Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Ένα κρύο πρωί Απρίλιος του 1988, αμέσως μετά το Πάσχα, ξεκίνησα για το Άγιο Όρος χωρίς να έχω μέσα μου πολλές ελπίδες να τον βρω γιατί είχα ακούσει ότι πολλοί άνθρωποι και μάλιστα πολύ πιο πιστοί από μένα πήγαιναν πολλές φορές και περίμεναν ώρες πολλές έξω από το καλύβι του χωρίς να μπορέσουν να τον δούνε.
Μόλις έφτασα στο Άγιο Όρος, (στην Δάφνη), πήρα το λεωφορείο, εγώ και ένα παιδί από την Λάρισα που ήταν πολύ θρησκευόμενο και πήγαινε και αυτός να βρει τον Άγιο Παππούλη, για να πάμε στις Καρυές. Καθώς ανεβαίναμε την πλαγία ένοιωσα μια άσχημη διάθεση και είχα κιόλας μετανιώσει που είχα αφήσει την Θεσσαλονίκη με τις συνήθειες μου και τις ανέσεις μου για να βρεθώ σε ένα τόπο «καθυστερημένο», όπου τότε ακόμα δεν είχε ούτε ηλεκτρικό και το μόνο τηλέφωνο βρίσκονταν στην Επιστασία στις Καρυές . Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω. Η βαριά σιωπή του περιβάλλοντος με έπνιγε κυριολεκτικά. Τελικά φτάσαμε στις Καρυές και καταλύσαμε μαζί με τον Λαρισαίο στην μονή Κουτλουμουσίου, όπου δέχτηκαν, αν και απροσκάλεστοι, να μας φιλοξενήσουν μια βραδιά.
Αμέσως μετά ξεκινήσαμε τον γνωστό κατήφορο που οδηγούσε στην καλύβα του Άγιου Παππούλη, ενώ στο βάθος φαίνονταν το πέλαγος. Μου έκανε εντύπωση, συνηθισμένος από την πόλη, το πόσο καθαρή και αναζωογονητική ήταν η ατμόσφαιρα ενώ το περιβάλλον ήταν γεμάτο μεθυστικές ανοιξιάτικες μυρωδιές δίνοντας μου με την ιερότητα που ανέδιδε μια παράξενη και πρωτόγνωρη αίσθηση. Όσο όμως πλησιάζαμε είχα την αίσθηση πως ματαιοπονούσα, πως έχανα τον καιρό μου και ότι ήταν αδύνατο να τον συναντήσω καθώς άλλοι με πολύ μεγαλύτερη πίστη από μένα πήγαιναν εκεί και δεν τον έβρισκαν. Είχα ακούσει ιστορίες ανθρώπων που είχανε πάει μέχρι και πέντε φορές αλλά δεν είχαν καταφέρει να δούνε τον Άγιο Παππούλη. Και πράγματι όταν φτάσαμε εκεί χτυπήσαμε με το σχοινάκι το κουδούνι από την αυλόπορτα της καλύβας αλλά δεν πήραμε καμία απάντηση. Πάντως μου έκανε εντύπωση πως δεν υπήρχε κανένας άλλος να τον περιμένει, ενώ συνήθως εκεί έξω υπήρχε ουρά από ανθρώπους που περίμεναν ώρες να δούνε και να πάρουν την ευλογία του Παππούλη. Καθίσαμε απογοητευμένοι έξω από την καλύβα και τότε ο Λαρισαίος μου εμπιστεύτηκε πως είχε έρθει εκεί να πάρει την συμβουλή του Παππούλη που θα έκρινε την ζωή του για κάτι σημαντικό με ένα δεσμό που είχε, γι” αυτό και ήταν πολύ στενοχωρημένος που δεν θα έβλεπε τον Άγιο. Εγώ δεν μιλούσα και ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος γιατί θεωρούσα πως είχα χάσει τις μέρες μου σε ένα ανόητο ταξίδι.
Τότε ξαφνικά ακούσαμε μια φωνή και είδαμε μια λεπτή μαυροφορεμένη φιγούρα να ξεφυτρώνει ανάμεσα από κάτι θάμνους σαν να είχε κατέβει από τον ουρανό και να μας χαιρετά με ύφος μάλλον αυστηρό που τον διακόψαμε από κάτι σημαντικό σαν να έλεγε, «Τι θέλετε τώρα και εσείς εδώ ;». Ήταν ο πάτερ Παΐσιος!
Ένοιωσα ταραχή καθώς τον είδα να πλησιάζει ενώ δεν πίστευα πως έβλεπα τον Παππούλη για τον οποίο τόσοι πολλοί μου είχαν μιλήσει, τόσα πολλά είχα ακούσει στην Θεσσαλονίκη, ενώ τόσοι γνωστοί μου είχαν προσπαθήσει να τον δούνε και δεν τα είχαν καταφέρει. Η έκπληξη μου μεγάλωσε όταν μας πλησίασε με ένα ύφος σαν να μας ήξερε από καιρό και μας χαιρέτισε με τα ονόματα μας. Ένοιωθα μεγάλη αμηχανία δίσταζα ακόμα και να του φιλήσω το χέρι και δεν ήξερα πως να αρχίσω να μιλώ και να τον εξηγήσω γιατί είχα έρθει εκεί έξω από το καλύβι του. Τελικά βρήκα τα λόγια μου και του εξήγησα πως είχα έρθει για να τον ζητήσω να βοηθήσει κάποιο πολύ άρρωστο συγγενικό μου πρόσωπο, καθώς οι γιατροί δεν της έδιναν πολύ ζωή. Με κοιτούσε σα να ήξερε από πριν ότι έλεγα και αφού με άκουσε προσεκτικά μου είπε χαμογελώντας με απλά λόγια : «Μην στεναχωριέσαι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα». Στην αρχή απόρεσα λίγο αλλά κατά βάθος χάρηκα από την απάντηση του. Και πράγματι το πρόσωπο αυτό έζησε άλλα δεκατέσσερα χρόνια ενώ το τέλος της συνοδεύτηκε από άλλο ένα θαύμα που είχε σχέση με τον Άγιο.
Ο Άγιος όμως δεν σταμάτησα εδώ. Με πλησίασε πιο κοντά και μου είπε μερικά λόγια που έμμειναν στην μνήμη μου αν και πολύ αργότερα κατάλαβα το πόσο μεγάλη σημασία είχαν. Είπε ο Άγιος : «Στη ζωή πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι ο Θειος Έρωτας». Τον κοίταξα με απορία και εκείνος συνέχισε, «Ο έρωτας που έχουμε για τα γήινα και τα φθαρτά πρέπει να μετουσιώνεται κάποτε στον Θειο Έρωτα, στον Έρωτα για τον Θεό και για τα αθάνατα. Ακόμα και ο έρωτας και το πάθος που υπάρχει σαρκικά σε ένα ζευγάρι μπορεί να μετουσιωθεί σε ανώτερο Έρωτα και να μετατραπεί σε Θειο Έρωτα που είναι αιώνιος». Ο Άγιος μετά απομακρύνθηκε από κοντά μου και άρχισε να μιλάει με τον Λαρισαίο ενώ εγώ περίμενα να τελειώσουν για να ανέβουμε αυτή την φορά την ανηφόρα προς την μονή Κουτλουμουσίου.
Πολλές φορές από τότε μου ξαναήρθαν αυτά τα λόγια του Άγιου Παππούλη και ήταν πάντα για μένα «τροφή» για συλλογισμό και για συνειδητοποίηση του σκοπού της ζωής μας. Όταν μετά από χρόνια πήγα για πρώτη φορά στο μνήμα του Άγιου Παππούλη, (1995), στην Σουρωτή, θυμήθηκα τα λόγια του και έσκυψα να φιλήσω την μαρμαρένια επιγραφή. Κάθε χρόνο στεκόμουν επί ώρες στην επέτειο της κοιμήσεως του επάνω από το μνήμα του Αγίου. Σίγουρα κάποιοι άλλοι που τον έζησαν πολύ περισσότερο θα έχουν να πουν πολλά περισσότερα για τον Άγιο.
Ας είναι ευλογημένη η μνήμη του εις τους αιώνες των αιώνων!
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
nikosxeiladakis
1 σχόλιο:
Ο,τι ειπες αληθεια ειναι!
Ωραιο κειμενο!π
Δημοσίευση σχολίου