O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
258. « Ενυπάρχουν ιδιαιτέρως » λέει « χαρά και ευφροσύνη στον Θεό ». Κι ακόμα˙ «ευφραίνεται ιδιαιτέρως στον εαυτό του ( εν εαυτώ ) ο Θεός, χαίρεται δε και στον εαυτό του και στους άλλους ». Κι αν ισχύουν αυτά, είναι φανερό ότι διαφέρει κατά κάποιον λόγο η ευφροσύνη απ’ τη χαρά. Αλλά λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα λόγια του, ο ίδιος, ότι « λέει ο φιλόσοφος στο Η΄ των Ηθικών, πως χαίρεται πάντα με μιάν και απλή ευφροσύνη ο Θεός » ( Αριστοτέλους…). Κι αυτό είναι κάποιου που ταυτίζει τη χαρά με την ευφροσύνη˙ και δεν συμφωνούν αυτά που λέει πιο πάνω μ’ αυτά που λέει παρακάτω.
259. Γιατί το να χαίρεται με μιάν και απλή ευφροσύνη ο Θεός και το να ευφραίνεται μεν μόνο στον εαυτό του, να χαίρεται δε και στον εαυτό του και στους άλλους, δεν είναι σύμφωνες, αλλ’ ασύμφωνες προτάσεις, γι’ αυτό και ολοφάνερα ψέμμα. Κι είναι κι αυτό επομένως ψέμμα, ότι «είναι από μιά και την ίδια δύναμη κάθε θεία ενέργεια »˙ γιατί ενώ το να ευφραίνεται και το να χαίρεται είναι ενέργειες, όπως έχει προαναφερθή, του Θεού – και λέει κι ο Θωμάς· κατ’ εξοχήν ευφραίνεται και χαίρεται στον εαυτό του με τη θέλησή του ο Θεός – ενώ είναι λοιπόν ενέργειες του Θεού, δεν είναι από μια και την ίδια δύναμη. Γιατί λέει κι ο ίδιος, ότι ευφραίνεται ιδιαιτέρως στον εαυτό του ο Θεός, χαίρεται δε στον εαυτό του και στους άλλους. Είναι ψέμμα άρα το να λες πως « είναι κάθε θεία ενέργεια από μιά και την ίδια δύναμη ».
260. Κι ακόμα· « υπάρχει » λέει « αγάπη στον Θεό σύμφωνα με την ενέργεια της θέλησής του ». Είναι φανερό λοιπόν, πως η αγάπη στον Θεό, που είναι δύναμη στον Θεό καθ’ αυτή – αγαπά ενεργώντας ο Θεός […] , η δύναμη που οδηγεί στην ενέργεια κι η αγάπη που οδηγείται προς τα αγαπητά – , είναι ενέργεια, όπως λέει κι ο Θωμάς· « το νοείν είναι ενέργεια του νοούντος, που υπάρχει σ’ αυτόν ». Και το δημιουργείν είναι πρώτη ενέργεια, γιατί δεν προϋποθέτει η ίδια καμμιάν άλλη, αλλά την προϋποθέτουν αυτήν όλες, καθόσον πολλές· όπως διακηρύσσει ( αποφαίνεται ) κι ο Μέγας Βασίλειος, ότι είναι άπειρες μεν για το μέγεθος, ανεξερεύνητες δε για το πλήθος οι θείες ενέργειες ( Περί Αγίου Πνεύματος ).
261. Όπως είναι λοιπόν το νοείν και το δημιουργείν ενέργειες του Θεού, έτσι είναι βέβαια και το αγαπάν ενέργεια. Άν αγαπά ( φιλεί ) λοιπόν ο Θεός, σύμφωνα και με τον Θωμά, κατ’ εξοχήν τις νοερές ουσίες, είναι δε το να αγαπά ( φιλείν ) ενέργεια, πώς λέει πάλι, αντιτιθέμενος στα δικά του και ψευδόμενος, ότι « είναι από μιά και την ίδια δύναμη κάθε θεία ενέργεια »; κι όχι μόνο δεν είναι από μιά και την ίδια δύναμη, αφού επιδέχονται το περισσότερο και λιγότερο ( το μάλλον και ήττον ), αλλά όντας πολλές και άπειρες, όπως έχει ειπωθή, δεν είναι η θεία ουσία, που είναι μιά και απλή και ασύνθετη. « Ο Θεός θέλει » λέει « με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα, επειδή η ενέργειά του είναι η ουσία του». Και αποδείχθηκε ήδη πως είναι και τα δυό αυτά αιρετικά.
262. Γιατί αν και είναι μιά η ενέργεια του να θέλη στον Θεό, όμως δεν θα ονομασθή, λογω που επιδέχεται το περισσότερο και λιγότερο, απλώς μιά. Γιατί αν δεν αγαπά ( φιλή ) με μιαν αγάπη ( φιλία ) τα πάντα ο Θεός, αλλ’ αγαπά ( φιλεί ) περισσότερο απ’ όλα τις νοερές δυνάμεις, σύμφωνα με τον Θωμά, πώς θα αγαπήση ( φιλήση ) με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ; το δε « η ενέργεια του Θεού είναι η ουσία του » αποδείχθηκε ήδη, πως είναι της ελληνικής κακοδοξίας και του Θωμά. « Είναι αναγκαίο να είναι θέλων ο Θεός » λέει. Κι ακόμα· « αρμόζει κατ’ εξοχήν σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) κινεί, δηλαδή στον Θεό, να έχη θέληση ». Κι ακόμα· « αρμόζει κατ’ εξοχήν σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) ποιεί να ποιή με τη θέληση ».
263. Ακόμα· « υπάρχει άρα θέληση στον Θεό, και τη θέληση αυτή του Θεού τη μαρτυρά και η θεία Γραφή · γιατί λέγεται στους Ψαλμούς ‘ πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησε ’ ( Ψαλμ. ρλδ΄6 ). Και στην προς Ρωμαίους· ‘ τω θελήματι αυτού τίς ανθέστηκε; ’ » ( Ρωμ. θ΄19 ). Και λέει με σαλεμμένη πάλι τη διάνοια· « είναι νοών ο Θεός σύμφωνα με την ιδιαίτερή του ουσία, ώστε και θέλων. Είναι άρα η θέληση του Θεού η ίδια η ουσία του ». Αλλά λέει φράζοντας το απύλωτό του στόμα η Εκκλησία του Θεού· « είναι άλλο ο θέλων και άλλο η θέληση » ( Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 29, Περί Υιού ). Αν είναι λοιπόν ο θέλων Θεός και η θέλησή του η ίδια η ουσία του, θα συναποτελεσθή ολοφάνερα από δυό διαφορετικά η ουσία του, του απλού και ασύνθετου και αμέριστου, πράγμα που ξεπερνά κάθε ασέβεια.
264. Η νοητική ενέργεια του Θεού είναι, λέει, η ουσία του. Και πάλι· νοεί ο Θεός σύμφωνα με την ιδιαίτερή του ουσία. Δεν κατανοεί πάλι, ότι, όπως είναι ακριβώς άλλο αυτός που θέλει και διαφορετικό η θέληση, γιατί το μεν είναι αυτός που κινεί, το δε όπως η κίνηση, όπως λένε οι θεόσοφοι, έτσι είναι διαφορετικό αυτός που νοεί και άλλο η νόηση· και καταντά αναγκαστικά στα προηγούμενα ασεβήματα. Και πάλι· « δεν θέλει με διαφορετική και διαφορετική ενέργεια της θελήσεως, αλλά με μιά και την ίδια και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός ». Κι ακόμα· « απομένει λοιπόν να θέλη μαζί και με την ίδια ενέργεια τής θελήσεως και τον εαυτό του και τα άλλα ο Θεός. ». Κι ακόμα· « δεν υπάρχει παρά ένα είναι στον Θεό· δεν θα υπάρχη άρα εκεί παρά ένα θέλειν ».
265. Προστρέχει πάλι στην ελληνική πλάνη. Γιατί το είναι του Θεού είναι η ουσία του, η οποία, όντας μιά, έχει πολλές οπωσδήποτε θελήσεις. Γιατί όλα, λέει, όσα ηθέλησε εποίησε. Κι αν όλα, είναι φανερό, ότι ( είναι ) πολλά· καθώς είναι δε πολλά και διαφορετικά τα θελητά, είναι αναγκαστικά πολλές και διαφορετικές και οι θελήσεις. Πώς είναι λοιπόν αυτές, οι πολλές και διαφορετικές, ουσία απλή και μονοειδής και ασύνθετη ; ολοφάνερη ανοησία και βλασφημία και σμήνος κακοδοξιών. Παραδίδει η Γραφή τον Θεό να έχη ποιήσει τα πάντα σύμφωνα με την τάξη της δικής του σοφίας, κατά το πάντα εν σοφία εποίησας στους Ψαλμούς και το εξέχεε ο Θεός την σοφίαν αυτού επί πάντα τα έργα αυτού στον Εκκλησιαστή ( Σοφία Σειράχ α΄9 ).
266. Κι αν εκχέεται η σοφία του Θεού, δεν λέγεται όμως πως εκχέεται η ουσία του. Είναι διαφορετικό άρα η θεία ουσία, απ’ τη σοφία σ’ αυτήν, όπως λέει κι ο Χρυσορρήμων· « η σοφία εκ της ουσίας, κι όχι η ουσία εκ της σοφίας » ( Περί ακαταλήπτου ). Ετσι θα πής βέβαια στη συνέχεια πως είναι διαφορετικά οπωσδήποτε όλα συλλήβδην όσα εκ φύσεως υπάρχουν ( πεφυκότα ) στον Θεό απ’ τη θεία ουσία · γιατί η θέληση έρχεται απ’ αυτόν που θέλει, κι όχι αυτός που θέλει απ’ τη θέληση· κι η αγαθότητα απ’ τον αγαθό, κι όχι βέβαια ο αγαθός απ’ την αγαθότητα· κι αυτόν τον τρόπο έχουν κι όλα τα άλλα τα άπειρα στη θεία ουσία. Και γι’ αυτό είναι διαφορετικά απ’ τη θεία ουσία, όπως έχουμε πή.
267. Είναι δε αιτία μεγάλης πλάνης και κακοδοξίας το να νομίζης πως είναι θεία ουσία όλα όσα υπάρχουν στη θεία ουσία, και χαρακτηριστικό των Ελλήνων και του Αριστοτέλη και του Θωμά. Το οποίο καθιστά κοντά στα άλλα κακά ή την κτίση αμέθεκτη στον Θεό ή να μετέχη και να κοινωνή με τη θεία ουσία· αλλά δεν θέλει ούτε βέβαια κι ο Θωμάς να είναι αμέθεκτη η κτίση και μάλιστα η λογική στον Θεό· του απομένει λοιπόν να νομίζη πως είναι μεθεκτή η θεία ουσία, το οποίο ξεπερνά ακριβώς κάθε κακοδοξία και αίρεση. « Ο άνθρωπος » λέει « αποκλίνει προς το να θέλη με την κρίση του λόγου, κι όχι με την ορμή της φύσης, όπως ακριβώς τα άλογα. Υπάρχει άρα το αυτεξούσιο στον Θεό ». Συνήγαγε το αυτεξούσιο στον Θεό από ανοίκειες ( ανάρμοστες ) προτάσεις· γιατί το να συλλογίζεσαι από τα κάτω και αντιληπτά με τις αισθήσεις το υπερουράνιο και που ξεπερνά κάθε νόηση απειράκις απείρως, προξενεί μεγάλη αμάθεια, σύμφωνα με τους θεοφόρους, των θείων και άγνοια και πολλές αιρέσεις.
268. Καθ’ ον χρόνον παριστάνει ολοφάνερα, απ’ όσα λέει κι ο ίδιος, να είναι διαφορετικό η θεία φύση απ’ τη θέλησή της, αν δεν αποκλίνη βέβαια με την ορμή της φύσης, αλλά με την κρίση του λόγου προς το να θέλη ο Θεός. Και λέει ακόμα· « ανήκει μεν η θέληση, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, στο Γ΄ των Ηθικών, στο τέλος, η δε αίρεση στα προς το τέλος· επειδή θέλει λοιπόν, όπως ακριβώς ένα τέλος, τον εαυτό του ο Θεός, τα δε άλλα ως προς το τέλος, συνεπάγεται να έχη στην μεν παράθεση προς τον εαυτό του θέληση μόνο, στη δε προς τα άλλα αίρεση ». Πού είναι τώρα, αυτό ακριβώς που έλεγε προηγουμένως, ότι θέλει με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ο Θεός ;
269. Γιατί αν είναι η θέληση μεν του τέλους, η δε αίρεση των προς το τέλος και θέλει, όπως ακριβώς ένα τέλος, τον εαυτό του ο Θεός, θέλει δε τα άλλα ως προς το τέλος, και συνεπάγεται να έχη στη μέν παράθεση προς τον εαυτό του θέληση μόνο, στη δε προς τα άλλα αίρεση, είναι φανερό, ότι είναι διαφορετικό η θεία θέληση απ’ τη θεία αίρεση. Δεν θέλει άρα με μιάν ενέργεια και τη δική του αγαθότητα και τα άλλα ο Θεός, αλλά με διαφορετικές . Κι αν είναι άλλο η θέληση και διαφορετικό η αίρεση, και είναι φυσικά ( πεφύκασιν ) στη θεία ουσία, είναι άλλο απ’ αυτά η θεία ουσία, που είναι απλή και ασύνθετη. Κι ακόμα· « υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό, και γι’ αυτό λέγεται στη Σοφία· ‘ η πάντων τεχνίτις εδίδαξέ με σοφία ’ » ( Σοφία Σολ. Ζ΄21 ).
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Οπως βλέπουμε οι ψευδοθεολογίες τού Ζηζιούλα καί τού Γιανναρά πνίγονται στήν αφροσύνη τού Ακινάτη.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου