Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Από τον Μάο στον Κουβέλη

 ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Οταν συνομιλείς με την Ιστορία και αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους σαν να είναι τα κατσαβίδια και τα μπουλόνια της, όταν δηλαδή είσαι μαρξιστής-λενινιστής, είναι λογικό το παρόν να σου φαίνεται λιγότερο ή περισσότερο λειψό και να θες να το παραγεμίσεις με μέλλον. Οπως ο πρόεδρος Μάο, για παράδειγμα, ο οποίος έβαλε τους Κινέζους του να κάνουν το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός». Απαίτησε να πολλαπλασιάσουν την απόδοση των χωραφιών τους, με αποτέλεσμα να καούν ολόκληρες εκτάσεις και να δημιουργηθεί λιμός, ο οποίος έστειλε στη μέλλουσα ζωή γύρω στα 35 εκατομμύρια ψυχές κατά τη «Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού», 21 περίπου εκατομμύρια αναγνωρισμένα από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Αυτή είναι η μεγάλη οθόνη.


Υπάρχει και η μικρή οθόνη. Μπορεί να νομίζεις ότι συνομιλείς με την Ιστορία αν έχεις διατελέσει πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, βουλευτής και καμιά σαρανταρέα σύντροφοι σε προσφωνούν «πρόεδρο». Οι πεποιθήσεις της Ιστορίας, εξάλλου, δεν είναι διόλου εκλεκτικές. Τούτων δοθέντων, ο Φώτιος-Φανούριος Κουβέλης, στέλεχος της ελληνικής Αριστεράς εκ των ων ουκ άνευ, αποφάσισε να δωρίσει στην Ιστορία το μέλλον της. Και συγκυβέρνησε με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ στους ταραγμένους εκείνους καιρούς των πρώτων μνημονίων. Μετρώντας όμως το άλμα του, έκρινε πως δεν τον ικανοποίησε.

Το θάρρος του, το πολιτικό του ταλέντο και ο καιροσκοπισμός του απαιτούσαν καλύτερες επιδόσεις. Και έκανε τη δεύτερη προσπάθεια: απεχώρησε από τη συγκυβέρνηση και καταψήφισε μαζί με όσους εξακολουθούσαν να τον προσφωνούν «πρόεδρο» τον Σταύρο Δήμα για να γίνουν εκλογές και να βγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο άνθρωπος αυτός κατέστρεψε τη χώρα, και διέλυσε το μικρό του κόμμα, για να γίνει αναπληρωτής υπουργός του Καμμένου. Il faut le faire, για τους γαλλομαθείς.

Πολιτική μικροπρέπεια; «Ο καιροσκοπισμός ενός ατάλαντου»; – θα μπορούσε να είναι τίτλος θεατρικού του Γκόγκολ. Κοινή κοινότατη ευήθεια σε περιτύλιγμα ρητορείας ειρηνοδίκη της Ρούμελης; Πάντως, στάση αποκαλυπτική για την κατάντια της σημερινής Αριστεράς: νομίζει ότι συνομιλεί με την Ιστορία και νοικιάζει κατάστημα ψιλικών. Με άλλα λόγια: «Από τον Μάο στον Κουβέλη» – αυτό είναι τίτλος όπερας. Ευτυχώς, θα μου πείτε. Για φαντασθείτε η σημερινή Aριστερά, αντί για Κουβέληδες και Φλαμπουράρηδες, που αρκούνται στη γοητεία του ψιλικατζίδικου και τους φτάνει ότι θα τους χαιρετά η φρουρά όταν μπαινοβγαίνουν στο γραφείο τους ψάχνοντας τι να κάνουν, να μας έβγαζε κάναν Μάο. Μόνον που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Και ευγνωμονώ ανθρώπους σαν τον Κουβέλη που κατάντησαν την Aριστερά πολιτικό ψιλικατζίδικο.

Πηγή: Καθημερινή

Ο μπάρμπα Φώτης με στολή παραλλαγής

Ομολογώ ότι ζηλεύω τους ανθρώπους που έχουν το χάρισμα να κρατιούνται στην επικαιρότητα για δεκαετίες, κι ας μην βρίσκονται στην γνωστή πρώτη γραμμή της, τον Φώτη τον Κουβέλη π.χ. Το ότι θα φτάναμε στο 2018 κι ακόμα κάποιος κόσμος θα είχε την όρεξη να ασχολείται μαζί του είναι κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Κυρίως γιατί σχεδόν τίποτα από όσα έχει κάνει στην πολιτική του καριέρα ο Κουβέλης δεν μαρτυρά ότι πρόκειται για κάποιον που αξίζει τόσο μεγάλης προσοχής.
Φίρμα σε χρόνο ρεκόρ
Ο Κουβέλης μπήκε στη ζωή μας το 1989 – ήταν δεν ήταν σαράντα ένα χρονών. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ένας Αλέξης Τσίπρας της εποχής, χωρίς ωστόσο την φιλοδοξία και τον αριβισμό του σημερινού μας πρωθυπουργού. Προερχόταν από την Νεολαία Λαμπράκη και τον Ρήγα Φεραίο κι όταν το ΚΚΕ Εσωτερικού αποφάσισε να μετασχηματιστεί σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), οι παλιότεροι του έδωσαν το τιμόνι. Οποιος παρακολουθούσε τον χώρο και δεν τον ήξερε πίστευε πως πρόκειται για κάποιου τύπου αστέρι της Αριστεράς, έναν από εκείνους τους ανθρώπους, που βγαίνοντας μπροστά θα αποδείκνυαν στους δύσπιστους πως υπάρχουν χρυσές εφεδρείες – πολιτικοί ικανοί να ανανεώσουν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, που ασφυκτιούσε από τους δεινόσαυρους του τότε δικομματισμού. Ο Κουβέλης, που ήταν πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας, έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Τζαννετάκη, που προέκυψε χάρη στη συνεργασία της ΝΔ και της Αριστεράς για να στείλει τον Ανδρέα Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο. Αυτός και ο τότε κατήγορος του Ανδρέα Νίκος Κωνσταντόπουλος ήταν δυο πολιτικοί σταρ της εποχής - ο Κωνσταντόπουλος γιατί ήταν αρκετά επιθετικός και μιλούσε πολύ κι ο Κουβέλης γιατί χαμογελούσε και δεν μιλούσε καθόλου: σε όλο το διάστημα της καριέρας του κανείς δεν θυμάται τίποτα που να έχει πει. Ηταν ένας πολιτικός χαμηλών τόνων, που στα 41 του μιλούσε αργά σαν εξηντάρης, «σοβαρός» έλεγαν όσοι τον ήξεραν. Που έγινε φίρμα σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς κανείς ωστόσο ποτέ να καταλάβει γιατί βρέθηκε στην πολιτική.
Γιατί μπλέκεις με την πολιτική
Το γιατί αυτός ο άνθρωπος ανακατεύτηκε με την πολιτική, ήταν αυτό που πάντα σκεφτόμουνα, όταν παρακολουθούσα τον Κουβέλη μετά την εμφάνισή του. Συχνά ο λόγος που οι άνθρωποι μπλέκουν με την πολιτική είναι, ας πούμε, ιδεολογικός: διαβάζουν, αποκτούν νωρίς πολιτική συνείδηση, διαμορφώνουν απόψεις που θέλουν να εκφράσουν – όλα αυτά είναι ωραία και μπορούν άνετα να τα έχουν όλοι όσοι με την πολιτική ασχολούνται, αλλά είναι εφόδια για να κάνεις πολιτική καριέρα, δεν δικαιολογούν πάντα την ανάμειξή σου με τα κόμματα. Για να αναλάβεις ηγετικές πολιτικές θέσεις χρειάζεται κάτι παραπάνω από ιδεολογική αναζήτηση. Χρειάζεται για παράδειγμα να πιστεύεις πως μπορείς να προσφέρεις στον τόπο, οπότε σε αυτή την περίπτωση οργανώνεσαι σε κάποιο κόμμα εξουσίας κι ελπίζεις πως θα σου τύχει κάποιος κλήρος. Μπορεί απλά να σε ενδιαφέρει το δίκαιο του ανίσχυρου και να θες να το προστατέψεις κατεβαίνοντας μαζί του στο δρόμο – μπορεί και να σε γοητεύουν οι λαϊκοί αγώνες. Μπορεί πάλι, κυνικά, να βλέπεις την πολιτική ως δουλειά και να έχεις την υποψία, ξεκινώντας, ότι σε αυτή σε περιμένει ένα λαμπρό μέλλον. Νομίζω τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σχέση με τον Κουβέλη. Δουλειά του ήταν η δικηγορία και όχι η πολιτική. Τους λαϊκούς αγώνες τους παρακολουθούσε εξ αποστάσεως και δεν νομίζω ότι από δαύτους πραγματικά συγκινήθηκε – αλλιώς θα χε περάσει από το ΚΚΕ. Δεν θα αφήσει πίσω του συγγράμματα, που να μαρτυρούν κάποιου είδους ιδεολογικό προβληματισμό, που έχει κάνει την Αριστερά σοφότερη. Και κάθε φορά που βρέθηκε σε μια κυβέρνηση, είτε δεν έκανε απολύτως τίποτα, είτε μετάνιωσε και τελικώς την έριξε, ρωτήστε και τον Σαμαρά.
Ο Κουβέλης ήταν πάντα ο άνθρωπος των χαμένων υποθέσεων: εμφανιζόταν να πάρει θέσεις που συνήθως δεν ήθελε κανείς. Μπήκε στην Κυβέρνηση Τζαννετάκη μάλλον γιατί οι παλιότεροι του χώρου δεν ήθελαν να γίνουν Υπουργοί του Μητσοτάκη. Κατέβηκε για Δήμαρχος Αθήνας γνωρίζοντας ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει. Εφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποδεικνύεται σήμερα που επέστρεψε, μάλλον για ένα γινάτι: ίσως γιατί ήθελε να αποφύγει την εντός του κόμματος ιδεολογική αντιπαράθεση – καμία αντιπαράθεση ποτέ δεν τον γοήτευσε, ούτε καν η ιδεολογική που είναι και η ευκολότερη. Την ΔΗΜΑΡ την χαντάκωσε, ίσως γιατί μεγάλωσε κάποια στιγμή περισσότερο από όσο ο ίδιος άντεχε. Δεν είναι παράξενο ότι σήμερα μπήκε στην Κυβέρνηση κάτω από τον Πάνο Καμμένο, αυτός που στα 41 του ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης: παράξενο είναι ότι ακόμα ασχολείται και ότι κι ο κόσμος ασχολείται μαζί του.
Τον έφερε πίσω στην οικογένεια
Διαβάζω ότι ο Τσίπρας τον υπουργοποίησε γιατί λέει του το χρωστούσε επειδή έριξε την Κυβέρνηση Σαμαρά με διάφορα προσχήματα. Δεν νομίζω ότι ο Τσίπρας νοιώθει ότι κάτι του χρωστάει. Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που κάνει τέτοιου τύπου χάρες ο σημερινός πρωθυπουργός κι ο Αλέκος Αλαβάνος π.χ αυτό το ξέρει καλά. Ο Τσίπρας μου δίνει την εντύπωση ότι τον κάλεσε γιατί τον θεωρεί κατά βάση δικό του άνθρωπο – ένα πρόθυμο ήσυχο χειροκροτητή, ένα ακόμα στρατιωτάκι (όχι τυχαία τον έβαλε αναπληρωτή στο Υπουργείο Εθνικής Αμυνας). Η κυβέρνηση γενικά έχει χαρακτήρα οικογενειακής γιορτής – όλοι μοιάζουν συγγενείς και διακρίνεις θείους από το χωρίο, θείους από το εξωτερικό, ανίψια, ξαδέρφια, ξαδέρφες - συχνά πιστεύω ότι κάθε υπουργικό συμβούλιο ακολουθεί ένα μεγάλο οικογενειακό τσιμπούσι όπου οι άνθρωποι λένε μεταξύ τους τα οικογενειακά τους, χαρούμενοι που πάνε όλα στη φαμίλια καλά. Μια τέτοια οικογένεια έχει πάντα κι ένα μπάρμπα λίγο περίεργο, που έχει κάνει στη ζωή του πολλά τα οποία κανείς δεν θυμάται και τον οποίο αρκετοί δεν γουστάρουν, αλλά τι να κάνουν αίμα τους είναι κι αυτός.

Ο Τσίπρας έβαλε στο τραπέζι μια καρέκλα για τον μπάρμπα Φώτη, που κάποτε στις πορείες και στις πλατείες των Αγανακτισμένων Ο ΣΥΡΙΖΑ τον έβριζε, αλλά άμα δεν έχει πρόβλημα με αυτό ο μπάρμπας, γιατί να έχει αυτός; Καλά έκανε και τον πήρε πίσω, η ερώτηση είναι τι διάβολο ακόμα προσδοκά ο μπάρμπα Φώτης. Να προσφέρει στο σόου του Υπουργείου του Καμμένου; Η για να τον θυμούνται ως τον μεγάλο άσωτο αριστερό που αφού κυβέρνησε με τον Βενιζέλο και τον Σαμαρά γύρισε περιμένοντας μια μπουκίτσα απο το «μόσχο το σιτευτό» της εξουσίας;
Νομίζω η μόνη απάντηση είναι ότι ο Κουβέλης, όπως πολλοί που ξόδεψαν μια πολιτική καριέρα στο τίποτα, θέλει να θυμηθεί τα νιάτα του: έβαλε στολή παραλλαγής στα γεράματα για να θυμηθεί τον καιρό που ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης, που ο κόσμος τον θαύμαζε, που έβλεπε σε αυτόν κάποιον που μια μέρα θα γινόταν σπουδαίος. Τον καιρό της νιότης που έδειχνε πως θα γινόταν άλλος…   


Η Μαλβίνα, ο Συνασπισμός και ο Κουβέλης



Μπορεί σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι αγωνιστικός και δημοφιλής αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Ουσιαστικά, το πρόσωπο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο Αλέκος Αλαβάνος –και στη συνέχεια ο Αλέξης Τσίπρας. Κάπου εκεί ήταν και ο Φώτης Κουβέλης.


Ο Συνασπισμός είναι η γνωστότερη συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ και για πολλά χρόνια ήταν ένα πολιτικό ανέκδοτο. Σχεδόν κανείς δεν ήξερε γιατί ψήφιζε Συνασπισμό – ούτε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς πρέσβευε αυτό το κόμμα. Πάντως, είχε πολύ όμορφες κυρίες.

Πριν από τον Αλέκο Αλαβάνο, ο Συνασπισμός ήταν κάτι σαν τα τσικό του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, τα περισσότερα στελέχη του Συνασπισμού είχαν στο μυαλό τους το πώς θα μεταπηδήσουν στο ΠΑΣΟΚ – και μεταπηδούσαν.

Αυτό είχε κάνει την αξέχαστη Μαλβίνα Κάραλη να εκστομίσει τη δεκαετία του ’90 το εξής αχτύπητο σχόλιο: «Ο Συνασπισμός δεν είναι κόμμα. Είναι δέκα κώλοι που γυρεύουν καρέκλα».

Μπορεί να την έχουν πέσει όλοι σήμερα στο ΚΚΕ αλλά όποιος κατέβαινε σε πορείες τη δεκαετία του ’90 –αλλά και τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας- θα ξέρει καλά πως δεν θα υπήρχαν διαδηλώσεις, αν δεν υπήρχε το ΚΚΕ.

Μην κοιτάτε τώρα που είναι της …μόδας και πάνε όλοι, ακόμα και οι δεξιοί – παλιότερα, οι αριστεροί απέφευγαν τις διαδηλώσεις και τις πορείες. Σε κορόιδευαν, αν πήγαινες σε πορεία για την Παλαιστίνη ή σε αντιπολεμικό συλλαλητήριο. Σοβαρολογώ.

Οι περισσότεροι πήγαιναν σε συναυλίες διαμαρτυρίας αλλά δεν υπήρχε τίποτα το ανατρεπτικό ή συγκρουσιακό. Πήγαινες στη συναυλία –που ήταν τίγκα στους βαρετούς «έντεχνους» και «αριστερούς» καλλιτέχνες-, έπιανες την πάρλα, τραγουδούσες, έπινες καμιά μπύρα και μετά δεν θυμόσουν καν για ποιο λόγο γινόταν η συναυλία. Η πασοκίλα τους είχε ποτίσει σχεδόν όλους.

Το κενό που άφησε ο παλιός Συνασπισμός –μετά την ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ- το έχει καλύψει επάξια η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε στους δρόμους αλλά εκείνα τα στελέχη του Συνασπισμού που δεν άντεχαν τις κακουχίες ακολούθησαν τον κ. Κουβέλη – μετά την ήττα του από τον Αλέξη Τσίπρα.

Κάποιοι αποκαλούν τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ «πασόκους με πολιτικά». Παλιότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κάνει λόγο μέσα στη Βουλή για «Αριστερά των σαλονιών» -λες κι αυτός ήταν αντάρτης στο βουνό- αλλά η «Αριστερά των σαλονιών» τον έστειλε μετά στο ειδικό δικαστήριο γιατί, εκτός από σαλονάτη, ήταν και εκδικητικιά.

Ο χρόνος περνάει αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν. Χτες, παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις που αφορούν τη στάση του Φώτη Κουβέλη, έγραψα στα social media «Πού είσαι, ρε Μαλβίνα;» -ξεχνώντας πως, αν ζούσε σήμερα η Μαλβίνα, δεν θα της έδιναν εκπομπή πουθενά-, και μετά θυμήθηκα ένα απόσπασμα από την τηλεοπτική εκπομπή «Μαλβίνα Hostess» που υπάρχει στο αφιέρωμα στη Μαλβίνα από το περιοδικό «Οδός Πανός».

Πρέπει να είναι από το 1997. Θέμα της Μαλβίνας ο τότε Συνασπισμός και ο Φώτης Κουβέλης:

«Όχι, φακάτοι, δεν είναι όλος ο Συνασπισμός ένα ατελείωτο ΝΤΑΟΥ. Είναι οι περισσότεροι.

Ο Κουβέλης, ας πούμε, είναι μειοψηφία. Σε αντίθεση με τον Κουναλάκη, δένει μόνος του και σωστά τα κορδόνια των παπουτσιών του. Και σε αντίθεση με τον Παπαγιαννάκη, δεν φοράει την μπλούζα από τα πόδια.

Ο Κουβέλης, λοιπόν, ένας από τους τρεις ανθρώπους μέσα στον Συνασπισμό που αλλάζουν βρακί κάθε μέρα, είπε πως το αποτύπωμα της κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή το αποτύπωμα του Κατάκωλου, που πόσος είναι ο Κατάκωλος, πόσο το αποτύπωμά του, είναι βαθύτατα συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο.

Καλά τώρα, κύριε Κουβέλη μου, με κάνατε κουρέλι. Όσο ζω μαθαίνω. Πού ήσαστε καλέ τόσον καιρό; Τώρα που είδατε το πλοίο να φουρνάρει; Τώρα το ξέρω κι εγώ. Τώρα που ήρθε το ΦΑΜΟΖΟ, κάνω κι εγώ τα τζάμια, κύριε αυτέ μου».

(«Κατάκωλος» είναι ο Κώστας Σημίτης – λόγω καταγωγής. «ΦΑΜΟΖΟ» είναι ένα καθαριστικό για τζάμια. Για να βρω αυτό το απόσπασμα, έψαξα μέσα σε 72 κούτες με βιβλία. Φώτη Κουβέλη, μην το κάνεις.)

https://pitsirikos.net/

Δεν υπάρχουν σχόλια: