Συνέχεια από:Τετάρτη, 11 Φεβρουαρίου 2015
Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ(4)--ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
του HENRI DE LYBAC
Hegel 2
Τι είναι ο Χέγκελ λοιπόν; Κινείται απλώς από την εσωτερική
λογική του Χριστιανικού Λουθηρανισμού; Ακολουθεί απλώς, με ένα πιο περιεκτικό
διαλεκτικό δίκτυο, την εκκοσμίκευση που χάραξε ο Λέσσινγκ; Είναι ο συνειδητός
αντίπαλος της χριστιανικής πίστεως και ο αντιφατικός αρνητής της, την οποία
άρνηση στην συνέχεια θα αποκαλύψουν ο Φόιερμπαχ, ο Μαρξ και ο Ένγκελς,
φανερώνοντας την κρυμμένη του πρόθεση;
Δεν ψάχνει αντιθέτως μια γνώση της πίστεως, αν όχι με τον
τρόπο των σχολαστικών, τουλάχιστον με εκείνο του Αυγουστίνου;
Είναι μια προδοσία της σκέψης του μάλλον, να εμμείνουμε στην
μία ή στην άλλη εκδοχή και να τον υποπτευόμαστε για ασυνέπεια από την στιγμή
που ο ίδιος έθεσε σαν σκοπό του την επανένωση όλων των αντιθέτων και την
συμπερίληψή τους στα βάθη του πνεύματος. Εάν βλέπει στην φιλοσοφία τήν
ολοκλήρωση τής θρησκείας, είναι γεγονός επίσης πως εκτιμά αυτή την ολοκλήρωση, η
οποία τίθεται ήδη από την ίδια την χριστιανική θρησκεία, όσο και από την κίνηση
τής νοησιαρχικής σκέψης.
Και πάλι είναι αδύνατον να δεχθούμε επίσης πώς αρνήθηκε
εντελώς να διαχωρίσει τις ιστορικές αναπαραστάσεις της πίστεως και την λογική
τους κατανόηση! Είναι αδύνατον να κρύψουμε το γεγονός πως ο Χέγκελ κηρύττει το
ξεπέρασμα του Χριστού στο πνεύμα, το άνοιγμα δηλαδή στο μέλλον και τον θάνατο
του Πατρός.
Ο Φόϊερμπαχ παρόλες τις υπερβολές του δεν είχε δει άραγε
σωστά, πως ορίζοντας τήν φιλοσοφία του σαν μια μεγαλειώδη προσπάθεια ταυτίσεως
τής αρνήσεως τού χριστιανισμού με τον ίδιο τον χριστιανισμό!, προσπαθούσε να
ξεπεράσει με τον στοχασμό τον χριστιανισμό; Δηλαδή να βάλει κατά μέρος την
πίστη του στον Χριστό από την στιγμή που θα είχε παίξει τον ιστορικό του ρόλο,
στο όνομα ενός πνεύματος το οποίο δεν θα ήταν πλέον το πνεύμα του Ιησού, ούτε
το πνεύμα του πατρός, αλλά το πνεύμα του κόσμου; Μεταφράζοντας τήν χριστιανική
θρησκεία σε φιλοσοφία ο Χέγκελ, δεν έτεινε τυπικώς να εκκοσμικεύσει την
χριστιανική ελπίδα; Κηρύσσοντας σε όλη του την φιλοσοφία πως η φιλοσοφία
περιλαμβάνει την θρησκεία αλλά αυτή δεν περιλαμβάνει εκείνη, και πως η έμπνευση
της Τριάδος είναι το όνειρο που η αυτοσυνειδησία κάνει για τον εαυτό της, αυτός
ο ίδιος δεν καταστρέφει κάθε δυνατότητα αποκαταστάσεως της πίστης του;
Ο φιλόσοφος ενδιαφέρεται περισσότερο για τον χριστιανισμό
παρά για τον Χριστό.
Σήμερα οι περισσότεροι ερμηνευτές έχουν παρασυρθεί από την
ερμηνεία και την πολεμική των επιγόνων του Χέγκελ. Μόνον που όπως απεδείχθη
είναι αντιχεγκελιανοί, δεν είναι μαθητές. Κάθε προσπάθεια λοιπόν να εκλαϊκεύσουμε
τον Χέγκελ, για να αποθεολογικοποιήσουμε την σκέψη του, γλιστρώντας για
παράδειγμα από τον αυτοκαθορισμό της θείας και αιωνίου ιδέας, σε κάποια
απρόσωπη αυτοτοποθέτηση τού νοήματος, συγκρούεται με τα κείμενα.
Για τον Χέγκελ η οντολογική πραγματικότης, εννοιολογική
καθεαυτή, της απολύτου θείας ιδέας, είναι απολύτως ενική στον Χριστό, στο άτομο
Ιησούς, με παρουσία εφήμερη και ενική στην Ιστορία. Μάλιστα δε σ' αυτό το
πρόσωπο, στην ενικότητα και μοναδικότητα αυτή, ενεργεί ο αβυσσαλέος και
υπέρτατος σύνδεσμος του Απολύτου και της Ιστορίας. Έτσι η αποκάλυψη της Τριάδος
δεν βρίσκει τις πιο αποφασιστικές της αναφορές στο γεγονός του Ευαγγελίου, στο
οποίο θα αντικατοπτριζόταν συμβολικά η νοητή πατρότης του θεού, αλλά στην
έλευση του πνεύματος στο οποίο αναγνωρίζεται στοχαστικώς η αναγωγική ολοκλήρωση
του χριστιανικού γίγνεσθαι.
Απολύτως περιεχόμενος λοιπόν ο Ιησούς, στο Χεγκελιανό
σύστημα, θα μεταστραφεί στον Χεγκελιανισμό!
Ο πατήρ Gaston Fessard,
θα συνοψίσει την απέραντη γνώση του Εγελιανού συστήματος ως εξής: Ότι η
ουσιώδης επιθυμία της ανθρώπινης συνειδήσεως είναι να αντιληφθεί την αιώνια
Ιστορία του θεού και του ανθρώπου, την κίνηση του θεού που γίνεται άνθρωπος και
του ανθρώπου που γίνεται θεός και αντιλαμβανόμενος την ιστορία αυτή να κερδίζει
τη συνείδηση του εαυτού του στην Ιστορία. Και ο Χέγκελ λοιπόν δεν έκανε και τόσο
μεγάλο λάθος,σ' αυτό το σημείο, να το απαιτήσει. Ούτε και η δήλωσή του ότι το άτομο πρέπει να
ξαναδιαβεί στον εαυτό του τους σταθμούς αυτής της προόδου για να γίνει μέλος
του καθολικού πνεύματος που φανερώνεται, είναι τόσο μεγάλο λάθος, διότι αυτό
επιτρέπει την λατρεία. Παρότι όμως αυτές οι δηλώσεις είναι δικαιολογημένες,
στην πραγματικότητα γέννησαν μόνον ένα αλαζονικό σύστημα, ολότελα παράλογο. Και
πράγματι, εγκαταλείποντας, ορμώμενος από την καθολική πραγματικότητα, δηλαδή
την καθολική εκκλησία, την χριστιανική κοινότητα και την ευχαριστιακή λατρεία,
ο Χέγκελ κατόρθωσε τελικώς να μειώσει την θρησκεία που ήθελε να συμπεριλάβει
και έκανε τελικώς την φιλοσοφία την μόνη αληθινή λατρεία, μια αιώνια και συνεχή
λατρεία. Και έτσι έφτασε να αντικαταστήσει τον Χριστό με τον εαυτό του και να
προτείνει το σύστημά του σαν την τελευταία αποκάλυψη της θείας αλήθειας.
Απαίτησε τελικώς να αποκαλύψει πως η ζωή του πνεύματος θα μπορούσε να
παραμείνει αλυσοδεμένη σ' αυτόν τον λόγο που είναι απλώς ανθρώπινος, και μαζί
με αυτή την ζωή του πνεύματος θα μπορούσε να ενωθεί και η ζωή και η αλήθεια της
Ιστορίας και της απλής ανθρώπινης φύσεως.
Παράλληλα λοιπόν ο Χέγκελ είναι αναγκασμένος να σχεδιάσει
την διαγραφή τής Εκκλησίας του Χριστού στην Ιστορική και ορατή δομή, διότι η
ολοκληρωμένη παρουσία του πνεύματος βρίσκεται αλλού. Μια συνείδηση πιστή στον
Χριστό και κοινοτική δοξολογία σε μια ορατή Εκκλησία αλληλοαναιρούνται λόγω του
δυναμισμού τους, στο μέτρο που οι εποχές ωριμάζουν και ο στοχασμός βαθαίνει. Αναιρούνται
εξαιτίας των απαιτήσεων του στοχαστικού πνεύματος, δηλαδή εξαιτίας της απολύτου
ενεργείας του πνεύματος.
Δεν είναι δυνατόν πλέον να μιλήσουμε για μια τυπική πίστη η
οποία θα προσπαθούσε να πλησιάσει κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, διότι να
επιθυμούμε να εισάγουμε μια νέα αρχή στην ουσιώδη ζωή του ανθρώπου θα ήταν
παράλογο, λόγω της πληρότητός της!
Η λατρεία δεν μπορεί να είναι άλλο από την αιώνια πρόοδο του
υποκειμένου προκειμένου να ταυτιστεί με την ουσία του. Μια πρόοδος η οποία
τελειούται στην απόλυτη γνώση.
Αυτή η απόλυτη γνώση είναι το υποκατάστατο του Χέγγελ, του
καθαρού διαλογισμού, της καθαρής θεωρίας, πέραν των Μυστηρίων, που αναγγέλθηκε
από τον Ιωακείμ ντα Φιόρε!
Και εδώ έχουμε την ίδια μείωση στην κοινωνία. Δεν υπάρχει πλέον
διάκριση ανάμεσα στο χρονικό και στο πνευματικό. Η Εκκλησία αφομοιώνεται από το
κράτος. Και πραγματικά εάν πρέπει να πούμε πως το κράτος θεμελιώνεται στην
θρησκεία, πως βρίσκει τις ρίζες του, αυτό σημαίνει στην ουσία πως εξήλθε, πως
εξέρχεται τώρα και πάντοτε, πως οι αρχές του κράτους αναγνωρίζονται και αυτές
σαν προσδιορισμοί της θείας φύσεως.
Ο διάσημος Jean Hyppolite εδώ ακριβώς είδε ένα από τα πιο εκπληκτικά πράγματα στην
ιστορία της σκέψης. Ίσως νά μείωνε λίγο τον ενθουσιασμό του εάν γνώριζε από κοντά
όχι μόνον την ιστορία της λουθηρανικής παραδόσεως, αλλά πολύ περισσότερο εκείνη
της προσπάθειας διαχωρισμού του Χριστού από το πνεύμα, ανάμεσα στην Εκκλησία
του Χριστού και την κοινωνία του πνεύματος, που κατάγεται από τον Ιωακείμ ντα
Φιόρε.
Μετά από δύο αιώνες που πέρασαν τόσο γρήγορα, η φιλοσοφία
του Χέγκελ συνεχίζει να ασκεί την γοητεία της. Οπωσδήποτε ο Χέγκελ προσπάθησε
να πει μόνον ένα πράγμα. Να είναι συνεπής και μονοσήμαντος. Αλλά αυτό που είπε
είναι πολύ σύνθετο. Χωρίς αμφιβολία στηρίζεται πολύ στο ιστορικό γεγονός. Αλλά
η γνώση του θεού, τονίζεται τόσο πολύ, που η ενυπάρχουσα Τριάδα φαίνεται κάποιες
στιγμές να χάνεται πίσω από την βιωμένη γνώση. Η θεωρία της Τριάδος και ο Ίδιος
ο Χριστός πίσω από την Χριστολογία.
[Εάν δεν βλέπουμε καθαρά ήδη τα παραληρήματα των
Οικουμενιστών από που κατάγονται, δεν έχουμε άλλη ελπίδα. Εάν δεν
καταλαβαίνουμε ακόμη η γλωσσολαλία του Γιαγκάζογλου, περί χριστολογίας και
πνευματολογίας και εκκλησιολογίας, τί σκοπό έχει, ας εγκαταλείψουμε την
προσπάθεια.]
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου