Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
(συνέχεια από το 1ο μέρος)
Η μεταμόρφωση των σχέσεων στο εσωτερικό της μοντέρνας κοινωνίας και ο δημόσιος χαρακτήρας του πολιτισμού σε σχέση με την θρησκεία μετά τους πολέμους του 16ου και 17ου αιώνος, αποτελούν και την προυπόθεση για την φονταμενταλιστική θεολογική λειτουργία της υποκειμενικότητος στην μοντέρνα προτεσταντική θεολογία και στην καθολική θεολογία τον τελευταίο αιώνα.
Συνέπεια της ανεξαρτησίας της Δημόσιας Τάξεως από τις ομολογιακές συγκρούσεις, ιδιαιτέρως στα Ευρωπαικά κράτη τα οποία είχαν υποφέρει σε μεγάλη διάρκεια από τους Ιερούς Πολέμους που ακολούθησαν τον χωρισμό της Εκκλησίας (στην Ολανδία, την Αγγλία και στη Γερμανία) ήταν το κομμάτιασμα και η Ιδιωτικοποίηση της Θρησκευτικής ζωής. Η θρησκεία δεν έπρεπε να επηρεάζει πλέον το σύνολο της Δημόσιας ζωής, αλλά να εξασκεί μια βοηθητική δράση προς την κατεύθυνση της διατηρήσεως της ηθικής τάξεως μέσα στην εσωτερική ζωή. Σε ακραίες περιπτώσεις, η θρησκευτική ομολογία μετεμορφώθη σε ιδιωτική υπόθεση. Ο μοντερνισμός του προτεσταντικού πιετιμού οφείλεται στο γεγονός πως πήρε και συμπλήρωσε, με τον τονισμό της εσωτερικής ευλάβειας και αγάπης, την θέση που κατείχε μέσα στην κοσμική κοινωνία η θρησκεία. Ο προτεσταντικός υποκειμενισμός δεν κατάγεται λοιπόν από την Μεταρρύθμιση, αλλά από τον πιετισμό. Η Μεταρρύθμιση επέμενε ακόμη στην καθολική αξία του Ευαγγελίου και της Εκκλησιαστικής αυθεντίας, πριν εμφανισθεί ακόμη κάθε υποκειμενική κατοχή της αλήθειας του Ευαγγελίου. Για την μεταρρύθμιση η ενότης των θρησκευτικών ομολογίων κατανοείτο σαν βάση της κοινωνικής Τάξεως. Μόνον ο πιετισμός αποφάσισε να βασίση αυτή την ίδια αυθεντία τής αλήθειας τής πίστεως πάνω στην υποκειμενικότητα της θρησκευτικής εμπειρίας. Βεβαίως πρέπει να προσθέσουμε πως μια τέτοια πεποίθηση, ήταν αποτέλεσμα μιας κάποιας αναπτύξεως, οι γραμμές τής οποίας άρχισαν να ξεχωρίζουν προς το τέλος του 18ου αιώνος. Τον πρώτο πιετισμό τον ενδιέφερε να δείξει στην ζωντανή πίστη την αληθινή και αυθεντική πίστη, και σ’αυτό ακριβώς το σημείο το φαινόμενο συμπίπτει με τις αρχές της μεταρρυθμίσεως, όπου στην υπόθεση Θρησκεία πρωτεύουσα σημασία αποκτούν οι ηθικές συμπεριφορές.
Μόνον με την προοδευτική κριτική του Βιβλικού κειμένου η υποκειμενική εμπειρία τής πίστεως αναλαμβάνει την εγγύηση τής αλήθειας τής Βίβλου και του Χριστιανικού δόγματος. Αυτή η αντίληψη οικοδομείται κατα τη διάρκεια του δευτέρου μέρους του 18ου αιώνος, κυρίως μέσω της λεγόμενης «Θεολογίας της αφυπνίσεως» τών A.G THOLUCK και Yulius Mueller. Αυτή η θεολογία επηρέασε γρήγορα το σύνολο της Γερμανικής Θεολογίας μέχρι τού Wilhelm Herrmann και μέσω των δύο πιο σημαντικών μαθητών του-τών K.Barth και R.BuΙtmann – συνέχισε την επιρροή της μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε η διαλεκτική Θεολογία του Μπάρτ ξεσηκώθηκε εναντίον τών ανθρωποκεντρικών Θέσεων της Θεολογίας του 19ου αιώνος, που ξεκίνησαν απο τον Σλαϊερμάχερ, και η οποία βασίζεται στον πιετιστικό υποκειμενισμό. Αλλά στήριξε αυτή την ίδια την επανάστασή του,σ το πρωτείο του Θεού, πάνω σε μία απόφαση πίστεως, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στα άκρα, παρόλη την αντικειμενικότητα της «Εκκλησιαστικής δογματικής», τον υποκειμενισμό τών προηγουμένων.
Ο Μπάρτ όμως ερμηνεύτηκε και με ένα διαφορετικό νόημα σαν στοχαστής τής υποκειμενικότητος . Συγκεκριμένα λόγω τού γεγονότος πώς σαν τόν Χέγκελ και σε εξάρτηση απο τον Χέγκελ, εφάρμοσε την έννοια του Ιδεαλιστικού υποκειμένου του δόγματος του Θεού. Μόνον ο Θεός, για τον Μπάρτ, σαν υποκείμενο, είναι απείρως ελεύθερος και ανεξάρτητος. Απόλυτος για την ερμηνευτική ανάπτυξη αυτής έννοιας, ο Μπάρτ, χρησιμοποίησε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, το οποίο ισχύε, σαν συνθήκη της ατελείωτης υποκειμενικότητος του Θεού στην αποκάλυψη. Το Τριαδικό δόγμα μας επιτρέπει να σκεφτούμε το είναι-απέναντι στον κόσμο, εκ μέρους του Θεού, σαν παραγωγό του είναι-απέναντι του πατρός, στην Τριάδα, του Υιού, έτσι ώστε η έννοια του Θεού σαν Πατήρ να είναι ανεξάρτητη απο το είναι-απέναντι στον κόσμο. Το τριαδικό δόγμα λοιπόν δίνει την δυνατότητα στον Μπάρτ να σκεφθεί την ανεξαρτησία του Θεού απο τον κόσμο μέσω της αποκαλύψεως που ενήργησε ο Υιός. Παρόλα αυτά όμως με μία άλλη έννοια, η έννοια της υποκειμενικότητος του Θεού, του Μπάρτ, βρίσκει μεγάλες δυσκολίες σχετικά με την διαβεβαίωση της προσωπικής Τριάδος. Ο Μπάρτ φοβόταν πώς η διάκριση τριών προσώπων στον Θεό θα μπορούσε να βάλη σε κίνδυνο την Θεία ενότητα και καθώς πίστευε σαν σωστό να σκέφτεται τον μοναδικό Θεό σαν υποκείμενο με «προσωπική» Έννοια, η έκφραση των τριών προσώπων στον μοναδικό Θεό του προέκυψε αποπροσανατολιστική. Για αυτό, αντί για τρία πρόσωπα, προτίμησε να μιλήσει για τρείς τρόπους υπάρξεως του μοναδικού Θεού, ο οποίος αυτός καθ’αυτός είναι προσωπικός.
Όμως το κλασσικό δόγμα της Εκκλησίας μιλά για τρία πρόσωπα μέσα στον μοναδικό Θεό και δέν αντιλαμβάνεται την ενότητα του Θεού εκ νέου σαν προσωπική, διακεκριμένη απο την τριάδα των Θείων προσώπων. Ο μοναδικός Θεός είναι αντιθέτως κάθε φορά προσωπικός μόνον σε ένα ή και παραπάνω απο ένα εκ των τριών προσώπων.
Το πρόσωπο στον Θεό ανήκει στη διαφορετικότητα των προσώπων, δέν ανήκει στην ενότητα του Θεού καθεαυτή. Η ενότης του Θεού καθεαυτή είναι υπερπροσωπική. Η ενότης φανερώνεται στα τρία πρόσωπα, και μόνον σ’αυτή την φανέρωση ο Θεός της Χριστιανικής Πίστεως είναι ένας προσωπικός Θεός. Ακριβώς στην Τριαδικότητα των προσώπων του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν αποδώσουμε το πρόσωπο στην ενότητα του Θεού καθεαυτή, η Τριαδικότης του Θεού χάνει αυτομάτως τον χαρακτήρα τής προσωπικής Τριαδικότητος. Η Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας υπολόγισε την ανάπτυξη αυτών των εννοιών στη δύση - ξεκινώντας ακόμη απο τις εξηγήσεις της Τριάδος του Αυγουστίνου, μέσω αναλογιών ψυχολογικής τάξεως, δηλαδή μέσω των διαφορετικών εσωτερικών λειτουργιών στο ανθρώπινο πνεύμα - σαν ένα είδος τροπισμού, ο οποίος θα διέλυε την Τριαδική διαφορετικότητα μέσα στην Θεική ενότητα.
Η μοντέρνα φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε ένα μοναδικό Θεϊκό πρόσωπο έβαλε σε δεύτερη μοίρα το Τριαδικό δογμα, τόσο που η διάκριση των τριών προσώπων της Τριάδος είναι πλέον ακατανόητη. Ακόμη και οι υποστηρικτές του Τριαδικού δόγματος κατέληξαν σε λειτουργικές διακρίσεις στο εσωτερικό τού μοναδικού Θεικού προσώπου, τού μοναδικού Θεικού υποκειμένου, προτιμώντας την έκφραση « Τρόποι υπάρξεως» απο εκείνη της εννοίας του «προσώπου». Αυτό που συνέβη στο Μπάρτ ξαναπαρουσιαστηκε και στον Κάρλ Ράννερ. Ο σύγχρονος διάλογος γύρω απο την Τριαδική Θεολογία στην Γερμανική Ευαγγελική Θεολογία, αναγνώρισε το βάσιμο των αμφιβολιών που εκφράστηκαν απο την ανατολική Εκκλησία.
Αυτό ισχύει και για την προσφορά μου στο Δόγμα της Τριάδος, όπως και για τις σκέψεις του Moltmann στο «Τριάδα και Βασιλεία του Θεού» (1980). Με αυτόν τον τρόπο η Θεολογία αναλαμβάνει την καινούργια επεξεργασία των σχέσεων ανάμεσα στην Τριαδικότητα και στην ενότητα του Θεού. Σε αυτή την προοπτική δέν είναι αρκετό αυτό που πρότεινε ο Moltmann, να σκεφτούμε την Θεία ενότητα μόνο σαν ενότητα των τριών Προσώπων. Αυτή η ίδια η έννοια του προσώπου πρέπει να υπολογιστεί σε μια τέτοια σχέση με την Θεία ενότητα, ώστε να φανερώνεται η ενότης σε κάθε ένα απο τα τρία πρόσωπα.
(Συνεχίζεται)
Aμέθυστος
(συνέχεια από το 1ο μέρος)
Η μεταμόρφωση των σχέσεων στο εσωτερικό της μοντέρνας κοινωνίας και ο δημόσιος χαρακτήρας του πολιτισμού σε σχέση με την θρησκεία μετά τους πολέμους του 16ου και 17ου αιώνος, αποτελούν και την προυπόθεση για την φονταμενταλιστική θεολογική λειτουργία της υποκειμενικότητος στην μοντέρνα προτεσταντική θεολογία και στην καθολική θεολογία τον τελευταίο αιώνα.
Συνέπεια της ανεξαρτησίας της Δημόσιας Τάξεως από τις ομολογιακές συγκρούσεις, ιδιαιτέρως στα Ευρωπαικά κράτη τα οποία είχαν υποφέρει σε μεγάλη διάρκεια από τους Ιερούς Πολέμους που ακολούθησαν τον χωρισμό της Εκκλησίας (στην Ολανδία, την Αγγλία και στη Γερμανία) ήταν το κομμάτιασμα και η Ιδιωτικοποίηση της Θρησκευτικής ζωής. Η θρησκεία δεν έπρεπε να επηρεάζει πλέον το σύνολο της Δημόσιας ζωής, αλλά να εξασκεί μια βοηθητική δράση προς την κατεύθυνση της διατηρήσεως της ηθικής τάξεως μέσα στην εσωτερική ζωή. Σε ακραίες περιπτώσεις, η θρησκευτική ομολογία μετεμορφώθη σε ιδιωτική υπόθεση. Ο μοντερνισμός του προτεσταντικού πιετιμού οφείλεται στο γεγονός πως πήρε και συμπλήρωσε, με τον τονισμό της εσωτερικής ευλάβειας και αγάπης, την θέση που κατείχε μέσα στην κοσμική κοινωνία η θρησκεία. Ο προτεσταντικός υποκειμενισμός δεν κατάγεται λοιπόν από την Μεταρρύθμιση, αλλά από τον πιετισμό. Η Μεταρρύθμιση επέμενε ακόμη στην καθολική αξία του Ευαγγελίου και της Εκκλησιαστικής αυθεντίας, πριν εμφανισθεί ακόμη κάθε υποκειμενική κατοχή της αλήθειας του Ευαγγελίου. Για την μεταρρύθμιση η ενότης των θρησκευτικών ομολογίων κατανοείτο σαν βάση της κοινωνικής Τάξεως. Μόνον ο πιετισμός αποφάσισε να βασίση αυτή την ίδια αυθεντία τής αλήθειας τής πίστεως πάνω στην υποκειμενικότητα της θρησκευτικής εμπειρίας. Βεβαίως πρέπει να προσθέσουμε πως μια τέτοια πεποίθηση, ήταν αποτέλεσμα μιας κάποιας αναπτύξεως, οι γραμμές τής οποίας άρχισαν να ξεχωρίζουν προς το τέλος του 18ου αιώνος. Τον πρώτο πιετισμό τον ενδιέφερε να δείξει στην ζωντανή πίστη την αληθινή και αυθεντική πίστη, και σ’αυτό ακριβώς το σημείο το φαινόμενο συμπίπτει με τις αρχές της μεταρρυθμίσεως, όπου στην υπόθεση Θρησκεία πρωτεύουσα σημασία αποκτούν οι ηθικές συμπεριφορές.
Μόνον με την προοδευτική κριτική του Βιβλικού κειμένου η υποκειμενική εμπειρία τής πίστεως αναλαμβάνει την εγγύηση τής αλήθειας τής Βίβλου και του Χριστιανικού δόγματος. Αυτή η αντίληψη οικοδομείται κατα τη διάρκεια του δευτέρου μέρους του 18ου αιώνος, κυρίως μέσω της λεγόμενης «Θεολογίας της αφυπνίσεως» τών A.G THOLUCK και Yulius Mueller. Αυτή η θεολογία επηρέασε γρήγορα το σύνολο της Γερμανικής Θεολογίας μέχρι τού Wilhelm Herrmann και μέσω των δύο πιο σημαντικών μαθητών του-τών K.Barth και R.BuΙtmann – συνέχισε την επιρροή της μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε η διαλεκτική Θεολογία του Μπάρτ ξεσηκώθηκε εναντίον τών ανθρωποκεντρικών Θέσεων της Θεολογίας του 19ου αιώνος, που ξεκίνησαν απο τον Σλαϊερμάχερ, και η οποία βασίζεται στον πιετιστικό υποκειμενισμό. Αλλά στήριξε αυτή την ίδια την επανάστασή του,σ το πρωτείο του Θεού, πάνω σε μία απόφαση πίστεως, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στα άκρα, παρόλη την αντικειμενικότητα της «Εκκλησιαστικής δογματικής», τον υποκειμενισμό τών προηγουμένων.
Ο Μπάρτ όμως ερμηνεύτηκε και με ένα διαφορετικό νόημα σαν στοχαστής τής υποκειμενικότητος . Συγκεκριμένα λόγω τού γεγονότος πώς σαν τόν Χέγκελ και σε εξάρτηση απο τον Χέγκελ, εφάρμοσε την έννοια του Ιδεαλιστικού υποκειμένου του δόγματος του Θεού. Μόνον ο Θεός, για τον Μπάρτ, σαν υποκείμενο, είναι απείρως ελεύθερος και ανεξάρτητος. Απόλυτος για την ερμηνευτική ανάπτυξη αυτής έννοιας, ο Μπάρτ, χρησιμοποίησε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, το οποίο ισχύε, σαν συνθήκη της ατελείωτης υποκειμενικότητος του Θεού στην αποκάλυψη. Το Τριαδικό δόγμα μας επιτρέπει να σκεφτούμε το είναι-απέναντι στον κόσμο, εκ μέρους του Θεού, σαν παραγωγό του είναι-απέναντι του πατρός, στην Τριάδα, του Υιού, έτσι ώστε η έννοια του Θεού σαν Πατήρ να είναι ανεξάρτητη απο το είναι-απέναντι στον κόσμο. Το τριαδικό δόγμα λοιπόν δίνει την δυνατότητα στον Μπάρτ να σκεφθεί την ανεξαρτησία του Θεού απο τον κόσμο μέσω της αποκαλύψεως που ενήργησε ο Υιός. Παρόλα αυτά όμως με μία άλλη έννοια, η έννοια της υποκειμενικότητος του Θεού, του Μπάρτ, βρίσκει μεγάλες δυσκολίες σχετικά με την διαβεβαίωση της προσωπικής Τριάδος. Ο Μπάρτ φοβόταν πώς η διάκριση τριών προσώπων στον Θεό θα μπορούσε να βάλη σε κίνδυνο την Θεία ενότητα και καθώς πίστευε σαν σωστό να σκέφτεται τον μοναδικό Θεό σαν υποκείμενο με «προσωπική» Έννοια, η έκφραση των τριών προσώπων στον μοναδικό Θεό του προέκυψε αποπροσανατολιστική. Για αυτό, αντί για τρία πρόσωπα, προτίμησε να μιλήσει για τρείς τρόπους υπάρξεως του μοναδικού Θεού, ο οποίος αυτός καθ’αυτός είναι προσωπικός.
Όμως το κλασσικό δόγμα της Εκκλησίας μιλά για τρία πρόσωπα μέσα στον μοναδικό Θεό και δέν αντιλαμβάνεται την ενότητα του Θεού εκ νέου σαν προσωπική, διακεκριμένη απο την τριάδα των Θείων προσώπων. Ο μοναδικός Θεός είναι αντιθέτως κάθε φορά προσωπικός μόνον σε ένα ή και παραπάνω απο ένα εκ των τριών προσώπων.
Το πρόσωπο στον Θεό ανήκει στη διαφορετικότητα των προσώπων, δέν ανήκει στην ενότητα του Θεού καθεαυτή. Η ενότης του Θεού καθεαυτή είναι υπερπροσωπική. Η ενότης φανερώνεται στα τρία πρόσωπα, και μόνον σ’αυτή την φανέρωση ο Θεός της Χριστιανικής Πίστεως είναι ένας προσωπικός Θεός. Ακριβώς στην Τριαδικότητα των προσώπων του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν αποδώσουμε το πρόσωπο στην ενότητα του Θεού καθεαυτή, η Τριαδικότης του Θεού χάνει αυτομάτως τον χαρακτήρα τής προσωπικής Τριαδικότητος. Η Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας υπολόγισε την ανάπτυξη αυτών των εννοιών στη δύση - ξεκινώντας ακόμη απο τις εξηγήσεις της Τριάδος του Αυγουστίνου, μέσω αναλογιών ψυχολογικής τάξεως, δηλαδή μέσω των διαφορετικών εσωτερικών λειτουργιών στο ανθρώπινο πνεύμα - σαν ένα είδος τροπισμού, ο οποίος θα διέλυε την Τριαδική διαφορετικότητα μέσα στην Θεική ενότητα.
Η μοντέρνα φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε ένα μοναδικό Θεϊκό πρόσωπο έβαλε σε δεύτερη μοίρα το Τριαδικό δογμα, τόσο που η διάκριση των τριών προσώπων της Τριάδος είναι πλέον ακατανόητη. Ακόμη και οι υποστηρικτές του Τριαδικού δόγματος κατέληξαν σε λειτουργικές διακρίσεις στο εσωτερικό τού μοναδικού Θεικού προσώπου, τού μοναδικού Θεικού υποκειμένου, προτιμώντας την έκφραση « Τρόποι υπάρξεως» απο εκείνη της εννοίας του «προσώπου». Αυτό που συνέβη στο Μπάρτ ξαναπαρουσιαστηκε και στον Κάρλ Ράννερ. Ο σύγχρονος διάλογος γύρω απο την Τριαδική Θεολογία στην Γερμανική Ευαγγελική Θεολογία, αναγνώρισε το βάσιμο των αμφιβολιών που εκφράστηκαν απο την ανατολική Εκκλησία.
Αυτό ισχύει και για την προσφορά μου στο Δόγμα της Τριάδος, όπως και για τις σκέψεις του Moltmann στο «Τριάδα και Βασιλεία του Θεού» (1980). Με αυτόν τον τρόπο η Θεολογία αναλαμβάνει την καινούργια επεξεργασία των σχέσεων ανάμεσα στην Τριαδικότητα και στην ενότητα του Θεού. Σε αυτή την προοπτική δέν είναι αρκετό αυτό που πρότεινε ο Moltmann, να σκεφτούμε την Θεία ενότητα μόνο σαν ενότητα των τριών Προσώπων. Αυτή η ίδια η έννοια του προσώπου πρέπει να υπολογιστεί σε μια τέτοια σχέση με την Θεία ενότητα, ώστε να φανερώνεται η ενότης σε κάθε ένα απο τα τρία πρόσωπα.
(Συνεχίζεται)
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου