Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 5

 Συνέχεια από 5. Σεπτεμβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 5
Του Franco Volpi


Κεφάλαιο 3

Αλήθεια, υποκείμενο, χρονικότητα: η παρουσία του Αριστοτέλη στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και στο «Είναι και Χρόνος»

1. Η διαμόρφωση της αντιπαράθεσης


Η δημοσίευση των μαθημάτων που ο Χάιντεγκερ παρέδωσε στο Μάρμπουργκ από το χειμερινό εξάμηνο 1923/24 έως το θερινό εξάμηνο 1928 επιτρέπει να φωτιστεί η εξέλιξη της σκέψης του κατά τα έτη που προηγήθηκαν της έκδοσης του Είναι και Χρόνος, δηλαδή σε μία από τις πιο έντονες και γόνιμες περιόδους της.

Στο πλαίσιο που εξετάζεται εδώ — δηλαδή της αντιπαράθεσης με την παράδοση η περίοδος αυτή παρουσιάζει επιπλέον ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς χαρακτηρίζεται κυρίως από την ενασχόληση του Χάιντεγκερ με ορισμένες μεγάλες θεμελιωτικές στιγμές της παραδοσιακής οντολογικής σκέψης, δηλαδή, με τη σειρά που αυτές πραγματοποιούνται, από την αντιπαράθεσή του με τον Χούσσερλ, με τον Αριστοτέλη και με τον Καντ (αλλά επίσης και με τον Θωμά Ακινάτη, τον Σουάρες, τον Ντεκάρτ και τον Λάιμπνιτς).

Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις — και ιδίως εκείνη με τον Αριστοτέλη — πραγματοποιούνται στον ορίζοντα της προσπάθειας του Χάιντεγκερ να θέσει υπό αμφισβήτηση τις προϋποθέσεις της παραδοσιακής οντολογίας και να προετοιμάσει το έδαφος για μια πραγματικά ριζική εκ νέου θεμελίωσή της.

Αυτή η αμφισβήτηση και αυτή η αναθεμελίωση επιτελούνται, αφενός, με την αποκάλυψη της στενότητας της μεταφυσικής κατανόησης του Είναι ως παρουσίας (συνδεδεμένης με μια κατανόηση του χρόνου που προνομιακά τονίζει τη διάσταση του παρόντος)· αφετέρου, με τον εντοπισμό, στον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή του Dasein (εδώ-είναι), της δομικής βάσης για την εκ νέου ριζική προβολή του προβλήματος του Είναι.

Υπάρχει, λοιπόν, μια σύνδεση όχι απλώς εξωτερική που ενώνει μεταξύ τους αυτές τις αντιπαραθέσεις του Χάιντεγκερ με την παράδοση, και ειδικότερα τις τρεις κύριες: εκείνη με τον Χούσσερλ, εκείνη με τον Αριστοτέλη και εκείνη με τον Καντ.

Όσον αφορά τη διαδοχή τους, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Χάιντεγκερ αντιπαρατίθεται καταρχάς με τη φαινομενολογία του Χούσσερλ και φθάνει κατόπιν στην ερμηνεία του Αριστοτέλη ξεκινώντας από τα ερωτήματα που είχαν μείνει αναπάντητα στην αντιπαράθεση με τον Χούσσερλ. Στη σκέψη του τελευταίου, πράγματι, είχε φτάσει να δει, ολοκληρωμένη και προωθημένη έως τις έσχατες συνέπειές της, τη θεμελίωση μιας φιλοσοφίας του υποκειμένου προσανατολισμένης κυρίως προς τη γνωσιοθεωρία και τις λογικο-θεωρητικές κατηγορίες.

Στρέφοντας το βλέμμα στον Αριστοτέλη, αντίθετα, πίστευε ότι μπορούσε να διακρίνει εκεί ένα πλήρες ρεπερτόριο των θεμελιωδών οντολογικών προσδιορισμών της ανθρώπινης ζωής — και μάλιστα χωρίς τις προϋποθέσεις των νεότερων φιλοσοφιών του υποκειμένου. Στον Καντ, τέλος, ο Χάιντεγκερ θα προσπαθήσει να δει μια υπέρβαση της παραδοσιακής λήθης της σύνδεσης όντος και χρόνου, καθώς ο Καντ είχε επιχειρήσει να σκεφθεί την ενότητα των θεμελιωδών προσδιορισμών της ανθρώπινης ζωής, τους οποίους ο Αριστοτέλης είχε εντοπίσει, αλλά παράθεσε αποσπασματικά χωρίς να θέσει ως ζήτημα την ενότητά τους· και, έστω και ασυνείδητα, ο Καντ θα είχε καθορίσει αυτήν την ενότητα ως χρονικότητα, συνδέοντας έτσι χρονικότητα και υποκειμενικότητα και αντλώντας από εκείνο το θεμέλιο της περατότητας που — όπως η εξίσωση του Χάιντεγκερ «εδώ-είναι = πρωταρχική χρονικότητα» θέλει να αποδείξει — επιτρέπει να τεθεί εκ νέου το πρόβλημα του είναι και του χρόνου.

Ερχόμενοι τώρα στην ερμηνεία του Αριστοτέλη, φαίνεται αμέσως το χάσμα σε σχέση με την προηγούμενη αντιπαράθεση, εκείνη που διεξήχθη στα νεανικά χρόνια με αφορμή την ανάγνωση του Μπρεντάνο και του Μπράιγκ, είτε ως προς το μεγαλύτερο εύρος των θεμάτων, είτε ως προς την πιο ώριμη και βαθιά στοχαστική ενασχόληση, είτε, τέλος, ως προς το υψηλότερο ερμηνευτικό επίπεδο που επιτεύχθηκε.

Διατηρώντας την κεντρικότητα και τον θεμελιώδη χαρακτήρα του προβλήματος του Είναι, καθίσταται επιπλέον φανερή μια θεματική μετατόπιση. Διότι, αν και το Είναι παραμένει ο γενικός ορίζοντας και ο τελικός σκοπός της έρευνας, ο Χάιντεγκερ αναπτύσσει τώρα την αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη σε σχέση με εκείνες τις θεματικές που θα είναι κατόπιν κεντρικές και στο Είναι και Χρόνος. Αυτές είναι τουλάχιστον τρεις: το πρόβλημα της αλήθειας, το πρόβλημα του «υποκειμένου», το πρόβλημα της χρονικότητας.

Για να κατανοηθεί αυτή η θεματική μετατόπιση και το ποιοτικό άλμα που συνοδεύει την πραγμάτωσή της, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ότι τα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην υφηγεσία και στον διορισμό στο Μάρμπουργκ — δηλαδή τα χρόνια της πρώτης διδασκαλίας στο Φράιμπουργκ — σηματοδοτούν για τον Χάιντεγκερ μια περίοδο στοχασμού, κρίσης και ριζικών αλλαγών.

Υπάρχει ένα σημαντικό ντοκουμέντο, που αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο, στο οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτή η βαθιά μεταμόρφωση του Χάιντεγκερ εκείνα τα χρόνια. Πρόκειται για μια επιστολή της 9ης Ιανουαρίου 1919, απευθυνόμενη στον Engelbert Krebs.¹

Αξιότιμε Κύριε Καθηγητά,

Τα δύο χρόνια που πέρασαν, κατά τα οποία φρόντισα να ξεκαθαρίσω κατ’ αρχήν τη δική μου φιλοσοφική θέση, παραμερίζοντας κάθε ειδικό επιστημονικό έργο, με οδήγησαν σε αποτελέσματα για τα οποία, αν βρισκόμουν δεσμευμένος σε έναν εξωφιλοσοφικό σύνδεσμο, δεν θα μπορούσα να έχω εξασφαλισμένη την ελευθερία της πεποίθησης και της διδασκαλίας.

Γνωσιολογικές πεποιθήσεις που άπτονται της θεωρίας της ιστορικής γνώσης κατέστησαν για μένα προβληματικό και μη αποδεκτό το σύστημα του καθολικισμού, όχι όμως τον χριστιανισμό και τη μεταφυσική (η τελευταία, ωστόσο, σε μια νέα σημασία). Πιστεύω ότι συνέλαβα υπερβολικά έντονα – ίσως και περισσότερο από τους επίσημους λειτουργούς του – πόσες αξίες φέρει μαζί του ο καθολικός Μεσαίωνας, και πόσο απέχουμε ακόμη από μια πραγματική του αξιολόγηση. Οι έρευνές μου στη φαινομενολογία της θρησκείας, που θα λάβουν σοβαρά υπόψη τον Μεσαίωνα, αποβλέπουν στο να μαρτυρήσουν – αντί για κάθε συζήτηση – ότι, μέσω ενός μετασχηματισμού της θεμελιακής μου θέσης, δεν παρασύρθηκα στο να υποτάξω την αντικειμενική και νηφάλια κρίση και την υψηλή εκτίμηση του καθολικού κόσμου της ζωής σε μια πολεμική κάποιου εξοργισμένου και απελπισμένου αποστάτη.

Ως εκ τούτου, και στο μέλλον θα είναι μέριμνά μου να παραμείνω σε επαφή με καθολικούς μελετητές που βλέπουν και αναγνωρίζουν προβλήματα και είναι ικανοί να συμμεριστούν διαφορετικές πεποιθήσεις.

Μου είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα πολύτιμο – και γι’ αυτό θα ήθελα να Σας ευχαριστήσω πολύ εγκάρδια – να μη χάσω το αγαθό της πολύτιμης φιλίας Σας. Η σύζυγός μου, που Σας επισκέφτηκε πρόσφατα, κι εγώ ο ίδιος θα θέλαμε να διατηρήσουμε την εντελώς ιδιαίτερη οικειότητα μαζί Σας. Είναι δύσκολο να ζει κανείς ως φιλόσοφος· η εσωτερική ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του και απέναντι σε όσους πρέπει να διδάξει απαιτεί θυσίες, στερήσεις και αγώνες, που για τον επιστημονικό τεχνίτη παραμένουν πάντοτε ξένα.

Πιστεύω ότι έχω την εσωτερική κλήση προς τη φιλοσοφία και, πραγματώνοντάς την στην έρευνα και στη διδασκαλία, πιστεύω ότι πράττω, όσο οι δυνάμεις μου το επιτρέπουν, προς χάρη του αιώνιου προορισμού του εσωτερικού ανθρώπου, και έτσι πιστεύω ότι δικαιώνω μόνος μου ενώπιον του Θεού την ύπαρξή μου και το έργο μου.

Με εγκάρδια ευγνωμοσύνη,
Ο δικός Σας,
Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Όσο περισσότερο αυτό το κείμενο μας κάνει να αντιληφθούμε τη ριζικότητα με την οποία ο νεαρός Χάιντεγκερ προσεγγίζει το έργο της φιλοσοφίας, τόσο περισσότερο πρέπει να λυπούμαστε που δεν διαθέτουμε τα γραπτά αυτής της περιόδου, ώστε να μπορούμε να παρακολουθήσουμε, όπως στην περίοδο του Μάρμπουργκ, την ωρίμανση της σκέψης του². Ευτυχώς, πάντως, γνωρίζουμε από διάφορες μαρτυρίες, έστω και γενικά, τις κύριες θεματικές με τις οποίες ο Χάιντεγκερ ασχολείται κατά την πρώτη του διδασκαλία στο Φράιμπουργκ³. Και γνωρίζουμε ότι σε αυτή την περίοδο αφιερώνει μεγάλη και επαναλαμβανόμενη προσοχή στη σκέψη του Αριστοτέλη. Από τον κατάλογο των μαθημάτων και των σεμιναρίων που παρέδωσε, προκύπτει η συχνότητα με την οποία ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στον Αριστοτέλη: στο εαρινό εξάμηνο του 1916, μαζί με τον Krebs, διοργανώνει σεμινάριο πάνω σε επιλεγμένα αποσπάσματα από τα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη· στο εαρινό εξάμηνο του 1921 (παράλληλα με ένα μάθημα για τον Αυγουστίνο και τον νεοπλατωνισμό) διδάσκει σε σεμιναριακή άσκηση το Περί Ψυχής· στο χειμερινό εξάμηνο 1921/22 παραδίδει μάθημα για τη Φυσική (ανακοινωμένο τώρα στη HGA LXI με τον τίτλο: Φαινομενολογική ερμηνεία στον Αριστοτέλη)· στο εαρινό εξάμηνο 1922 ξανά ολόκληρο μάθημα σε επιλεγμένα αποσπάσματα από την οντολογία και τη λογική του Αριστοτέλη, και επιπλέον, παράλληλα, σεμινάριο πάνω στα Ηθικά Νικομάχεια· τέλος, στο χειμερινό εξάμηνο 1922/23 ένα σεμινάριο στα βιβλία IV–V της Φυσικής⁴. Τα αποτελέσματα αυτής της εντατικής αντιπαράθεσης με τον Αριστοτέλη θα τα είχε επεξεργαστεί ο Χάιντεγκερ σε ένα μεγάλο χειρόγραφο, του οποίου τα ουσιώδη περιεχόμενα θα έπρεπε να δημοσιευτούν σε ένα άρθρο που είχε προβλεφθεί για το «Jahrbuch für Philosophie und phänomenologische Forschung» του Χούσσερλ, αλλά που ποτέ δεν εμφανίστηκε. Σε αυτό ο Χάιντεγκερ θα είχε επεξεργαστεί το VI βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, το II βιβλίο του Περί Ψυχής, τα βιβλία I (1–2), VII–IX της Μεταφυσικής και το I (8) βιβλίο της Φυσικής, δηλαδή όλα εκείνα τα κείμενα του Αριστοτέλη που και αργότερα αντιπροσωπεύουν τα καίρια σημεία αναφοράς της αντιπαράθεσης⁵.

Ο Χάιντεγκερ θυμάται αυτή τη στιγμή της αντιπαράθεσής του με τον Αριστοτέλη με τον ακόλουθο τρόπο:
«Όσο περισσότερο μου γινόταν φανερή η γονιμότητα της αυξανόμενης οικειότητας με το φαινομενολογικό βλέμμα για την ερμηνεία των κειμένων του Αριστοτέλη, τόσο λιγότερο μπορούσα να αποχωριστώ τον Αριστοτέλη και τους άλλους Έλληνες στοχαστές. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσα ακόμη να αξιολογήσω εκείνη την στιγμή ποιες αποφασιστικές συνέπειες θα έπρεπε να φέρει μαζί του αυτός ο νέος τρόπος προσέγγισης του Αριστοτέλη. Όταν ο ίδιος, ξεκινώντας από το 1919, (…) έθεσα σε δοκιμή σε ένα σεμινάριο μια μετασχηματισμένη κατανόηση του Αριστοτέλη, το ενδιαφέρον μου στράφηκε ξανά στις Λογικές Έρευνες, και ιδιαίτερα στη δεύτερη της πρώτης έκδοσης. Η εδώ αποσαφηνισμένη διάκριση ανάμεσα στην αισθητηριακή εποπτεία και την κατηγορική εποπτεία αποκαλύφθηκε σε μένα σε όλη της την εμβέλεια για τον καθορισμό του πολυσήμαντου νοήματος του όντος»⁶.

Αυτή η σημαντική αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη κατά τα χρόνια της πρώτης διδασκαλίας στο Φράιμπουργκ θα επανέλθει έπειτα στα μαθήματα του Μάρμπουργκ, στα οποία η ερμηνεία του Αριστοτέλη εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένη με την επεξεργασία του στοχαστικού προγράμματος του Χάιντεγκερ, δηλαδή με την εκ νέου πρόταση του προβλήματος του Είναι μέσα από την ανάλυση του Dasein (του εδώ-είναι). Για τον λόγο αυτό, η ερμηνεία του Αριστοτέλη στο Μάρμπουργκ διαφέρει από τις ερμηνείες που ακολουθούν μετά τη στροφή. Σε αυτήν δεν πρόκειται – όπως, για παράδειγμα, στο δοκίμιο για την αριστοτελική έννοια της φύσης – να ερμηνευθεί, μέσα σε ένα ήδη συγκροτημένο ορίζοντα (εκείνον της ιστορίας της μεταφυσικής ως ιστορίας της λήθης του Είναι), μία ουσιώδης στιγμή της (η αριστοτελική ακριβώς), προκειμένου να δοκιμαστεί η συνοχή του γενικού πλαισίου και η ένταξη της συγκεκριμένης στιγμής μέσα σε αυτό. Στο Μάρμπουργκ, συνεχίζοντας την έρευνα που είχε αρχίσει στα τελευταία χρόνια του Φράιμπουργκ, για τον Χάιντεγκερ το ζητούμενο είναι να συλλάβει στη σκέψη του Αριστοτέλη ορισμένους προσδιορισμούς και ορισμένες ουσιώδεις στιγμές, οι οποίοι, με τις κατάλληλες αναδιαρθρώσεις, θα του χρησιμεύσουν ως ουσιώδη βοηθήματα για την επιδίωξη των θεμελιακών του σκοπών.

Όσον αφορά τη χρονική του έκταση, η αντιπαράθεση αυτή συγκεντρώνεται κυρίως στα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας στο Μάρμπουργκ. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του ’20, πιο συγκεκριμένα από τα μέσα περίπου του μαθήματος του χειμερινού εξαμήνου 1925/26, στο ενδιαφέρον του Χάιντεγκερ θα υπεισέλθει, ως προνομιακό σημείο αναφοράς, η μορφή του Καντ.

Με εξαίρεση το μάθημα για τη Ρητορική του εαρινού εξαμήνου 1924, διαθέτουμε πλέον σχεδόν όλα τα σημαντικά μαθήματα του Μάρμπουργκ που σχετίζονται με την αντιπαράθεση με τον Αριστοτέλη⁷. Εξάλλου, ακόμη και για το μάθημα της Ρητορικής μπορούμε να υποθέσουμε ποιο ήταν σε γενικές γραμμές το περιεχόμενό του, και συγκεκριμένα λαμβάνοντας υπόψη εκείνα τα αποσπάσματα των άλλων μαθημάτων του Μάρμπουργκ και του Είναι και Χρόνος, στα οποία – επαναλαμβάνοντας πολύ πιθανόν σκέψεις που είχαν διατυπωθεί σε εκείνο το μάθημα – ο Χάιντεγκερ πραγματεύεται τη διδασκαλία των παθών που περιέχεται στο II βιβλίο της Ρητορικής. Και είναι γνωστό ότι εδώ τη χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της ανάλυσης του Dasein ως «της πρώτης συστηματικής ερμηνευτικής της καθημερινής συνύπαρξης», αναδεικνύοντας την οντολογική της σημασία και υποστηρίζοντας ότι «η οντολογικο-θεμελιώδης ερμηνεία των αρχών των παθών δεν έχει πραγματοποιήσει κανένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα εμπρός από τον Αριστοτέλη και μετά»⁸.

Με βάση τα υπόλοιπα δημοσιευμένα μαθήματα του Μάρμπουργκ, πρόκειται τώρα να εξεταστεί η κεντρική παρουσία του Αριστοτέλη σε όλες τις ουσιώδεις φάσεις της στοχαστικής ανάπτυξης του Χάιντεγκερ έως το Είναι και Χρόνος· και αυτό όχι μόνο στις αποφασιστικές στιγμές της οντολογικής μεταμόρφωσης της φαινομενολογίας και της αποστασιοποίησης από τον Χούσσερλ, αλλά και σε εκείνα τα περάσματα όπου, μολονότι ο Αριστοτέλης δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της προσπάθειας και της προσοχής, είναι ωστόσο αισθητή η οντολογική ένταση που αναπτύχθηκε και μετριάστηκε μέσα από την άσκηση του Χάιντεγκερ στα αριστοτελικά κείμενα.

Αυτή η εξέταση θα μπορέσει να διεξαχθεί κατόπιν με τον πιο πρόσφορο τρόπο ακολουθώντας τη σειρά των τριών θεμελιωδών προβλημάτων που αναδύονται: το πρόβλημα της αλήθειας, το πρόβλημα του «υποκειμένου» και το πρόβλημα της χρονικότητας.

Συνεχίζεται με: 2. Το πρόβλημα της αλήθειας

Δεν υπάρχουν σχόλια: