Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger δ

 Συνέχεια από: Παρασκευή 3 Μαίου 2024

Τα γνωστικιστικά θεμέλια του μηδενισμού στον Heidegger
Της Susan Anima Taubes,
The Journal of Religion, Volume XXXIV, Number 3 , July 1954
IIΙ β
Το γεγονός αυτό, πως δηλαδή πέφτει θύμα, με όλες του τις παραλλαγές, είναι ο δυναμισμός του εαυτού, που ο Heidegger χαρακτηρίζει ως «συντριβή» (Absturz, πτώση στο έδαφος που καταλήγει σε συντριβή). Στο απατηλό φως τού "δημοσίου" ο εαυτός βλέπει πως ανεβαίνει την κοινωνική σκάλα τής επιτυχίας, εμπλέκεται στην πραγματικότητα όμως στην συντριβή. Την διπλή αυτή κίνηση του πίπτωντος εαυτού, που συνοδεύει τον εαυτό μέχρι την συντριβή του, ενώ πιστεύει πως ανεβαίνει, ο Heidegger την χαρακτηρίζει ως στρόβιλο (Wirbel).
Η ορμή τού στρόβιλου προέρχεται από την κατάσταση της πτώσης (Geworfenheit) μέσα στον κόσμο. Η κατάσταση αυτή δεν είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός, και δεν πρέπει να συγχέεται με την γέννηση του ανθρώπου. Η έννοια αυτή δεν αντιτίθεται στο γεγονός πως ο άνθρωπος γεννιέται σε ένα σπίτι-πατρίδα, πως έχει κοινωνικό υπόβαθρο και οικογενειακό δέντρο. Geworfenheit σημαίνει πως το Dasein βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση πτώσης20. Τόσο για τον Heidegger, όσο και για τον γνωστικισμό, η κατάσταση της πτώσης εκφράζει, πέραν του τρόπου τής εισόδου τού εαυτού στον κόσμο, την ουσιαστική βία που υφίσταται ο εαυτός ως εν-τω-κόσμω-είναι. Παρομοίως, στα φαινόμενα Versuchung, Beruhigung, Entfremdung και Verfängnis, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα θεμελιώδη γνωστικιστικά μοτίβα: κρασί του κόσμου, αιχμαλωσία στον κόσμο, αυτό-αποξένωση. Ο διπλός χαρακτήρας που παρουσιάζει ο εαυτός πέφτοντας θύμα τού κόσμου, εμπεριέχεται ήδη στον γνωστικιστικό μύθο: το κρασί τής αγνωσίας παράγει με την μια την λήθη του εαυτού, ύπνο, ασυνειδησία και κραιπάλη, οργιαστική εγκατάλειψη και απληστία για τα πράγματα του κόσμου. Στην διαπραγμάτευση του Heidegger όμως, το δράμα λαμβάνει χώρα μέσα στον εαυτό. Ο εαυτός χάνεται και εμπλέκεται στον μη αυθεντικό τρόπο ύπαρξης, τον οποίο εμπεριέχει.
Αν ο εαυτός είναι κατ’ αρχάς και ως προς το μεγαλύτερο μέρος του μη αυθεντικός, πού βρίσκεται το σημείο της διαλεκτικής στροφής από το μη αυθεντικό προς το αυθεντικό; Πως μπορεί να περιγραφεί η ολότητα του εαυτού με τα θεμελιώδη του στοιχεία, εάν τα στοιχεία αυτά είναι μη αυθεντικοί τρόποι ύπαρξης; Η έννοια τής μέριμνας (Sorge) στον Heidegger μπορεί να μας δώσει το πρώτο κλειδί για το πρόβλημα. Η έννοια τής cura εμπεριέχει δυο σημασίες. Σημαίνει «φοβισμένη προσπάθεια» (ängstliche Bemühung) και ταυτόχρονα «φροντίδα» (Sorgfalt) και «αφοσίωση» (Hingabe). Μέσα στην έννοια της φροντίδας ενυπάρχει η διαλεκτική, ενώ το Dasein οδηγείται διαμέσου των «φροντίδων του κόσμου», μέχρι να ριχτεί πίσω στον εαυτό του. Η φροντίδα είναι η ώθηση του εαυτού. Σπρώχνει τον εαυτό να εγκατασταθεί μέσα στον κόσμο. Η ώθηση όμως που βγαίνει από τον εαυτό και τον οδηγεί να καταστήσει τον κόσμο πατρίδα του, είναι η πηγή της πτώσης του, που τον κάνει να πέφτει θύμα. Ο εαυτός βρίσκεται σε ένα στρόβιλο, οδηγούμενος από την φροντίδα του, και μέσα στον στρόβιλο αυτό, που αντιπροσωπεύει την κορύφωση της αυτό-αποξένωσης του, ανακαλύπτει τον εαυτό για τον οποίο φροντίζει.
Ο εαυτός φέρεται αντιμέτωπος προς τον εαυτό του, ως η ίδια του η δυνατότητα της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο. Το απλό όμως εν-τω-κόσμω-είναι δεν είναι αντικειμενικό. Δεν είναι ένα πράγμα: ο εαυτός βρίσκεται επομένως αντιμέτωπος με το τίποτα. Ευρισκόμενος μέσα στο τίποτα, ο εαυτός αισθάνεται παράξενα, περίεργα (unheimlich). Μέσα σε αυτή την κατάσταση βιώνονται το τίποτα και το πουθενά του κόσμου. Η έννοια που χρησιμοποιεί ο Heidegger για να χαρακτηρίσει την αίσθηση αυτή που συνοδεύει τον εαυτό, που αντιμετωπίζει το εν-τω-κόσμω-είναι, είναι ο φόβος (Angst). Σε αντίθεση με τον τρόμο, ο φόβος δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Την ώρα του φόβου όλα όσα περιβάλλουν τον εαυτό βυθίζονται. Ο «κόσμος» δεν έχει τι άλλο να προσφέρει, ούτε καν την δημόσια πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Ο τρόμος αφαιρεί από τον εαυτό την δυνατότητα να χαθεί μέσα στον κόσμο και να αντιληφθεί τον εαυτό του μέσα στο φως του δημόσιου. Ο τρόμος απομονώνει τον εαυτό. Την ώρα της απομόνωσης που προκαλεί ο τρόμος, ο εαυτός τον οποίο οδηγεί η φροντίδα μέσα στον κόσμο, και που προσπαθεί να εγκατασταθεί μέσα στον κόσμο, αισθάνεται πεταμένος έξω από τον κόσμο, πεταμένος μέσα στην ανωνυμία, μέσα στην απροσδιόριστη ακοσμία, όπου δεν είναι οικείος.
Τώρα είναι σαφές από τι φεύγει ο εαυτός καταλήγοντας στην κατάσταση όπου δεν είναι πια αυθεντικός. Δεν φεύγει από τα όντα του κόσμου, αλλά φεύγει καταλήγοντας σε αυτά. Ο εαυτός που διαρκώς πέφτει θύμα του κόσμου βρίσκεται σε φυγή από τον εαυτό του, από την ίδια του την ξενότητα-το τίποτα. Το μοτίβο του τρόμου, που αποκαλύπτει στον εαυτό τόσο την ξενότητα του κόσμου όσο και την ξενότητα της απομόνωσης του, επισημάνθηκε στον γνωστικιστικό μύθο. Εκεί βέβαια παραμένουν καλυμμένες οι συνέπειες της εμπειρίας του τρόμου. Είναι «τρομερό» να είναι κανείς μόνος, και επομένως, είναι επιθυμητή η σωτηρία από τον τρόμο. O Heidegger δεν τρομάζει από τις συνέπειες της εμπειρίας του τρόμου και προχωρά την γνωστικιστική σκέψη μέχρι τέλους, χωρίς να την αποδυναμώνει με την κοινή επιθυμία για παρηγοριά. Εν τέλει όμως, τα θετικά φαινόμενα της οικειότητας με τον κόσμο, της μαρτυρίας (ύπαρξης) του εαυτού (την οποία μαρτυρία φέρει ο ίδιος), της ασφάλειας και οικειότητας μέσα στο δημόσιο, μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσα από πρωταρχική ξενότητα του εαυτού, το ότι δηλαδή δεν βρίσκεται στο σπίτι του, και την άκρα αρνητικότητα του εαυτού.
Επειδή ο εαυτός είναι χαμένος στο «δημόσιο», πρέπει πρώτα να ξαναβρεί τον εαυτό του. Για να το επιτύχει όμως, πρέπει να δειχθεί πρώτα στον εαυτό του. Πρέπει να «κληθεί» στην αυθεντικότητα την οποία δύναται να αποκτήσει. Αυτό που είναι κοινώς γνωστό ως «η φωνή της συνείδησης» επιλέγεται για να μαρτυρήσει στον εαυτό τήν αυθεντική του δυνατότητα. Η συνείδηση αποκαλύπτεται ως η «κλήση» (Ruf). Επειδή όμως ο εαυτός είναι απορροφημένος στον δημόσιο θόρυβο και ακούει τον «δημόσιο εαυτό», παραμένει κουφός για την κλήση. Για να διεισδύσει η κλήση μέσα στην απορρόφηση του εαυτού από το «δημόσιο», πρέπει να ξυπνήσει μέσα στον εαυτό μια ακοή ουσιαστικά διαφορετική και από κάθε άποψη αντίθετη προς την μη αυθεντική ακοή: «εάν αυτό προσλαμβάνεται από τον ‘θόρυβο’ της πολυποίκιλης αμφισημίας της καθημερινής ομιλίας, τότε η κλήση πρέπει να καλεί αθόρυβα, χωρίς αμφισημία και χωρίς να προκαλεί περιέργεια». Η φωνή της συνείδησης δεν είναι μια από τις φωνές του κόσμου. «Η κλήση έρχεται από μακριά και καλεί μακριά. Η κλήση θα βρει εκείνον που θέλει να πάει πίσω». Ο εαυτός δεν καλείται να κάνει κάτι. Δεν καλείται σε κάποια αποστολή στον δημόσιο βίο, ή προς κάτι καλό το οποίο πρέπει να εκπληρώσει ή προς κάποια ιδέα την οποία οφείλει να ακολουθήσει, ενώ εγκαθίσταται στον κόσμο. Ο εαυτός καλείται προς τον εαυτό του. «Στον καλεσμένο εαυτό δεν απευθύνεται τίποτα δια της φωνής, αλλά προτρέπεται να πάει στον εαυτό του». Η κλήση φαίνεται πως δεν εκφράζει κάτι συγκεκριμένο, και όμως μέσω της έλλειψης περιεχομένου χτυπά με τον πιο βέβαιο τρόπο στο κέντρο.
Η συνείδηση καλεί τον εαυτό τού Dasein να βγει από την απώλεια μέσα στο δημόσιο και να επιστρέψει στον εαυτό του. Η οντολογική ερμηνεία της συνείδησης παραμένει τμηματική, τουλάχιστον μέχρι να προσδιοριστεί το «ποιος» είναι αυτός που καλεί. «Αλλά αυτός που καλεί, και αυτό ανήκει στον φαινομενολογικό του χαρακτήρα, κρατά τον εαυτό του απολύτως απρόσιτο για κάθε περιγραφή». Αυτός που καλεί είναι ξένος προς τον κόσμο. Είναι «κάτι σαν μια ξένη φωνή». Ο αόριστος χαρακτήρας και η αδυναμία προσδιορισμού του καλούντος, δεν είναι «τίποτα», αλλά το θετικό διακριτικό του στοιχείο. Ακριβώς δια της ανωνυμίας τού καλούντος ο εαυτός γνωρίζει πως αυτός καλείται. Ο καλών δεν μπορεί να διακριθεί από τον καλούμενο και εν τέλει ταυτίζεται με το Dasein: «Το Dasein καλεί τον εαυτό του μέσα στην συνείδηση».
Είναι όμως το Dasein ταυτόχρονα και με την ίδια έννοια, φωνή και αυτί της συνείδησης; Η κλήση δεν είναι σχεδιασμένη ούτε ηθελημένη από εμάς. «Αυτό» καλεί χωρίς να το προσμένουμε και μερικές φορές ενάντια στην θέληση μας. Αλλά δεν είναι ούτε κλήση κάποιου άλλου που βρίσκεται μαζί μου μέσα στον κόσμο: «Η κλήση προέρχεται από μέσα μου, και όμως από πάνω μου».
Η θεμελιακή οντολογία επαναδιατυπώνει το γνωστικιστικό μοτίβο της κλήσης. Το «ποιος» καλεί, είναι ο εαυτός, που έχει ριχτεί μέσα στον κόσμο και βρίσκει τον εαυτό του αποξενωμένο, που μέσα στο εν-τω-κόσμω-είναι δεν βρίσκεται στην πατρίδα του. Αυτός που καλεί είναι ο εαυτός ως γυμνό «εκείνο» μέσα στο τίποτα του κόσμου.
Είναι στην φύση και στην λειτουργία του «δημόσιου» να απαλλάσσει τον εαυτό από την συνείδηση του, και η πιο εκλεπτυσμένη μορφή αναζωογόνησης της δύναμης του είναι η «θρησκεία». Η συνείδηση αναφέρεται σε μια ξένη δύναμη εκτός του εαυτού. Στην κατηγορία του «δημόσιου» ανήκει εκτός από την καθημερινή κοινή γνώμη, οι νόμοι και οι εντολές της θρησκείας. Όλες οι αντικειμενικές ερμηνείες της συνείδησης, είτε θεολογικές είτε νατουραλιστικές, είναι απλώς «φυγή από την συνείδηση μας», μια αποφυγή της συνάντησης με το μυστήριο του Είναι. Εφόσον ο εαυτός από την φύση του αναζητά καταφύγιο στο «δημόσιο», δεν είναι παράξενο που η κλήση συνήθως αγνοείται (δεν εισακούεται). Η αγνόηση αυτή, όπως και η πρόσληψη (άκουσμα) είναι αντανακλαστική. Ένας πιθανός τρόπος ύπαρξης που πραγματοποιείται στο «δημόσιο», είναι ο εαυτός να μην εισακούει την κλήση του εαυτού του.

Τέλος κεφαλαίου

Αυτή είναι η πρόοδος τής εκκοσμίκευσης. Ο μηδενισμός. Τό σημερινό Τίποτα πού ζούμε. Η σημερινή έλλειψη νοήματος.
Σχεδόν απλή συνέπεια τής κένωσης τού Χριστού χάριν τού Ιησού.
Στήν κόψη τού ξυραφιού ανάμεσα στόν Δαίμονα καί τόν άνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: