Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 6

 Συνέχεια από Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 6
Του Franco Volpi

Κεφάλαιο 3

Αλήθεια, υποκείμενο, χρονικότητα: η παρουσία του Αριστοτέλη στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και στο «Είναι και Χρόνος» β

2. Το πρόβλημα της αλήθειας

Ο Χάιντεγκερ εστιάζει την προσοχή του στο πρόβλημα της αλήθειας μέσω ενός συνδυασμού του Χούσσερλ και του Αριστοτέλη, της φαινομενολογίας και της οντολογίας, του οποίου διακρίνονται εμφανή ίχνη στο πρώτο από τα μαρβουργιανά μαθήματα που διαθέτουμε σήμερα, δηλαδή εκείνο του εαρινού εξαμήνου του 1925, που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Προλεγόμενα σε μια ιστορία της έννοιας του χρόνου⁹. Εδώ η προσοχή του Χάιντεγκερ είναι συγκεντρωμένη κυρίως στην κριτική αντιπαράθεση με τον Χούσσερλ. Ωστόσο, συναντάμε συχνά – και όχι τυχαία – τα φανερά ίχνη της προηγούμενης (την εποχή στο Freiburg) ερμηνείας του Αριστοτέλη, τα οποία συνοδεύονται συχνά από τη δηλωμένη προγραμματική ανάγκη να διευρυνθεί η αντιπαράθεση σε όλους τους θεμελιώδεις τομείς του φιλοσοφικού ερωτάν και να συνδεθούν συστηματικά τα αποτελέσματα αυτής της διευρυμένης αντιπαράθεσης με τα προβλήματα που προέκυψαν από την κριτική ιδιοποίηση της φαινομενολογίας.

Το εισαγωγικό μέρος του μαθήματος, που είναι αφιερωμένο στην αποσαφήνιση του νοήματος και των καθηκόντων της φαινομενολογίας, παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα σημαντικά αποσπάσματα προς αυτή την κατεύθυνση. Σε ένα πρώιμο από αυτά, στο πλαίσιο μιας έκθεσης για το γενικό νόημα και τη σημασία της χουσσερλιανής ανακάλυψης της κατηγορικής εποπτείας, ο Χάιντεγκερ αγγίζει ακριβώς το πρόβλημα της αλήθειας, και συγκεκριμένα το ζήτημα της διάκρισης και του χαρακτηρισμού της οντολογικής κατανόησης της αλήθειας σε αντιδιαστολή προς την απλώς γνωσιολογική κατανόηση. Τώρα, πραγματευόμενος αυτό το πρόβλημα, ο Χάιντεγκερ παρατηρεί ότι «η φαινομενολογία (…) σπάει τον περιορισμό της έννοιας της αλήθειας στις πράξεις που συνδέουν, συσχετίζουν (beziehende Akte), στις κρίσεις» και έτσι «χωρίς να έχει γι’ αυτό σαφή συνείδηση, επιστρέφει στο εύρος της έννοιας της αλήθειας μέσα στο οποίο οι Έλληνες – ο Αριστοτέλης – μπορούσαν να αποκαλούν αληθή ακόμη και την αντίληψη καθαυτή και το “απλό” αντιλαμβάνεσθαι κάτι»¹⁰.

Αυτή η ρήξη και αυτή η επιστροφή είναι, για τον Χάιντεγκερ, η αναγκαία συνέπεια της χουσσερλιανής θέσης, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο οι πράξεις προτασιακού τύπου (στην αριστοτελική γλώσσα, πράξεις σύνθεσης και διαίρεσης), αλλά και οι «απλές» πράξεις, δηλαδή μονοθετικές ή μονής ακτίνας (einstrahlig), όπως για παράδειγμα η αντίληψη ενός χρώματος, μπορούν να «ταυτοποιηθούν» (Ausweisung) και, επομένως, μπορούν να έχουν χαρακτήρα αλήθειας. Αυτό συνεπάγεται, στα μάτια του Χάιντεγκερ, μια οντολογική διεύρυνση της έννοιας της αλήθειας σε αντιπαράθεση με την παραδοσιακή γνωσιολογική κατανόηση, σύμφωνα με την οποία το αληθές θα προέκυπτε μόνο στη σύνθεση και στον χωρισμό των παραστάσεων, όπως είχε υποστηριχθεί ιδίως από τον νεοκαντιανισμό του Rickert.

Ο Χάιντεγκερ, επομένως, θέλει να υπογραμμίσει ως αξία του Χούσσερλ το γεγονός ότι αυτός επαναφέρει την ιδέα μιας προκατηγορικής, προτασιακά προγενέστερης αλήθειας· και αυτή είναι η ιδέα της αλήθειας που ο Χάιντεγκερ βλέπει να διατυπώνεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη, και συγκεκριμένα στον Αριστοτέλη. Με τον ίδιο τρόπο, στη χουσσερλιανή θέση – ανεπτυγμένη επίσης, όπως και η προηγούμενη, στις Λογικές Έρευνες – σύμφωνα με την οποία οι κατηγορικές πράξεις είναι «θεμελιωμένες πράξεις», δηλαδή στηρίζονται σε τελευταία ανάλυση στο θεμέλιο της αισθητηριακής εποπτείας, ο Χάιντεγκερ πιστεύει ότι μπορεί να ανακαλύψει μια αντιστοιχία με την αριστοτελική θέση, διατυπωμένη στο Περί Ψυχής Γ΄, 431a 16–17, σύμφωνα με την οποία, όπως ο ίδιος μεταφράζει: «η ψυχή δεν μπορεί να νοήσει (vermeinen) τίποτε, αν προηγουμένως δεν της έχει παρουσιαστεί κάτι» (διὸ οὐδέποτε νοεῖ ἄνευ φαντάσματος ἡ ψυχή)¹¹.

Αυτό που ο Χάιντεγκερ θέλει να αναδείξει παρατηρώντας αυτή την αντιστοιχία είναι η θεμελιώδης παραδοχή που έχουν κοινή η σκέψη του Χούσσερλ και εκείνη του Αριστοτέλη, και η οποία πρέπει να γίνει αποδεκτή από κάθε φιλοσοφία που ξεκινά από την οπτική του πεπερασμένου· δηλαδή η παραδοχή ότι μια σκέψη που δεν στηρίζεται στη αισθητηριακότητα, μια σκέψη «χωρίς θεμελιώδη αισθητηριακότητα», είναι παραλογισμός. Και αυτή είναι μια πεποίθηση που ο Χάιντεγκερ θα βρει επιβεβαιωμένη και συστηματικά ανεπτυγμένη στον Καντ, για τον οποίο, όπως είναι γνωστό, δύο είναι οι πηγές της γνώσης (του πεπερασμένου όντος που είναι ο άνθρωπος): η αισθητηριακότητα και ο νους, όπου η μία χωρίς τον άλλον είναι τυφλή, και ο άλλος χωρίς την πρώτη κενός. Και αυτή είναι η θεμελιώδης πεπερασμένη πεποίθηση που ο Χάιντεγκερ θα υιοθετήσει θέτοντας το πρόβλημα της γνωσιακής πρόσβασης στο Είναι, θεμελιώνοντάς το ακριβώς πάνω στη δομική οντολογική συγκρότηση του Dasein.

Ωστόσο, αυτές οι αντιστοιχίες που ο Χάιντεγκερ διακρίνει ανάμεσα στη χουσσερλιανή φαινομενολογία και στον Αριστοτέλη δεν ισχύουν μόνο με θετικό τρόπο. Ακόμη και εκεί όπου ωριμάζει η αποστασιοποίηση του Χάιντεγκερ από τη μονομέρεια του χουσσερλιανού προσανατολισμού στα προβλήματα της θεωρίας και της επιστημονικής γνώσης, ακόμη και εκεί όπου αναδύεται η θεμελιώδης κριτική παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία ο Χούσσερλ δεν διευκρινίζει επαρκώς τον οντολογικό ορίζοντα της έρευνάς του και παραμένει δεμένος με τη φιλοσοφία του υποκειμένου και τη μεταφυσική της παρουσίας, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση ο Χάιντεγκερ φέρνει σε επαφή τον Χούσσερλ με τον Αριστοτέλη, αφού ο Χούσσερλ θα ήταν εκείνος που ολοκληρώνει την παράδοση η οποία έχει την αφετηρία της στον Αριστοτέλη.

Κατά συνέπεια, ενάντια στη χουσσερλιανή φαινομενολογία παρατηρεί κριτικά:
«Προκύπτει έτσι ότι η αφετηριακή θέση για την επεξεργασία της καθαρής συνείδησης είναι μια θεωρητική θέση· πράγμα το οποίο, βεβαίως, αφ’ εαυτού σε μια πρώτη στιγμή δεν είναι ούτε ένσταση ούτε ατύχημα· είναι όμως στον βαθμό που στη συνέχεια, ξεκινώντας από αυτή τη θεωρητική βάση, προβάλλεται η αξίωση να καθοριστεί ολόκληρο το πεδίο των στάσεων, ιδίως των πρακτικών»¹².

Και η ένσταση που προς το τέλος του μαθήματος προβάλλει ο Χάιντεγκερ απέναντι στις αριστοτελικές κατηγορίες βαδίζει προφανώς στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση:
«Οι αριστοτελικές κατηγορίες: οὐσία, ποιόν, ποσόν, ποῦ, πότε, πρός τι (ὑποκείμενον – συμβεβηκότα: εκείνο που πάντοτε ήδη πρέπει να είναι μαζί με την απλή παρουσία, οι apriori δυνατότητες του κάτινος ως κάτι), στην παραδοσιακή σημασία: ουσία, ποιότητα, ποσότητα, τόπος, χρόνος, σχέση, αντλούνται ήδη όλες μέσα σε αυτή τη μοναδική διάσταση μιας απλής σύλληψης πραγμάτων (Dingerfassen) και ενός ορισμένου τύπου λόγου περί αυτής, δηλαδή της θεωρητικής κρίσης. Αλλά ήδη για τον Αριστοτέλη αυτές οι κατηγορίες έγιναν οι κατηγορίες καθαυτές· ήταν ταυτόχρονα το έδαφος για τον καθορισμό των κατηγοριών του αντικειμένου γενικά, δηλαδή των προσδιορισμών που ανήκουν σε κάθε κάτι, καθόσον αυτό είναι γενικά κάτι, είτε είναι μέσα στον κόσμο είτε νοείται»¹³.

Παρά την κριτική αυτή παρατήρηση, πάντως, σε αυτήν την περίοδο, η αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με τον Αριστοτέλη χαρακτηρίζεται κυρίως από την προσπάθεια να ιδιοποιηθεί θετικά τους θεμελιώδεις προσδιορισμούς της αριστοτελικής οντολογίας, και ιδίως την κατανόησή της για το φαινόμενο της αλήθειας, ώστε να τους χρησιμοποιήσει στην ανάλυση των δομικών στιγμών του Dasein.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Χάιντεγκερ πραγματώνει θετικά αυτή την ανάληψη και ιδιοποίηση του Αριστοτέλη αναδεικνύεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στο μάθημα του επόμενου εξαμήνου (1925/26), που έχει πλέον δημοσιευθεί με τον τίτλο Λογική. Το ζήτημα της αλήθειας¹⁴.

Η ερμηνεία του Αριστοτέλη καταλαμβάνει το πρώτο μέρος του μαθήματος, στο οποίο ο Χάιντεγκερ πραγματεύεται «το πρόβλημα της αλήθειας στην αποφασιστική αρχή της φιλοσοφικής λογικής» καθώς και «τις ρίζες της παραδοσιακής λογικής». Ο θεμελιώδης σκοπός που καθοδηγεί την πορεία της έρευνας είναι να συλληφθεί ο πρωταρχικός τόπος της αλήθειας και, δυνάμει αυτής της σύλληψης, να καθοριστεί η θεμελιώδης δομή του λόγου (logos). Όπως είναι γνωστό, πρόκειται για ένα καθήκον που απασχολεί τον Χάιντεγκερ στις κεντρικές παραγράφους του Είναι και Χρόνος (ιδίως στις §§ 7 Β, 33, 44), όπου αυτό αντιμετωπίζεται και επιλύεται στο πλαίσιο της υπαρξιακής αναλυτικής. Ενώ όμως στο opus magnum η άμεση ερμηνεία των αριστοτελικών κειμένων παραμερίζεται, ώστε να δοθεί χώρος στην ανάπτυξη και επεξεργασία του ίδιου του προβλήματος, στο μάθημα του 1925/26 η αναλογία αντιστρέφεται, και η αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη τεκμηριώνεται στην αρχική της έκταση.

Εδώ ο Χάιντεγκερ ξεκινά – όπως θα κάνει και στο Είναι και Χρόνος – από μια προβληματοποίηση των τριών παραδοσιακών θέσεων περί αλήθειας: η πρώτη θέση υποστηρίζει ότι ο τόπος της αλήθειας είναι η πρόταση· η δεύτερη λέει ότι η αλήθεια είναι η αντιστοιχία ή ταύτιση σκέψης και όντος, παράστασης και πράγματος· η τρίτη, τέλος, αποδίδει στον Αριστοτέλη την πατρότητα και των δύο προηγούμενων ισχυρισμών. Ο Χάιντεγκερ θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές τις τρεις θέσεις ακολουθώντας μια τριπλή πορεία επιχειρηματολογίας.

Καταρχάς, διακρίνει στη γλώσσα τη σημασιολογική στιγμή από την αποφαντική στιγμή που εκφράζεται στην κρίση ή την κατηγόρηση (predicazione, απόφανσις).

Στη συνέχεια εξετάζει την ιδιαίτερη δομή της κατηγόρησης, δηλαδή το ότι αυτή μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής, με σκοπό να αποκαλύψει το θεμέλιό της.

Το τελευταίο αυτό θεμέλιο συλλαμβάνεται, τέλος, διακρίνοντας το «είναι-αληθές» (Wahrsein) της κατηγόρησης από την αλήθεια (Wahrheit) σε μια πιο πρωταρχική, προτασιακά προγενέστερη, οντολογική σημασία, δηλαδή από εκείνη την αλήθεια που είναι το ίδιο το χαρακτηριστικό του Είναι.

(1) Με βάση μια ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου του Περὶ ἑρμηνείας, συμπληρωμένη με αναφορές στο τρίτο βιβλίο του Περὶ ψυχῆς, ο Χάιντεγκερ συλλαμβάνει και καθορίζει τον χαρακτήρα του λόγου ως εκείνη τη στάση της συνειδητής ανθρώπινης ζωής, του Dasein, μέσω της οποίας αυτή, με τη γλώσσα και τον λόγο, προσεγγίζει το ον και το καθιστά φανερό. Διακεκριμένοι από τους απλούς, άναρθρους και μη σημαντικούς ήχους (agrammatoi psophoi, αγράμματοι ψόφοι) που ανήκουν στα ζώα, οι κατεξοχήν σημαντικοί ήχοι (phonai semantikai, φωναί σημαντικαί) αντιπροσωπεύουν τις στοιχειώδεις μονάδες της ανθρώπινης γλώσσας. Αυτοί μπορούν να είναι απλοί ή να συνδέουν. Αν είναι απλοί, έχουμε την απλή δήλωση (phasis, dictio), η οποία εκφράζει μεμονωμένα ονόματα (onomata, nomina) ή μεμονωμένα ρήματα (rhemata, verba). Αν είναι συνδετικοί, τότε προκύπτει ο λόγος με την κυριολεκτική του έννοια, δηλαδή ο λόγος ως discursus. Αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να είναι μη αποφαντικός – όπως η προσευχή (euche) ή άλλες μορφές λόγων που αναλύονται στην Ποιητική και στη Ρητορική – ή αποφαντικός. Στην ἀπόφανση, την κατηγόρηση, ως κατεξοχήν μορφή του λόγου, έχουμε την κατάφαση (kataphasis, affirmatio) και την άρνηση (apophasis, negatio). Και είναι ακριβώς σε αυτές τις δύο τελευταίες μορφές που ο λόγος αποκτά τον χαρακτήρα του δυνατόν-να-είναι-αληθής ή ψευδής.

Σχηματικά, αυτή η δόμηση της γλώσσας μπορεί να αναπαρασταθεί ως εξής:

Ο Χάιντεγκερ σκοπεύει να δείξει ότι το δυνατόν-να-είναι-αληθές ή ψευδές, χαρακτηριστικό του αποφαντικού λόγου, της κατηγόρησης, δεν αποτελεί μια πρωταρχική καθοριστικότητα της αλήθειας· θεμελιώνεται, αντίθετα, σε μια οντολογικά προγενέστερη στιγμή, δηλαδή στο φαινόμενο του ἀποκαλύπτειν, και ακόμη ακριβέστερα στη στάση του αποκαλύπτοντος που είναι ίδιον του Dasein, καθόσον αυτό είναι ανοιχτό στον κόσμο των όντων. Ο αποφαντικός λόγος είναι ακριβώς ένας από τους τρόπους με τους οποίους το Dasein προσεγγίζει το ον και το αποκαλύπτει. Και όπως ο λόγος ἀποφαντικός αντιπροσωπεύει μία από τις δυνατότητες αποκάλυψης του όντος, έτσι και το δυνατόν-να-είναι-αληθής ή ψευδής αποτελεί απλώς έναν ιδιαίτερο τρόπο του φαινομένου της αλήθειας. Αυτή, συνεπώς, πρέπει να συλληφθεί συνολικά σε μια πιο πρωταρχική διάσταση.

(2) Για να συλληφθεί αυτό, χρειάζεται πρώτα να τεθεί το ερώτημα για τις συνθήκες της δυνατότητας του να-είναι-αληθής ή ψευδής η κατηγόρηση, δηλαδή εκείνης της αποκαλυπτικής στάσης του Dasein που πραγματώνεται στις λεκτικο-κατηγορηματικές μορφές του λόγου. Τώρα, αναπτύσσοντας τις σκέψεις του πάντοτε με αφετηρία το αριστοτελικό κείμενο, ο Χάιντεγκερ εντοπίζει την προϋπόθεση του δυνατόν-να-είναι-αληθής ή ψευδής της κατηγόρησης στη διπλή δομή του λόγου, δηλαδή στο ότι αυτός είναι σύνθεσις ή διαίρεσις, συνδέει ή διαχωρίζει. Έχοντας κάνει αυτό, διερωτάται στη συνέχεια ποια είναι η ενιαία δομή και το θεμέλιο απ’ όπου αναδύεται αυτός ο διπλός καθορισμός. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αναφαίνεται μέσω μιας ερμηνείας της Μεταφυσικής Δ΄, 7 και Ζ΄, 4, καθώς και του Περὶ ἑρμηνείας 1, κατά την οποία ο Χάιντεγκερ φτάνει να ταυτίσει την αναζητούμενη θεμελιώδη ενότητα με τη δομή του «καθόσον» (Als), που βρίσκεται στη βάση της κατηγόρησης, και η οποία με τη σειρά της θεμελιώνεται σε εκείνο το πρωταρχικό (ερμηνευτικό) «καθόσον», που είναι η δομή της κατανόησης ως προσδιορισμού του Dasein¹⁵.

Για αυτή τη δομή του «καθόσον» σε πρωταρχική σημασία ο Χάιντεγκερ λέει ότι:
«είναι η δομή που ανήκει στην κατανόηση ως τέτοια· η κατανόηση που πρέπει να νοηθεί ως ένας θεμελιώδης τρόπος του είναι του δικού μας Dasein»¹⁶·
και καταλήγει συνεπώς ότι:«η δομή του ‘καθόσον’ είναι η θεμελιώδης ερμηνευτική δομή του είναι του όντος που ονομάζουμε Dasein»¹⁷.


Κατά συνέπεια, το είναι-αληθές της κατηγόρησης παραπέμπει στη δομή που χαρακτηρίζει το ίδιο το Dasein μέσα στη τοποθέτηση του ως αποκαλύπτον, στο είναι-του-ως-ἀληθεύειν. Έτσι, προσδιορίζοντας τη δομή του Dasein ως ένα είναι-ἀποκαλύπτον ή είναι-ἀληθεύον, ο Χάιντεγκερ ξανασκέφτεται και αναδιατυπώνει με πρωτότυπο τρόπο το νόημα του αριστοτελικού προσδιορισμού της ψυχής (psyche) ως ένα είναι εν τῷ ἀληθεύειν (aletheuein), με την έννοια του είναι-ἀποκαλύπτον¹⁸.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: