ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΕΠΕΣΑΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΛΕΓΟΥΝ ΟΤΙ Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ότι σωστά επιχειρήσαμε πάλι να γράφουμε
1. Δεν θα ήταν δίκαιο να στερήσουμε τον διωκόμενο από την απολογία, έως ότου παρευρίσκεται αυτός που την απαιτεί διά της κατηγορίας. Πράγματι και αν ακόμη ο κατήγορος εξελεγχθή ενώπιον δικαστικής συνόδου ότι ματαίως επιτίθεται, αλλά δεν κατασιγάσθη, ποιος λόγος θα μπορέσει να κρατήσει τον απολογούμενο; Χρειάζεται λοιπόν πάλι να εξουδετερώσει ο Ηρακλής την ύδρα, η οποία μετά την αποκοπή φέρει πάλι κεφαλή ή κεφαλές, και να είναι έτοιμοι οι δικαστές να ανάψουν στο φάρυγγά της τη φωτιά της δίκης, αφού χάσει πάλι τις κεφαλές της. Ή μάλλον για να είναι κατάλληλα τα παραδείγματα, θα ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε η μωσαϊκή ράβδος να ζωντανεύσει και να αυξηθεί πολύ, ώστε να εξαφανίσει τη μαντική εκ μέσου όχι μόνο των ζώντων αλλά και των όντων· τη μαντική που υποκρίνεται ότι ζει κατά τρόπο εφάμιλλο, έστω και αν η κακία αντεπεξέρχεται φιλονεικότερα (εριστικότερα) και αντιτίθεται παρακινώντας τα αγαπητά προς τον Θεό, , φιλοδοξώντας να έχει ίσην με αυτά ισχύ. Γι’ αυτό οι μάντεις στις πληγές που τους καταφέρονται αντιπροβάλλουν τη δύναμή τους. Πρέπει λοιπόν ο λόγος που υπερασπίζεται το θεοφιλές ν’ αναζωογονήσει οπωσδήποτε τις φλύκταινες στα πρόσωπά τους, ώστε να μην μπορούν πλέον να επιδεικνύονται στο βασιλέα της απάτης χωρίς εντροπή οι μάντεις.
2. Έχει δε πολλούς βασιλείς (εννοεί τον ανήλικο βασιλέα Ιωάννη Ε' Παλαιογόγο, την μητέρα του Άννα και τους προστάτες του θρόνου πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και ναύαρχο Αλέξιο Απόκαυκο) αυτός πού επιζητεί τη δόξα των ανθρώπων και για χάρι της ανέλαβε πάλι την έριδα με βάσκανο τρόπο. «Διότι από όποιον έχει ηττηθεί κάποιος, σ’ αυτόν υποδουλώνεται». Αυτοί δε που πολεμούν τώρα την καθαρή αλήθεια, για να έχουν σχεδόν όλα τα πράγματα παρόμοια με τους παλαιούς, έχουν και κάποια ιδιαίτερη βασίλισσα (εννοεί την Ειρήνη Ευλογία Χούμναινα Παλαιολογίνα), μαζί με την οποία και για χάρι τής οποίας αισθάνονται όλοι τους ευχαριστημένοι από την απείθεια, αποφεύγουν την αδοξία τής κατά κράτος ήττας των, επειδή δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει και ένδοξη ήττα, μάλλον δε ωφέλιμη και καλή. Όταν δε εδώ λέγω Ηρακλή, που θεωρείται ότι ήταν σπουδαίος, και Μωυσή, που πράγματι ήταν μεγάλος, δεν εννοώ τον εαυτό μου, αλλά τον αληθή λόγο, ο οποίος κατά τον Ζοροβάβελ, που έζησε επί Δαρείου και Κύρου, κυριαρχεί επί των όλων και παραμένει πάντοτε ακαταγώνιστος, ακόμη και αν καταπολεμάται διαρκώς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ποιός είναι o σκοπός του λόγου· και τί είναι αυτό που εμείς λέγομε και οι αντίθετοι το παρουσιάζουν ψευδώς ως διθεΐα.
3. Λοιπόν από τους προσφάτους και τους τωρινούς λόγους μας είναι δυνατό να δει κανείς τις φλύκταινες που είναι επάνω στα χείλη των αντιπάλων, δηλαδή τις κακοδοξίες που εξέρχονται από τα λεγόμενά τους. Επειδή δε ως ευδιάκριτες βλέπονται από όλους, θεώρησα πρέπον να συγκεντρώσω όσο μπορούσα τις κυριότερες και να τις προβάλω εδώ.
Ενώ λοιπόν εμείς λέγουμε άκτιστον την θεοποιόν χάριν του Θεού, επιπλέον δε λέγουμε ότι και κάθε φυσική ενέργεια αυτού είναι αχώριστη από την υπερούσια ουσία, αλλά όχι κατά τη σημασία ότι ταυτίζεται μ’ εκείνη (διότι διά μεν της υπερούσιας ουσίας μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι υπερούσιος, διά δε της ενεργείας κατανοούμε την δύναμιν που εκδηλώνεται κατ’ αυτήν) αυτοί μας κατηγορούν ότι δεχόμαστε δύο θεούς, έναν την ουσία και άλλον την ενέργεια. Αυτοί δε, για να μην πάθουν τούτο το πράγμα, λέγουν ότι ένα μόνο άκτιστο υπάρχει, η ουσία του Θεού· γι’ αυτό θεωρούν κτιστή την θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος, την δε ουσία και την φυσική και ουσιώδη ενέργεια θεωρούν επί του Θεού το ίδιο (ταυτόν) και αδιάφορον. Βουλόμενος δε ο Ακίνδυνος να παραπλανήσει τους απλοϊκότερους (ακεραιότερους), επενόησε να λέγει ότι και ο Υιός ή το Πνεύμα το άγιον είναι αυτή η άκτιστον ενέργειαν.
[Αρχαίο κείμενο : Λεγόντων ουν ημών άκτιστον την θεοποιόν χάριν του Θεού, προς δε και πάσαν φυσικήν ενέργειαν αυτού, της μεν υπερουσίου αχώριστον ουσίας, τω δε σημαινομένω μη ταυτόν εκείνη (και γαρ διά μεν της υπερουσίου ουσίας τό υπερουσίως είναι τον Θεόν μανθάνομεν, διά δε της κατά ταύτην δύναμιν) ως δύο λεγόντων θεούς κατηγορούσιν, ένα την ουσίαν και άλλον την ενέργειαν. Αύτοι δε, ίνα μη τούτο πάθωσιν, έν είναι μόνον άκτιστον φασι, την ουσίαν του Θεού· διό και την θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος λέγουσι κτίστην, την τε ουσίαν και την φυσικήν και ουσιώδη ενέργειαν ταυτόν και αδιάφορον επί Θεού. Κλέπτειν δε βουλόμενος ο Ακίνδυνος τους ακεραιτοτέρους, και τον Υιόν ή το Πνεύμα το άγιον επενόησε ταύτην είναι λέγειν την άκτιστον ενέργειαν.]
Επομένως πρέπει να προδιαλάβω γι’ αυτήν κι’ εδώ μερικά πράγματα συντόμως. Στους επομένους λόγους βέβαια, Θεού δίδοντος, θα γίνει εκτενέστερη ανάπτυξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Περί των κοινών άκτιστων ενεργειών της ανωτάτης Τριάδος, τις oποίες επιχειρεί πολυειδώς ν’ αναιρέσει ο Ακίνδυνος.
4. Ο Παύλος λοιπόν, όταν απέτρεπε τους προσερχόμενους στην πίστη από τα ειδωλόθυτα, είπε ότι δεν είναι για όλους η γνώσις. Πόσο μάλλον περισσότερο επιτρέπεται σ’ εμάς να το λέγουμε τούτο, καθώς προσπαθούμε κατά δύναμιν να απομακρύνουμε τους συμφωνούντες με την νέα δυσσέβεια και αναγκαζόμαστε να υπερασπίζουμε τις όντως υπερκόσμιες και προκόσμιες και εγκόσμιες ενέργειες του Θεού απ’ αυτούς που τις απορρίπτουν; Σε όλους όμως εκείνους που έχουν μυηθεί στα θεία και σε όσους είναι πρόθυμοι να προσφέρουν το αυτί τους πειθήνιο σε τέτοια λόγια, θα είναι ευπρόσδεκτο αυτό που πρόκειται να πω.
5. Ο Θεός κατά την ουσία του, ως αποχωρισμένος και απαλλαγμένος από όλα, είναι εντελώς υπεράνω από κάθε νου και κάθε λόγο, από κάθε είδος ενώσεως και μεθέξεως, άσχετος, ασύλληπτος, αμέθεκτος, αθεώρητος, απερινόητος, τελείως ανώνυμος και ανέκφραστος. Αλλ’ αυτός που είναι τόσο υπερουσίως εδραιωμένος επάνω σε άβατα μέρη, από υπερβολή τής εμφύτου αγαθότητος εφρόντισε και για όλα τα απολύτως κατώτερά του όντα αϊδίως, και πριν ακόμη έλθουν στην ύπαρξη· εννοήσας τα προεγνώρισε όλα στα καθ’ έκαστα και τα προώρισε αχρόνως. Πριν τα προαγάγει εις γένεσιν προνοούσε ο ίδιος για τον καιρό που ήταν κατάλληλος γι’ αυτήν.
6. Και για να εκφραστώ κατά τον μέγα Διονύσιο «από υπερβολή αγαθότητος έρχεται έξω από τον εαυτό του, με τις πρόνοιες προς όλα τα όντα και κατά κάποιον τρόπο θέλγεται από την αγαθότητα, την αγάπη και τον έρωτα· και από το χώρο τής υπερβάσεως τών πάντων και της εξαιρέσεως των πάντων κατέρχεται στο χώρο των πάντων κατά την εκστατικήν υπερούσιον δύναμίν του χωρίς να φεύγει από τον εαυτό του». Αυτήν λοιπόν την πρόνοια που είναι αιτία των πάντων, ή αν θέλεις αυτές τις πρόνοιες και ενέργειες, έχουμε μυηθεί ότι είναι κοινές ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Κατά τον σοφό στα θεία Μάξιμο, «της τρισυπόστατης διακεκριμένης ενάδος κοινές είναι οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες»· κι’ αφού τις εχαρακτήρισε ως δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Διεξοδικότερη απόδειξις (παράστασις) ότι δυσσεβώς αυτός (ο Ακίνδυνος) λέγει ότι τέτοιες ενέργειες είναι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα
7. Κοινές λοιπόν έχουμε διδαχθεί εμείς ότι είναι αυτές οι άκτιστες ενέργειες, αλλ’ όχι ότι υπάρχουν καθ’ εαυτές όπως σε πολλά σημεία και με πολλά λόγια λέγει και κατασκευάζει ο Ακίνδυνος· ούτε η καθεμιά είναι ο Υιός ή το άγιο Πνεύμα, αν και δεν είναι εκτός αυτών. Γι’ αυτό βέβαια και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «εθυμήθηκα τον ήλιο, την ακτίνα και το φως. Αλλά με πιάνει κι’ εδώ φόβος μη τυχόν στον Πατέρα μεν ουσιώσουμε (δώσουμε ουσία), δεν δώσουμε όμως υπόσταση στα άλλα, αλλά τα θεωρήσουμε δυνάμεις του Θεού που ενυπάρχουν σ’ αυτόν αλλά δεν είναι υποστάσεις». Και στις επιστολές Προς τον Κληδόνιο επίσης λέγει ότι «το να λέγουμε τον Υιό ακτίνα του Πατρός ως ήλιου, ανήκει στη δυσσέβεια του Απολιναρίου». Διότι «άλλος ήλιος είναι (αυτός), που έχει την ίδια με τον Πατέρα μεγαλειότητα, δύναμη, λαμπρότητα κι’ όλα τα περί αυτόν θεωρούμενα». Διότι, λέγουν άλλοι, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ενιαίο αναπήδημα της λαμπρότητος» και είναι «σαν από τρεις ήλιους, μία του φωτός σύγκρασις».
8. Όπως λοιπόν ακτίνα του Πατρός απαγορεύεται να ειπούμε με αυτή την έννοια τον Υιό, αλλά λέγεται ευσεβώς κατά διαφορετικό τρόπο, για να νοήσουμε το απαθές (τον απαθή χαρακτήρα) της γεννήσεως και το αϊδίως συνείναι (την αΐδια συνύπαρξι) με τον Πατέρα, εννοώντας τότε με την ακτίνα και το ενυπόστατον, έτσι λέγεται ότι ο Υιός είναι δύναμις και ενέργεια και σοφία και βουλή του Πατρός, και τα παρόμοια· αλλά λέγεται έτσι, ώστε κατά τον μέγαν Αθανάσιο «και δι’ αυτών να λογιζόμαστε το απαθές της γεννήσεως και την αϊδιότητα και το πρέπον στον Θεό», και ότι δι’ αυτού έγιναν τα πάντα· κι αν εξετάσει κανείς θα μάθει ότι και οι πατέρες εξυπακούουν ή καί συνεκφωνούν με την κάθε μιά υπόσταση το ενυπόστατον, και έτσι τις διαστέλλουν από τις κοινές ενέργειες.
9. Ότι δε υπάρχουν άκτιστες ενέργειες του Θεού, κοινώς στα τρία πρόσωπα ενθεωρούμενες, αυτό έχει διακηρυχθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο κοινώς από όλους τους θεολόγους. Πράγματι o πολύς τα πάντα και μέγας Βασίλειος, διακηρύσσοντας ακριβώς αυτό το πράγμα και δεικνύοντας με αυτό ότι δεν είναι τέτοια ενέργεια του Θεού ο Υιός, λέγει, «αν ο Υιός είναι ενέργεια και όχι γέννημα, τότε αυτός δεν είναι ούτε ο ενεργήσας ούτε το ενεργηθέν (διότι η ενέργεια είναι κάτι το διαφορετικό από αυτά), αλλά είναι και ανυπόστατος· διότι καμιά ενέργεια δεν είναι ένυπόστατος». Βλέπεις σαφώς ότι οι ενέργειες του Θεού δεν είναι ούτε κτίσματα, διότι τα κτίσματα είναι ενεργηθέντα, ούτε ο Χριστός, διότι αυτός είναι ενυπόστατος; Αλλά και στους λόγους Περί του Πνεύματος, αφού απαρίθμησε όσο ήταν δυνατό αυτές τις ενέργειες, προσθέτει· «όλα αυτά τα έχει αϊδίως το άγιο Πνεύμα· αλλά αυτό μεν, πηγάζον εκ Θεού, είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειες του». Με μόνο λοιπόν το ότι είπε το άγιο Πνεύμα ενυπόστατο, έδειξε ότι αυτές οι ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες· με το ότι είπε ότι το Πνεύμα τις έχει αϊδίως, διεκήρυξε τον άκτιστο χαρακτήρα τους. Πώς θα μπορούσε να είναι ενυπόστατο οποιοδήποτε κτίσμα; Πώς επίσης θα μπορούσαν αυτά τα πολλά να είναι ουσία του Θεού, αφού μάλιστα πηγάζουν από το Πνεύμα; «Γι’ αυτό», λέγει πάλι ο ίδιος, «οι μεν ενέργειες του Θεού είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή». Ποιές ενέργειες εννοεί; Αυτές που εμνημόνευσε και ό ίδιος· «την πρόνοια, την δύναμη, την αγαθότητα, το προγνωστικόν, το δημιουργικόν, το ανταποδοτικόν και όλα τα παρόμοια».
10. Ο θεσπέσιος Κύριλλος, απευθυνόμενος προς τους ημιαρείους, που ισχυριζόνταν ότι ο Υιός είναι όμοιος κατά τη βούληση του Πατρός, λέγει, «ο Υιός, ως ενυπόστατος, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να ομοιάζει με την ανυπόστατη βούληση». Και πάλι· «η ομοιότης των ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι προς τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι προς εκείνα πού έχουν το είναι τους (την ύπαρξή τους) μέσα σε άλλα (εν ετέροις), όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο». Ο δε επώνυμος της φιλοσοφίας και μάρτυς του Χριστού Ιουστίνος, λέγει, «αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν, και υπάρχει μεν η ουσία τού Θεού, ενυπάρχει δε στην ουσία η βουλή, άρα άλλη είναι η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή». Και πάλι· «το βούλεσθαι ή είναι ουσία ή προσυπάρχει στην ουσία. Αλλ’ εάν μεν είναι ουσία, δεν υπάρχει ο βουλόμενος· αν δε προσυπάρχει στήν ουσία, κατ’ ανάγκη άλλο είναι το ένα κι’ άλλο το άλλο. Δεν ταυτίζονται πράγματι τον ον και το προσόν». Και πάλι· «αν ο Θεός βούλεται πολλά, αλλά δεν είναι πολλά κατά την ουσία, άρα στο Θεό δεν είναι το ίδιο πράγμα το είναι και το βούλεσθαι». Άραγε δεν είναι σαφής η διαφορά της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια, συγχρόνως δε και προς κάθε μιά από τις υποστάσεις; Κατά τον ίδιο πράγματι τρόπο είναι δυνατό να ειπούμε και περί τού Υιού, ότι πολλά μεν βούλεται, αλλά δεν είναι πολλά κατά την υπόστασιν· άρα δεν είναι το ίδιο βουλή και υπόστασις. Κατά παρόμοιο τρόπο μπορούμε να ειπούμε και για το Πνεύμα. Και ό,τι είπαμε για τη βουλή, το ίδιο θα μπορούσε κανείς να είπε και για κάθε φυσική ενέργεια• διότι και η βουλή είναι φυσική ενέργεια τού Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν ο θείος Γρηγόριος προεστώς της Νύσσης λέγει, «Ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα· η θεότης την ενέργεια. κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Μεταξύ λοιπόν των ενεργειών που παρατηρούνται (ενθεωρούνται) στα τρία πρόσωπα είναι και η θεότης, αλλ’ όχι κατά την ιδιαίτερη υπόστασί τους, αν και δεν είναι χωριστά από αυτές. Διότι πλην από εκείνα τα τρία τίποτε άλλο δεν είναι ενυπόστατον στον θεό, δηλαδή αυθυπόστατον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Παραπέρα απόδειξις ότι ο ίδιος (ο Ακίνδυνος) δυσσεβώς θεωρεί ως μόνην άκτιστη θεότητα την ουσία του Θεού
11. Ότι δε αυτή η κοινώς ενθεωρούμενη θεότης που παρατηρείται στα τρία πρόσωπα δεν είναι ούτε ουσία, εκτός από όλους τους άλλους θεολόγους, μας το δίδαξε και τούτος (ο Γρηγόριος Νύσσης) διεξοδικότερα. Πράγματι γράφοντας γι’ αυτό το θέμα στο Προς Αβλάβιον αφού το κατοχύρωσε με πολλούς τρόπους, λέγει πλέον συμπερασματικώς, «αποδείχθηκε από τα λεχθέντα ότι το όνομα της θεότητος σημαίνει ενέργεια και όχι φύσιν». Ποιά ενέργεια; «Την εποπτική και θεατική», όπως λέγει εκεί ο θεοφάντωρ αυτός.
Ο δε Ακίνδυνος λέγει, «δεν υπάρχει άλλη άκτιστη θεότης και ενέργεια, έκτος από τη φύσιν τού Θεού», απομακρύνοντας σαφώς από τον Θεό και υποβιβάζοντας σε κτίσμα εκείνη τη θεατική ενέργεια, δηλαδή τη θεία πρόγνωση και πρόνοια, αφού δεν είναι θεία φύσις. Και λέγει επίσης· «ο λόγος της ευσεβείας δεν δέχεται άλλη άκτιστον θεότητα έκτος από τη θείαν φύσιν», σαφώς ως λόγο ευσεβείας εννοώντας μόνη την κακοδοξία του Βαρλαάμ κι’ αυτού του ιδίου, τα αντίθετα της οποίας διδάσκουν οι θειοι θεολόγοι. Και πάλι λέγει· «δεν μπορούμε κάποιο από τα άκτιστα και φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία και τη φύσιν αυτού, ούτε να δεχθούμε ανούσια ή ανυπόστατη ή άλλου είδους σοφία ή δόξα ή αγαθότητα έκτος του Υιού, και γενικώς κάποια κοινή άκτιστη ενέργεια της αγίας Τριάδος». Και τα λέγει αυτά άλλοτε μεν χαρακτηρίζοντας κτιστές τις παραπάνω αναφερόμενες από τους θεολόγους κοινές άκτιστες ενέργειες των τριών προσκυνητών προσώπων, άλλοτε δε αποκαλώντας αυθυπόστατη την καθεμιά τους, κι’ άλλοτε συνδέοντάς τες με τη φύσιν του Θεού κακώς σαν να μην διαφέρουν κατά τίποτε από αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ότι προβάλλει (ο Ακίνδυνος) εναντίον εαυτού και το κεφάλαιο του θείου Μαξίμου περί του ότι o θεός δεν είναι μήτε μεταξύ των νοούντων μήτε μεταξύ των νοουμένων
12. Πρόχειρο όμως είναι τόσο γι’ αυτόν (τον Ακίνδυνο) όσο και για τους οπαδούς του το σοφότατα γραμμένο κείμενο του άγιου Μαξίμου, «κάθε νόησις, όπως ακριβώς έχει τη θέσιν της ως ποιότης (ιδιότητα) μέσα στην ουσία, έτσι έχει και την κίνησιν ποιωμένη περί (γύρω από) την ουσία· δεν είναι δυνατό να τη δεχθούμε (την νόηση) σαν κάτι αυτοτελές και απλό που υφίσταται καθ’ εαυτό, διότι δεν είναι αυτοτελής και απλή. Ο δε Θεός, αφού και κατά τα δύο υπάρχει εντελώς απλός, δηλαδή και ουσία χωρίς υποκείμενο υλικό και νόησις που δεν έχει καθόλου υποκείμενο, δεν είναι από τα νοούντα και νοούμενα, διότι βέβαια είναι πάνω από ουσία και νόηση». Τούτο λοιπόν είναι πρόχειρο γι’ αυτούς, επειδή δεν καταλαβαίνουν για ποιά νόηση ομιλεί εκείνος ο θεόσοφος (ο Μάξιμος ο Ομολογητής)· πράγματι, όπως επισήμανε και ο ίδιος παρακάτω, ομιλεί για εκείνη τη νόηση, κατά την οποία ο Θεός είναι εντελώς αυτοτελής, αυτός ο ίδιος νοώντας τον εαυτό του και παραμένοντας στον εαυτό του χωρίς εκφοίτηση, ενώ εμείς πραγματευόμαστε προς αυτούς που τελευταία μας προσβάλλουν περί των προόδων και ενεργειών, κατά τις οποίες ο Θεός θεωρείται σε σχέση με κάτι, όπως προαναφέρθηκε· δεν καταλαβαίνουν ότι εκείνος ο κλεινός θεολόγος γράφει αυτά τα πράγματα κατά την αποφατική θεολογία. Πράγματι συνηθίζουν οι θεολόγοι να χρησιμοποιούν μερικές καταφατικές εκφράσεις που έχουν έννοια υπεροχικής αποφάσεως, όπως ο ίδιος το δήλωσε στο τέλος του κεφαλαίου, λέγοντας ότι αίτιο των λόγων του αυτού τού είδους είναι το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι μήτε από τα νοούμενα μήτε από τα νοούντα. Το ένα μάλιστα από τα δύο δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς, εφ’ όσον δεν θεολογεί κατά υπεροχική απόφαση, αν και βέβαια ο θεηγόρος αρνήθηκε επί του Θεού τη νόησιν ως ποιότητα, δεν την αρνήθηκε όμως ως ενέργεια· μολονότι η νόησις είναι προσκείμενη φανερά ευθύς εξ αρχής σ’ αυτόν και φανερώνει τον υπερφυή χαρακτήρα των θεωρούμενων στον Θεό.
13. Αλλά βέβαια, με το να πει ο θειος Μάξιμος τον Θεό απλό και κατά τα δυό, έδειξε εδώ ότι έχει και ουσία και ενέργεια, την οποία βέβαια αυτός ονομάζει εδώ νόηση, αλλά και ότι αυτές οι δυό έχουν διαφορά μεταξύ τους. Πράγματι δικός του λόγος είναι το ότι «χωρίς διαφορά είναι αδύνατο να ευρεθεί αριθμός». Αλλά ούτε η αποφατική θεολογία αντίκειται στην καταφατική, μάλλον δεικνύει τον υπερφυή χαρακτήρα της, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα επί του Θεού τίθενται όλα τα γνωρίσματα από μας, αλλά αυτός τα έχει επάνω από ό,τι μπορούμε να ειπούμε και να νοήσουμε εμείς.
200 κεφάλαια προς τον Θαλάσσιο, Περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού (αρχαίο κείμενο)
PG 90. Εντός παρενθέσεων αριθμοί μέσα στο κείμενο, π.χ. (1125), δηλώνουν την αντίστοιχη στήλη του τόμου της PG.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΣ Β΄
α΄. Εἷς Θεός, ὅτι μία θεότης· μονάς [deest τό, μονάς, in tribus Regiis] ἄναρχος καί ἁπλῆ καί ὑπερούσιος· (1125) καί ἀμερής καί ἀδιαίρετος· ἡ αὐτή μονάς καί Τριάς· ὅλη μονάς ἡ αὐτή, καί ὅλη Τριάς ἡ αὐτή· μονάς ὅλη κατά τήν οὐσίαν ἡ αὐτή, καί Τριάς ὅλη κατά τάς ὑποστάσεις ἡ αὐτή. Πατήρ γάρ, καί Υἱός, καί Πνεῦμα ἅγιον ἡ θεότης, καί ἐν Πατρί, καί Υἱῷ, καί ἁγίῳ Πνεύματι ἡ θεότης. Ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί ἡ αὐτή· καί ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Πατήρ· καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Υἱός. Καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἡ αὐτή· καί ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὅλη Πατήρ, καί ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί· καί ὅλος ἐν ὅλῃ ὁ Πατήρ· καί ὅλη ὅλος ὁ Πατήρ. Καί ὅλη ὅλος ὁ Υἱός ἡ αὐτή· καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλος ὅλη, καί ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁΥἱός. Καί ὅλη Πνεῦμα ἅγιον ἡ αὐτή, καί ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ· καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὅλον ὅλη, καί ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Οὐ γάρ ἐκ μέρους ἡ θεότης ἐν τῷ Πατρί, ἤ ἐκ μέρους Θεός ὁ Πατήρ· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ Υἱῷ ἡ θεότης, ἤ ἐκ μέρους Θεός ὁ Υἱός· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἡ θεότης, ἤ ἐκ μέρους Θεός τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Οὔτε γάρ μεριστή ἡ θεότης· οὔτε ἀτελής ὁ Θεός ὁ Πατήρ, ἤ ὁ Υἱός, ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον· ἀλλ᾿ ὅλη ἐστίν ἡ αὐτή τελεία τελείως ἐν τελείῳ τῷ Πατρί· καί ὅλη τελεία τελείως ἡ αὐτή ἐν τελείῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλη τελεία τελείως ἡ αὐτή ἐν τελείῳ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅλος γάρ ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ καί τῷ Πνεύματι τελείως ἐστίν ὁ Πατήρ· καί ὅλος ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι τελείως ἐστίν ὁΥἱός· καί ὅλον ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ τελείως ἐστί τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διό καί εἷς Θεός ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Μία γάρ καί ἡ αὐτή οὐσία καί δύναμις καί ἐνέργεια Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος· οὐκ ὄντος οὐδενός τοῦ ἑτέρου χωρίς ἤ νοουμένου.
β΄. Πᾶσα νόησις, τῶν νοούντων καί νοουμένων ἐστίν· ὁ δέ Θεός, οὔτε τῶν νοούντων ἐστίν, οὔτε τῶν νοουμένων· ὑπέρ ταῦτα γάρ· ἐπεί περιγράφεται, τῆς τοῦ νοουμένου σχέσεως, ὡς νοῶν, προσδεόμενος· ἤ τῷ νοοῦντι φυσικῶς ὑποπίπτων, διά τήν σχέσιν νοούμενος. Λείπεται γοῦν, μήτε νοεῖν, μήτε νοεῖσθαι τόν Θεόν ὑπολαμβάνειν· ἀλλ᾿ ὑπέρ τό νοεῖν εἶναι καί νοεῖσθαι. Τῶν γάρ μετ᾿ αὐτόν, φυσικῶς ἐστι τό νοεῖν καί τό νοεῖσθαι.
γ΄. Πᾶσα νόησις ὥσπερ ἐν οὐσίᾳ πάντως ἔχει τήν θέσιν ὡς ποιότης, οὕτω καί περί οὐσίαν πεποιωμένην ἔχει τήν κίνησιν. Οὐ γάρ ἄφετόν τι καθόλου καί ἁπλοῦν καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς δυνατόν ἐστιν αὐτήν ὑποδέξασθαι, ὅτι μή ἄφετός ἐστι καί ἁπλῆ. Ὁ δέ Θεός, κατ᾿ ἄμφω πάμπαν ὑπάρχων ἁπλοῦς, καί οὐσία τοῦ ἐν ὑποκειμένῳ χωρίς, καί νόησις μή ἔχουσά τι καθάπαξ ὑποκείμενον· οὐκ ἔστι τῶν νοούντων καί νοουμένων, ὡς ὑπέρ οὐσίαν ὑπάρχων δηλονότι καί νόησιν.
δ΄. Ὥσπερ ἐν τῷ κέντρῳ τῶν ἐξ αὐτοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκτεταμένων γραμμῶν ἀδιαίρετος θεωρεῖται (1128) παντελῶς ἡ θέσις· οὕτως ὁ ἀξιωθείς ἐν τῷ Θεῷ γενέσθαι, πάντας εἴσεται τούς ἐν αὐτῷ τῶν γεγονότων προϋφεστῶτας λόγους, καθ᾿ ἁπλῆν τινα ἀδιαίρετον γνῶσιν.
ε΄. Μορφουμένη τοῖς νοουμένοις νόησις, πολλαί νοήσεις ἡ μία καθίσταται νόησις, κατ᾿ εἶδος ἕκαστον μορφουμένη τῶν νοουμένων. Ὁπηνίκα δέ τῶν μορφούντων αὐτήν αἰσθητῶν τε καί νοητῶν τό πλῆθος περάσασα, γένηται πάμπαν ἀνείδεος, τηνικαῦτα προσφυῶς αὐτήν ὁ ὑπέρ νόησιν οἰκειοῦται Λόγος, καταπαύων τῶν ἀλλοιοῦν αὐτήν ταῖς τῶν νοημάτων μορφαῖς πεφυκότων· ὅπερ ὁ παθών, καί αὐτός κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπό τῶν ἰδίων ὁ Θεός.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
200 κεφάλαια προς τον Θαλάσσιο, περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού
Δεύτερη εκατοντάδα
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄ (σελ. 123-146).
1. Ο Θεός είναι ένας, γιατί μία είναι η θεότητα, άναρχη, απλή, πάνω από ουσία, δίχως μέρη και αδιαίρετη. Η ίδια θεότητα είναι μονάδα και τριάδα. Μονάδα ακέραιη η αυτή, και Τριάδα πλήρης η αυτή. Μονάδα ακέραιη κατά την ουσία η ίδια, και Τριάδα πλήρης κατά τις υποστάσεις η ίδια. Γιατί η θεότητα είναι Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Και η θεότητα είναι και στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Όλη η θεότητα σε όλον τον Πατέρα η ίδια, και όλος ο Πατέρας σε όλη την ίδια. Και όλη η ίδια σε όλο τον Υιό, και όλος ο Υιός σε όλη την ίδια. Και όλη σε όλο το Άγιο Πνεύμα η ίδια θεότητα, και όλο το Άγιο Πνεύμα σε όλη την ίδια. Όλη η θεότητα είναι Πατέρας, και είναι σε όλο τον Πατέρα· και ο Πατέρας είναι όλος σε όλη την θεότητα· και αυτή όλη είναι όλος ο Πατέρας. Και στην ίδια όλη είναι όλος ο Υιός· και η ίδια είναι όλη σε όλο τον Υιό, και όλος ο Υιός είναι όλη η θεότητα και σε όλη. Και η ίδια είναι όλη Άγιο Πνεύμα, και σε όλο το Άγιο Πνεύμα· και το Άγιο Πνεύμα είναι όλο όλη η θεότητα· και σε όλη την ίδια είναι όλο το Πνεύμα το Άγιο. Γιατί δεν είναι η θεότητα κατά ένα μέρος της στον Πατέρα, ούτε κατά ένα μέρος είναι Θεός ο Πατέρας· ούτε κατά ένα μέρος είναι η θεότητα στον Υιό, ή κατά ένα μέρος είναι Θεός ο Υιός· ούτε κατά ένα μέρος είναι η θεότητα στο Άγιο Πνεύμα, ή το Άγιο Πνεύμα κατά ένα μέρος είναι Θεός.Γιατί ούτε μερίζεται η θεότητα, ούτε είναι ελλιπής Θεός ο Πατέρας ή ο Υιός ή το Άγιο Πνεύμα, αλλά όλη η θεότητα είναι η ίδια τέλεια τελείως στον τέλειο Πατέρα και όλη τελείως στον τέλειο Υιό η ίδια και όλη τελείως η ίδια στο τέλειο Άγιο Πνεύμα. Γιατί ο Πατέρας είναι όλος τελείως σε όλο τον Υιό και στο Πνεύμα· και όλος τελείως σε όλο τον Πατέρα και το Πνεύμα είναι ο Υίός· και όλο τελείως σε όλο τον Πατέρα και τον Υιό είναι το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό και είναι ένας Θεός ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα· γιατί μία και η αυτή είναι η ουσία και η δύναμη και η ενέργεια του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και δεν υπάρχει ούτε νοείται καμιά από τις τρεις Υποστάσεις χωρίς τις άλλες.
2. Κάθε νόηση ανήκει στα όντα που νοούν και σ’ αυτά που νοούνται. Ο Θεός όμως δεν είναι από εκείνα που νοούν, ούτε από εκείνα που νοούνται, γιατί είναι πάνω από αυτά. Διαφορετικά, περιορίζεται· ή από την ανάγκη της σχέσεως με το νοούμενο, αν θα νοούσε· ή με το να υπόκειται φυσικά σ’ εκείνον που τον νοεί, αν θα ήταν νοούμενος. Απομένει λοιπόν να παραδεχθούμε ότι ούτε νοεί ο Θεός, ούτε νοείται, αλλά ότι είναι πέρα από το να νοεί ή να νοείται. Γιατί οι ιδιότητες αυτές ανήκουν εκ φύσεως στα ύστερα από Εκείνον.
3. Κάθε νόηση, όπως έχει τη θέση της οπωσδήποτε σε κάποια ουσία ως ιδιότητα, έτσι έχει και την κίνηση της γύρω από κάποια ουσία με ιδιότητες. Γιατί δεν είναι δυνατό να τη δεχθεί κάτι που υπάρχει καθ’ εαυτό, απόλυτα ανεξάρτητο και απλό, γιατί και η νόηση δεν είναι ανεξάρτητη και απλή. Ο Θεός όμως, επειδή είναι και κατά τα δύο απόλυτα απλός (και ως ουσία δηλαδή δεν είναι κάτι που νοείται, και ως νόηση [δεν] έχει καθόλου ένα δεδομένο υποκείμενο), δεν είναι από εκείνα που [νοούν και] νοούνται· γιατί βέβαια ο Θεός είναι πάνω από ουσία και νόηση.
4. Για όλες τις ευθείες γραμμές που ξεκινούν από ένα κέντρο, αυτό παραμένει η ολότελα αδιαίρετη αρχή τους. Έτσι και εκείνος ο οποίος αξιώθηκε να βρεθεί μέσα στο Θεό, θα μάθει με μιά απλή και αδιαίρετη γνώση όλους τους λόγους των δημιουργημάτων που προϋπάρχουν σ’ Αυτόν.
5. Όταν η νόηση παίρνει τη μορφή όσων νοούνται, τότε η μία νόηση διαιρείται σε πολλές νοήσεις, παίρνοντας μορφή ανάλογα με κάθε ένα είδος όσων νοούνται. Όταν όμως ξεπεράσει το πλήθος των αισθητών και νοητών που της δίνουν μορφή και γίνει εντελώς χωρίς μορφή και σχήμα, τότε με κατάλληλο τρόπο ο λόγος που είναι πάνω από κάθε νόηση την οικειοποιείται και τη σταματά από όσα εκ φύσεως την αλλοιώνουν με τις μορφές των νοημάτων. Εκείνος που φτάνει στο σημείο αυτό αναπαύθηκε από ολα τα έργα του, όπως ακριβώς και ο Θεός από τα δικά Του (Εβρ. 4, 10· Γεν. 2,2).
ΣΧΟΛΙΟ: Ας κρατήσουμε ετούτο τό μάθημα. Ο Ακίνδυνος δέν καταλάβαινε τόν Αγιο Μάξιμο, στήν εποχή κατά τήν οποία η θεολογία μεσουρανούσε καί επιπλέον υπήρξε μαθητής τού Αγίου Γρηγορίου. Σήμερα όμως, σέ μιά εποχή κατά τήν οποία η θεολογία προδόθηκε, εμφανίζονται άνθρωποι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τόν κατανοούν, χρησιμοποιώντας τον.
1 σχόλιο:
https://amethystosbooks.blogspot.com/2019/07/blog-post_72.html
Δημοσίευση σχολίου