Συνέχεια από : Παρασκευή, 3 Ιουνίου 2011
Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΘΕΟΣ.
Εάν η Χριστιανική Πιστη στον θεό είναι κατά αρχάς η επιλογή για το πρωτείο του λόγου, πίστη στην πραγματικότητα του δημιουργικού νοήματος, το οποίο προηγείται και υποβαστάζει τον κόσμο, καθώς είναι πίστη ότι αυτό το νόημα είναι ένα πρόσωπο, είναι ταυτοχρόνως και μια πίστη πως η πρωταρχική σκέψη, της οποίας ο κόσμος αντιπροσωπεύει αυτό που σκέφτηκε, δεν είναι μόνον μια ουδέτερη και ανώνυμη συνείδηση, αλλά είναι ελευθερία, δημιουργική αγάπη, δηλαδή πρόσωπο. Κατά συνέπεια, εάν η Χριστιανική απόφαση υπέρ του λόγου, αποτελεί μια επιλογή για το δημιουργικό Νόημα, για την προσωπική πραγματικότητα, αντιπροσωπέυει ταυτοχρόνως και μια επιλογή γαι το πρωτείο του Ιδιαίτερου πάνω στο καθολικό! Η υπέρτατη αξία δεν είναι το καθολικό, αλλά ακριβώς αυτό το ιδιαίτερο. Γιάυτό η Χριστιανική πίστη είναι ταυτοχρόνως και μια επιλογή για τον άνθρωπο σαν ένα όν αμείωτο, το οποίο ομολογεί την σχέση για πάντα! Μ’αυτόν τον τρόπο ξανά, είναι μια επιλογή για το πρωτείο της Ελευθερίας εναντίον του πρωτείου της αναγκαιότητος των κοσμικών – φυσικών νόμων. Και φανερώνεται τοιουτοτρόπως, πόσο ειδική είναι η Χριστιανική πίστη σε σχέση με άλλες μορφές αποφάσεων του ανθρωπίνου πνεύματος.
Η θέση την οποία καταλαμβάνει ένα ανθρώπινο όν, με την Χριστιανική πίστη εμφανίζεται ξεκάθαρα.
Τώρα πια είναι εύκολο να αποδειχθεί πως η πρώτη επιλογή δηλαδή για το πρωτείο του λόγου πάνω στην γυμνή ύλη-δεν είναι δυνατή χωρίς την δεύτερη ή την Τρίτη. Η ακριβέστερα: η πρώτη επιλογή μας μόνον, απομονωμένα, θα παρέμενε ένας απλός και καθαρός Ιδεαλισμός. Μόνον η πρόσθεση της δευτέρας και της τρίτης επιλογής – πρωτείο δηλαδή, του Ιδιαιτέρου και της Ελευθερίας --δημιουργεί μια σταθερή διάκριση, ένα Χώρισμα, ανάμεσα στον Ιδεαλισμό και στην Χριστιανική πίστη, η οποία μας παρουσιάζεται πλέον σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από τον καθαρό Ιδεαλισμό.
Και νά τώρα φτάνουμε στο τελευταίο βήμα. Εάν είναι αλήθεια πώς το πρόσωπο είναι περισσότερο απο άτομο, πώς η πολλαπλότης είναι μία πρωτογενής πραγματικότης και δέν είναι δευτερεύουσα, ότι υπάρχει ένα πρωτείο του ιδιαιτέρου στο καθόλου, αυτό σημαίνει πώς η ενότης δέν είναι το μοναδικό και καθοριστικό στοιχείο, αλλά ότι και η πολλαπλότης αναγνωρίζεται στο καθοριστικό και πλήρες δικαίωμα της. Αυτό το συμπέρασμα, το οποίο εξέρχεται απο την Χριστιανική επιλογή λόγω εσωτερικής ανάγκης, οδηγεί αύτομάτως ακόμη και πέρα απο την ιδέα ενός Θεού ο οποίος είναι καθαρή ενότης. Η εσωτερική λογική της Χριστιανικής ομολογίας της πίστεως στον Θεό, οδηγεί αναπόφευκτα στο ξεπέρασμα του απλού και καθαρού μονοθεϊσμού και οδηγεί στην πίστη στον Τριαδικό Θεό. Μονάδα εν Τριάδις για τον οποίο πρέπει στη συνέχεια να μιλήσουμε.
Συνεχίζεται
Υ.Γ. Πρέπει να έχουμε συνεχώς κατα νού το μεγάλο κλειδί της πόρτας του Βατικανού που μας έδωσε μέχρι στιγμής ο Ράτζιγκερ.: Το εμπόδιο είναι φανερό: πρόκειται για μία ανεπαρκέστατη έννοια τού προσώπου, η οποία εμποδίζει να ταυτίσουμε τον «Θεό τών φιλοσόφων» με τον «Θεό της πίστεως».Ο Θεός τους δέν είναι ο Θεός της Ορθοδοξίας. Είναι μια επίνοια.
Αυτό το κλειδί φέρνουν απο τη Δύση όλοι οι εκλεκτοί μας διανοούμενοι και προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα της πίστεως μας. Όμως ματαίως. Διότι τέτοια πόρτα δέν υπάρχει. Ο Θεός μας είναι ο αληθινός Θεός ουδεμία σχέση έχοντας με τον Θεό των φιλοσόφων.
Αμέθυστος.
Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΘΕΟΣ.
Εάν η Χριστιανική Πιστη στον θεό είναι κατά αρχάς η επιλογή για το πρωτείο του λόγου, πίστη στην πραγματικότητα του δημιουργικού νοήματος, το οποίο προηγείται και υποβαστάζει τον κόσμο, καθώς είναι πίστη ότι αυτό το νόημα είναι ένα πρόσωπο, είναι ταυτοχρόνως και μια πίστη πως η πρωταρχική σκέψη, της οποίας ο κόσμος αντιπροσωπεύει αυτό που σκέφτηκε, δεν είναι μόνον μια ουδέτερη και ανώνυμη συνείδηση, αλλά είναι ελευθερία, δημιουργική αγάπη, δηλαδή πρόσωπο. Κατά συνέπεια, εάν η Χριστιανική απόφαση υπέρ του λόγου, αποτελεί μια επιλογή για το δημιουργικό Νόημα, για την προσωπική πραγματικότητα, αντιπροσωπέυει ταυτοχρόνως και μια επιλογή γαι το πρωτείο του Ιδιαίτερου πάνω στο καθολικό! Η υπέρτατη αξία δεν είναι το καθολικό, αλλά ακριβώς αυτό το ιδιαίτερο. Γιάυτό η Χριστιανική πίστη είναι ταυτοχρόνως και μια επιλογή για τον άνθρωπο σαν ένα όν αμείωτο, το οποίο ομολογεί την σχέση για πάντα! Μ’αυτόν τον τρόπο ξανά, είναι μια επιλογή για το πρωτείο της Ελευθερίας εναντίον του πρωτείου της αναγκαιότητος των κοσμικών – φυσικών νόμων. Και φανερώνεται τοιουτοτρόπως, πόσο ειδική είναι η Χριστιανική πίστη σε σχέση με άλλες μορφές αποφάσεων του ανθρωπίνου πνεύματος.
Η θέση την οποία καταλαμβάνει ένα ανθρώπινο όν, με την Χριστιανική πίστη εμφανίζεται ξεκάθαρα.
Τώρα πια είναι εύκολο να αποδειχθεί πως η πρώτη επιλογή δηλαδή για το πρωτείο του λόγου πάνω στην γυμνή ύλη-δεν είναι δυνατή χωρίς την δεύτερη ή την Τρίτη. Η ακριβέστερα: η πρώτη επιλογή μας μόνον, απομονωμένα, θα παρέμενε ένας απλός και καθαρός Ιδεαλισμός. Μόνον η πρόσθεση της δευτέρας και της τρίτης επιλογής – πρωτείο δηλαδή, του Ιδιαιτέρου και της Ελευθερίας --δημιουργεί μια σταθερή διάκριση, ένα Χώρισμα, ανάμεσα στον Ιδεαλισμό και στην Χριστιανική πίστη, η οποία μας παρουσιάζεται πλέον σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από τον καθαρό Ιδεαλισμό.
Πάνω στο θέμα αυτό θα μπορούσαμε να διευκρινίσουμε και να πούμε πάρα πολλά πράγματα. Ας περιοριστούμε μόνον στις απαραίτητες διευκρινίσεις, αναρωτώμενοι πρώτα απ’όλα: Τι σημαίνει ακριβώς η δήλωση πως αυτός ο Λόγος, του οποίου ο κόσμος είναι σκέψη, είναι ένα πρόσωπο και γι’αυτό η πίστη είναι μια επιλογή για το πρωτείο του Ιδιαιτέρου πάνω στο καθολικό; Σ’αυτό το ερώτημα είναι εύκολο να απαντήσουμε: Δεν σημαίνει άλλο παρά ότι εκέινη η δημιουργική Σκέψη, που εκλάβαμε σαν προυπόθεση και θεμέλιο όλου του Είναι, είναι μια σκέψη εν γνώσει του εαυτού της η οποία όχι μόνον γνωρίζει τον εαυτό της, αλλά έχει συνείδηση και όλης της σκεπτομένης δραστηριότητος της. Συνεπάγεται επίσης πως αυτή η Σκέψη, όχι μόνον γνωρίζει αλλά και αγαπά. Ότι είναι δημιουργική επειδή είναι αγάπη, ότι επειδή όχι μόνον μπορεί να σκεφθεί αλλά και να αγαπήσει, έθεσε την σκέψη της στην ελεύθερη σφαίρα του Είναι της, την εξαντικειμενοποίησε , την έκανε αυτόνομη . Όλο αυτό, τώρα λοιπόν, σημαίνει πως εκείνη η Σκέψη γνωρίζει, αγαπά και αγαπώντας υποβαστάζει την σκέψη της στην αυτονομία της. Μ’άυτό τώρα ξαναβρισκόμαστε απέναντι σ’εκείνη την Αρχή , στην οποία αναφέρονται όλοι μας οι στοχασμοί: Να μην είμαστε αναγκασμένοι απο αυτό που είναι το πιό μεγάλο, και να είμαστε περιεχόμενο σ’αυτό που είναι το πιο μικρό, αυτό είναι το Θείο.
Εάν όμως ο Λόγος του Είναι, το Είναι που περιέχει και στηρίζει τα πάντα, είναι ταυτοχρόνως συνείδηση, ελευθερία και αγάπη, συμπεραίνεται απο μόνο του πώς ο υπέρτατος νόμος του σύμπαντος δέν είναι η κοσμική ανάγκη αλλά η ελευθερία. Οι συνέπειες αυτού του συμπεράσματος είναι μεγάλης σπουδαιότητος. Φανερώνεται πράγματι, πώς η ελευθερία εμφανίζεται σαν την αναγκαία δομή του κόσμου. Κάτι που σημαίνει με την σειρά του πώς μπορούμε να σκεφτούμε τον κόσμο μόνον σαν κάτι ασύλληπτο, πώς πρέπει να είναι ακατανόητος. Διότι, εάν το υπέρτατο σημείο της κατασκευής του κόσμου είναι μία ελευθερία, η οποία συγκρατεί, θέλει, γνωρίζει και αγαπά ολόκληρο τον κόσμο σαν ελευθερία, αυτό πάει να πεί πώς με την ελευθερία, ανήκει ουσιαστικώς στον κόσμο και το απρόβλεπτο που ενυπάρχει στην Ελευθερία.
Το απρόβλεπτο είναι μία τυπική διαδικασία της ελευθερίας. Έτσι λοιπόν εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως τα εννοούμε, ο κόσμος δέν είναι δυνατόν να μειωθεί σε καθαρή μαθηματική λογική. Διότι, μαζί με την πρωτοτυπία και το μεγαλείο ενός κόσμου ο οποίος χαρακτηρίζεται απο την δομή της ελευθερίας, είναι επίσης δεδομένο και το σκοτεινό μυστήριο του δαιμονικού που συναντούμε σ’αυτόν. Ένας κόσμος ηθελημένος και δημιουργημένος κάτω απο το σημείο του ρίσκου της ελευθερίας και της αγάπης, δέν είναι ποτέ μαθηματικά. Καθότι χώρος της αγάπης, είναι επίσης και χώρος για το παιχνίδι της αγάπης και εμπλέκει τον κίνδυνο του κακού. Αμφισβητεί το μυστήριο του σκότους για την αγάπη του υπέρτατου φωτός, ενός φωτός όπου κατοικούν η ελευθερία και η αγάπη.
Εδώ λοιπόν φαίνεται γι’άλλη μια φορά πώς αλλάζουν, κάτω απο αυτή την προοπτική, οι κατηγορίες του ελάχιστου και του μέγιστου, του πιο μικρού και του πιο μεγάλου. Σε έναν κόσμο ο οποίος σε τελευταία ανάλυση δέν είναι μαθηματικά, αλλά αγάπη, το ελάχιστο γίνεται μέγιστο. Εκείνο το πιό μικρό που είναι ικανό για αγάπη, γίνεται το μεγαλύτερο. Το ιδιαίτερο υπάρχει στο καθολικό, το πρόσωπο, το μοναδικό όν και ανεπανάλπτο είναι ταυτόχρονα το υπέρτατο και οριστικό. Σε ένα τέτοιο άνοιγμα οπτικής το πρόσωπο δέν είναι απλώς ένα άτομο, ένα υπόδειγμα αναπαραγωγής μέσω της διαιρέσεως της ιδέας στην ύλη. Αλλά ακριβώς «πρόσωπο». Η ελληνική σκέψη ερμήνευσε τα πολλά μοναχικά όντα, όπως και τα μοναχικά ανθρώπινα πλάσματα, πάντοτε σαν άτομα. Δημιούργησε συνεπεία της διάσπασης της ιδέας στην ύλη. Αυτό όμως που πολλαπλασιάζεται είναι δευτερεύον : το αυθεντικό όν ήταν το ΕΝΑ και το καθολικό. Ο Χριστιανός αντιθέτως δέν βλέπει σε ένα ανθρώπινο όν, ένα άτομο, αλλά ένα πρόσωπο. Νομίζουμε πώς σ’αυτό το πέρασμα απο το άτομο στο πρόσωπο βρίσκεται όλη η ιστορία της μετακινήσεως απο την αρχαιότητα, στον Χριστιανισμό, απο τον πλατωνισμό, στην πίστη. Αυτό το συγκεκριμένο όν δέν είναι δευτερεύον, κάτι που θα μας έπρεπε να διαισθανθούμε μόνον αποσπασματικά το καθόλου σαν αυτό που είναι αυθεντικό. Καθότι μίνιμο, είναι ένα μάξιμο, καθότι μοναδικό είναι ανεπανάληπτο, είναι μία πραγματικότης υπέρτατη και αυθεντική.
Και νά τώρα φτάνουμε στο τελευταίο βήμα. Εάν είναι αλήθεια πώς το πρόσωπο είναι περισσότερο απο άτομο, πώς η πολλαπλότης είναι μία πρωτογενής πραγματικότης και δέν είναι δευτερεύουσα, ότι υπάρχει ένα πρωτείο του ιδιαιτέρου στο καθόλου, αυτό σημαίνει πώς η ενότης δέν είναι το μοναδικό και καθοριστικό στοιχείο, αλλά ότι και η πολλαπλότης αναγνωρίζεται στο καθοριστικό και πλήρες δικαίωμα της. Αυτό το συμπέρασμα, το οποίο εξέρχεται απο την Χριστιανική επιλογή λόγω εσωτερικής ανάγκης, οδηγεί αύτομάτως ακόμη και πέρα απο την ιδέα ενός Θεού ο οποίος είναι καθαρή ενότης. Η εσωτερική λογική της Χριστιανικής ομολογίας της πίστεως στον Θεό, οδηγεί αναπόφευκτα στο ξεπέρασμα του απλού και καθαρού μονοθεϊσμού και οδηγεί στην πίστη στον Τριαδικό Θεό. Μονάδα εν Τριάδις για τον οποίο πρέπει στη συνέχεια να μιλήσουμε.
Συνεχίζεται
Υ.Γ. Πρέπει να έχουμε συνεχώς κατα νού το μεγάλο κλειδί της πόρτας του Βατικανού που μας έδωσε μέχρι στιγμής ο Ράτζιγκερ.: Το εμπόδιο είναι φανερό: πρόκειται για μία ανεπαρκέστατη έννοια τού προσώπου, η οποία εμποδίζει να ταυτίσουμε τον «Θεό τών φιλοσόφων» με τον «Θεό της πίστεως».Ο Θεός τους δέν είναι ο Θεός της Ορθοδοξίας. Είναι μια επίνοια.
Αυτό το κλειδί φέρνουν απο τη Δύση όλοι οι εκλεκτοί μας διανοούμενοι και προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα της πίστεως μας. Όμως ματαίως. Διότι τέτοια πόρτα δέν υπάρχει. Ο Θεός μας είναι ο αληθινός Θεός ουδεμία σχέση έχοντας με τον Θεό των φιλοσόφων.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου