Συνέχεια από: Tετάρτη 17 Απριλίου 2024
Αθανασία: Εμπειρία και ΣύμβολοΤου Eric Voegelin
ΙIΙ.Επειδή ο σκοπός αυτής της διερεύνησης δεν είναι η περιγραφή των συμβόλων, αλλά η ανάλυση των εμπειριών, οι οποίες τα γεννούν, από μεθοδολογικής απόψεως τίθενται στενά τα όρια στην επιλογή μιας περίπτωσης (προς ανάλυση). Η επιλεγείσα περίπτωση πρέπει από τη μια να βρίσκεται σε μια ιστορικά πρώιμη εποχή, προς αποφυγή ερωτημάτων, που θα μπορούσαν να ανακύψουν λόγω του παραδοσιακού χαρακτήρα των συμβόλων και να προκαλέσουν υποψίες για την αυθεντικότητα της εμπειρίας. Από την άλλη, πρέπει να είναι πολιτισμικά επαρκώς ύστερος, ώστε η εξήγηση της εμπειρίας να εκφράζεται με τέτοια σαφήνεια, για να είναι αναμφισβήτητη η συνάφεια μεταξύ της βιωθείσας αλήθειας και των συμβόλων που την εκφράζουν. Η περίπτωση που εκπληρώνει και τις δυο απαιτήσεις, είναι ένα ανώνυμο κείμενο από την Αίγυπτο της Πρώτης Μεσοπεριόδου, γύρω στο 2000 π. Χ.-ένας πρώιμος συλλογισμός περί των εμπειριών της ζωής, του θανάτου και της αθανασίας, που τον (συλλογισμό) χαρακτηρίζει η εξαιρετική ανάλυση των εμπειριών αυτών. Το κείμενο είναι γνωστό ως «Η συνομιλία ενός που βαρέθηκε τη ζωή, με την ψυχή του».
Το αποσπασματικά διατηρημένο πρώτο μέρος της «Συνομιλίας» παρουσιάζει μια λογομαχία του ανθρώπου με την ψυχή του. Οι συγχύσεις μιας ασταθούς εποχής τον έφεραν σε απελπισία, και θέλει να πετάξει τη ζωή του που κατάντησε χωρίς νόημα. Η ψυχή εισάγεται ως ομιλητής που αντιτίθεται σε αυτή την απόφαση. Όσο μας επιτρέπει η αποσπασματική κατάσταση του κειμένου να κατανοήσουμε τη λογική βάση του λόγου και του αντιλόγου, η επιχειρηματολογία περνά από τρεις φάσεις. Στον πρώτο γύρω της πάλης μεταξύ του ανθρώπου και της ψυχής του, το θέμα είναι η αντίληψη, πως η ζωή είναι δώρο των θεών. Επειδή η ζωή δεν είναι κτήμα, από το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να απαλλαγεί, όταν του γίνει βάρος, αλλά είναι ένα δώρο, το οποίο πρέπει να το μεταχειρίζεται υπό όλες τις περιστάσεις ως αγαθό που του το εμπιστεύτηκαν, η ψυχή μπορεί να υποδείξει την εντολή των θεών και τις διαπιστώσεις των σοφών, που και οι δυο απαγορεύουν την συντόμευση της ανατεθειμένης διάρκειας ζωής. Ο άνθρωπος όμως ξέρει να αμύνεται: η κατάρρευση της προσωπικής και δημόσιας τάξης στην κοινωνία που τον περιβάλλει αφαιρούν από τη ζωή κάθε φανερό νόημα, με τρόπο που οι έκτακτες περιστάσεις να δικαιολογούν την παράβαση της εντολή των θεών. Στον δεύτερο γύρω τίθεται το ερώτημα περί αθανασίας με την κοινή έννοια. Ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει ελκυστική στην ψυχή την απόφαση του, με το να της υπόσχεται, ότι θα φροντίσει για τις κατάλληλες ενέργειες περί κηδείας και θυσίας, ώστε να κάνει άνετη την παραμονή της στο επέκεινα. Δυστυχώς όμως, η ψυχή δεν ανήκει στο είδος των ευκολόπιστων, και δεν εντυπωσιάζεται μέ συνηθισμένες υποσχέσεις. Ο σκεπτικισμός σχετικά προς τη πιθανότητα μιας ζωής μετά τον θάνατο, της είναι όπως φαίνεται οικείος. Γνωρίζει πως ποτέ κανείς δεν επέστρεψε από εκεί, για να δώσει μαρτυρία στους ζωντανούς, για το πως περνά μια ψυχή στο επέκεινα. Ο άνθρωπος όμως αποδεικνύεται όχι λιγότερο σκληροτράχηλος από την ψυχή του. Ένας τρίτος και τελευταίος γύρος απαιτείται, γιατί είναι αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει λόγω σκεπτικισμού το σχέδιο του. Αυτό καθιστά δύσκολη την κατάσταση. Γιατί, τι να τον κάνεις τον άνθρωπο, που δεν ευχαριστιέται ούτε με την συμβατική πίστη, ούτε με τον συμβατικό σκεπτικισμό! Για το λόγο αυτό, η ψυχή πρέπει να καταπολεμήσει τον πυρήνα της ανθρώπινης μιζέριας στην ρίζα της: ο άνθρωπος υποφέρει τον βασανισμό του θανάτου, γιατί παίρνει στα σοβαρά τη ζωή, και δεν μπορεί να υπομείνει μια ύπαρξη χωρίς νόημα. Γιατί όμως τόσο σοβαρά; Γιατί να απελπίζεται αμέσως; Ας απολαύσει τις χαρές της στιγμής, όπως έρχονται. «Απόλαυσε την ευτυχή μέρα και ξέχνα τις έγνοιες». Αυτό το τελειωτικό επιχείρημα ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή, όπως το γνωρίζουμε από άλλες πηγές, όπως το «Τραγούδι του αρπιστή». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αποκτά μια καινούργια σημασία. Δεν γίνεται αποδεκτή ως μια σοφή συμβουλή, αλλά προσλαμβάνεται ως άκρα μείωση του ανθρώπου στο βάσανο της ύπαρξης του. Η συμβουλή τονίζει ακόμα την πνευματική κρίση που προέκυψε. Ο άνθρωπος είναι οργισμένος για την ποταπότητα αυτής της συμβουλής, και εκφράζει την αηδία του:
Κοίτα, εξαιτίας σου το όνομα μου είναι κακόφημο,
Περισσότερο από τη βρωμιά των γυπών
Στις μέρες του καλοκαιριού, όταν ο ουρανός καίει19.
Η ψυχή μένει αμίλητη ενώπιον αυτού του ξεσπάσματος. Τα μέσα της έχουν εξαντληθεί. Ο άνθρωπος είναι τώρα εντελώς μόνος με την απόφαση του.
Ένας σύντομος συλλογισμός για το πρώτο μέρος προτίθεται να ξεκαθαρίσει τη λειτουργία του εντός της «Συνομιλίας», όπως και την ακτίνα δράσης του, ως προς μερικές ερωτήσεις που τέθηκαν στην αρχή αυτής της διερεύνησης.
Τα επιχειρήματα της ψυχής προσπαθούν να δείξουν τρόπους που βγάζουν από το αδιέξοδο, που θα λυνόταν δια της αυτοκτονίας. Οι τρόποι αυτοί όμως έχουν κάτι παράξενα μη πραγματικό, πράγμα που γίνεται σαφές, αν τους εκφράσουμε στην καθομιλουμένη: «Η ζωή αυτή είναι δοσμένη από τους θεούς και δεν σου επιτρέπεται να την πετάξεις, όπως εσύ γουστάρεις. Επιπλέον, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, αν υπάρχει μια ζωή στο επέκεινα, μείνε λοιπόν καλύτερα με αυτά που έχεις. Και σταμάτα προπάντων με αυτή την επιτηδευμένη φλυαρία για το νόημα της ζωής. Γιατί θεωρείς ότι είσαι τόσο πολύ καλύτερος; Κάνε όπως τα άλλα αγόρια και απόλαυσε τη ζωή». Αν μεταφράσουμε με αυτό τον τρόπο τα ουσιαστικά συστατικά της επιχειρηματολογίας στην καθομιλουμένη, τότε η σοβαρότητα τους είναι ύποπτη. Το πρώτο μέρος θα ήταν τότε ένα ειρωνικό ξεμπρόστιασμα των συνηθισμένων επιχειρημάτων για το νόημα της ζωής, που κυριαρχούσαν στις τότε συζητήσεις. Η ειρωνεία θα υπονοούσε τότε, πως τα επιχειρήματα έπρεπε να κατανοηθούν ως έκφραση ενός ελλειμματικού τρόπου ύπαρξης. Φαίνεται λοιπόν, πως έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τέτοιοι χαρακτηρισμοί για την κοινωνία που περιέβαλλε τον συγγραφέα, που να δείχνουν πως δεν ήταν πια σε θέση να τακτοποιήσει την πραγματικότητα, πράγμα που αποδεικνυόταν από τον χυδαίο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας. Σαν η σύγχυση της εποχής να μην έπρεπε να κατανοηθεί μόνο ως μια εν τοις πράγμασι αποτυχία της κυβερνήσεως, που πιθανόν να οφείλεται στη δυσμένεια των θεών, αλλά (να κατανοηθεί) και ως γεγονότα που συνυφαίνονται με την διάλυση της υπαρξιακής τάξεως. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι βέβαια δυνατός μόνο εάν μέσα στον συγγραφέα υπάρχει μια ζωντανή εναλλακτική προς τον μειονεκτικό τρόπο ύπαρξης, και αυτός είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την παρουσία της βιωμένης πραγματικότητας ως μέτρο για την αξιολόγηση της κοινωνίας. Η κατάσταση του ανθρώπου στην «Συνομιλία» τότε, δε θα διέφερε ιδιαίτερα από αυτήν ενός ανθρώπου σήμερα: το να ζει κανείς σε μια κοινωνία, η οποία ζει με χυδαίες, ευσεβείς, σκεπτικιστικές και ηδονιστικές κοινοτοπίες, είναι τόσο βασανιστικό, που ο άνθρωπος αναζητά μια όαση πραγματικότητας-ακόμα και αν δε θα χρησιμοποιήσει το ριζοσπαστικό μέσο της αυτοκτονίας, για να φτάσει εκεί.
Αν και ακούγεται αναχρονιστική, η ερμηνεία αυτή δεν είναι κάποια αυθαίρετη υπόθεση. Επιβεβαιώνεται ως υπαρξιακό δράμα, έτσι όπως είναι δομημένη η «Συνομιλία». Η επιχειρηματολογία εντείνεται προσεκτικά, μέχρι το πνευματικό ξέσπασμα-που δε θα μπορούσε να συμβεί, αν δεν υπήρχε το πνεύμα, που θα μπορούσε να ξεσπάσει. Γι’ αυτό λοιπόν, πρέπει να διαβαστεί αναδρομικά, ξεκινώντας από το ξέσπασμα, το οποίο προκάλεσε (η επιχειρηματολογία). Στο φως αυτής της κορύφωσης γίνεται σαφής η διαφορά μεταξύ του συνηθισμένου παραπόνου για το πόσο κακή είναι η εποχή, και της υπαρξιακής απροθυμίας για οποιαδήποτε συμμετοχή στην ατιμωτική διαφθορά-έστω και με τη αξιοπρεπή μορφή θρήνου από ανημπόρια. Ο συγγραφέας της «Συνομιλίας» πάει πέρα από τον θρήνο, και φτάνει σε δραματικές αξιολογήσεις και πράξεις. Ο άνθρωπος του αγωνίζεται κατά της αταξίας της κοινωνίας, και βγαίνει νικητής από αυτή τη μάχη, γιατί φέρει μέσα του πλήρη την πραγματικότητα της τάξεως. Η πραγματικότητα αυτή όμως, μπορεί να είναι πλήρως παρούσα μόνο με την αυξανόμενη συνείδηση. Και η αύξηση της συνειδήσεως για την πραγματικότητα αρχίζει με την δραματική αντίσταση του ανθρώπου προς τις συμβουλές της ψυχής. Μόνο επειδή αρνείται ριζικά την κοινωνία, την πειθώ της, την πίεση της, βρίσκει ελευθερία και σαφήνεια έκφρασης, τόσο η πραγματικότητα που ζει μέσα του, όσο και η αρνητική κατάσταση της κοινωνίας, από την οποία απελευθερώνεται. Επειδή δεν πέφτει στον πειρασμό να γίνει κομφορμιστής και να καταστήσει κακόφημο το όνομα του, είναι καθαρή η συνείδηση του και μπορεί να βρει μια κατάλληλη γλώσσα για την εμπειρία του.
Συνεχίζεται
Το αποσπασματικά διατηρημένο πρώτο μέρος της «Συνομιλίας» παρουσιάζει μια λογομαχία του ανθρώπου με την ψυχή του. Οι συγχύσεις μιας ασταθούς εποχής τον έφεραν σε απελπισία, και θέλει να πετάξει τη ζωή του που κατάντησε χωρίς νόημα. Η ψυχή εισάγεται ως ομιλητής που αντιτίθεται σε αυτή την απόφαση. Όσο μας επιτρέπει η αποσπασματική κατάσταση του κειμένου να κατανοήσουμε τη λογική βάση του λόγου και του αντιλόγου, η επιχειρηματολογία περνά από τρεις φάσεις. Στον πρώτο γύρω της πάλης μεταξύ του ανθρώπου και της ψυχής του, το θέμα είναι η αντίληψη, πως η ζωή είναι δώρο των θεών. Επειδή η ζωή δεν είναι κτήμα, από το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να απαλλαγεί, όταν του γίνει βάρος, αλλά είναι ένα δώρο, το οποίο πρέπει να το μεταχειρίζεται υπό όλες τις περιστάσεις ως αγαθό που του το εμπιστεύτηκαν, η ψυχή μπορεί να υποδείξει την εντολή των θεών και τις διαπιστώσεις των σοφών, που και οι δυο απαγορεύουν την συντόμευση της ανατεθειμένης διάρκειας ζωής. Ο άνθρωπος όμως ξέρει να αμύνεται: η κατάρρευση της προσωπικής και δημόσιας τάξης στην κοινωνία που τον περιβάλλει αφαιρούν από τη ζωή κάθε φανερό νόημα, με τρόπο που οι έκτακτες περιστάσεις να δικαιολογούν την παράβαση της εντολή των θεών. Στον δεύτερο γύρω τίθεται το ερώτημα περί αθανασίας με την κοινή έννοια. Ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει ελκυστική στην ψυχή την απόφαση του, με το να της υπόσχεται, ότι θα φροντίσει για τις κατάλληλες ενέργειες περί κηδείας και θυσίας, ώστε να κάνει άνετη την παραμονή της στο επέκεινα. Δυστυχώς όμως, η ψυχή δεν ανήκει στο είδος των ευκολόπιστων, και δεν εντυπωσιάζεται μέ συνηθισμένες υποσχέσεις. Ο σκεπτικισμός σχετικά προς τη πιθανότητα μιας ζωής μετά τον θάνατο, της είναι όπως φαίνεται οικείος. Γνωρίζει πως ποτέ κανείς δεν επέστρεψε από εκεί, για να δώσει μαρτυρία στους ζωντανούς, για το πως περνά μια ψυχή στο επέκεινα. Ο άνθρωπος όμως αποδεικνύεται όχι λιγότερο σκληροτράχηλος από την ψυχή του. Ένας τρίτος και τελευταίος γύρος απαιτείται, γιατί είναι αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει λόγω σκεπτικισμού το σχέδιο του. Αυτό καθιστά δύσκολη την κατάσταση. Γιατί, τι να τον κάνεις τον άνθρωπο, που δεν ευχαριστιέται ούτε με την συμβατική πίστη, ούτε με τον συμβατικό σκεπτικισμό! Για το λόγο αυτό, η ψυχή πρέπει να καταπολεμήσει τον πυρήνα της ανθρώπινης μιζέριας στην ρίζα της: ο άνθρωπος υποφέρει τον βασανισμό του θανάτου, γιατί παίρνει στα σοβαρά τη ζωή, και δεν μπορεί να υπομείνει μια ύπαρξη χωρίς νόημα. Γιατί όμως τόσο σοβαρά; Γιατί να απελπίζεται αμέσως; Ας απολαύσει τις χαρές της στιγμής, όπως έρχονται. «Απόλαυσε την ευτυχή μέρα και ξέχνα τις έγνοιες». Αυτό το τελειωτικό επιχείρημα ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή, όπως το γνωρίζουμε από άλλες πηγές, όπως το «Τραγούδι του αρπιστή». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αποκτά μια καινούργια σημασία. Δεν γίνεται αποδεκτή ως μια σοφή συμβουλή, αλλά προσλαμβάνεται ως άκρα μείωση του ανθρώπου στο βάσανο της ύπαρξης του. Η συμβουλή τονίζει ακόμα την πνευματική κρίση που προέκυψε. Ο άνθρωπος είναι οργισμένος για την ποταπότητα αυτής της συμβουλής, και εκφράζει την αηδία του:
Κοίτα, εξαιτίας σου το όνομα μου είναι κακόφημο,
Περισσότερο από τη βρωμιά των γυπών
Στις μέρες του καλοκαιριού, όταν ο ουρανός καίει19.
Η ψυχή μένει αμίλητη ενώπιον αυτού του ξεσπάσματος. Τα μέσα της έχουν εξαντληθεί. Ο άνθρωπος είναι τώρα εντελώς μόνος με την απόφαση του.
Ένας σύντομος συλλογισμός για το πρώτο μέρος προτίθεται να ξεκαθαρίσει τη λειτουργία του εντός της «Συνομιλίας», όπως και την ακτίνα δράσης του, ως προς μερικές ερωτήσεις που τέθηκαν στην αρχή αυτής της διερεύνησης.
Τα επιχειρήματα της ψυχής προσπαθούν να δείξουν τρόπους που βγάζουν από το αδιέξοδο, που θα λυνόταν δια της αυτοκτονίας. Οι τρόποι αυτοί όμως έχουν κάτι παράξενα μη πραγματικό, πράγμα που γίνεται σαφές, αν τους εκφράσουμε στην καθομιλουμένη: «Η ζωή αυτή είναι δοσμένη από τους θεούς και δεν σου επιτρέπεται να την πετάξεις, όπως εσύ γουστάρεις. Επιπλέον, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, αν υπάρχει μια ζωή στο επέκεινα, μείνε λοιπόν καλύτερα με αυτά που έχεις. Και σταμάτα προπάντων με αυτή την επιτηδευμένη φλυαρία για το νόημα της ζωής. Γιατί θεωρείς ότι είσαι τόσο πολύ καλύτερος; Κάνε όπως τα άλλα αγόρια και απόλαυσε τη ζωή». Αν μεταφράσουμε με αυτό τον τρόπο τα ουσιαστικά συστατικά της επιχειρηματολογίας στην καθομιλουμένη, τότε η σοβαρότητα τους είναι ύποπτη. Το πρώτο μέρος θα ήταν τότε ένα ειρωνικό ξεμπρόστιασμα των συνηθισμένων επιχειρημάτων για το νόημα της ζωής, που κυριαρχούσαν στις τότε συζητήσεις. Η ειρωνεία θα υπονοούσε τότε, πως τα επιχειρήματα έπρεπε να κατανοηθούν ως έκφραση ενός ελλειμματικού τρόπου ύπαρξης. Φαίνεται λοιπόν, πως έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τέτοιοι χαρακτηρισμοί για την κοινωνία που περιέβαλλε τον συγγραφέα, που να δείχνουν πως δεν ήταν πια σε θέση να τακτοποιήσει την πραγματικότητα, πράγμα που αποδεικνυόταν από τον χυδαίο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας. Σαν η σύγχυση της εποχής να μην έπρεπε να κατανοηθεί μόνο ως μια εν τοις πράγμασι αποτυχία της κυβερνήσεως, που πιθανόν να οφείλεται στη δυσμένεια των θεών, αλλά (να κατανοηθεί) και ως γεγονότα που συνυφαίνονται με την διάλυση της υπαρξιακής τάξεως. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι βέβαια δυνατός μόνο εάν μέσα στον συγγραφέα υπάρχει μια ζωντανή εναλλακτική προς τον μειονεκτικό τρόπο ύπαρξης, και αυτός είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την παρουσία της βιωμένης πραγματικότητας ως μέτρο για την αξιολόγηση της κοινωνίας. Η κατάσταση του ανθρώπου στην «Συνομιλία» τότε, δε θα διέφερε ιδιαίτερα από αυτήν ενός ανθρώπου σήμερα: το να ζει κανείς σε μια κοινωνία, η οποία ζει με χυδαίες, ευσεβείς, σκεπτικιστικές και ηδονιστικές κοινοτοπίες, είναι τόσο βασανιστικό, που ο άνθρωπος αναζητά μια όαση πραγματικότητας-ακόμα και αν δε θα χρησιμοποιήσει το ριζοσπαστικό μέσο της αυτοκτονίας, για να φτάσει εκεί.
Αν και ακούγεται αναχρονιστική, η ερμηνεία αυτή δεν είναι κάποια αυθαίρετη υπόθεση. Επιβεβαιώνεται ως υπαρξιακό δράμα, έτσι όπως είναι δομημένη η «Συνομιλία». Η επιχειρηματολογία εντείνεται προσεκτικά, μέχρι το πνευματικό ξέσπασμα-που δε θα μπορούσε να συμβεί, αν δεν υπήρχε το πνεύμα, που θα μπορούσε να ξεσπάσει. Γι’ αυτό λοιπόν, πρέπει να διαβαστεί αναδρομικά, ξεκινώντας από το ξέσπασμα, το οποίο προκάλεσε (η επιχειρηματολογία). Στο φως αυτής της κορύφωσης γίνεται σαφής η διαφορά μεταξύ του συνηθισμένου παραπόνου για το πόσο κακή είναι η εποχή, και της υπαρξιακής απροθυμίας για οποιαδήποτε συμμετοχή στην ατιμωτική διαφθορά-έστω και με τη αξιοπρεπή μορφή θρήνου από ανημπόρια. Ο συγγραφέας της «Συνομιλίας» πάει πέρα από τον θρήνο, και φτάνει σε δραματικές αξιολογήσεις και πράξεις. Ο άνθρωπος του αγωνίζεται κατά της αταξίας της κοινωνίας, και βγαίνει νικητής από αυτή τη μάχη, γιατί φέρει μέσα του πλήρη την πραγματικότητα της τάξεως. Η πραγματικότητα αυτή όμως, μπορεί να είναι πλήρως παρούσα μόνο με την αυξανόμενη συνείδηση. Και η αύξηση της συνειδήσεως για την πραγματικότητα αρχίζει με την δραματική αντίσταση του ανθρώπου προς τις συμβουλές της ψυχής. Μόνο επειδή αρνείται ριζικά την κοινωνία, την πειθώ της, την πίεση της, βρίσκει ελευθερία και σαφήνεια έκφρασης, τόσο η πραγματικότητα που ζει μέσα του, όσο και η αρνητική κατάσταση της κοινωνίας, από την οποία απελευθερώνεται. Επειδή δεν πέφτει στον πειρασμό να γίνει κομφορμιστής και να καταστήσει κακόφημο το όνομα του, είναι καθαρή η συνείδηση του και μπορεί να βρει μια κατάλληλη γλώσσα για την εμπειρία του.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου