3ον.-Τελευταῖον
Γ. Ἡ Τριαδικὴ «ἀγάπη ὡς θεμελιώδης ἀρχὴ τῆς περσοναλιστικῆς «κοινωνίας»
Γ1 «Τριαδικὴ Συνοδικότης»
Δείχθηκε στὰ προηγούμενα ὅτι στὸν περσοναλισμό, ὡς πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ κοινωνία τῶν προσώπων συνιστᾶ ἕνα τριαδικὸ ἀνοικτὸ μοντέλο, τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις τῶν προσώπων. Σχέσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀμοιβαία «κενωτικὴ ἀγάπη». «…ἑκάστη Ὑπόστασις εἶναι ὁλοτελῶς ἀνοικτὴ πρὸς τὰς ἄλλας… ἡ κάθε μία Ὑπόστασις, ὄχι μόνον ἀνεπιφύλακτα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ζεῖ μὲ ἀγάπη μέσα στὶς ἄλλες, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι δέχεται τὴν μαρτυρία τῆς ἀληθείας της ἀπὸ τὶς ἄλλες»! (Ἀρχιμ. Ζαχαρία, Ἀναφορὰ στὴ Θεολογία…, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σελ. 38, ὑπ. 74).[ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ]
Γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ὅτι στὴν περσοναλιστικὴ συνάφεια ἡ ἀρχὴ τῆς Τριαδικῆς ἑνότητος δὲν συνίσταται στὸ κοινὸ τῆς φύσεως, ἀλλὰ στὴ διαπροσωπικὴ σχέσι. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρησι, ἡ Ἁγία Τριὰς κατανοεῖται ὡς ἀγαπητικὴ «Σύνοδος» τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων καὶ λειτουργεῖ ὡς «ὑπαρξιακὸς διάλογος», ποὺ ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἀγάπη τοῦ συνοδικοῦ Πρώτου, τοῦ Πατρός, ποὺ τοὺς κοινωνεῖ τὰ ὑπαρξιακὰ νοήματα τῆς θείας ζωῆς, τὰ ὁποῖα εἶναι «πλήρη καὶ ἱκανοποιητικά, διότι εἶναι νοήματα ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη» (D, Staniloae, Chipul nemuritor al lui Demnezeu, ed. Mitropoliei Olteniei Craiova 1987, σελ. 110).
Γ2 «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4, 8)
Στοὺς νεοφανεῖς θεολόγους ἡ ἀγάπη ὡς «κένωσις» χαρακτηρίζει θεμελιωδῶς τὴν «ἐνδοτριαδική» ζωή. Αὐτὰ τὰ καινὰ καὶ νεοφανῆ, στηρίζονται στὴν ἑρμηνευτική τους «παρερμηνεία», ἐπὶ τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8). Βεβαίως στὴν ὀρθόδοξο θεολογία τὸ ὄνομα «Θεὸς» δὲν δηλώνει ὑπόστασι (πρόσωπο), ἀλλὰ τὸ κοινὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τουτέστιν τὴν ἀμέθεκτη καὶ ἀνερμήνευτη φύσι (οὐσία) τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Εἰ τὸ Θεὸς ὄνομα, προσώπου δηλωτικὸν ὑπῆρχε, τρία πρόσωπα λέγοντες, ἐξ ἀνάγκης τρεῖς ἂν ἐλέγομεν Θεούς· εἰ δὲ τὸ Θεὸς ὄνομα, οὐσίας σημαντικὸν ἐστιν, μίαν οὐσίαν ὁμολογοῦντες τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἕνα Θεὸν εἰκότως δογματίζομεν, ἐπειδὴ μιᾶς οὐσίας ἕν ὄνομα τὸ Θεὸς ἐστιν» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 162, στ. 1-9).
Τὸ ὄνομα, λοιπόν, «Θεὸς» ἀναφέρεται στὴ Μοναδικὴ φύσι τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἄφραστη καὶ ἀπερινόητη.[ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ] Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι πράγματι ἀγάπη, ὁ ὁποῖος «ὡς ὁ πάντων αἴτιος δι’ ἀγαθότητος ὑπερβολήν, ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, ταῖς εἰς τὰ ὄντα πάντα προνοίαις, πάντων ἐρᾷ, πάντα ποιεῖ, πάντα τελειοῖ, πάντα ἐπιστρέφει καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται» (Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῶν θείων Ὀνομάτων, P. G3, 708 AB καὶ 712 A). Ἡ ἀγάπη, αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, στὴ σύνολη Πατερικὴ Παράδοσι οὐδέποτε κατενοήθη «ὡς ἐνδοτριαδικὸς ὑπαρξιακὸς διάλογος», ἀλλὰ ὡς «εὐπρεπὴς θεωνυμία τῆς καλλοποιοῦ ὡραιότητος» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (ὅπ. παρ. 701 C).[ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΥΝ] Ἡ δὲ περίφημη «ἐσωτερικὴ ζωὴ» τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία συνεχῶς ἀναφέρονται οἱ νεοφανεῖς θεολόγοι, γιὰ τὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐξαντλεῖται στὸ ἀπερινόητο παμμυστήριο τῶν «ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων» (ἀγεννησία, γέννησις, ἐκπόρευσις).
Γ3 – Ἡ σχέσις τοῦ «ἀγαπᾶν καὶ ἀγαπᾶσθαι»
Ἐάν, λοιπόν, ἡ ἀγάπη ἀλληλοπροσφέρεται μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων, τότε καταργεῖται τὸ «ἀεὶ ταὐτὸν καὶ ἄτρεπτον τῆς θεότητος» (Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Κατ’ Εὐνομίου Λόγ. Α΄, ΒΕΠΕΣ 52, σ. 169, στ. 1-2). Διότι, ὑπονοεῖται προσθήκη, τροπὴ καὶ ἀλλοίωσις. «Προσθήκη δὲ καὶ μειώσεως, τροπῆς τὲ καὶ ἀλλοιώσεως μηδεμιᾶς γινομένης τοῖς Τρισὶ Προσώποις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος… Οὔτε γὰρ χρόνῳ διῄρηται ἀλλήλων τὰ πρόσωπα τῆς θεότητος, οὔτε τόπῳ, οὐ βουλῇ, οὐκ ἐπιτηδεύματι, οὐκ ἐνεργείᾳ, οὐ πάθει, οὐδενὶ τῶν τοιούτων, οἵπερ θεωρεῖται ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων…». (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 165, στ. 24-38). Ἡ Τρισήλιος Θεότης, πρᾶγμα ἀπαράδεκτον γιὰ τοὺς περσοναλιστές, ὑπέρκειται τῆς ἀγάπης, ὑπέρκειται τῶν σχέσεων, ὑπέρκειται τῆς νοήσεως καὶ εἶναι παντελῶς ἄσχετος πρὸς κάθε τι τὸ κτιστὸ (πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογίας καὶ ἐνσάρκου οἰκονομίας Α7, ΕΠΕ 14, σελ. 448, 470, 478).[ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΠΩΘΟΥΝ ]
Εἶναι ἀπολύτως σαφές, ὅτι δὲν ὑπάρχει μετουσία καὶ μετοχὴ ζωῆς καὶ ἀγάπης μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ἡ Τριαδικὴ θεότης «ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα καὶ ἐφ’ ἑαυτῆς βεβηκυῖα, οὐ διαστηματικῶς ἔκ τινος εἴς τι τῇ ζωῇ διοδεύουσα· οὔτε γὰρ μετουσία ζωῆς ἑτέρας ἐν τῷ ζῆν γίνεται… ἀλλ’ αὐτὸ ὅπερ ἐστὶ ζωὴ ἐστιν ἐν ἑαυτῇ ἐνεργουμένη, οὔτε μείζων οὔτε ἐλάττων ἐκ προσθήκης ἢ ὑφαιρέσεως γίνεται» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 158, στ. 7-15). Ἑπομένως ἡ λεγομένη «ἐνδοτριαδικὴ» κοινωνία ἀγάπης, ὅπως τὴν κατανοοῦν οἱ περσοναλιστὲς ὡς προσφέρουσα, προσφερομένη καὶ ἀποδεχομένη, σύμφωνα μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης», ἀπαιτεῖ ἕνα γεγονὸς «μετουσίας». Ἡ ἀντίφασις, λοιπόν, πρὸς τὸ ἀνωτέρω χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἶναι προφανής.
Δὲν κατανοοῦν οἱ περσοναλιστὲς τὴν προφανῆ συνέπεια, ὅτι ἡ «ἐνδοτριαδικὴ σχέσις» τοῦ «ἀγαπᾶν καὶ ἀγαπᾶσθαι», σημαίνει τὴν κατάργησι τοῦ «ὁμοουσίου», καθόσον αὐτὴ ἡ σχέσις θεμελιώνεται στὸ γεγονὸς τῆς «διϋποστατικῆς» μετοχῆς, ποὺ μοιραῖα ὁδηγεῖ στὴν ἀναίρεσι τοῦ «ὁμοουσίου»[ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑΘΕΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ]. «Γνωσόμεθα δὲ πῶς μὲν ἐστιν ὁ Υἱὸς ἐν Πατρὶ φυσικῶς δηλονότι καὶ οὐ κατάγε τὴν ἐκ τοῦ ἀγαπᾶσθαι καὶ ἀγαπᾶν ἐπινοηθεῖσαν σχέσιν παρὰ τῶν δι’ ἐναντίας (σημ. ἡμ. τῶν Ἀρειανῶν)» (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννη, βιβλίον Θ΄, P.G. 74, 273 A). Ἐάν, λοιπόν, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, κατέχουν τὴν ἀγάπη ἐκ προσφορᾶς καὶ μεταδόσεως τῆς κενωτικῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς «καθάπερ δεόμενοι καὶ ὑστερούμενοι», τότε δὲν τὴν ἔχουν κατὰ φύσι, δὲν ἔχουν τὸ «φυσικῶς ἐνυπάρχειν». «Πάντα τὰ ἐκείνῳ (τοῦ Πατρὸς) προσόντα φυσικῶς ἐνυπάρχειν τῷ γεννήματι λέγων· ἵνα Θεὸς ἐκ Θεοῦ νοῆται κατὰ ἀλήθειαν…» (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξ., ὅπ. παρ. P.G. 73, 77D).
Παρόλη τὴ σαφέστατη Πατερικὴ μαρτυρία, οἱ θεολόγοι τοῦ προσώπου ἐπιμένουν ὅτι, ἡ «ἀγαπητικὴ Τριαδικὴ κοινωνία», ὅπως τὴν κατανοοῦν, εἶναι μία ἑνότητα ἀνωτέρα τοῦ «ὁμοουσίου». Ἡ «ὁμοούσιος» ἑνότης εἶναι ὕστερη καὶ διακριτή τῆς κοινωνίας τῶν ἀγαπωμένων προσώπων, τῆς ὁμόγνωμης καὶ ἀγαπητικῆς, καθόσο τὸ πρόσωπο προηγεῖται καὶ ὑπερέχει τῆς φύσεως. «Ἔτσι φανερώνεται μία ἑνότητα μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων, ἡ ὁποία εἶναι διακριτὴ ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ ὁμοουσίου τους» (Dum. Staniloae, Theology and the Church, St. Vladimir’s seminary press, New York 1980, σελ. 23).
Γ4 – Θεολογικαὶ συνέπειαι τῆς περσοναλιστικὰ ὁριζομένης Τριαδικῆς «ἀγάπης»
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ τονισθῆ ὅτι, ἐὰν γίνη ἀποδεκτὴ ἡ «κενωτικὴ ἀγάπη» τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ τὸ ἀντίστροφον, τότε ὑπεισέρχεται στὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ ἐνεργητικὴ καὶ παθητικὴ δύναμις. Διότι, τότε ὁ Υἱὸς ἀποδεικνύεται ὡς ἀϊδίως παθητὸς «πρὸς τὴν κίνησιν τῆς ὑφιστώσης αὐτὸν ἐνεργείας τυπούμενος». Παθητὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ὁ Πατήρ, ὡς δεχόμενος τὴν κενωτικὴ ἀγάπη τῶν δύο ἄλλων Προσώπων. «Παθητὸς ἄρα διὰ τούτων ὁ μονογενὴς Υἱὸς ἀποδεικνύεται πρὸς τὴν κίνησιν τῆς ὑφιστώσης αὐτὸν ἐνεργείας τυπούμενος» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Β΄, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 214, στ. 18- 20). Ἑπομένως, γίνεται καὶ εἴσοδος «ποιοτήτων» λόγῳ παθητότητος. Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, διδασκαλία εἶναι κατηγορηματική, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντελῶς «ἄποιος» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, P.G. 90, 892 D).
Ἐπὶ πλέον, ἡ ὑποστηριζομένη «ἐνδοτριαδικὴ σχέσις» ὡς «ἀγαπητικὴ κένωσις», κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἕνα Πρόσωπο προσφέρει τὸ «Ὑποστατικὸ Του Εἶναι» καὶ κενώνει τὸν Ἑαυτό Του πρὸς τὸ ἄλλο Πρόσωπο, αὐτὴ ἡ κένωσι ἀποτελεῖ μία «Ἐνδοτριαδικὴ κίνησι». Θεολογικῶς κρινομένη ἡ κίνησις ὡς ἐνέργεια προσφερομένης ἀγάπης (καθόσον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἄκτιστο ἐνέργεια) συνεπάγεται ἑτερουσιότητα τῶν Ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Πατὴρ ἡ πρώτη πηγὴ τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης», στὴν ὁποία μετέχουν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Στὸ μέτρο, ὅμως, ποὺ μιλᾶμε γιὰ μετοχὴ ἀκτίστου ἐνέργειας, τοῦτο συνεπάγεται (κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία) τὴν ἑτερουσιότητα μεταξὺ μετέχοντος καὶ μετεχομένου.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες ρητῶς ἀποκλείουν πᾶσα σκέψι ἀντικαταστάσεως τοῦ «ὁμοουσίου», ὡς ἀπολύτου ἑνότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας». «Ἡμεῖς γὰρ παρὰ τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν μυσταγωγούμενοι οὐχὶ κοινωνίαν θεότητος ὁρῶμεν ἐν Πατρὶ τε καὶ Υἱῷ, ἀλλ’ ἑνότητα» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικός, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 103, στ. 27-29). Διότι, ἡ κοινωνία τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης» μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων, εἰσάγει «αἰτιώδεις σχέσεις» καθὼς καὶ τὸν πραγματικὸ χαρακτῆρα τῶν Ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν. Στὴν περσοναλιστικὴ ἀγαπητικὴ κένωσι, ἡ «ζωὴ τοῦ ἠγαπημένου» δὲν ἐνυπάρχει κατὰ φύσι στὸν ἀγαπώντα, ἀλλὰ ὑφίσταται ὡς Ὑποστατικὸ Ἰδίωμα.
Ἐπίλογος
Ἡ παροῦσα ἐργασία ἔταξε ὡς σκοπὸ της τὴν ἐπισήμανσι τῶν τραγικῶν ἀδιεξόδων τῆς νεοφανοῦς «θεολογίας τοῦ προσώπου» καὶ τῆς παντελοῦς ἐκτροπῆς της ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ἡ κατάθεσις εἶναι περιληπτικὴ σὲ σχέσι μὲ τὸν ὄγκο τῶν ἐκτροπῶν τοῦ περσοναλισμοῦ στὰ ἐπίμαχα σημεῖα. Περιορίσθηκε σὲ τρεῖς βασικοὺς ἄξονες ποὺ συγκροτοῦν τὶς θεμελιώδεις ἀρχές του. Πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἄλλα σημεῖα ἀφέθηκαν ἀνέγγιχτα. Πάντως, ἐξ αὐτῶν τῶν ὀλίγων φανερώνεται ἡ θεολογικὴ σύγχυσι τοῦ νέου ρεύματος, ὅπου μὲ ὄχημα τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῆς παραγομένης Ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, διαμορφώνεται εἰκόνα ἀποσάρθρωσης τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ στὸ συνόλο τῆς Πατερικῆς γραμματείας.
Τὸ λυπηρὸν στὶς ἡμέρες μας, ποὺ φανερώνει ἔκδηλα τὴν σύγχυσι ποὺ ἐπικρατεῖ, ἀλλὰ συνάμα καὶ τὴν διακοπὴ τῆς συνδέσεώς μας μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων, εἶναι ὅτι ἐξέχοντες ἐκπρόσωποι τῆς νεοφανοῦς θεολογίας, ἤδη ἁγιοποιήθηκαν, αὐξάνοντας τὴν ἤδη ὑπάρχουσα σύγχυσι. Ἕνα γεγονὸς ποὺ δηλώνει ἀλλοίωσι τῶν ὀρθοδόξων κριτήριων περὶ ἁγιότητος, συνέπεια καὶ τοῦτο, μιᾶς ἐσφαλμένης κατανόησης τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας. Βιώνουμε μία πραγματικότητα ποὺ ἀπαιτεῖ ἕνα νέο προφήτη Ἰερεμία, γιὰ νὰ θρηνήση τὴν «ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ».
Γ2 «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4, 8)
Στοὺς νεοφανεῖς θεολόγους ἡ ἀγάπη ὡς «κένωσις» χαρακτηρίζει θεμελιωδῶς τὴν «ἐνδοτριαδική» ζωή. Αὐτὰ τὰ καινὰ καὶ νεοφανῆ, στηρίζονται στὴν ἑρμηνευτική τους «παρερμηνεία», ἐπὶ τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8). Βεβαίως στὴν ὀρθόδοξο θεολογία τὸ ὄνομα «Θεὸς» δὲν δηλώνει ὑπόστασι (πρόσωπο), ἀλλὰ τὸ κοινὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τουτέστιν τὴν ἀμέθεκτη καὶ ἀνερμήνευτη φύσι (οὐσία) τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Εἰ τὸ Θεὸς ὄνομα, προσώπου δηλωτικὸν ὑπῆρχε, τρία πρόσωπα λέγοντες, ἐξ ἀνάγκης τρεῖς ἂν ἐλέγομεν Θεούς· εἰ δὲ τὸ Θεὸς ὄνομα, οὐσίας σημαντικὸν ἐστιν, μίαν οὐσίαν ὁμολογοῦντες τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἕνα Θεὸν εἰκότως δογματίζομεν, ἐπειδὴ μιᾶς οὐσίας ἕν ὄνομα τὸ Θεὸς ἐστιν» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 162, στ. 1-9).
Τὸ ὄνομα, λοιπόν, «Θεὸς» ἀναφέρεται στὴ Μοναδικὴ φύσι τῆς Τριάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἄφραστη καὶ ἀπερινόητη.[ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ] Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι πράγματι ἀγάπη, ὁ ὁποῖος «ὡς ὁ πάντων αἴτιος δι’ ἀγαθότητος ὑπερβολήν, ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, ταῖς εἰς τὰ ὄντα πάντα προνοίαις, πάντων ἐρᾷ, πάντα ποιεῖ, πάντα τελειοῖ, πάντα ἐπιστρέφει καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται» (Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῶν θείων Ὀνομάτων, P. G3, 708 AB καὶ 712 A). Ἡ ἀγάπη, αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, στὴ σύνολη Πατερικὴ Παράδοσι οὐδέποτε κατενοήθη «ὡς ἐνδοτριαδικὸς ὑπαρξιακὸς διάλογος», ἀλλὰ ὡς «εὐπρεπὴς θεωνυμία τῆς καλλοποιοῦ ὡραιότητος» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (ὅπ. παρ. 701 C).[ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΥΝ] Ἡ δὲ περίφημη «ἐσωτερικὴ ζωὴ» τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία συνεχῶς ἀναφέρονται οἱ νεοφανεῖς θεολόγοι, γιὰ τὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐξαντλεῖται στὸ ἀπερινόητο παμμυστήριο τῶν «ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων» (ἀγεννησία, γέννησις, ἐκπόρευσις).
Γ3 – Ἡ σχέσις τοῦ «ἀγαπᾶν καὶ ἀγαπᾶσθαι»
Ἐάν, λοιπόν, ἡ ἀγάπη ἀλληλοπροσφέρεται μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων, τότε καταργεῖται τὸ «ἀεὶ ταὐτὸν καὶ ἄτρεπτον τῆς θεότητος» (Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Κατ’ Εὐνομίου Λόγ. Α΄, ΒΕΠΕΣ 52, σ. 169, στ. 1-2). Διότι, ὑπονοεῖται προσθήκη, τροπὴ καὶ ἀλλοίωσις. «Προσθήκη δὲ καὶ μειώσεως, τροπῆς τὲ καὶ ἀλλοιώσεως μηδεμιᾶς γινομένης τοῖς Τρισὶ Προσώποις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος… Οὔτε γὰρ χρόνῳ διῄρηται ἀλλήλων τὰ πρόσωπα τῆς θεότητος, οὔτε τόπῳ, οὐ βουλῇ, οὐκ ἐπιτηδεύματι, οὐκ ἐνεργείᾳ, οὐ πάθει, οὐδενὶ τῶν τοιούτων, οἵπερ θεωρεῖται ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων…». (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 165, στ. 24-38). Ἡ Τρισήλιος Θεότης, πρᾶγμα ἀπαράδεκτον γιὰ τοὺς περσοναλιστές, ὑπέρκειται τῆς ἀγάπης, ὑπέρκειται τῶν σχέσεων, ὑπέρκειται τῆς νοήσεως καὶ εἶναι παντελῶς ἄσχετος πρὸς κάθε τι τὸ κτιστὸ (πρβλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Θεολογίας καὶ ἐνσάρκου οἰκονομίας Α7, ΕΠΕ 14, σελ. 448, 470, 478).[ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΠΩΘΟΥΝ ]
Εἶναι ἀπολύτως σαφές, ὅτι δὲν ὑπάρχει μετουσία καὶ μετοχὴ ζωῆς καὶ ἀγάπης μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ἡ Τριαδικὴ θεότης «ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα καὶ ἐφ’ ἑαυτῆς βεβηκυῖα, οὐ διαστηματικῶς ἔκ τινος εἴς τι τῇ ζωῇ διοδεύουσα· οὔτε γὰρ μετουσία ζωῆς ἑτέρας ἐν τῷ ζῆν γίνεται… ἀλλ’ αὐτὸ ὅπερ ἐστὶ ζωὴ ἐστιν ἐν ἑαυτῇ ἐνεργουμένη, οὔτε μείζων οὔτε ἐλάττων ἐκ προσθήκης ἢ ὑφαιρέσεως γίνεται» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 158, στ. 7-15). Ἑπομένως ἡ λεγομένη «ἐνδοτριαδικὴ» κοινωνία ἀγάπης, ὅπως τὴν κατανοοῦν οἱ περσοναλιστὲς ὡς προσφέρουσα, προσφερομένη καὶ ἀποδεχομένη, σύμφωνα μὲ τὶς προϋποθέσεις τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης», ἀπαιτεῖ ἕνα γεγονὸς «μετουσίας». Ἡ ἀντίφασις, λοιπόν, πρὸς τὸ ἀνωτέρω χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἶναι προφανής.
Δὲν κατανοοῦν οἱ περσοναλιστὲς τὴν προφανῆ συνέπεια, ὅτι ἡ «ἐνδοτριαδικὴ σχέσις» τοῦ «ἀγαπᾶν καὶ ἀγαπᾶσθαι», σημαίνει τὴν κατάργησι τοῦ «ὁμοουσίου», καθόσον αὐτὴ ἡ σχέσις θεμελιώνεται στὸ γεγονὸς τῆς «διϋποστατικῆς» μετοχῆς, ποὺ μοιραῖα ὁδηγεῖ στὴν ἀναίρεσι τοῦ «ὁμοουσίου»[ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΕΤΑΘΕΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ]. «Γνωσόμεθα δὲ πῶς μὲν ἐστιν ὁ Υἱὸς ἐν Πατρὶ φυσικῶς δηλονότι καὶ οὐ κατάγε τὴν ἐκ τοῦ ἀγαπᾶσθαι καὶ ἀγαπᾶν ἐπινοηθεῖσαν σχέσιν παρὰ τῶν δι’ ἐναντίας (σημ. ἡμ. τῶν Ἀρειανῶν)» (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννη, βιβλίον Θ΄, P.G. 74, 273 A). Ἐάν, λοιπόν, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, κατέχουν τὴν ἀγάπη ἐκ προσφορᾶς καὶ μεταδόσεως τῆς κενωτικῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς «καθάπερ δεόμενοι καὶ ὑστερούμενοι», τότε δὲν τὴν ἔχουν κατὰ φύσι, δὲν ἔχουν τὸ «φυσικῶς ἐνυπάρχειν». «Πάντα τὰ ἐκείνῳ (τοῦ Πατρὸς) προσόντα φυσικῶς ἐνυπάρχειν τῷ γεννήματι λέγων· ἵνα Θεὸς ἐκ Θεοῦ νοῆται κατὰ ἀλήθειαν…» (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξ., ὅπ. παρ. P.G. 73, 77D).
Παρόλη τὴ σαφέστατη Πατερικὴ μαρτυρία, οἱ θεολόγοι τοῦ προσώπου ἐπιμένουν ὅτι, ἡ «ἀγαπητικὴ Τριαδικὴ κοινωνία», ὅπως τὴν κατανοοῦν, εἶναι μία ἑνότητα ἀνωτέρα τοῦ «ὁμοουσίου». Ἡ «ὁμοούσιος» ἑνότης εἶναι ὕστερη καὶ διακριτή τῆς κοινωνίας τῶν ἀγαπωμένων προσώπων, τῆς ὁμόγνωμης καὶ ἀγαπητικῆς, καθόσο τὸ πρόσωπο προηγεῖται καὶ ὑπερέχει τῆς φύσεως. «Ἔτσι φανερώνεται μία ἑνότητα μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων, ἡ ὁποία εἶναι διακριτὴ ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ ὁμοουσίου τους» (Dum. Staniloae, Theology and the Church, St. Vladimir’s seminary press, New York 1980, σελ. 23).
Γ4 – Θεολογικαὶ συνέπειαι τῆς περσοναλιστικὰ ὁριζομένης Τριαδικῆς «ἀγάπης»
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ τονισθῆ ὅτι, ἐὰν γίνη ἀποδεκτὴ ἡ «κενωτικὴ ἀγάπη» τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ τὸ ἀντίστροφον, τότε ὑπεισέρχεται στὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ ἐνεργητικὴ καὶ παθητικὴ δύναμις. Διότι, τότε ὁ Υἱὸς ἀποδεικνύεται ὡς ἀϊδίως παθητὸς «πρὸς τὴν κίνησιν τῆς ὑφιστώσης αὐτὸν ἐνεργείας τυπούμενος». Παθητὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ ὁ Πατήρ, ὡς δεχόμενος τὴν κενωτικὴ ἀγάπη τῶν δύο ἄλλων Προσώπων. «Παθητὸς ἄρα διὰ τούτων ὁ μονογενὴς Υἱὸς ἀποδεικνύεται πρὸς τὴν κίνησιν τῆς ὑφιστώσης αὐτὸν ἐνεργείας τυπούμενος» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Β΄, ΒΕΠΕΣ 67, σελ. 214, στ. 18- 20). Ἑπομένως, γίνεται καὶ εἴσοδος «ποιοτήτων» λόγῳ παθητότητος. Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, διδασκαλία εἶναι κατηγορηματική, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντελῶς «ἄποιος» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, P.G. 90, 892 D).
Ἐπὶ πλέον, ἡ ὑποστηριζομένη «ἐνδοτριαδικὴ σχέσις» ὡς «ἀγαπητικὴ κένωσις», κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἕνα Πρόσωπο προσφέρει τὸ «Ὑποστατικὸ Του Εἶναι» καὶ κενώνει τὸν Ἑαυτό Του πρὸς τὸ ἄλλο Πρόσωπο, αὐτὴ ἡ κένωσι ἀποτελεῖ μία «Ἐνδοτριαδικὴ κίνησι». Θεολογικῶς κρινομένη ἡ κίνησις ὡς ἐνέργεια προσφερομένης ἀγάπης (καθόσον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἄκτιστο ἐνέργεια) συνεπάγεται ἑτερουσιότητα τῶν Ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὁ Πατὴρ ἡ πρώτη πηγὴ τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης», στὴν ὁποία μετέχουν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Στὸ μέτρο, ὅμως, ποὺ μιλᾶμε γιὰ μετοχὴ ἀκτίστου ἐνέργειας, τοῦτο συνεπάγεται (κατὰ τὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία) τὴν ἑτερουσιότητα μεταξὺ μετέχοντος καὶ μετεχομένου.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες ρητῶς ἀποκλείουν πᾶσα σκέψι ἀντικαταστάσεως τοῦ «ὁμοουσίου», ὡς ἀπολύτου ἑνότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας». «Ἡμεῖς γὰρ παρὰ τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν μυσταγωγούμενοι οὐχὶ κοινωνίαν θεότητος ὁρῶμεν ἐν Πατρὶ τε καὶ Υἱῷ, ἀλλ’ ἑνότητα» (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικός, ΒΕΠΕΣ 68, σελ. 103, στ. 27-29). Διότι, ἡ κοινωνία τῆς «κενωτικῆς ἀγάπης» μεταξὺ τῶν θείων Ὑποστάσεων, εἰσάγει «αἰτιώδεις σχέσεις» καθὼς καὶ τὸν πραγματικὸ χαρακτῆρα τῶν Ὑποστατικῶν ἐνεργειῶν. Στὴν περσοναλιστικὴ ἀγαπητικὴ κένωσι, ἡ «ζωὴ τοῦ ἠγαπημένου» δὲν ἐνυπάρχει κατὰ φύσι στὸν ἀγαπώντα, ἀλλὰ ὑφίσταται ὡς Ὑποστατικὸ Ἰδίωμα.
Ἐπίλογος
Ἡ παροῦσα ἐργασία ἔταξε ὡς σκοπὸ της τὴν ἐπισήμανσι τῶν τραγικῶν ἀδιεξόδων τῆς νεοφανοῦς «θεολογίας τοῦ προσώπου» καὶ τῆς παντελοῦς ἐκτροπῆς της ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ἡ κατάθεσις εἶναι περιληπτικὴ σὲ σχέσι μὲ τὸν ὄγκο τῶν ἐκτροπῶν τοῦ περσοναλισμοῦ στὰ ἐπίμαχα σημεῖα. Περιορίσθηκε σὲ τρεῖς βασικοὺς ἄξονες ποὺ συγκροτοῦν τὶς θεμελιώδεις ἀρχές του. Πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἄλλα σημεῖα ἀφέθηκαν ἀνέγγιχτα. Πάντως, ἐξ αὐτῶν τῶν ὀλίγων φανερώνεται ἡ θεολογικὴ σύγχυσι τοῦ νέου ρεύματος, ὅπου μὲ ὄχημα τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῆς παραγομένης Ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, διαμορφώνεται εἰκόνα ἀποσάρθρωσης τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ στὸ συνόλο τῆς Πατερικῆς γραμματείας.
Τὸ λυπηρὸν στὶς ἡμέρες μας, ποὺ φανερώνει ἔκδηλα τὴν σύγχυσι ποὺ ἐπικρατεῖ, ἀλλὰ συνάμα καὶ τὴν διακοπὴ τῆς συνδέσεώς μας μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων, εἶναι ὅτι ἐξέχοντες ἐκπρόσωποι τῆς νεοφανοῦς θεολογίας, ἤδη ἁγιοποιήθηκαν, αὐξάνοντας τὴν ἤδη ὑπάρχουσα σύγχυσι. Ἕνα γεγονὸς ποὺ δηλώνει ἀλλοίωσι τῶν ὀρθοδόξων κριτήριων περὶ ἁγιότητος, συνέπεια καὶ τοῦτο, μιᾶς ἐσφαλμένης κατανόησης τοῦ μυστηρίου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας. Βιώνουμε μία πραγματικότητα ποὺ ἀπαιτεῖ ἕνα νέο προφήτη Ἰερεμία, γιὰ νὰ θρηνήση τὴν «ἅλωσι τῆς Ἱερουσαλήμ».
2 σχόλια:
https://orthodoxostypos.gr/%E1%BC%A1-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%E1%BD%B4-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%BB-2/ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
https://orthodoxostypos.gr/%E1%BC%A1-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%E1%BD%B4-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%BB/ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Αδελφέ δέν βγαίνουν τά κείμενα. Θά ξαναδικιμάσω.
Δημοσίευση σχολίου