Ο απών Θεός
The Absent God
Susan Anima Taubes, Journal of Religion, 1955
Όταν ο Nietzsche ανακοίνωσε πως ο Θεός ήταν νεκρός, είχε φυτέψει τον σπόρο ενός νέου είδους αθεϊσμού, ο οποίος έγινε το κύριο θέμα των Ευρωπαίων στοχαστών τού αιώνα μας. Την πιο ξεκάθαρη έκφρασή του βρήκε ο νέος αυτός αθεϊσμός στις σημειώσεις της Γαλλίδας φιλοσόφου-μυστικού-αγίας, της Simone Weil, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τον θάνατο της. Ο αθεϊσμός, που συνήθως χρησιμοποιήθηκε ως κατηγορία εναντίον σκεπτικιστών, άπιστων ή απλώς αδιάφορων, κατέληξε να σημαίνει την θρησκευτική εμπειρία του θανάτου του Θεού. Η απουσία τού Θεού από τον κόσμο, σε όλα του τα στρώματα και τις κατηγορίες, κατά παράδοξο τρόπο και δια της διαλεκτικής άρνησης, κατέστη το σημάδι του Θεού. Η απουσία του Θεού γεννά ένα μυστικιστικό αθεϊσμό, μια θεολογία της θείας απουσίας και ανυπαρξίας, της θεϊκής αδυναμίας, μη επεμβάσεως και αδιαφορίας.
Ο θρησκευτικός αθεϊσμός διαφέρει από τον κοσμικό αθεϊσμό, στο εξής σημείο: ο θρησκευτικός αθεϊσμός επενδύει τον φυσικό κόσμο, από τον οποίο έχει αποκλειστεί η θεϊκή παρουσία και πρόνοια, με θεολογική σημασία. Αυτός που αναζητά τον Θεό, και δεν Τον βρίσκει μέσα στον κόσμο, αυτός που υποφέρει από την άκρα σιωπή και μηδαμινότητα του Θεού, ζει ακόμα μέσα σε ένα θρησκευτικό σύμπαν: ένα σύμπαν, ουσιαστική σημασία του οποίου είναι ο Θεός, αν και η σημασία αυτή είναι θρυμματισμένη σε αντιφάσεις και αγωνιώδη παράδοξα. Ζει σε ένα σύμπαν παράλογο, ο παραλογισμός του οποίου όμως είναι σημαίνων, και η σημασία του είναι Θεός. Ο Θεός εννοημένος με αρνητικό τρόπο, εξηγεί τον κόσμο, εξηγεί την μηδαμινότητα του Θεού μέσα στον κόσμο. Η Simone Weil διατύπωσε με το πιο τολμηρό τρόπο την θέση του θρησκευτικού αθεϊσμού: μπορεί να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη (existence) του Θεού, χωρίς να αρνείται την πραγματικότητά (reality) του.
Η απουσία του Θεού δεν είναι μια παροδική ασθένεια την οποία επέφερε η αμαρτωλότητα μιας γενιάς, όπως όταν ο προφήτης Ησαΐας θρηνεί πως ο Θεός απεστράφη τον λαό Του και έκρυψε το πρόσωπο Του από τον άνθρωπο. Έτσι δείχνει την πεποίθηση του, πως υπήρχε κάποτε καιρός, όταν ο Θεός ήταν παρών, και ότι θα έρθει πάλι καιρός, όταν θα δείξει το πρόσωπο Του πάλι. Η Simone Weil γενίκευσε την ιστορική εμπειρία του θανάτου του Θεού και την κατέστησε θεολογική αρχή. Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του Θεού είναι η απουσία σχέσης του με τον κόσμο, η σιωπή του και η μηδαμινότητα (nothingness). Ο Θεός μπορεί να είναι παρών σε εμάς μόνο με την μορφή της απουσίας του.
Η κατάσταση την οποία ο Nietzsche αναπαρέστησε με την εικόνα του θανάτου του Θεού, αναδύθηκε μετά από διάφορες επαναστάσεις της συνείδησης, κάθε μια από τις οποίες (επαναστάσεις) διακήρυττε μια συγκεκριμένη πρόκληση για τον Χριστιανισμό. Τα θέματα των κινημάτων αυτών ξεκινούν από την κριτική διερεύνηση της ιερής ιστορίας του Χριστιανισμού και φτάνουν στον θρυμματισμό της πίστης στην θεία πρόνοια, όπως αυτή φαίνεται στην ηθική καταστροφή του 20ου αιώνα. Στην ηθική αυτή καταστροφή περιλαμβάνονται: η επιστημονική-τεχνολογική μεταμόρφωση τού ιεραρχικά δημιουργημένου σύμπαντος σε μια τυφλή μηχανική διαδικασία. Η εμπειρική διερεύνηση των θρησκειών του κόσμου, πράγμα που οδηγεί στην σχετικοποίηση του χριστιανικού δόγματος και των θεσμών του Χριστιανισμού. Η βαθμιαία υπόσκαψη της πίστης, πρώτα με την μαρξιστική θεωρία, που παρουσίασε την θρησκεία ως πολιτική ιδεολογία. Αργότερα, με την ψυχολογική και ψυχαναλυτική θεωρία, που μείωσε την «θρησκευτική εμπειρία» σε συμπεριφοριστικές και υποκειμενικές κατηγορίες. Η επιστημονική σύλληψη του σύμπαντος και η κριτική διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης και κοινωνίας μείωσαν τα θρησκευτικά «σύμβολα» σε χρήσιμα ή άχρηστα, επικίνδυνα ή θεραπευτικά, επινοήματα.
Η προέλαση του οπτιμιστικού ουμανισμού συνοδεύτηκε ήδη εξ’ αρχής, από ανησυχίες, οι οποίες ωρίμασαν υπό την επίδραση των πολιτικών και οικονομικών συμβάντων των τελευταίων δεκαετιών, σε οξεία αγωνία και απελπισία. Η τελευταία κατάσταση εκδηλώθηκε ως γενική πείνα για θρησκεία στις μέρες μας.
Η Simone Weil δεν ήταν ούτε απολογητής της παραδοσιακής πίστεως, που προσπαθούσε να την προστατεύσει από τις υλιστικές επιθέσεις, ούτε φυγάς από το κενό και την σύγχυση του εκκοσμικευμένου κόσμου, που αναζητούσε καταφύγιο στο ανάχωμα ενός ορθόδοξου θρησκευτικού πλαισίου αναφοράς. Γεννημένη Ιουδαία, αρνήθηκε το βάπτισμα, επιλέγοντας να ταυτιστεί με την «τεράστια και άτυχη μάζα των απίστων». Προσπάθησε να αντιμετωπίσει την μοντέρνα πρόκληση στην αυθεντικότητα της θρησκευτικής ζωής, όχι δια της αμφισβητήσεως των προτάσεων της εμπειρικής επιστήμης, αλλά δια της αποδοχής τους. Η θανατοποίηση (mortification) του Θεού μέσα στον κόσμο καθίσταται θεολογικό σημείο εκκίνησης για την ζωή του πνεύματος εν Θεώ. Η Simone Weil ανακάλυψε την πραγματικότητα του Θεού στα φαινόμενα τα οποία έδειχναν πως εναντιώνονται σε αυτήν με τον πιο βίαιο τρόπο: στα μάταια βάσανα μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στην ματαιότητα της χειρωνακτικής εργασίας, στην επιβεβλημένη ανάγκη της ύλης, στην μηχανιστική συμπεριφορά της ανθρώπινης ψυχής. Και πέτυχε να επινοήσει θρησκευτικό λεξιλόγιο βασιζόμενη στις πιο ακραίες εμπειρίες της απουσίας του Θεού.
Η θεολογία η οποία αναδύεται από τις σημειώσεις της Simone Weil είναι εμποτισμένη από την σύγχρονη εμπειρία του αθεϊσμού. Και ενώ διαφώτισε τα βάθη της σύγχρονης ασθένειας και απανθρωπιάς με αλάνθαστη καθαρότητα διείσδυσης, τα χώρισε από τις ιστορικές τους αιτίες, και διατύπωσε την αδυναμία της εποχής ως θεολογική κατηγορία. Για τον λόγο αυτό, το ξερίζωμα, η γύμνια και η απελπισία του ανθρώπου σήμερα αποκαλύπτουν την θεμελιώδη ουσία του.
Η ασθένεια δεν δημιουργεί την ανθρώπινη μιζέρια, την αποκαλύπτει. Ακριβώς μέσα στην αιχμαλωσία και μείωση του ανθρώπου κατά την εποχή μας ανακαλύπτει την χριστιανική εικόνα του ανθρώπου. Περιγράφοντας την εμπειρία της στο εργοστάσιο της Renault, όπου εργάστηκε για ένα χρόνο, με σκοπό να βιώσει την μοίρα των εργατών, γράφει: «εκεί έλαβα για πάντα την σφραγίδα του σκλάβου, όπως τον καιρό που οι Ρωμαίοι σφράγιζαν με καυτό σίδερο το μέτωπο των πιο παραμελημένων τους σκλάβων. Από τότε θεωρώ τον εαυτό μου ως σκλάβο».
Η ασθένεια δεν δημιουργεί την ανθρώπινη μιζέρια, την αποκαλύπτει. Ακριβώς μέσα στην αιχμαλωσία και μείωση του ανθρώπου κατά την εποχή μας ανακαλύπτει την χριστιανική εικόνα του ανθρώπου. Περιγράφοντας την εμπειρία της στο εργοστάσιο της Renault, όπου εργάστηκε για ένα χρόνο, με σκοπό να βιώσει την μοίρα των εργατών, γράφει: «εκεί έλαβα για πάντα την σφραγίδα του σκλάβου, όπως τον καιρό που οι Ρωμαίοι σφράγιζαν με καυτό σίδερο το μέτωπο των πιο παραμελημένων τους σκλάβων. Από τότε θεωρώ τον εαυτό μου ως σκλάβο».
Μέσα από την εμπειρία της εργασίας στην βιομηχανία, όπου κορυφώνεται η απομόνωση του ατόμου και η απανθρωποποίηση του ανθρώπου, που εκδηλώνεται με την μείωση του σε απλό πράγμα, η Simone Weil οραματίστηκε τον Χριστιανισμό ως απάντηση στα βάσανα του ανθρώπου. «Εκεί μου γεννήθηκε ξαφνικά η πεποίθηση πως ο Χριστιανισμός είναι κατά κύριο λόγο θρησκεία των σκλάβων, σκλάβων που δεν τους βοηθά να είναι εκεί, και εγώ μεταξύ αυτών». Στην κόλαση του φασισμού και αθεϊσμού κατά τον 20ο αιώνα, τα χριστιανικά σύμβολα ανακτούν την σημασία τους. Απογυμνωμένος από την ανθρωπότητα του, ο άνθρωπος οραματίζεται τον εαυτό του ως σκλάβο. Η Simone Weil μιλά μέσα από την καρδιά της χριστιανικής εμπειρίας, όταν στην έσχατη γύμνια και ερείπωση του ανθρώπου, ανακαλύπτει την αυθεντική πνευματικότητα.
Είδε το μεγαλείο του Χριστιανισμού στο γεγονός πως δεν αναζητά μια υπερφυσική λύτρωση από τα βάσανα, αλλά μια υπερφυσική χρήση των βασάνων. Ο Χριστιανισμός της βέβαια, πάει μόνο μέχρι τον σταυρό, την εικόνα του σταυρωμένου και ταπεινωμένου Θεού. Στο «Γράμμα προς ένα ιερέα», όπου αναφέρεται στα εμπόδια που έχει για να μεταστραφεί στην καθολική πίστη, απορρίπτει ένα προς ένα όλα τα κύρια δόγματα της Εκκλησίας, που αναφέρονται στην ανάσταση, πρόνοια, αθανασία, στα θαύματα και στην εσχατολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου