Ερώτηση 13η
Τι σημαίνει «Επειδή τα αόρατά Του από κτίσεως κόσμου γίνονται καθαρά ορατά στα ποιήματα νοούμενα, καθώς και η Αϊδια δύναμή Του και η θειότητα»; Ποια είναι τα αόρατα του Θεού και ποια η Αϊδια δύναμή Του και θειότητα;
Απάντηση:
Οι λόγοι των όντων που καταρτίσθηκαν πριν από τους αιώνες στον Θεό, όπως Αυτός γνωρίζει, (τους οποίους οι θείοι άνδρες συνηθίζουν να τους καλούν και «αγαθά θελήματα»), ενώ είναι αόρατοι, δια του νου γίνονται καθαρά ορατοί από τα δημιουργήματα. Επειδή όλα τα δημιουργήματα του Θεού, παρατηρούμενα από εμάς με γνωστικό τρόπο κατά τη φύση τους με τη δέουσα επιστήμη, μας απαγγέλλουν κρυφά τους λόγους για τους οποίους έγιναν, και φανερώνουν όλα μαζί το θείο σκοπό που υπάρχει στο κάθε δημιούργημα• σύμφωνα με το: «οι ουρανοί διηγούνται δόξα Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει τη δημιουργία των χεριών του».
Όσο για την Αϊδια δύναμη και θειότητα, είναι η πρόνοια που συγκρατεί τα όντα σε συνοχή και η σύμφωνη μ’ αυτή θεοποιητική ενέργεια, όσων δέχονται αυτή την πρόνοια.
Ή ίσως τα αόρατα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η Αϊδια δύναμή Του και θειότητα, που έχει κραυγαλέους κήρυκες τις υπερφυσικές μεγαλοπρέπειες των δημιουργημάτων.
Επειδή, όπως από τα όντα πιστεύουμε ότι υπάρχει ο κυρίως Όντας Θεός, έτσι και από την ουσιώδη διαφορά των όντων κατά το είδος, διδασκόμαστε την σοφία που υπάρχει έμφυτη στην ουσία Του, που είναι συνεκτική των όντων.
Και πάλι, από την ουσιώδη κατά είδος κίνηση των όντων, μαθαίνουμε την ζωή που υπάρχει έμφυτη στην ουσία του και συμπληρώνει τα όντα• παίρνοντας λόγο από τη σοφή παρατήρηση της κτίσεως, περί της Αγίας Τριάδος, (εννοώ τον Πατέρα και Υιό και Άγιο Πνεύμα). Επειδή ο Λόγος ως ομοούσια δύναμη του Θεού είναι Αϊδιος, και θειότητα Αϊδια το ομοούσιο Άγιο Πνεύμα.
Είναι λοιπόν κατάκριτοι αυτοί που από την παρατήρηση των όντων, δεν διδάχθηκαν μαζί και την αιτία των όντων, και τα κατά φύσιν ιδιώματα της αιτίας, τη δύναμη εννοώ και τη θειότητα.
Φωνάζει λοιπόν η κτίση μέσω των δημιουργημάτων που υπάρχουν σ’ αυτή και μ’ αυτόν τον τρόπο απαγγέλλει σε αυτούς που μπορούν να ακούσουν νοερά, την ίδια αιτία να υμνείται τριαδικά: Εννοώ τον Θεό και Πατέρα, και την ανείπωτη δύναμή Του και θειότητα, δηλαδή τον μονογενή Λόγο και το Άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτά είναι τα αόρατα του Θεού που από την κτίση του κόσμου φαίνονται καθαρά με τη νόηση.
Σχόλιο:
1. Λέει ότι από τα όντα, μαθαίνομε τον αίτιο των όντων, και από τη διαφορά των όντων την ενυπόστατη σοφία του όντος• και από τη φυσική κίνηση των όντων, μαθαίνουμε την ενυπόστατη ζωή του όντος, τη ζωοποιό δύναμη των όντων, το Πνεύμα το Άγιο.
Από το σύγγραμμα: Περί λόγων τών όντων: Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού «Προς Θαλάσσιον περί Απόρων» Ερώτηση 13η. PG 90: Μαξίμου του Ομολογητού «Προς Θαλάσσιον περί Απόρων».
Πηγή: http://www.orp.gr/wordpress/?p=14445
Πρωτότυπο κείμενο
Ερώτησις ΙΓ .
Τι εστί, «Τα γαρ αόρατα Αυτού, από κτίσεως κόσμου, τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται• η τε Αϊδιος Αυτού δύναμις και θειότης»; Τίνα τα αόρατα του Θεού, και τις η Αϊδιος Αυτού δύναμις και θειότης; (Ρωμαίους 1/α: 20).
Απόκρισις:
Οι των όντων λόγοι προκαταρτισθέντες των αιώνων Θεώ, καθώς οίδεν αυτός, αόρατοι όντες• (ους και «αγαθά θελήματα» καλείν τοις θείοις έθος εστίν ανδράσιν•) από των ποιημάτων νοούμενοι καθορώνται. Πάντα γαρ τα ποιήματα του Θεού κατά φύσιν μετά της δεούσης επιστήμης γνωστικώς υφ’ ημών θεωρούμενα, τους καθ’ ους γεγένηνται λόγους κρυφίως ημίν απαγγέλλουσι, και τον εφ’ εκάστω ποιήματι θείον σκοπόν εαυτοίς συνεκφαίνουσι• καθ’ ο και: «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, και το στερέωμα την των χειρών αναγγέλλει ποίησιν».
Αϊδιος δε δύναμίς εστι και θειότης, η συνεκτική των όντων πρόνοια, και η κατά ταύτην εκθεωτική των προνοουμένων ενέργεια.
Η τάχα τα αόρατα του Θεού εισιν ουκ άλλο τι παρά την αϊδιον αυτού δύναμιν και θειότητα, έχουσαν διαπρυσίως κήρυκας τας των γεγονότων υπερφυείς μεγαλοπρεπείας.
Ως γαρ εκ των όντων τον κυρίως όντα Θεόν ότι έστι πιστεύομεν• ούτως και εκ της των όντων ουσιώδους κατ’ είδος διαφοράς, την κατ’ ουσίαν έμφυτον αυτού σοφίαν υφεστώσαν, και των όντων συνεκτικήν διδασκόμεθα.
Και πάλιν, εκ της ουσιώδους κατ’ είδος των όντων κινήσεως, την κατ’ ουσίαν έμφυτον αυτού ζωήν υφεστώσαν, και των όντων συμπληρωτικήν μανθάνομεν• εκ της κατά την κτίσιν σοφής θεωρίας, τον περί της αγίας Τριάδος, Πατρός λέγω, και Υιού και αγίου Πνεύματος, λόγον λαμβάνοντες• Θεού γαρ Αϊδιος εστιν ως ομοούσιος δύναμις ο Λόγος, και θειότης Αϊδιος το ομοούσιον Άγιον Πνεύμα.
Κατάκριτοι τοιγαρούν οι μη συνδιδαχθέντες εκ της των όντων θεωρίας, την αιτίαν των όντων, και τα κατά φύσιν της αιτίας ίδια, την δύναμιν λέγω, και την θειότητα.
Βοά τοίνυν η κτίσις δια των εν αυτή ποιημάτων, και οίον απαγγέλλει τοις νοερώς δυναμένοις ακούειν, την ιδίαν αιτίαν τριαδικώς υμνουμένην• λέγω δε τον Θεόν και Πατέρα, και την άφραστον αυτού δύναμιν και την θειότητα, ήγουν τον μονογενή Λόγον και το Πνεύμα το Άγιον. Ταύτα γαρ εστι τα αόρατα του Θεού τα από της κτίσεως του κόσμου νοήσει καθορώμενα.
ΣΧΟΛΙΟΝ:
α . Ότι εκ των όντων, φησίν, των όντων γινώσκομεν αίτιον• και εκ της διαφοράς των όντων την ενυπόστατον του όντος διδασκόμεθα σοφίαν• και εκ της των όντων φυσικώς κινήσεως, την ενυπόστατον του όντος μανθάνομεν ζωήν, την των όντων ζωοποιόν δύναμιν, το Πνεύμα το Άγιον.
ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΑΥΤΟ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ , Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΟ 14Δ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΡΕΤΑΚΗ, ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Απορία 1η (Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου)
Του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου από τον Α' Λόγο του περί του Υιού απάντησις στο χωρίο· «Γι' αυτό, ενώ ήταν από την αρχή μονάδα, προχώρησε στη δυάδα και σταμάτησε ως την Τριάδα». Και πάλι από τον δεύτερο Ειρηνικό του ιδίου στα λεγόμενα· «Εξαιτίας του πλούτου της κινήθηκε από τη Μονάδα, ξεπέρασε τη δυάδα, επειδή είναι πάνω από την ύλη και τη μορφή που συνιστούν τα σώματα, κι εγκαταστάθηκε στα όρια της Τριάδας εξαιτίας της τελειότητά της».
Αν προσέχοντας, δούλε του Θεού, τη φαινομενική διαφωνία, απορείς για την αληθινή συμφωνία, δεν είναι δυνατό να βρεις πιο ταυτόσημη έννοια από τις λέξεις αυτές. Γιατί είναι ταυτόσημη έννοια το να ξεπεραστεί η δυάδα και το να μη σταματήσει ως τη δυάδα, και επίσης να μείνει στα όρια της Τριάδας και το να σταματήσει η κίνηση της μονάδας ως την Τριάδα, εάν βέβαια πρεσβεύομε μοναρχία (αρχή του ενός) όχι φτωχική (ασήμαντη), που να περιορίζεται σ' ένα πρόσωπο, ή πάλι ακατάστατη, που να διαχέεται στο άπειρο, αλλά αυτήν που είναι Τριάδα ομότιμη κι αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, των οποίων πλούτος είναι η κοινή τους φύση και το ένα ανάβλυσμα της λαμπρότητας, που ούτε διαχέεται η θεότητα πάνω από αυτά για να μη δεχτούμε πλήθος θεών, ούτε πάλι περιορίζεται μέσα σ' αυτά, για να μην κατακριθούμε για πενία θεότητας.
Αυτό βέβαια δεν είναι δικαιολόγηση της υπερούσιας αιτίας των όντων, αλλά απόδειξη ευσεβούς αντίληψης γι' αυτήν, εφόσον η θεότητα είναι μονάδα και όχι δυάδα, και Τριάδα αλλά όχι πλήθος, ως άναρχη που είναι και ασώματη και ειρηνική.
Και είναι αληθινά μονάδα ή μονάδα· γιατί δεν είναι αρχή των έπειτα από αυτήν, σύμφωνα με μια συστολή του απλώματός της, για να διαχυθεί προχωρώντας φυσικά σε πλήθος, αλλά είναι ενυπόστατη οντότητα της ομοούσιας Τριάδας. Επίσης είναι αληθινά η Τριάδα τριάδα, που δεν συμπληρώνεται με ανεξάρτητους αριθμούς (γιατί δεν είναι σύνθεση μονάδων, ώστε να υποστεί διαίρεση), αλλ' είναι ενούσια ύπαρξη μονάδας τρισυπόστατης.
Γιατί η Τριάδα είναι αληθινή μονάδα, γιατί αυτή είναι η ουσία της, και είναι αληθινή Τριάδα η μονάδα, γιατί αυτή είναι η υπόσταση της, επειδή είναι και μια θεότητα με ουσία μοναδική και υπόσταση τριαδική. Αν όμως ακούοντας τη λέξη 'κίνηση' θαύμασες πώς κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητας, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι της, κι έτσι δεχόμαστε το φωτισμό για τον τρόπο του πως αυτή υφίσταται, αν βέβαια το είναι γενικά προηγείται από το συγκεκριμένο είναι. Κίνηση λοιπόν της θεότητας είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση προς εκείνους που μπορούν να τη δεχτούν σχετικά με την ουσία και τον τρόπο της υπόστασής της.
1 σχόλιο:
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Απορία 1η (Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου)
Του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου από τον Α' Λόγο του περί του Υιού απάντησις στο χωρίο· «Γι' αυτό, ενώ ήταν από την αρχή μονάδα, προχώρησε στη δυάδα και σταμάτησε ως την Τριάδα». Και πάλι από τον δεύτερο Ειρηνικό του ιδίου στα λεγόμενα· «Εξαιτίας του πλούτου της κινήθηκε από τη Μονάδα, ξεπέρασε τη δυάδα, επειδή είναι πάνω από την ύλη και τη μορφή που συνιστούν τα σώματα, κι εγκαταστάθηκε στα όρια της Τριάδας εξαιτίας της τελειότητά της».
Αν προσέχοντας, δούλε του Θεού, τη φαινομενική διαφωνία, απορείς για την αληθινή συμφωνία, δεν είναι δυνατό να βρεις πιο ταυτόσημη έννοια από τις λέξεις αυτές. Γιατί είναι ταυτόσημη έννοια το να ξεπεραστεί η δυάδα και το να μη σταματήσει ως τη δυάδα, και επίσης να μείνει στα όρια της Τριάδας και το να σταματήσει η κίνηση της μονάδας ως την Τριάδα, εάν βέβαια πρεσβεύομε μοναρχία (αρχή του ενός) όχι φτωχική (ασήμαντη), που να περιορίζεται σ' ένα πρόσωπο, ή πάλι ακατάστατη, που να διαχέεται στο άπειρο, αλλά αυτήν που είναι Τριάδα ομότιμη κι αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, των οποίων πλούτος είναι η κοινή τους φύση και το ένα ανάβλυσμα της λαμπρότητας, που ούτε διαχέεται η θεότητα πάνω από αυτά για να μη δεχτούμε πλήθος θεών, ούτε πάλι περιορίζεται μέσα σ' αυτά, για να μην κατακριθούμε για πενία θεότητας.
Αυτό βέβαια δεν είναι δικαιολόγηση της υπερούσιας αιτίας των όντων, αλλά απόδειξη ευσεβούς αντίληψης γι' αυτήν, εφόσον η θεότητα είναι μονάδα και όχι δυάδα, και Τριάδα αλλά όχι πλήθος, ως άναρχη που είναι και ασώματη και ειρηνική.
Και είναι αληθινά μονάδα ή μονάδα· γιατί δεν είναι αρχή των έπειτα από αυτήν, σύμφωνα με μια συστολή του απλώματός της, για να διαχυθεί προχωρώντας φυσικά σε πλήθος, αλλά είναι ενυπόστατη οντότητα της ομοούσιας Τριάδας. Επίσης είναι αληθινά η Τριάδα τριάδα, που δεν συμπληρώνεται με ανεξάρτητους αριθμούς (γιατί δεν είναι σύνθεση μονάδων, ώστε να υποστεί διαίρεση), αλλ' είναι ενούσια ύπαρξη μονάδας τρισυπόστατης.
Γιατί η Τριάδα είναι αληθινή μονάδα, γιατί αυτή είναι η ουσία της, και είναι αληθινή Τριάδα η μονάδα, γιατί αυτή είναι η υπόσταση της, επειδή είναι και μια θεότητα με ουσία μοναδική και υπόσταση τριαδική. Αν όμως ακούοντας τη λέξη 'κίνηση' θαύμασες πώς κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητας, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι της, κι έτσι δεχόμαστε το φωτισμό για τον τρόπο του πως αυτή υφίσταται, αν βέβαια το είναι γενικά προηγείται από το συγκεκριμένο είναι. Κίνηση λοιπόν της θεότητας είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση προς εκείνους που μπορούν να τη δεχτούν σχετικά με την ουσία και τον τρόπο της υπόστασής της.
Δημοσίευση σχολίου