Του Σωτήρη Δημόπουλου από τη Ρήξη φ. 104
Οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία
επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις ότι η Ρωσία δεν θα αρκείτο στην επανάκτηση
της Κριμαίας. Η εξέγερση στις ανατολικές περιφέρειες και η επικείμενη
διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την ομοσπονδιοποίηση του ουκρανικού κράτους
δημιουργούν νέα δεδομένα.
Το Κίεβο γνωρίζει ότι έχει περιορισμένες
δυνατότητες αντίδρασης. Μια ευρεία επιχείρηση βίαιης καταστολής, αν
υποτεθεί ότι μπορεί να τη πραγματοποιήσει με ειδικές δυνάμεις που θα
μεταφερθούν από τα δυτικά της χώρας, ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει
αλυσιδωτές αντιδράσεις όχι μόνον στις νότιες αλλά ακόμη και στις
κεντρικές περιοχές της χώρας. Κι αυτό θα ήταν ένα δώρο στον Πούτιν, που
έχει το ρωσικό στρατό με αναμμένες μηχανές στα ρωσοουκρανικά σύνορα.
Αλλά και η αδράνεια, από την άλλη, αποδυναμώνει το κύρος των Ουκρανών
εθνικιστών και ενδυναμώνει την αμφισβήτηση και τις φυγόκεντρες δυνάμεις.
Επιβεβαιώνεται, επίσης, η εκτίμηση ότι η ουκρανική κρίση σήμανε την απαρχή μιας νέας ψυχροπολεμικής περιόδου. Οι ΗΠΑ με την άμεση παρέμβασή τους στην εξέγερση της Μαϊντάν, στόχευσαν, μεταξύ άλλων, στη ρήξη της ρωσο-γερμανικής οικονομικής συνεργασίας, που θα μπορούσε να καταλήξει σε στρατηγική συμμαχία. Κι αυτό εν μέρει το πέτυχαν. Η εξωτερική πολιτική του Βερολίνου, εν μέσω εσωτερικών διαφωνιών, προσγειώνεται ανώμαλα, καθώς υποκύπτει στην αμερικανική βούληση, ενώ η γερμανική οικονομική ελίτ τρέμει αναμένοντας τα αντίμετρα της Μόσχας.
Επιπλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνονται δύο ομάδες κρατών: οι πρόθυμοι ακόλουθοι της σκληρής αντιρωσικής πολιτικής των ΗΠΑ και οι απρόθυμοι. Στους απρόθυμους, εκτός της Γερμανίας, συγκαταλέγονται οι χώρες του νότου, πλην της Γαλλίας(!), όπως επίσης η Ουγγαρία, η Βουλγαρία. Ανάμεσα στους πρόθυμους ξεχωρίζουν εκτός της Βρετανίας, η Πολωνία και η Ρουμανία. Η κάθε μια για τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και τις δικές της στοχεύσεις.
Για την Ελλάδα το νέο διεθνές τοπίο και η νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση της:
α. Τα ρωσικά αντίμετρα μπορεί να θίξουν τις εξαγωγές των προϊόντων της στη ρωσική αγορά ενώ οι αναμενόμενες ρωσικές επενδύσεις στην Ελλάδα, λόγω έξωθεν απαγόρευσης, θα μείνουν για μια ακόμη φορά στα χαρτιά.
β. Περιορίζονται δραματικά οι δυνατότητες μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που μπορεί να εξισορροπήσουν τις ποικίλες πιέσεις στο πεδίο των εθνικών θεμάτων αλλά και της οικονομίας. Η χώρα καθίσταται περισσότερο ευάλωτη, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση που παρατείνεται αλλά και την πολιτική αβεβαιότητα που την απειλεί.
γ. Ο στόχος του εξοβελισμού των Ρώσων από την Κύπρο θα επιταχύνει τη συμφωνία που προωθείται στο νησί υπό την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ.
δ. Η Άγκυρα αναβαθμίζεται περαιτέρω γεωστρατηγικά. Η γειτνίασή της Τουρκίας με τη Ρωσία, ο έλεγχος των Στενών και του νότιου τμήματος της Μαύρης Θάλασσας αλλά και η επιρροή της στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ρωσίας και της Κριμαίας την καθιστούν απαραίτητη για την αμερικανική πολιτική. Βέβαια, το οικονομικό αλλά και το πολιτικό συμφέρον επιτάσσει στον Ερντογάν να μείνει ουδέτερος σε αυτή τη διαμάχη. Και μέχρι σήμερα το έχει κατορθώσει. Αλλά για πόσο ακόμη;
Επιβεβαιώνεται, επίσης, η εκτίμηση ότι η ουκρανική κρίση σήμανε την απαρχή μιας νέας ψυχροπολεμικής περιόδου. Οι ΗΠΑ με την άμεση παρέμβασή τους στην εξέγερση της Μαϊντάν, στόχευσαν, μεταξύ άλλων, στη ρήξη της ρωσο-γερμανικής οικονομικής συνεργασίας, που θα μπορούσε να καταλήξει σε στρατηγική συμμαχία. Κι αυτό εν μέρει το πέτυχαν. Η εξωτερική πολιτική του Βερολίνου, εν μέσω εσωτερικών διαφωνιών, προσγειώνεται ανώμαλα, καθώς υποκύπτει στην αμερικανική βούληση, ενώ η γερμανική οικονομική ελίτ τρέμει αναμένοντας τα αντίμετρα της Μόσχας.
Επιπλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώνονται δύο ομάδες κρατών: οι πρόθυμοι ακόλουθοι της σκληρής αντιρωσικής πολιτικής των ΗΠΑ και οι απρόθυμοι. Στους απρόθυμους, εκτός της Γερμανίας, συγκαταλέγονται οι χώρες του νότου, πλην της Γαλλίας(!), όπως επίσης η Ουγγαρία, η Βουλγαρία. Ανάμεσα στους πρόθυμους ξεχωρίζουν εκτός της Βρετανίας, η Πολωνία και η Ρουμανία. Η κάθε μια για τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και τις δικές της στοχεύσεις.
Για την Ελλάδα το νέο διεθνές τοπίο και η νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση της:
α. Τα ρωσικά αντίμετρα μπορεί να θίξουν τις εξαγωγές των προϊόντων της στη ρωσική αγορά ενώ οι αναμενόμενες ρωσικές επενδύσεις στην Ελλάδα, λόγω έξωθεν απαγόρευσης, θα μείνουν για μια ακόμη φορά στα χαρτιά.
β. Περιορίζονται δραματικά οι δυνατότητες μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που μπορεί να εξισορροπήσουν τις ποικίλες πιέσεις στο πεδίο των εθνικών θεμάτων αλλά και της οικονομίας. Η χώρα καθίσταται περισσότερο ευάλωτη, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση που παρατείνεται αλλά και την πολιτική αβεβαιότητα που την απειλεί.
γ. Ο στόχος του εξοβελισμού των Ρώσων από την Κύπρο θα επιταχύνει τη συμφωνία που προωθείται στο νησί υπό την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ.
δ. Η Άγκυρα αναβαθμίζεται περαιτέρω γεωστρατηγικά. Η γειτνίασή της Τουρκίας με τη Ρωσία, ο έλεγχος των Στενών και του νότιου τμήματος της Μαύρης Θάλασσας αλλά και η επιρροή της στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ρωσίας και της Κριμαίας την καθιστούν απαραίτητη για την αμερικανική πολιτική. Βέβαια, το οικονομικό αλλά και το πολιτικό συμφέρον επιτάσσει στον Ερντογάν να μείνει ουδέτερος σε αυτή τη διαμάχη. Και μέχρι σήμερα το έχει κατορθώσει. Αλλά για πόσο ακόμη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου