Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Ἠ. Λιαμῆς: Παιδεία: πληγὲς καὶ ὁράματα

Ἠλίας Λιαμῆς
Ἀπὸ ὅλα τὰ κακῶς κείμενα στὸν τόπο μας, τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο καὶ ἡ παιδεία ποὺ παρέχεται μέσα σ ́ αὐτὸ φαίνεται νὰ πληγώνει περισσότερο. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ὅλο τὸ πλέγμα τῆς κακοδαι­ μονίας, ποὺ χρόνια τώρα βαραίνει τὴν καθημερινότητά μας ἔρχεται σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴ φρεσκάδα τῶν νέων ψυχῶν ποὺ ξεκινᾶνε τὴ ζωή τους καὶ τὰ νεανικά τους ὄνειρα.
Δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς, τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια ἢ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ἄχρωμο καὶ οὐδέτερο. Καὶ τὰ δυό, παρὰ τὶς ὅποιες προθέσεις, χρωματίζονται ἀπὸ τὶς προσωπικὲς πεποιθήσεις, τὰ συναισθήματα, τὶς ἐμμονές, τὰ τραύματα καὶ τοὺς στόχους ἐκείνου ποὺ μιλάει καὶ ἐνεργεῖ. Μόνον ἀφελεῖς μποροῦν νὰ πιστέψουν πὼς μπορεῖ νὰ ἀρθρωθεῖ λόγος ἄχρωμος καὶ οὐδέτερος, στηριγμένος σὲ ἀπρόσωπες ἀρχές, ἀλλὰ καὶ πὼς μπο­ ροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν ἔργα, ἐρήμην ἐπιδιώξεων καὶ στοχεύσεων.
Ἔτσι καὶ κάθε ἐκπαιδευτικὸ σύστημα δὲν φτιάχτηκε ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ μεταδώσει γνώσεις. Τὸ μέγα ἐρώτημα, ἂν καὶ ὄχι πάντα ἐμφανές, εἶναι τὸ τί εἴδους ἄνθρωπο θέλουμε νὰ διαμορφώσουμε. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος αὐτοῦ ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ ἀποφα­ σίζουν γιὰ τὴν τύχη του εἶναι μοιραῖο νὰ ἐμπλέξει ὅλες τὶς προσωπικὲς παραμέτρους ποὺ προαναφέραμε. Ἀλλὰ ὄχι μόνον αὐτές. Τὸ σχολεῖο ἀποτελεῖ προϊὸν ἑνὸς εὐρύ­ τερου κοινωνικοῦ συστήματος ἀλλὰ καὶ ἐργαλεῖο ἀνα­ παραγωγῆς του. Οἱ κρατοῦσες ἀντιλήψεις, οἱ κοινωνικὲς καὶ οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες, ἀκόμη καὶ ἡ ἐπικρατοῦσα κοσμοθεωρία καὶ ἠθικὴ θὰ χρωματίσουν τόσο τὸ περιε­ χόμενο ὅσο καὶ τὸν τρόπο παρουσίασης καὶ προσφορᾶς τοῦ διδακτικοῦ ὑλικοῦ.
Ἡ ταύτιση αὐτὴ καθιστᾶ μύρια ὅσα πράγματα αὐτο­ νόητα καὶ ἀποδεκτὰ ἀσυζητητί. Μαθητὲς ἔρχονται καὶ παρέρχονται στὸ δωδεκαετὲς μαγγανοπήγαδο τῆς Α΄βάθμιας καὶ Β ́βάθμιας ἐκπαίδευσης, γονεῖς ἐπαφίε­ νται χωρὶς καμιὰ προσωπικὴ ἀνάμειξη στὴν ὅποια ἀπο­τελεσματικότητά του, ἢ περνοῦν ξανὰ ὡς ἐνήλικες τὸν ἴδιο κύκλο σπουδῶν, διαβάζοντας (μὲ) τὰ παιδιά τους, ὅλοι ὅμως παραμένουν ἀνυποψίαστοι γιὰ δομικὲς στρε­ βλώσεις, καταστροφικὲς συνέπειες ἢ ἐναλλακτικὲς θεω­ ρητικὲς καὶ πρακτικὲς λύσεις.
Παρενθετικά, θὰ προέτρεπα τὸν ἀναγνώστη νὰ ἀσχο­ ληθεῖ κάποια στιγμή, ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψουν οἱ ἀσχολί­ ες του, κυρίως ἐὰν εἶναι μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀναμεμιγμένος στὸ ἐκπαιδευτικὸ ἔργο, μὲ τὶς ρίζες τοῦ παρόντος παγκοσμίου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, τὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὶς ἀνάγκες ποὺ τὸ γέννησαν, τὸ πῶς ἀντι­λαμβάνονταν οἱ διάφοροι πολιτισμοὶ τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία, ἀλλὰ καὶ τί μορφὴ εἶχε ἡ διδασκαλία καὶ πῶς προσφερόταν παλιότερα. Ἂν μὴ τί ἄλλο θὰ ἐκπλα­ γεῖ ἀπὸ τὸ πόσο νέο εἶναι –μόλις σχεδὸν διακοσίων χρό­νων­ καὶ πόσο πανανθρώπινες παμπάλαιες ἀντιλήψεις ἀνέτρεψε. Τὰ λίγα σημεῖα ποὺ ἀκολουθοῦν δὲν εἶναι βεβαίως ἱκανὰ νὰ περιγράψουν πλήρως τὸ θέμα. Ὅσο γιὰ τὴ μέθοδο καταγραφῆς, ἀκολουθήθηκε λιγότερο ἡ συστηματικὴ μελέτη καὶ περισσότερο ἡ παρατήρηση καὶ –γιατί ὄχι­ τὸ προσωπικὸ πάθημα.
Στὸ σχολεῖο τοῦ τόπου μας, ἡ ὡρίμανση τῆς προ­ σωπικότητας ταυτίστηκε σχεδὸν πλήρως μὲ τὴν πρόοδο στὰ μαθήματα. Αὐτὴν μόνον θέλησε (ἢ κατάφερε) νὰ με­ τρήσει, αὐτὴν κατάφερε (ἢ θέλησε) νὰ βαθμολογήσει. Στὴν ἐμφάνιση ἰδιαιτεροτήτων, δεξιοτήτων, ἀκόμη καὶ εἰδικῶν προσωπικῶν καὶ οἰκογενειακῶν συνθηκῶν τοῦ μαθητῆ, ἀπεδείχθη κραυγαλέα ἀμήχανο ὡς πρὸς τὴν δι­ αχείριση καὶ τὴν κατεύθυνσή τους πρὸς τὴν καρποφορία. Στὸ σχολεῖο εἶσαι ὅ,τι βαθμολογεῖσαι. Εἶναι τὰ τελευταῖα μόλις χρόνια, ποὺ φωνὲς παιδαγωγῶν καὶ ψυχολόγων ἄρχισαν νὰ κάνουν λόγο γιὰ συναισθηματικὴ νοημο­ σύνη καὶ ἄλλα σχετικά, τὸ ἐκπαιδευτικὸ ὅμως σύστημα οὐδόλως τροποποίησε μεθόδους καὶ προτεραιότητες.
Ποτὲ καὶ σὲ κανένα ἀνθρώπινο πολιτισμὸ δὲν ὑπῆρξε παιδεία χωρὶς πρότυπο. Ἡ ἐξέλιξη στὴ γνώση ἦταν μα­ θητεία καὶ μίμηση προτύπου. Τὸν ρόλο τοῦ μέντορα εἶχε κατ ́ ἀρχὴν ὁ γονιός, ὡς πρῶτος δάσκαλος καὶ ἀργότερα ὁ καθοδηγητὴς σὲ μία τέχνη, ὁ μάστορας (βλ. μαέστρος στὴ μουσική) ὡς δεύτερος γονιός. Τὸ ἔργο καὶ τῶν δυὸ εἶχε τὸν χαρακτήρα μύησης σὲ ἕνα τρόπο ζωῆς καὶ ἕνα ἦθος καὶ ὄχι τὸν χαρακτήρα ἀπόθεσης ἄσαρκων γνώσεων σὲ ἕνα νοητικὸ δοχεῖο. Στὴ δική μας πραγμα­ τικότητα μία ἀπρόσωπη διαδικασία πραγματοποιεῖται σὲ ἀπρόσωπες –καὶ μοιραῖα ἀποκρουστικές­ αἴθουσες, ἀπὸ ἀνόργανους φορεῖς γνώσεων ποὺ διψοῦν γιὰ ὀργανικὲς θέσεις.
Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ χαρὰ τῆς δημιουργίας. Τὰ παιδιὰ εἶναι οἱ κατ ́ ἐξοχὴν ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, στὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται κάθε στιγμὴ αὐτὴ ἡ ἀνάγκη. Ἡ μοναδικότητα τῆς ἀνθρώπινης προσωπικό­ τητας δὲν μπορεῖ, παρὰ νὰ ἐπιδιώκει νὰ ἐκφραστεῖ μὲ μοναδικὸ τρόπο καὶ μοναδικὲς μορφές. Τὸ σχολεῖο ποὺ ξέρουμε, ἀπὸ φυτώριο παραγωγῆς πρωτοτυπίας, διεκ­ δικεῖ τὸν τίτλο τοῦ βασιλείου τῆς ἀναπαραγωγῆς δεδο­ μένων. Κάθε νέα γενιὰ ποὺ περνάει τὴν πόρτα του, ἀντὶ νὰ ἀναμένεται ὡς μία νέα εὐκαιρία ἐμπλουτισμοῦ τῆς πανανθρώπινης ἐμπειρίας ἀντιμετωπίζεται μᾶλλον ὡς μάζα πρὸς ρύθμισιν. Ἡ γνώση, ἀπὸ ἐργαλεῖο προσω­ πικῆς ἔκφρασης καταλήγει ἐργαλεῖο ὁμοιογένειας καὶ ἔνταξης σὲ συγκεκριμένο πλαίσιο ἐκμετάλλευσής της.
Δύσκολα θὰ βρεῖ κανεὶς βαθύτερη ἀνάγκη στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἐκείνην τῆς συνύπαρξης καὶ τῆς ἐπικοι­ νωνίας. Αἰῶνες τώρα ἡ ἀνθρωπότητα ἔμαθε νὰ συν­ ἐργάζεται, νὰ συν­τονίζεται καὶ νὰ συν­κινεῖται. Ἡ μαγεία τῆς ἀνθρώπινης σχέσης ταυτίζεται μὲ τὴν περιπέτεια τῆς ἀνακάλυψης τῆς ταυτότητας τοῦ καθενός. Στοὺς καιρούς μας καὶ ἰδιαίτατα στὴν πατρίδα μας τῶν θολῶν ἰδεολο­ γημάτων, τὸ κοινοτικὸ πνεῦμα εὐτελίστηκε σὲ παθητικὰ συμβούλια­παρωδία καὶ τὸ κάθε μέτρο προσαρμογῆς σὲ συλλογικὴ δράση χλευάστηκε ὡς μύηση στὸν ὁλο­ κληρωτισμό. Τί ἔμεινε; Ἡ ἀτομικὴ νίκη, ἡ ἀτομικὴ κατα­ ξίωση. Καμιὰ ὑποψία πὼς ἡ ἀτομικὴ ἐπιτυχία ἢ ἀποτυχία ἀποτελεῖ καθαριστικὸ παράγοντα συνολικῆς ἐπιτυχίας ἢ ἀποτυχίας. Συνέπεια; Ὁ θάνατος τῆς εὐθύνης. Πλήρης ταύτιση τῆς εὐτυχίας(;) μὲ τὸ ἀριστεῖο, τὸν ἔπαινο καὶ τὴν εἰσαγωγὴ σὲ σχολὴ αὐξημένου κύρους, ἀτομικῆς καταξίωσης καὶ ἐγγυημένου εἰσοδήματος. Στρατιὲς διο­ γκωμένων «ἐγώ» στὰ κατὰ παράταξιν σχολικὰ θρανία, ἀνεκπαίδευτες στὴν ἀκρόαση τῆς διπλανῆς φωνῆς καὶ ἄγευστες στὴν γλύκα τοῦ δοσίματος.
Τίποτε δὲν ἔχει μισήσει περισσότερο τὸ σημερινὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴ διαδρομὴ τῆς σπουδῆς. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ μία διαδικασία, ἡ ὁποία ἀκόμη μπορεῖ καὶ ἀντέχεται ἀπὸ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους μόνο στὸ ὄνομα τῆς ἐπιτυχίας στὶς τελικὲς ἐξετάσεις. Ἡ χαρὰ τοῦ δρόμου, τὸ ταξίδι πρὸς μία Ἰθάκη εἶναι τόσο ξερό, ὅσο καὶ τὸ ἀγαπημένο νησὶ τοῦ Ὀδυσσέα στὴν Ὀδύσσεια. Τὰ δώδεκα καλύτερα χρόνια στὴ ζωὴ παιδιῶν καὶ παιδιῶν περνοῦν ὡς τέστ ἀντοχῆς καὶ ἐν ἀναμονῇ. Οὐδέποτε νέοι ἄνθρωποι ὑπέγραψαν πιὸ ἐπαχθῆ συμβόλαια ἀπογοή­τευσης, ἀπ ́ ὅτι τὰ σημερινὰ παιδιά. Κι αὐτὸ διότι ποτὲ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι στὸ τέλος, ἀλλὰ πάντα στὴν πορεία. Γιὰ νὰ γίνει ἀνεκτὴ ὅλη αὐτὴ ἡ καταδίκη, ἐπιστρατεύονται ἀποζημιώσεις βαθμολογίας, ἂν καὶ τὸ μόνο ἐνδιαφέρον ποὺ γεννοῦν εἶναι οἱ συγκρίσεις μεταξὺ ἐχθρῶν...συμ­ μαθητῶν. Ἀπὸ τὶς σχολικὲς τάξεις βγαίνουν ἄνθρωποι ἀνυπόμονοι, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν χαρὰ τῆς ἀναμονῆς τοῦ καρπίσματος τῶν κόπων, ἅρπαγες μιᾶς εὐδαιμονίας ποὺ δὲν δικαιοῦνται καὶ ποὺ γι ́ αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ γευτοῦν ποτὲ.
Σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, γιὰ ὅλους τοὺς πολιτισμούς, ὁ κό­ σμος ἀποτελοῦσε πάντα ἕνα ἑνιαῖο ἁρμονικὸ σύνολο. Τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα εἶχαν ἀσαφῆ τὰ ὅριά τους καὶ ἡ πε­ ποίθηση πὼς ὅλα συγκροτοῦν ἕνα ρυθμισμένο ἀπὸ αἰώ­ νιες δυνάμεις σύμπαν γέμιζε τὸν ἄνθρωπο μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἡ γνώση ὅμως πλέον ἔσπασε σὲ κομ­ μάτια. Μοιάζει τὸ σχολεῖο μὲ χῶρο πλίνθων καὶ κεράμων ἀτάκτως ἐρριμένων. Οὐσία καὶ λεπτομέρειες ἀνακατεμέ­ να, χωρὶς διάκριση καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀνυπαρξία μεθόδου διαμόρφωσης μιᾶς συνολικῆς εἰκόνας γιὰ τὴν πραγματι­ κότητα. Στὴ θέση τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης, ἡ ἀποσπασματικὴ μέτρηση, ὁ ὑπολογισμὸς κέρδους, ἡ χρησιμοθηρία καὶ τὸ περίφημο δικαίωμα. Ὅλα στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς συστήματος ποὺ ἔχει ἀνάγκη χειριστῶν συγκεκριμένου ἐργαλείου, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διαμορφώσει ἀνθρώπους μὲ δυνατότητα πραγματοποι­ ήσεως συνδυασμῶν, ἐνατένισης πλατύτερων ὁριζόντων καὶ ἀνιδιοτελοῦς προσέγγισης. Ἄνθρωποι ποὺ ἔμαθαν νὰ σκάβουν βαθύτερα καὶ βαθύτερα, ἀλλὰ ἀνίκανων νὰ χτί­ σουν γέφυρες καὶ πολὺ περισσότερο νὰ τὶς διαβοῦνε.
Τὰ ἕξι αὐτὰ σημεῖα δὲν ἀρκοῦν βεβαίως γιὰ νὰ περι­ γράψουν μία κατάσταση, βοηθοῦν ὅμως στὴν ἀναγνώ­ριση κάποιων ἀντίστοιχων συμπτωμάτων τοῦ κόσμου τῶν ἐνηλίκων, ποὺ ἔχουν τὶς ρίζες τους στὰ πρῶτα κιό­λας χρόνια της ζωῆς.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φανταστοῦμε πόσο πολὺ ἕνα παγκόσμιο σύστημα ἐπιθυμεῖ τὴν δημιουργία προθύ­ μων καὶ πανομοιότυπων καταναλωτῶν. Ἡ ὁμοιόμορφη μάζα ἐλέγχεται εὐκολότερα, οἱ ἀνάγκες εἶναι μαζικότε­ ρες καὶ συνεπῶς φτηνότερες στὴν παράγωγη τῶν μέ­ σων ἱκανοποίησής τους, ἐνῷ ἡ ἐξομοίωση μηδενίζει τὴν ὑποψία ὕπαρξης ἐναλλακτικῶν δρόμων, ἀντιδράσεων καὶ ἀμφισβητήσεων. Ἂν ὅλοι ἔτσι εἶναι καὶ ἔτσι κάνουν, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι λειτουργεῖ ὁ κό­ σμος. Ἂν ἕνα κακὸ ἔχει ἡ παγκοσμιοποίηση, εἶναι ἡ πλή­ ξη μπροστὰ στὴ μονοτονία πραγμάτων καὶ ἀνθρώπων. Μιὰ ἀνθρωπότητα χωρὶς ἑξαιρέσεις, ρυθμισμένη ὡς πρὸς τὴν σκέψη, φοβισμένη μπροστὰ στὴν ἰδιαιτερότη­ τα καὶ τοὺς ἀπρόβλεπτους νόμους τοῦ συναισθήματος, ἀδρανοποιημένη ὡς πρὸς τὴ θέληση.
Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὴν ἔλλειψη προτύπων καταργεῖ τὴν ἱεραρχία. Ὄχι ὅμως τὴν ἱεραρχία ἀξιωμάτων, ἀλλὰ τὴν ἱεραρχία ἐκτίμησης. Ζοῦμε σὲ κόσμο ποὺ δὲν ἐκτι­ μοῦμε κανέναν καὶ δὲν ἐκτιμιόμαστε ἀπὸ κανέναν. Πρέ­ πει νὰ ἐπιτευχθοῦν ἀπρόσωποι στόχοι καὶ ὄχι νὰ μοιά­ σουμε σὲ κάποιον, ποὺ σάρκωσε ἕναν τρόπο ζωῆς ποὺ διψᾶμε νὰ ζήσουμε. Μέτρο τοῦ σωστοῦ καὶ τοῦ λάθους εἶναι ἡ σχετικότητα τοῦ μοναχικοῦ «ἐγώ» μας, χωρὶς ση­ μεῖο ἀναφορᾶς. Ἔτσι ὅμως διαμορφώνονται ζωὲς χωρὶς
εὐθύνη. Διότι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ρόλου τοῦ μέντορα γιὰ τὴν ἑπόμενη γενιὰ σήμαινε πάντοτε ἀπολογισμὸ καὶ ἰσόβια διόρθωση πορείας. Ἡ εὐθύνη ὅμως ἔχει βάρος καὶ ἡ ἐποχὴ δὲν προσφέρεται γιὰ ἄλλα βάρη, πέρα ἀπὸ δάνεια. Γι ́ αὐτὸ καὶ καμιὰ συλλογικὴ ἐνέργεια δὲν μπο­ ρεῖ νὰ στεριώσει. Ἀνεκπαίδευτοι στὴν εὐθύνη, ἀνεκπαί­ δευτοι στὸ «μαζί», εἴμαστε καταδικασμένοι, ὁ καθένας ξεχωριστά, στὸν ἀτομικὸ μαρασμό του καὶ στὴ μίμηση προτύπων, ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ μᾶς προμηθεύσει τὸ star system.
Ἡ ἀνικανότητα δημιουργίας ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου πρωτότυπου ὑλικοῦ εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τὴν συντριβὴ μπροστὰ στὴ διαπίστωση τῆς ἀσημαντότητας μιᾶς ὕπαρ­ ξης, ἀνάμεσα σὲ δισεκατομμύρια πανομοιότυπες ὑπάρ­ξεις. Ἡ προτεραιότητα τῆς κατανάλωσης καθιστᾶ τὴν δημιουργικὴ διαδικασία περιττὴ πολυτέλεια, τὸ κόστος ὅμως αὐτῆς τῆς ἀλλοτρίωσης εἶναι ἡ εἰκόνα μιᾶς ζωῆς ἄδεντρης καὶ ἄνυδρης. Ὁ ἐνταγμένος μέσα σὲ ἕνα μηχα­ νισμὸ ἀποξενωμένης παραγωγῆς δὲν ἔχει γιὰ τίποτε νὰ καυχηθεῖ, οὔτε νὰ νιώσει καταξιωμένος. Τὴν ἀνάγκη του αὐτὴ θὰ τὴν ἀναπληρώσει ἡ ἀποζημίωση τῆς φθορᾶς του, πληρωμένη σὲ χρῆμα, στὸ ὁποῖο θὰ ἐπενδυθοῦν ὅλες οἱ προσδοκίες μιᾶς ζωῆς μὲ πληρότητα, ἡ ὁποία διαφημίζεται στοὺς δρόμους καὶ τὶς ἀφίσες, ἀλλὰ παρα­ μένει πάντα τραγικὴ οὐτοπία. Καὶ τὴν οὐτοπία αὐτὴ τὴν κάνει σκληρότερη ἡ κολακεία τῶν διαφημίσεων ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ἀγοράσεις ἐπειδὴ «τὸ ἀξίζεις», ἐνῷ γνωρίζεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀποκτήσεις καὶ ἄρα δὲν ἀξίζεις.
Ἡ ἀνθρώπινη ἐπαφὴ δὲν εἶναι πλέον ἀπαραίτητη. Ἐνίοτε εἶναι διασκεδαστική, ἐνίοτε καὶ ἐνοχλητική. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν διαφορετικότητα τοῦ «ἄλλου» ἔχει διακινδύνευση καὶ ἄρα τίθεται σὲ κίνδυνο ὁ ἀτομικὸς μικρόκοσμος. Προσφορότερη λύση φαίνεται νὰ ἀποτελοῦν οἱ ...εὐφυεῖς μηχανές. Ἄλλωστε οἱ ὑπολο­ γιστὲς ἤδη μιλοῦν, σὲ λίγο θὰ προσφέρουν καὶ συναί­ σθημα. Ὁ ἀνεκπαίδευτος στὴν ἀνθρώπινη ἐπαφὴ ἄνθρω­ πος, ὁ ἄγευστος ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς ἀλλαγῆς, μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ σχέση, ὁ ἀνίκανος νὰ δώσει καὶ νὰ δεχτεῖ, εἶναι καταδικασμένος νὰ περάσει τὴ ζωή του μὲ τὴν ὑπο­ ψία, πὼς ἐκεῖ ἔξω κινοῦνται ἄλλα ὄντα, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὰ συναντήσει ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀπροθυμία νὰ ὁδη­ γηθεῖ σὲ προσωπικὴ ἐκ­στάση. Αὐτή του ἡ ἄρνηση δὲν ἐξαντλεῖται μονὸ στὴν ὁριζόντια διάσταση τοῦ «τώρα». Ἀφορᾶ καὶ τὴν ἀπροθυμία του νὰ αἰσθανθεῖ μέλος ἑνὸς συνόλου μὲ καταβολὲς καὶ μέλλον. Ποτὲ δὲν θὰ νιώσει τὴ διεύρυνση τῆς συνείδησής του καὶ τὴ χαρὰ τῆς ἔνταξης σὲ πανανθρώπινες καὶ διαχρονικὲς λειτουργίες. Ἀντίθετα, θὰ βιώνει διαρκῶς μιὰ γιγάντωση μιᾶς ζωῆς φθορᾶς, ἐθε­λοτυφλώντας στὰ σημάδια μιᾶς λήξης.
Τίποτε δὲν περιγράφει τὸν πανικὸ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ σὲ μιὰ ζωὴ χωρὶς νόημα, ὅσο ἡ ἀνυπομονησία του νὰ ἀπολαύσει. Μὲ τὸ βλέμμα
καρφωμένο σὲ μία πιθανὴ εὐδαιμονία (κι ἂν σοῦ κά­ τσει;!), ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ἀπίστευτες προοπτικὲς τῆς κάθε στιγμῆς. Οὐσιαστικὰ ζεῖ ἐν ἀναμονῇ. Σχέδια καὶ πλάνα καὶ προγράμματα καταστρώνονται, ἀποκρύπτοντάς του τὴν σχετικότητα τῶν ἀνθρώπινων ὑπολογισμῶν, τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ δυνάμεις ποὺ δὲν ἐλέγχει, ἀλλὰ καὶ τὴν καθοριστικὴ σημασία τῶν στιγμιαίων περιστάσεων. Ὁ συμπολίτης μας δὲν εἶναι μόνο ἀνυπόμονος. Εἶναι καὶ θυμωμένος, διότι ὅ,τι τοῦ μάθανε διαψεύδεται κάθε στιγμή. Ἡ ὑπεσχημένη εὐτυχία σπάνια ἔρχεται νὰ ἀπο­ζημιώσει τὴν ἀναμονὴ τοῦ ἔγκλειστου (καὶ ὄχι τὴν ὑπο­ μονὴ τοῦ σοφοῦ), ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔρθει, πνίγεται σύντο­μα ἀπὸ μία νέα μελλοντικὴ προσμονή. Ὅλα ἐνοχλοῦν –νόμοι φυσικοί, νόμοι οἰκονομικοί, νόμοι τῆς κοινῆς λογικῆς­ γιατί ὅλα μοιάζουν νὰ ἔχουν συνωμοτήσει γιὰ νὰ χαλάσουν τὰ χατίρια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν ξέρει νὰ γίνεται σοφότερος οὔτε ἀπὸ τὸ μόχθο του οὔτε ἀπὸ τὴν ὑπομονή του.
Πικρὴ εἶναι τέλος ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ συγκροτήσει ἑνιαῖο σύστημα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἐντά­ξει ὅλες τὶς παραμέτρους τῆς ζωῆς του. Ὅλη ἡ καθη­ μερινότητα γεμάτη διλήμματα καὶ ἐνοχές, «πρέπει» καὶ «μπορῶ», ὑποχρεωτικὰ καὶ προαιρετικά, τὸ ἀτομικὸ καὶ τὸ κοινωνικό, τὸ σαρκικὸ καὶ τὸ πνευματικό, τὸ προ­ γραμματισμένο καὶ τὸ ἔκτακτο, τὸ ὄνειρο καὶ ἡ πραγ­
ματικότητα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία, τὸ αἰώνιο καὶ τὸ φθαρτό, ὅλα ζητοῦν λίγο χρόνο γιὰ νὰ μποῦν σὲ τάξη. Χρόνος ὅμως διαθέσιμος δὲν ὑπάρχει καὶ πολὺ περισ­ σότερο δὲν ὑπάρχει ἡ ἐμπειρία τῆς διαλεκτικῆς μὲ πράγ­ ματα, πρόσωπα καὶ καταστάσεις. Ὅλος ὁ περίγυρός μας ἄνθρωποι μονομερεῖς, διογκωμένοι σὲ ἕναν τομέα καὶ μαραζωμένοι σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, συζητήσεις χωρὶς ἀκροατές, σχέσεις χωρὶς ἕρμα. Ἀδύναμοι νὰ διαβοῦμε γέφυρες, ἀνυποψίαστοι γιὰ ὑπόγειους δεσμοὺς ποὺ κά­ νουν τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντες νὰ σχετίζονται, ἀναζη­ τητὲς σκοτεινῶν καὶ μοχθηρῶν θεωριῶν ποὺ ἔρχονται νὰ δικαιολογήσουν προσωπικὰ ἐλλείμματα καὶ παρα­ λείψεις. Πλασμένοι νὰ ἀτενίζουμε τὸ ὅλον, καταντᾶμε νὰ κολλᾶμε τὸ πρόσωπο στὰ μικρὰ καὶ μάταια, διατυ­πώνοντας φαιδρὲς θεωρίες, νομίζοντας πὼς ἀνακαλύ­ψαμε τὴν παγκόσμια σταθερά.
Πολλοὶ θεολόγοι ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψη, πὼς ὁ 21ος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τῆς ἀνθρωπολογίας. Ἔχουν ἀπόλυτο δίκιο, ὄχι ὅμως διότι τὸ ἐπιλέγει ἡ θεο­λογία ἢ εὐρύτερα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ γιατί τὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴ φύση καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου γί­νονται μέρα μὲ τὴ μέρα ἐπιτακτικότερα. Σὲ ἕνα ἐκπαι­δευτικὸ σύστημα ποὺ βολοδέρνει σὲ μία κατασκότει­ νη σήραγγα, δὲν ἀποτελεῖ ἀπάντηση ἕνα ἐναλλακτικὸ «χριστιανικό» σύστημα. Σὲ μία «παιδεία» ποὺ γίνεται θηλιά, ἀκριβῶς διότι δημιουργεῖ προσδοκίες κατώτερες ἢ καὶ ἐντελῶς διάφορες αὐτῶν ποὺ διψάει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, οἱ πυλῶνες τῆς παράδοσής μας, δηλ. ἡ ζωντανὴ σχέση μὲ Θεὸ καὶ συνάνθρωπο ἀποτελοῦν τὶς προϋ­ ποθέσεις ἀποτελεσματικότατης ἀντίστασης. Ὅσο μία δι­ αρκῶς ἀνανεούμενη Ἐκκλησία, πρόθυμη νὰ προσλαμ­βάνει τὸ ἑκάστοτε σύγχρονο καὶ νὰ τὸ μεταμορφώνει, εὐέλικτη καὶ συγχρόνως προσηλωμένη στὸν πλοῦτο της, συνεχίσει νὰ διαμορφώνει ἀνθρώπους μὲ ὑπαρξι­ ακὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ συναίσθημα, στὸ νοῦ καὶ τὴ θέληση, θὰ καταφέρει νὰ ὑποδεικνύει διακριτικὰ ἀλλὰ καὶ ἀποφασιστικὰ μιὰ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία προσφορᾶς γνώσης ἑνοποιητικῆς, ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἐξό­ δου θυσιαστικῆς τοῦ διδάσκοντα πρὸς τὸν διδασκό­ μενο, κατ ́ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση «ἑνὸς ἀνυπερήφανου Θεοῦ ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ μᾶς συνάντησε στὰ πιὸ βα­ θιὰ σκοτάδια τῆς ἀποτυχίας μας.
Από το περιοδικό Πειραϊκή Eκκλησία, τχ 196, Σεπτέμβριος 2008.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Διαμαντή Διαμαντόπουλου.
πηγή ψηφιακού κειμένουAντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: