ΠΗΓΗ: αἰέν ἀριστεύειν
Γράφει ο Δημήτρης Καζάκης
Μιας και ο λόγος για το κατά πόσο η οικονομία είναι επιστήμη ή όχι, θα πρέπει να γνωρίζουμε τα εξής:
Ιδιαίτερα τις δυο τελευταίες δεκαετίες με σεσημασμένο και δόλιο τρόπο αφαιρέθηκε συστηματικά οποιαδήποτε έστω και απλή επιστημονική αναφορά από τις οικονομικές σπουδές. Εδώ και πολλά χρόνια οι οικονομικές σχολές στην Δύση δεν παράγουν επιστήμονες οικονομολόγους, αλλά κατ’ επάγγελμα διαστροφείς της πραγματικότητας και κατ’ εθισμό απατεώνες. Αυτό το νόημα έχουν τα Business και Finance που διδάσκονται τα παιδιά στις οικονομικές σχολές. Από τις πιο επώνυμες, έως τις υποδεέστερες. Δεν μαθαίνουν τίποτε περισσότερο από την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος σε βάρος της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Η Πολιτική Οικονομία ως επιστήμη μετέτρεψε την “επιστήμη του πλουτισμού”, όπως αποκαλούσαν οι πατέρες της τις λογικές των μερκαντιλιστών, σε επιστήμη του πλούτου που οφείλει να υπηρετεί όχι το ιδιωτικό, αλλά το δημόσιο συμφέρον. Έτσι γεννήθηκε η Πολιτική Οικονομία ως επιστήμη.
Ένας χαρακτηριστικός ορισμός του οικονομολόγου για να ανταποκριθεί στα υψηλά καθήκοντα της επιστήμης του και ο οποίος πάντα με ενέπνεε ήταν εκείνος του Τζον Ράμσι Μακάλοχ, του τελευταίου από τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας:
«Θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ό,τι σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί υπόθεση του οικονομολόγου να διερευνήσει τα μέσα με τα οποία οι περιουσίες των ατόμων μπορούν να αυξάνουν ή να μειώνονται, εκτός από το να εξακριβωθεί εν γένει η λειτουργία και οι επιπτώσεις τους. Τα δημόσια συμφέροντα πρέπει πάντα να αποτελούν το αποκλειστικό αντικείμενο της προσοχής του. Δεν είναι δουλειά του να στήνει συστήματα, και να επινοεί σχέδια, για την αύξηση του πλούτου και των απολαύσεων συγκεκριμένων τάξεων, αλλά να αφιερώσει τον εαυτό του για να ανακαλύψει τις πηγές του εθνικού πλούτου, και της καθολικής ευημερίας, καθώς και τα μέσα με τα οποία μπορούν να καταστούν πιο παραγωγικές… Το ζήτημα ποτέ δεν αφορά στο κατά πόσο ένας μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός ατόμων μπορεί να πλουτίσει από την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου μέτρου ή από έναν συγκεκριμένο θεσμό, αλλά το κατά πόσο η τάση του είναι να εξυπηρετήσει το λαό…»
Και συνέχιζε για τα προσόντα του οικονομολόγου: «Για να οδηγηθεί στην αληθινή γνώση των νόμων που ρυθμίζουν την παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση του πλούτου, ο οικονομολόγος θα πρέπει να αντλήσει τα υλικά του από μια πολύ ευρεία επιφάνεια. Θα πρέπει να μελετήσει τον άνθρωπο σε όλες τις πολύ διαφορετικές του καταστάσεις – θα πρέπει να εντρυφήσει στην ιστορία της κοινωνίας, των τεχνών, του εμπορίου και του πολιτισμού – τα έργα των φιλοσόφων και των ταξιδευτών. Σε κάθε τι, εν συντομία, που μπορεί να ρίξει φως στα αίτια που επιταχύνουν, ή επιβραδύνουν την πρόοδο του πολιτισμού: Θα πρέπει να επισημάνει τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις περιουσίες και την κατάσταση της ανθρώπινης φυλής σε διαφορετικές περιοχές και εποχές του κόσμου: Θα πρέπει να εντοπίσει την άνοδο, την πρόοδο, και την παρακμή της βιομηχανίας: Και, πάνω απ’ όλα, θα πρέπει με μεγάλη προσοχή να αναλύσει και να συγκρίνει τα αποτελέσματα των διαφορετικών θεσμών και ρυθμίσεων, καθώς και να διακρίνει τις ποικίλες περιστάσεις όπου μια ακμάζουσα και μια παρακμάζουσα κοινωνία διαφέρουν αναμεταξύ τους. Αυτές οι έρευνες, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές αιτίες της εθνικής χλιδής και φινέτσας, της φτώχειας και του ξεπεσμού, παρέχουν στον οικονομολόγο τα μέσα για να δώσει μια ικανοποιητική λύση σε όλα σχεδόν τα σοβαρά προβλήματα στην επιστήμη του πλούτου. Όπως και να επινοήσει ένα σχέδιο δημόσιας διοίκησης καλά υπολογισμένο έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχιση της προόδου της κοινωνίας στην καριέρα της βελτίωσης.»
Μπορεί κανείς να συγκρίνει τους ορισμούς αυτούς – που διατυπώθηκαν το 1825 – και τις σημερινές οικονομικές σπουδές για να καταλάβει ότι δεν υπάρχει πλέον ίχνος επιστήμης σ’ αυτές τις τελευταίες. Προσωπικά θαυμάζω και αποδέχομαι μόνο εκείνους τους οικονομολόγους που πληρούν τον παραπάνω ορισμό. Έστω κι αν μπορεί να διαφωνώ κάθετα μαζί τους. Για τους υπόλοιπους τρέφω μόνο απέχθεια και αηδία μιας και πίσω από ακαδημαϊκές περγαμηνές που δεν αξίζουν τίποτε από την σκοπιά της επιστήμης έχουν μετατρέψει τις οικονομικές σπουδές σήμερα στην πιο χυδαία “επιστήμη του πλουτισμού” που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Οι σπουδές αυτές σήμερα είναι μόνο για να ακρωτηριάζουν τον νου και την ηθική υπόσταση των σπουδαστών ώστε να είναι “χρήσιμοι βλάκες” ή επαγγελματίες απατεώνες για τα μεγάλα αφεντικά.
Γράφει ο Δημήτρης Καζάκης
Μιας και ο λόγος για το κατά πόσο η οικονομία είναι επιστήμη ή όχι, θα πρέπει να γνωρίζουμε τα εξής:
Ιδιαίτερα τις δυο τελευταίες δεκαετίες με σεσημασμένο και δόλιο τρόπο αφαιρέθηκε συστηματικά οποιαδήποτε έστω και απλή επιστημονική αναφορά από τις οικονομικές σπουδές. Εδώ και πολλά χρόνια οι οικονομικές σχολές στην Δύση δεν παράγουν επιστήμονες οικονομολόγους, αλλά κατ’ επάγγελμα διαστροφείς της πραγματικότητας και κατ’ εθισμό απατεώνες. Αυτό το νόημα έχουν τα Business και Finance που διδάσκονται τα παιδιά στις οικονομικές σχολές. Από τις πιο επώνυμες, έως τις υποδεέστερες. Δεν μαθαίνουν τίποτε περισσότερο από την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος σε βάρος της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Η Πολιτική Οικονομία ως επιστήμη μετέτρεψε την “επιστήμη του πλουτισμού”, όπως αποκαλούσαν οι πατέρες της τις λογικές των μερκαντιλιστών, σε επιστήμη του πλούτου που οφείλει να υπηρετεί όχι το ιδιωτικό, αλλά το δημόσιο συμφέρον. Έτσι γεννήθηκε η Πολιτική Οικονομία ως επιστήμη.
Ένας χαρακτηριστικός ορισμός του οικονομολόγου για να ανταποκριθεί στα υψηλά καθήκοντα της επιστήμης του και ο οποίος πάντα με ενέπνεε ήταν εκείνος του Τζον Ράμσι Μακάλοχ, του τελευταίου από τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας:
«Θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ό,τι σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί υπόθεση του οικονομολόγου να διερευνήσει τα μέσα με τα οποία οι περιουσίες των ατόμων μπορούν να αυξάνουν ή να μειώνονται, εκτός από το να εξακριβωθεί εν γένει η λειτουργία και οι επιπτώσεις τους. Τα δημόσια συμφέροντα πρέπει πάντα να αποτελούν το αποκλειστικό αντικείμενο της προσοχής του. Δεν είναι δουλειά του να στήνει συστήματα, και να επινοεί σχέδια, για την αύξηση του πλούτου και των απολαύσεων συγκεκριμένων τάξεων, αλλά να αφιερώσει τον εαυτό του για να ανακαλύψει τις πηγές του εθνικού πλούτου, και της καθολικής ευημερίας, καθώς και τα μέσα με τα οποία μπορούν να καταστούν πιο παραγωγικές… Το ζήτημα ποτέ δεν αφορά στο κατά πόσο ένας μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός ατόμων μπορεί να πλουτίσει από την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου μέτρου ή από έναν συγκεκριμένο θεσμό, αλλά το κατά πόσο η τάση του είναι να εξυπηρετήσει το λαό…»
Και συνέχιζε για τα προσόντα του οικονομολόγου: «Για να οδηγηθεί στην αληθινή γνώση των νόμων που ρυθμίζουν την παραγωγή, την διανομή και την κατανάλωση του πλούτου, ο οικονομολόγος θα πρέπει να αντλήσει τα υλικά του από μια πολύ ευρεία επιφάνεια. Θα πρέπει να μελετήσει τον άνθρωπο σε όλες τις πολύ διαφορετικές του καταστάσεις – θα πρέπει να εντρυφήσει στην ιστορία της κοινωνίας, των τεχνών, του εμπορίου και του πολιτισμού – τα έργα των φιλοσόφων και των ταξιδευτών. Σε κάθε τι, εν συντομία, που μπορεί να ρίξει φως στα αίτια που επιταχύνουν, ή επιβραδύνουν την πρόοδο του πολιτισμού: Θα πρέπει να επισημάνει τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις περιουσίες και την κατάσταση της ανθρώπινης φυλής σε διαφορετικές περιοχές και εποχές του κόσμου: Θα πρέπει να εντοπίσει την άνοδο, την πρόοδο, και την παρακμή της βιομηχανίας: Και, πάνω απ’ όλα, θα πρέπει με μεγάλη προσοχή να αναλύσει και να συγκρίνει τα αποτελέσματα των διαφορετικών θεσμών και ρυθμίσεων, καθώς και να διακρίνει τις ποικίλες περιστάσεις όπου μια ακμάζουσα και μια παρακμάζουσα κοινωνία διαφέρουν αναμεταξύ τους. Αυτές οι έρευνες, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές αιτίες της εθνικής χλιδής και φινέτσας, της φτώχειας και του ξεπεσμού, παρέχουν στον οικονομολόγο τα μέσα για να δώσει μια ικανοποιητική λύση σε όλα σχεδόν τα σοβαρά προβλήματα στην επιστήμη του πλούτου. Όπως και να επινοήσει ένα σχέδιο δημόσιας διοίκησης καλά υπολογισμένο έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχιση της προόδου της κοινωνίας στην καριέρα της βελτίωσης.»
Μπορεί κανείς να συγκρίνει τους ορισμούς αυτούς – που διατυπώθηκαν το 1825 – και τις σημερινές οικονομικές σπουδές για να καταλάβει ότι δεν υπάρχει πλέον ίχνος επιστήμης σ’ αυτές τις τελευταίες. Προσωπικά θαυμάζω και αποδέχομαι μόνο εκείνους τους οικονομολόγους που πληρούν τον παραπάνω ορισμό. Έστω κι αν μπορεί να διαφωνώ κάθετα μαζί τους. Για τους υπόλοιπους τρέφω μόνο απέχθεια και αηδία μιας και πίσω από ακαδημαϊκές περγαμηνές που δεν αξίζουν τίποτε από την σκοπιά της επιστήμης έχουν μετατρέψει τις οικονομικές σπουδές σήμερα στην πιο χυδαία “επιστήμη του πλουτισμού” που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Οι σπουδές αυτές σήμερα είναι μόνο για να ακρωτηριάζουν τον νου και την ηθική υπόσταση των σπουδαστών ώστε να είναι “χρήσιμοι βλάκες” ή επαγγελματίες απατεώνες για τα μεγάλα αφεντικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου