Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Δ) Η ΤΡΙΑΔΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: HEGEL

Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXIV)

Το να δοκιμάσουμε να αποτιμήσουμε την γιγάντια προσπάθεια του Hegel με συντομία και σε λίγες γραμμές είναι απολύτως παρακινδυνευμένο. Δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε την ειλικρινή πίστη του Hegel πως το Τριαδικό δόγμα αποτελεί την συνθετική αναπαράσταση της προόδου της αυτοπραγματώσεως του Θεού και επομένως το κεντρικό θέμα του στοχασμού του. Η επεξεργασία του κύκλου ζωής (Lebenslanf) του Τριαδικού θεού μέσω της έννοιας: Αυτή είναι η αποστολή που αναθέτει στη φιλοσοφία του για να μπορεί να είναι ο εαυτός της και επομένως να μπορεί να γίνει αυτοσυνειδησία και θεία αυτοσυνειδησία.

Δεν δοκιμάζει στ’ αλήθεια ο Ηegel να περιγράψει την Τριάδα σαν μια γενεαλογία a priori δηλαδή σαν μια καθαρή λογική πρόοδο; Με πανίσχυρη μαγεία ο Hegel ανακατεύει και μειώνει καθ’ εαυτές όλες τις πτυχές της φιλοσοφικής όσο και της θεολογικής σκέψεως της Δύσεως. Από τον Παρμενίδη στον Αριστοτέλη, από τον Καρτέσιο στον Σπινόζα, αλλά επίσης και από τον Αυγουστίνο στον Λούθηρο και στον Μπαίμε, αφομοιώνει τα πάντα και ταυτοχρόνως τα αναπαράγει μέσα στην κίνηση του συστήματός του.

Αλλά όπως ο Θεός δεν είναι Θεός χωρίς τον κόσμο, τοιουτοτρόπως για τον Ηegel ο Υιός του Θεού δεν είναι Υιός χωρίς την ενσάρκωση, και το Άγιο πνεύμα δεν υπάρχει χωρίς Χριστιανική κοινότητα. Δεν υπάρχει εσωτερική ζωή χωρίς εξωτερική δραστηριότητα. Οι αιώνιες πρόοδοι δεν πραγματοποιούνται χωρίς τις έγχρονες αποστολές. Σε ένα είδος στοχαστικού παραληρήματος ο ενδοτριαδικός δυναμισμός συλλαμβάνεται σαν ένας αναγκαίος κύκλος ανάλογως εκείνου της δημιουργίας, καταλλαγής και εσχατολογικής επιστροφής στον Θεό. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει αιώνια Τριάδα χωρίς την οικονομική! Ο κόσμος είναι η αλήθεια του Θεού. Η ιστορία είναι η πραγματικότητα της Τριάδος και σαν τέτοια η δίκη, η πρόοδος, η δικαίωση του θεού. Η διαλεκτική του γίγνεσθαι είναι αυτή η ίδια η θεοδικία.

Επιπλέον στη Τριαδική έκφραση το πρόσωπο σαν υποκείμενο μοιάζει να προηγείται των τριών θείων προσώπων, καθένα από τα οποία πραγματοποιείται στο άλλο, ενώ από το άλλο μέρος τα Τριαδικά πρόσωπα λόγω της ίδιας τους της λογικής δομής φαίνονται εξατομικευμένα ανεξαρτήτως της προσωπικής τους κοινωνίας. Ο Ηegel δηλαδή φαίνεται να υπολογίζει την Τριάδα τόσο σαν καθολικό υποκείμενο όσο και σαν ενότητα τριών προσώπων.

Από αυτή την δεύτερη άποψη το Απόλυτο δεν φαίνεται να αποτελεί ένα μόνο θεϊκό πρόσωπο (Persona Dei) αλλά φαίνεται περισσότερο σαν μια δομή της προσωπικότητος. Παρότι ταυτοχρόνως στη “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Ηegel φαίνεται να σκέπτεται το Απόλυτο σαν υποκείμενο και επομένως με τον τρόπο του, σαν μια και μοναδική Persona Dei. Παρότι λοιπόν λείπει καταρχάς από τον Ηegel μια ξεκάθαρη Τριαδική διαφοροποίηση των θείων προσώπων, ξεπερνά την κριτική της Persona Dei που ξεκίνησε με τον Καντ και συνέχισε με τον Φίχτε, καθώς φθάνει να συλλάβει το υποκείμενο όπως ξαναβρίσκεται στον άλλον αντί να περιορίζεται από τον άλλον και να μειώνεται τοιουτοτρόπως σε πεπερασμένο. Συγκεκριμένα στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” φαίνεται να περνά αποφασιστικά από την υποκειμενικότητα του Απολύτου στην πολλαπλότητα των προσώπων του Απολύτου, αποκαλύπτοντας την δομή του υποκειμένου το οποίο ξαναβρίσκει τον εαυτό του στον άλλον. Η προσωπικότης του προσώπου φαίνεται τώρα πια ξεκάθαρα βασισμένη στην αναγκαία διαπροσωπική κοινωνία. Στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” λοιπόν αναπτύσσεται η έννοια του προσώπου με τέτοιον τρόπο ώστε η ζωή του θεού να γίνεται κατανοητή ξεκινώντας ακριβώς από τις σχέσεις των θεϊκών προσώπων. Εδώ, παρατηρεί ο Pannenberg, ο Φιλόσοφος συνέλαβε την ενότητα του θεού με μια ένταση και ενέργεια απλησίαστες μέχρι τότε, και μάλιστα όχι μέσω της μειώσεως της τριπλής προσωπικότητος αλλά μέσω του πιο λεπτού τονισμού της ιδέας της προσωπικότητας του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος. Μέσω αυτής της βαθειάς ιδέας, κατά την οποία το Είναι του προσώπου υπάρχει στο δόσιμο του εαυτού του σ' ένα άλλο πρόσωπο, ο Ηegel κατανόησε την τριάδα σαν ενότητα η οποία πραγματοποιείται μόνον στην πρόοδο του αμοιβαίου δοσίματος. Όχι μειώνοντας λοιπόν ή αδειάζοντας από νόημα τις προσωπικές διαφορές, αλλά αντιθέτως τονίζοντας την ιδέα της προσωπικότητας του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ο Ηegel κατορθώνει να συλλάβει με νέο τρόπο την ενότητα του Θεού.

Παρότι όμως κάθε στιγμή ή κάθε υποκείμενο του Τριαδικού κύκλου είναι πρόσωπο, και αυτή η ίδια η κοινωνία τους είναι επίσης πρόσωπο και υποκειμενικότης. Με άλλα λόγια παραμένει μία ένταση ανάμεσα στα βασικά μέρη του συστήματος, ανάμεσα σ’ εκείνο που απαιτεί την υποκειμενικότητα του Απολύτου και σ’ εκείνο που περιλαμβάνει μέσα στο απόλυτο την Τριαδική υποκειμενικότητα. Υπάρχουν και άλλες εντάσεις (άλυτα ή αδιάφανα μέρη) στο Εγελιανό σύστημα, τα οποία προέρχονται π.χ. από τη θολή διάκριση της συνειδήσεως του εαυτού, από την αγάπη ή την ταυτοποίηση υποκειμένου και εννοίας. Εάν δεν διακριθεί η αυτοσυνειδησία από την αγάπη και δεν απομακρυνθεί το υποκείμενο από την έννοια, πώς θάχουμε την σοβαρότητα του Είναι του προσώπου στην κοινωνία του με το άλλο;

Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί λοιπόν την μεγαλοφυή έμπνευση η οποία συλλαμβάνει το πρόσωπο σαν υποκειμενικότητα πραγματοποιημένη στον δυναμισμό της αγάπης; Αλλά την ίδια στιγμή ποιος μπορεί να αντέξει την απεριόριστη φιλοδοξία μιας καθησυχαστικής εννοίας η οποία φαντάζεται ότι σβύνει κάθε παραδοξότητα που συναντά η ανθρώπινη σκέψη στοχαζόμενη γύρω από τον Θεό; Στο τέλος-τέλος το πρόσωπο του Hegel δεν είναι πρόσωπο παρά μέσα στη συνείδηση. Στην “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Hegel περιγράφει την διαδρομή που διατρέχει το ΕΓΩ μέχρι να γίνει αυθεντικά πρόσωπο, κάτι που κατορθώνεται μόνο με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Συμπεραίνεται τοιουτοτρόπως, όπως παρατηρεί ο Bouhoffer, πώς ο θεός δεν μπορεί να «είναι» παρά μόνον μέσα στο συνειδητό πνεύμα το οποίο έρχεται εις εαυτόν.

Για να πάρουμε στα σοβαρά τον Hegel, πρέπει να συμπεράνουμε πως ο θεός «είναι» μόνον στο πνεύμα που γνωρίζει τον εαυτό του και επομένως στην φιλοσοφία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση όχι σαν αντικειμενικό ον, αλλά μέσα στην ολοκλήρωση της Φιλοσοφίας.

Ενώ αντιθέτως η καθαρή υπερβατική φιλοσοφία, όπως έδειξε ο Σλάϊερμαχερ, βρίσκεται σε σχέση με την υπερβατικότητα δηλαδή είναι καταρχάς ανοιχτή, η Εγελιανή Ιδεαλιστική Φιλοσοφία εμπλέκει το σύστημα, μέσα στο οποίο κατοικεί αυτός ο Ίδιος Θεός. Έτσι όμως η φιλοσοφία του Ιδεαλισμού αποκαλύπτεται σαν μία πυκνή κίνηση στο εσωτερικό μίας πληρότητος δοσμένης ήδη καθεαυτής! Βρίσκω τον θεό καθώς συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου. Συνειδητοποιούμαι, βρίσκω τον εαυτό μου δηλαδή, βρίσκω τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο για τον Hegel ο Θεός είναι όπως ακριβώς τον σκέπτομαι.

Και ακόμη παραπάνω ο Θεός σκέφτεται τον εαυτό του μέσα στην σκέψη μου και μέσα σ' αυτήν τη σκέψη μου ο Θεός γίνεται Θεός. Ο Τριαδικός Θεός γίνεται Τριάδα μέσα μου. Δεν είναι αλήθεια πως μέσα στην οργιαστική έκσταση του Εγελιανού στοχασμού ή αν προτιμούμε «στην λογική αυτοκρατορία της έννοιας» καταλήγει προβληματικός αν όχι και αδύνατος ο Θεός του Αβραάμ και του Ιησού Χριστού εφόσον χαρακτηρίζεται υποκείμενο, Ιδέα, Πνεύμα;

Οπωσδήποτε ο Hegel ταύτισε την γνώση του Θεού με την γνώση αυτής της ίδιας της Αλήθειας. Αυτή η γνώση είναι δυνατή μόνον ακολουθώντας την κίνηση της αλήθειας και έτσι πρέπει να διαθέτει αυτή η ίδια κίνηση. Φαίνεται λοιπόν πως μ' αυτόν τον τρόπο ο Hegel ελευθέρωσε από τις ψεύτικες βεβαιότητες κάθε θρησκευτικού a-priori τονίζοντας τον αντιφατικό χαρακτήρα της αλήθειας. Όμως ο Hegel ο ίδιος, δεν εξίσωσε την αλήθεια με την αλήθεια που μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος; Δοκίμασε μήπως να φέρει στ' αλήθεια τον άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο με την δυνατότητα συνάντησης με το Μυστήριο του Θεού; Αναγνώρισε ποτέ την Ελευθερία της Κυριότητος του Θεού; Ειπώθηκε πολύ σωστά πως ο Εγελιανός λόγος δεν επιτρέπει να σκεφτούμε το τυχαίο γεγονός μέσα στην Ιστορία σαν ένα γεγονός γενναιοδωρίας. Από τον Kant στον Σέλλινγκ και τον Hegel έχουμε μια συνεχή αύξηση του Θεού σαν απόλυτο, αλλά μόνο για να τον χάσουμε σαν προσωπικό Θεό, ή ακόμη καλύτερα σαν Τριάδα προσώπων ενυπάρχουσα σε αιώνια περιχώρηση.

Επιτέλους βλέπουμε με τον Hegel, την μυστική φιλοδοξία του Καρτεσιανού cogito να πραγματοποιήται. Δοξάζοντας την αποθέωσί της, η συνείδηση ενεργεί σαν φανέρωση αυτού του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Επειδή όμως αυτή η συνείδηση τελικώς δεν μπορεί να είναι η παρουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας καθ`εαυτής, να που η κορυφαία έκφραση της θεολογικής σκέψης στην μοντέρνα σκέψη, όπως είναι η Εγελιανή, συμπίπτει κατά βάθος με την ανεπανόρθωτη άρνηση της υπερβατικότητας δηλ. με τον πιό ριζοσπαστικό αθεϊσμό! Χάριν ακριβώς του Hegel η εμπιστοσύνη της νοήσεως στον Θεό μπορεί να αντιστραφεί στον τιτανισμό της νοήσεως χωρίς Θεό ή ακόμη χειρότερα εναντίον του Θεού!

Πιο συγκεκριμένα ο Hegel κατόρθωσε να σπάσει την αντίσταση της άκαμπτης ουσίας με μία υποκειμενικότητα ζωντανή και διαθέτουσα επιπλέον εσωτερική κίνηση. Και κατόρθωσε να σκεφτεί την Τριάδα σαν κίνηση της απολύτου φύσεως σε ευκίνητες και ρέουσες έννοιες.

Κατέκτησε μ' αυτόν τον τρόπο την Persona Dei, σαν καθίδρυσή της στον άλλο, αλλά έχασε το πρόσωπο του Θεού σαν αγάπη που υπάρχει καθ' εαυτή. Και εάν η θεία αγάπη δεν ενυπάρχει καθ' εαυτή, όπως και η Persona Dei, και είναι μια απλή λογική πρόοδος χωρίς αυτονομία, υπέρτατη οντολογική αρχή, τότε με ποιόν τρόπο θα μπορέσει να είναι για μας η αγάπη που μας σώζει και μας ελευθερώνει;

Και ακόμη, ποιά είναι η ιστορική κληρονομιά του Εγελιανισμού, κατασπαραγμένου απο την δεξιά, το κέντρο και μια αριστερά; Δεν έχει καμμιά σχέση η κληρονομιά αυτή με τον αθεϊσμό του Φώϋερμπαχ;

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: