ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (4)
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ
ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (4)
Είναι πιθανόν αυτή η εμπιστοσύνη στην δύναμη τής ορθολογιστικής
οργάνωσης να είναι, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, ένα αντισταθμιστικό φαινόμενο,
σε έναν αιώνα στον οποίο ελευθερώνονται πανίσχυρες άλογες δυνάμεις – και στον οποίο (αιώνα)
επιβάλλεται όλο και περισσότερο στην σκέψη, σε όλα τα επίπεδα, το πρόβλημα του
παραλόγου. Έτσι κάποια στιγμή αναπτύχθηκαν κάποιες θεωρίες πάνω στην
Οικουμενική δύναμη των παπών, ακριβώς όταν η ανάπτυξη των Εθνικισμών και η
αναγέννηση του αρχαίου δημοσίου δικαίου, προκαλούσαν την πτώση του παπισμού στο
πολιτικό επίπεδο. Ότι μια τέτοια πεποίθηση διεισδύει σε μεγάλα στρώματα της
ανθρωπότητος, την στιγμή ακριβώς κατά την οποία στις επιστήμες εμφανίζεται μια
πολύ σοβαρή μεθοδολογική κρίση, είναι ένα γεγονός που μάλλον φαντάζει αρκετά ξεκάθαρο.
Αλλά ταυτοχρόνως αλλάζει και η εννοιολόγηση της ίδιας της σκέψης. Δυστυχώς
παύει να θεωρείται πλέον διαλογική, διαλογισμός. Και γίνεται σιγά – σιγά
δημιουργική. Δεν θεωρείται πλέον αναπαράσταση (αντιπροσωπευτική), αλλά
δημιουργική. Η ουσιώδης της λειτουργία δεν θα είναι πλέον η ίδρυση όσο το
δυνατόν αντικειμενικότερα, μιας σταθερής τάξης, προκαθορισμένης αλήθειας και
αιωνίων αξιών, [όπως ακριβώς σήμερα χρησιμοποιούνται οι κανόνες στην
Εκκλησιαστική συνείδηση], αλλά η δημιουργία νέων αξιών και η πραγματοποίησή
τους στην πράξη. Σ’ αυτήν την μετατόπιση έπαιξε καθοριστικό ρόλο η φιλοσοφία
του Χέγκελ που αντιπροσώπευσε την ολοκλήρωση και το τέλος κάθε στοχαστικής
φιλοσοφίας. Όπως την ερμήνευσε και ο Μαρξ, λέγοντας πως ήρθε η εποχή να
αλλάξουμε τον κόσμο, φτάνουν πιά οι ερμηνείες. Όπως επίσης και ο Νίτσε, ο
οποίος κηρύττοντας τον «θάνατο του Θεού» εννοούσε το τέλος κάθε ιδέας μιάς
αλήθειας και ενός αντικειμενικού αγαθού.
Αυτή η ορθολογιστική οργάνωση και η αναζήτηση ενός νέου ανθρώπου
έρχεται σαν συνέχεια της διαλύσεως του ανθρώπου λοιπόν, που ακολούθησε τον
θάνατο του Θεού, μοναδικό θέμα της φιλοσοφίας του 18ου αιώνος. Αυτό
το κήρυγμα του θανάτου του Θεού, γέννησε στην συνέχεια την ανάγκη να ζήσουμε
χωρίς τον Θεό, να σκεφτούμε και να δράσουμε χωρίς την ιδέα του Θεού. Απωθώντας
κατ’ αρχάς έναν αθεϊσμό λαϊκό και ικανοποιημένο [σαν τον αθεϊσμό που επικράτησε
στην κομμουνιστική Ρωσία και κυριαρχεί σήμερα στην Ελλάδα].
Έτσι αρχίζουν να εμφανίζονται στην Δύση δηλώσεις του τύπου: «Ακόμη
και αν μπορούσαμε να αποδείξουμε μαθηματικά πως υπάρχει ο Θεός, εγώ δεν επιθυμώ
την ύπαρξή του, διότι θα με μείωνε στο μεγαλείο μου». Δεν αρκεί πλέον στους
διανοούμενους η απλή άρνηση του Θεού. Όπως ακριβώς το φανερώνει ο Χάϊντεγκερ, ο
τελευταίος μεγάλος άθεος, ο οποίος αναγνωρίζει την ανάγκη να υπερβεί αυτή την
άρνηση, για να εξαφανιστεί κάθε κίνδυνος επιστροφής της πίστης αυτής, στον
αληθινό Θεό, απορρίπτοντας ακόμη και την ύπαρξη ενός προβλήματος, ενός
ερωτήματος δηλαδή περί Θεού. Όπως μας λέει ο A. de Waelhens, ο Χάϊντεγκερ βλέπει πώς η βία της αρνήσεως του Νίτσε γυρίζει σε
κατάφαση. Και έτσι αποφασίζει να είναι αυτός του οποίου το ΟΧΙ δεν θα φέρει
καμμία μαρτυρία για το ΝΑΙ. Η εγκαθίδρυση μιας σκέψεως ριζικά ελεύθερης από την
ιδέα τού Θεού, δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί με την άρνηση αυτής της ιδέας.
Απαιτεί την διατύπωσή της χωρίς την παραμικρή σχέση μ’ αυτήν. Μια φιλοσοφία –
αυτή είναι η διδασκαλία του Νίτσε – θα ξετινάξει το παιχνίδι της θεότητος μόνον
και μοναδικώς εάν κατορθώσει να κλείσει τον κύκλο των φιλοσοφικών προβλημάτων έξω
από την χρήση κάθε υποθέσεως θεϊσμού. Αυτό είναι το ουσιαστικό μέγεθος του
υπαρξισμού τού Χάιντεγκερ. Η επιτυχία του είχε σαν σκοπό,στόχευε, στην απόδειξη
πως δεν υπάρχει φιλοσοφικό πρόβλημα του Θεού ή για να εκφρασθούμε με τους όρους
του ίδιου, πως δεν υπάρχει καμμία φιλοσοφική απόφανση η οποία θα αφορούσε
κάποια πιθανή ύπαρξη σε σχέση με τον Θεό (sein zu Gott) !
Σε μια τελευταία μελέτη που εμφανίστηκε στην Γερμανία, και γνώρισε
μεγάλη επιτυχία, αποκαλύπτεται πως ο Μαξ Σέλλερ, μίλησε ήδη για έναν
«αξιωματικό αθεϊσμό»,γιά ένα αξίωμα ζωής, σαν το ουσιώδες χαρακτηριστικό του
μοντέρνου ανθρώπου.
Πολλοί στοχαστές σκέπτονται ακόμη με τα λόγια του Φώϋερμπαχ: πως
το πρόβλημα τής υπάρξεως ή της μή – υπάρξεως του Θεού είναι το πρόβλημα τής
υπάρξεως ή της μή – υπάρξεως του ανθρώπου. Έτσι φτάνει ο σοβαρός Nicolai Hartmann [ο οποίος έγραψε πρώτος μια κριτική οντολογία, κάτι που επανέλαβε
και ο δικός μας Γιανναράς, θεωρώντας την μάλιστα από τα κατορθώματά του], να
σκεφτεί πως εάν υπήρχε ένας Θεός, ο άνθρωπος θα εκμηδενιζόταν σαν ηθική ουσία,
σαν πρόσωπο. Γι’ αυτό γράφει στην Ηθική του: «η ηθική πραγματοποιεί και πρέπει
να πραγματοποιήσει αυτό που στα μάτια του πιστού είναι μια βλαστήμια. Δίνει
στον άνθρωπο τις ιδιότητες της θεότητος, τού επιστρέφει αυτό που αυτός ο ίδιος,
αγνοώντας την Ουσία του, είχε αφαιρέσει και είχε προσφέρει στον Θεό, ή με άλλα
λόγια η ηθική αποκαθηλώνει την θεότητα από τον κοσμικό της θρόνο για να
κατοικήσει στην ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. [όλος ο Γιανναράς]. Στον άνθρωπο περνά η
μεταφυσική κληρονομιά του Θεού».
Έτσι λοιπόν ο Προμηθέας ανακηρύσσεται ο προγεννήτωρ της
ανθρωπότητος και ο πρώτος μάρτυρας. Διότι επαναστάτησε εναντίον των Θεών. [ Ίσως
είναι ώρα να ανακηρύξουμε προφήτη τον ολοκληρωτικό ήρωα της ανθρωπότητος,
νικητή του Ιησού Χριστού, τον Βαραββά, που έσωσε την τιμή και την αξιοπρέπεια
των Εβραίων]. Οι διανοούμενοι, σχεδόν μαζικά πλέον, θέλουν να σκοτώσουν τον Θεό
με την σειρά τους, για να ζήσει ο άνθρωπος μια ζωή ολοκληρωτικώς ανθρώπινη. Ο
παληός καλός ανθρωπισμός συστήνεται εκ νέου σαν μια κοινή θέληση απορρίψεως του
Θεού.
Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού και οι μεν και οι δε
χρησιμοποιούν ελεύθερα τα αποθέματα που έχουν συσσωρευθεί από γενεές ολόκληρες
ιστορικών και στοχαστών, αποθέματα διαλεκτικής, γενετικής αναλύσεως, ψυχολογίας,
ιστορίας της σκέψεως, μελέτης των θρησκειών. Ένα βουνό ολόκληρο σκληρής
εργασίας, άχρηστης στο μεγαλύτερό της μέρος, εκμηδενισμένης από χιλιάδες προκαταλήψεις,
χρησιμοποιείται από τους νέους ανθρωπιστές σαν οπλοστάσιο. Δεν μπορούν όμως
πλέον οι νέοι διανοούμενοι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα έτοιμα να κατασκευάσουν νέες
δικαιώσεις της αρνητικότητός των. Εξ άλλου ένας από τους προφήτες της νέας
σκέψεως, ο Φώϋερμπαχ, δεν είχε διδάξει πως η Εγελιανή σύνθεση ήταν η
αποκορύφωση, το τέρμα της κλασσικής φιλοσοφίας; Παρότι ο ίδιος, ο οποίος υπήρξε
νικητής της παληάς φιλοσοφίας, συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο. Ο
μαθητής του όμως ο Μαρξ, έσπασε και τους τελευταίους συνδέσμους της νέας σκέψης
και νοοτροπίας, με την παληά φιλοσοφία, επιβάλλοντας μια ακόμη πιο ρεαλιστική
έννοια του ανθρώπου. Ο Μαρξ θα ανακηρύξει την αλληλοεξάρτηση ανάμεσα στην
πνευματική αποξένωση του ανθρώπου και την χρονική και κοινωνική του αποξένωση.
Δηλαδή ανάμεσα στην εξαφάνισή του στον Θεό, με την θρησκεία και στην
εκμετάλλευσή του εκ μέρους των άλλων ανθρώπων. Δεν είναι η κριτική αλλά η
Επανάσταση, η κινητήρια δύναμις της ιστορίας. Από τότε όλοι ο Μαρξιστές της
Ιστορίας, φανεροί ή κρυφοί ,θα εγκαταλείψουν την κριτική και τον στοχασμό, για
να προετοιμάσουν και να πραγματοποιήσουν την άμεση δράση, την πράξη.
Μια πράξη που στηρίζεται όμως στην Επιθυμία. Να πώς περιγράφει ο
Νίτσε αυτόν τον νέο άνθρωπο, τον κληρονόμο του ανθρωπισμού, στον οποίο ούτε η
Εκκλησία, ούτε η Θεολογία, ούτε η φιλοσοφία έχουν δώσει ακόμη απάντηση: «Δεν
πρέπει να διαλογισθούμε το πραγματικό για να ανακαλύψουμε την Ουσία, ούτε να
υποκύψουμε σε οποιοδήποτε αντικείμενο. Απορρίπτουμε αυτή την σκλαβιά.
Διαγράψαμε τον κόσμο της αλήθειας. Τίποτε δεν είναι αλήθεια. Γιατί είναι μήπως
κάτι διαφορετικό από την σκιά του νεκρού Θεού, η Ιδέα της αλήθειας; Μήπως το
ψέμμα είναι θείο; Το ψεύδος, δηλαδή η τεχνητή εισαγωγή ενός νοήματος, είναι
μήπως αξία, νόημα, σκοπός; Σε κάθε περίπτωση, η λατρεία της διαύγειας πρέπει να
αντικαταστήσει την αναζήτηση της αλήθειας. Ας πάμε με συνέπεια στο βάθος αυτών
που συνεπάγονται από την άρνησί μας, από την επιλογή μας. Εάν ο Θεός είναι στ’
αλήθεια νεκρός, Εκείνη η λογική, Εκείνη η αλήθεια, Εκείνη η ηθική που υφίσταντο
μόνο λόγω της υπάρξεώς του, τί άλλο μπορούν να είναι τώρα πλέον από ψευδείς
θεότητες. Θα πρέπει με βία να αρνηθούμε έναν νόμο του Είναι, μια υπερανθρώπινη
τάξη, ενός συνεπούς σύμπαντος. Μια οντολογική αρμονία προηγούμενη του ΕΓΩ ΘΕΛΩ.
Πρέπει να μισήσουμε κάθε νοητό, κάθε τελικό σκοπό, μια απόλυτη πρακτική τάξη.
Αυτές είναι οι συνέπειες της αποφάσεως να σκοτώσουμε τον Θεό. Δεν υπάρχει πλέον
καθαυτή αξία ούτε αντικειμενική ουσία, ούτε και χρειάζονται. Και ακριβώς,
επειδή είναι παράλογο να υποτασσόμαστε σε έναν νόμο, η «καθαρή γνώση», η «αγνή
γνώση», είναι «ένα ψευτο – ιδεώδες ή καλύτερα ένα υποκριτικό ιδεώδες,
κατασκευασμένο από την φαντασία ανίκανων ανθρώπων. Πρέπει να ζήσουμε. Αλλά ζωή
σημαίνει Επινόηση. Πρέπει να αξιολογήσουμε. Αλλά αξιολογώ σημαίνει δημιουργώ. Η
επινόηση λοιπόν και η δημιουργικότης, είναι τα δύο νέα καθήκοντα
κάθε φιλοσόφου. Αυτός πρέπει να είναι η κακή συνείδηση της Εποχής του.
Καταστρέφει κυριολεκτικά και κομματιάζει τις αξίες που παρέλαβε για να
προκύψουν καινούργιες και να τις διαμορφώσει με τον δικό του τρόπο.».
Τί έχουμε να πούμε όμως για τις ιδιότητες του νέου – ανθρώπου; Την
επινόηση και την δημιουργικότητα; Υπάρχουν ήδη γεγονότα, μπορούμε να βγάλουμε
τα συμπεράσματά μας! Τί θα πούμε για το γεγονός πως οι νέες επινοήσεις κατέληξαν
αμέσως εργαλεία θανάτου; πως ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα να ελέγξει την
κυριότητα τής μηχανής; πως κατόρθωσε, στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του να
αυξήσει την αγωνία του και να πολλαπλασιάσει τα κακά που τον βρίσκουν; Πώς να
εξηγηθεί η αποτυχία;
Πρέπει να θεωρήσουμε για πολύ άραγε τον ήλιο για να πεισθούμε για την
λαμπρότητά του; Οι πιο μεγάλες ιδέες μοιάζουν μίζερες όταν διατρέχουν ποταπά
μυαλά. Οι πιο αδιαμφισβήτητοι νεωτερισμοί δυστυχώς δεν βρίσκουν τους καλύτερους
ερμηνευτές. Τελικά ο άνθρωπος δεν νοιάζεται για τίποτε άλλο από τον πλούτο του
και την ευτυχία του.
Το Φως πείθει, αλλά το σκότος δεν προσφέρει πειθώ και στηρίζει την
θέληση. Ο άνθρωπος του σκότους, σαν τον Σίσυφο ψάχνει λύση, σε λάθος τόπο, εκεί
που δεν προσφέρεται.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου