τής δόξης τού Κυρίου, τούς νέους Παρθενώνες. ( Εν τώ οίκω τού Πατρός Μου πολλαί Μοναί εισιν) Κανένας μετα- πατερικός νεωτεριστής δέν μπορεί νά ιερουργήσει εκεί μέσα, ούτε κάν η ιεραρχία τής εκκλησίας πού αρέσκεται νά ταυτίζεται μέ τήν εκκλησία.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου