Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως β

 

Rahner — Η φιλοσοφία στο Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως β

https://www.youtube.com/watch?v=rb9xZn18O18&t=2191s

ΜΕΤΑ ΤΟ 36.30


Η δεύτερη διάσταση του ανθρώπου είναι η ιστορική του περατότητα. Ο άνθρωπος είναι ιστορία, μόνο ιστορία. Δεν υπάρχει “έξω” από αυτήν. Η υπέρβαση, όπως έχουμε πει πολλές φορές, δεν πρέπει να νοηθεί σαν να μπορούσε ο άνθρωπος να “υπερβεί” τις εμπειρίες του μέσα στον χρόνο και να τις παρατηρεί από ψηλά ή “απέξω”, αξιολογώντας τις. Όχι: ο άνθρωπος είναι ιστορία. Η υπέρβαση, όπως τη νοεί ο Rahner, έχει χρονικό και ιστορικό νόημα. Έτσι, η υπερβατολογική διάσταση που μόλις περιγράψαμε δεν είναι υπερβατική με την κλασική έννοια, αλλά είναι εκείνη που καθιστά δυνατή την κατηγορική γνώση μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Η ιστορική περατότητα του ανθρώπου προκύπτει λοιπόν αναγκαστικά από την ύπαρξη αυτής της υπερβατολογικής διάστασης: εφόσον ο άνθρωπος είναι υπερβατολογικό υποκείμενο, είναι κατ’ ανάγκην ιστορικό ον. Κι αντιστρόφως, αν ο άνθρωπος είναι ιστορικό ον, τότε πρέπει να προϋποθέτουμε την ύπαρξη μιας υπερβατολογικής διάστασης που το καθιστά τέτοιο. Η υπερβατολογικότητα βιώνεται ιστορικά· προϋποθέτει την ιστορία, γιατί καθιστά δυνατή την ύπαρξη μέσα στον χρόνο.

Όπως έχουμε πει πολλές φορές, ο άνθρωπος δεν μπορεί να “στραφεί” και να τη δει άμεσα· τη ζει, την βιώνει εμπειρικά — όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, μέσα από τα πράγματα της ζωής, τα όντα της ύπαρξης, τις περιστάσεις του χρόνου.

Γι’ αυτό υπάρχει μια βαθιά σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην υπερβατολογικότητα και στην ιστορικότητα: η μία προϋποθέτει και θεμελιώνει την άλλη.

Είχαμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενη διάλεξη ότι, σε φιλοσόφους όπως ο Καντ, δεν υπήρχε αυτή η ιστορική διάσταση του υπερβατολογικού. Αλλά, αν δεχθούμε —όπως κάνει η νεότερη σκέψη— ότι το κέντρο του ανθρώπου είναι η συνείδηση, είναι λογικό να καταλήξουμε να κατανοούμε όλο τον άνθρωπο ως ιστορία: γιατί η συνείδηση μεταβάλλεται, εξελίσσεται, και έτσι οδηγεί σε μια αναγκαία ιστορικοποίηση της ύπαρξης. Όλα, λοιπόν, είναι ιστορία. Και ως ιστορία πρέπει να κατανοηθεί ο άνθρωπος, η υπέρβαση, και —όπως θα δούμε αμέσως— ακόμη και ο Θεός.

Και έτσι περνάμε στην τρίτη διάσταση του ανθρώπου: α)υπερβατολογικότητα, β) η ιστορικότητα, και τώρα γ) το άνοιγμα του ανθρώπου προς τον Θεό, τον οποίο ο Rahner αποκαλεί το απόλυτο Μυστήριο.

Πρώτα πρέπει να επανέλθουμε και να διευκρινίσουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην υπερβατολογική διάσταση του υποκειμένου και τον Θεό.

Στον Μαρεσάλ (Joseph Maréchal), όπως είδαμε, το ζήτημα του Θεού τέθηκε με νέο τρόπο σε σχέση με τη ρεαλιστική και την παραδοσιακή καθολική φιλοσοφία. Γιατί; Επειδή ο Μαρεσάλ είχε υιοθετήσει την ταύτιση ανάμεσα στο Είναι και τη Σκέψη — κι έτσι αναγκάστηκε να σκεφτεί τον Θεό επίσης με νέο τρόπο. Αυτό υπάρχει ήδη στον Μαρεσάλ.

Στον Rahner, το “Είναι”, κατανοημένο στο νέο του νόημα, απαιτεί τον Θεό· ο Θεός είναι απαιτούμενος από το άνοιγμα του ανθρώπου προς όλο το Είναι. Αν ο άνθρωπος δεν ήταν ανοιχτός προς τον Θεό, αλλά προς το μηδέν, τότε δεν θα μπορούσε να είναι ανοιχτός προς όλο το Είναι. Το άνοιγμα προς όλο το Είναι προϋποθέτει, σύμφωνα με τον Rahner, το Απόλυτο Μυστήριο του Θεού.

Στον ρεαλισμό του Αγίου Θωμά του Ακινάτη, η συνθετική και άμεση σύλληψη του Είναι από τη σκέψη συνεπάγεται την αναγνώριση του Είναι ως κάτι που έχει ανάγκη θεμελίου, δηλαδή ενός απόλυτου θεμελίου, δηλαδή του Θεού, που νοείται ως esse ipsum subsistens — το ίδιο το Είναι καθαυτό, που υπάρχει αφ’ εαυτού.

Γιατί το λέω αυτό; Για να φανεί ότι, στον Θωμά, ακόμη και η απόκτηση της έννοιας του Θεού ως θεμελίου του Είναι είναι a posteriori· έρχεται μετά τη γνώση του Είναι. Η άμεση και συνθετική σύλληψη του Είναι, για τον Θωμά, συνεπάγεται ταυτόχρονα την επίγνωση ότι το Είναι χρειάζεται θεμέλιο — και έτσι προϋποθέτει την ανάγκη ενός απόλυτου θεμελίου του Είναι: του Θεού. Αυτή ήταν, για τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, η πρωταρχική γνώση του Θεού: γνώση που προερχόταν από τη γνώση του Είναι. Δηλαδή, η πρώτη γνώση του Θεού ήταν εμπεριεχόμενη, εμμέσως παρούσα μέσα στην αρχική γνώση του όντος ως εκείνου που έχει το Είναι.

Όταν ο νους στρέφεται προς το ον, το συλλαμβάνει ως εκείνο που έχει το Είναι — όχι ως εκείνο που είναι το Είναι. Έτσι, σιωπηλά κατανοεί πως, αν το ον έχει το Είναι, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι που είναι το Είναι καθαυτό. Στον θωμιστικό ρεαλισμό, ωστόσο, δεν πρόκειται για μια έμφυτη ιδέα του Θεού· η ιδέα του Θεού δεν είναι κάτι που προϋπάρχει φυσικά μέσα στη νοημοσύνη μας. Ούτε αποτελεί την πρώτη ιδέα του νου, όπως υποστηρίζει το ρεύμα που ονομάζεται οντολογισμός (όπως, π.χ., στον Doberti).

Οντολογισμός σημαίνει η άποψη ότι η πρώτη ιδέα του ανθρώπινου νου είναι η ιδέα του Θεού. Όχι· για τον Θωμά, η πρώτη γνώση του νου είναι η γνώση του Είναι. Γνωρίζοντας το Είναι, υπαινικτικά γνωρίζουμε και την ανάγκη μιας αιτίας του· αλλά η πρώτη γνώση είναι εκείνη του Είναι, όχι του Θεού. Φυσικά, αυτή η γνώση του Είναι δεν είναι έμφυτη, ούτε είναι, όπως στον Rahner, a priori θεμέλιο της συνείδησης. Ο ρεαλισμός του Θωμά βρίσκεται σε θέση αντίθετη προς όλες αυτές τις μορφές του νεότερου στοχασμού.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και ο Θωμάς υποστηρίζει ότι σε κάθε επιμέρους γνώση, ακόμη και στην πιο απλή, είναι σιωπηλά παρούσα μια γνώση του Θεού.[ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Κάθε γνώση, όσο φτωχή κι αν είναι, έχει πίσω της, εμμέσως, τη γνώση του Θεού.

Το ίδιο λέει και ο Rahner, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο.
Γιατί; Διότι, αν ο Θεός είναι υπερβατολογική προϋπόθεση, τότε κάθε γνώση μέσα στον χρόνο και την ύπαρξη τον προϋποθέτει. Ωστόσο, τα κίνητρα των δύο είναι αντίθετα:

Για τον Θωμά, το θεμέλιο είναι η αντικειμενική γνώση του Είναι.


Για τον Rahner, το θεμέλιο είναι η αρχή της εμμένειας της νεωτερικότητας — το “Είναι μέσα στη σκέψη”.

Για τον Θωμά, κάθε γνώση είναι a posteriori. Για τον Rahner, κάθε γνώση είναι a priori, επειδή η συνείδηση προηγείται και προβάλλει εαυτήν υπερβατολογικά πάνω στις εμπειρικές γνώσεις.

Έτσι, στην εκδοχή του Rahner, ο Θεός τίθεται από την ίδια τη συνείδηση του ανθρώπου. Η υπερβατικότητα και η απόλυτη φύση του Θεού είναι υπερβατολογικές και υπαρξιακές. Από αυτή την οπτική, ο Θεός δεν μπορεί να γίνει γνωστός. Τίποτα για Αυτόν δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να αιτιολογηθεί a posteriori. Από τον Άγιο Αυγουστίνο μέχρι τον Θωμά και τόσους άλλους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, υποστηριζόταν ότι ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να ανέλθει από τα κτίσματα στον Δημιουργό, από τα αποτελέσματα στην αιτία.

Η Α΄ Σύνοδος του Βατικανού, στη Dei Filius, διακήρυξε —τόσο ως δόγμα πίστεως όσο και ως αλήθεια λογικής— ότι ο άνθρωπος είναι ικανός, μόνο με τη φυσική του λογική, να γνωρίσει την ύπαρξη του Θεού και ορισμένες από τις ιδιότητές Του. Αντίθετα, για τον Rahner, τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί a posteriori για τον Θεό. Διότι, όπως λέει (εσφαλμένα), κάτι τέτοιο θα σήμαινε να κάνουμε τον Θεό ένα ον ανάμεσα στα άλλα όντα, και όχι το Απόλυτο Μυστήριο.

Το Απόλυτο Μυστήριο βρίσκεται μέσα στη διάσταση του υπερβατολογικού: είναι αυτό που καθιστά δυνατή κάθε γνώση των όντων, αλλά δεν μπορεί το ίδιο να γίνει γνωστό, γιατί το υπερβατολογικό δεν είναι αντικείμενο γνώσης — είναι η προϋπόθεσή της. Γι’ αυτό ο Rahner απορρίπτει τη λεγόμενη “φυσική θεολογία”. Η φυσική θεολογία —της οποίας πρώτο μεγάλο παράδειγμα είναι η απόδειξη της ύπαρξης του ακίνητου κινητήρα στον Αριστοτέλη— γνώρισε την αποκορύφωσή της στη μεταφυσική ρεαλιστική φιλοσοφία του χριστιανισμού. Η φυσική θεολογία, δηλαδή η δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου, με τις δικές του δυνάμεις, να περάσει από τη γνώση των πεπερασμένων όντων στη λογική απόδειξη μιας άπειρης και προσωπικής πρώτης αιτίας, δεν είναι πλέον δυνατή.

Η σύγχρονη θεολογία, δυστυχώς, δεν ακολουθεί πια αυτόν τον δρόμο και παραιτείται από τα λεγόμενα preambula fidei — δηλαδή από εκείνες τις αλήθειες της φυσικής λογικής πάνω στις οποίες η πίστη μπορούσε να εδραιωθεί, επιβεβαιώνοντάς τες και θεμελιώνοντας έτσι τη συνέχεια ανάμεσα στη φύση και τη χάρη. Πρόκειται για μια ανατροπή προοπτικής με τεράστιες θεολογικές συνέπειες. Για τον Rahner, ο Θεός αυτο-επικοινωνείται μέσα στην υπερβατολογική διάσταση, δηλαδή μέσα στην ιστορία που αυτή καθιστά δυνατή.

Η υπερβατολογική διάσταση, όπως έχουμε δει, σιωπά· δεν μιλά άμεσα στον άνθρωπο, αλλά έμμεσα, μέσω των γεγονότων της ύπαρξης που διαδραματίζονται μέσα στον χρόνο και στην ιστορία. Έτσι συμβαίνει και με αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε αποκάλυψη του Θεού — δηλαδή η αυτό-επικοινωνία του Θεού στον άνθρωπο. Ο Θεός αποκαλύπτεται και αυτό-επικοινωνείται στα γεγονότα της ιστορίας, στις εμπειρίες της ύπαρξης, στις περιπέτειες της ανθρωπότητας.[ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ]

Στην τρίτη διαφάνεια (slide 3), λέει ο ομιλητής, υπάρχουν δύο απολύτως σαφείς και εύγλωττες διατυπώσεις του Rahner σχετικά με αυτήν την αυτοεπικοινωνία ή αποκάλυψη του Θεού:

Α)«Όταν μιλάμε για αυτό-επικοινωνία του Θεού, δεν πρέπει να εννοούμε ότι ο Θεός, σε κάποια αποκάλυψη, “λέει” κάτι για τον εαυτό Του· αλλά ότι αυτό-επικοινωνείται μέσα στον άνθρωπο και στην ιστορία της ανθρωπότητας.»
Β) «Ο άνθρωπος είναι το γεγονός της απόλυτης και συγχωρητικής αυτό-επικοινωνίας του Θεού.»


Με αυτό επιστρέφουμε στη θέση του Rahner ότι η θεολογία είναι ανθρωπολογία — όχι, όμως, μεταφυσική ανθρωπολογία, αλλά υπαρξιακή ανθρωπολογία. Αυτή η σύλληψη είναι ανατρεπτική απέναντι σε ολόκληρη την καθολική θεολογική παράδοση. Από αυτήν, μάλιστα, προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θεολογικό θέμα: το ζήτημα της “καθαρής φύσης” (natura pura). Με τον όρο “καθαρή φύση” εννοούμε τη φύση χωρίς τη χάρη. Ο Rahner αρνείται ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια κατάσταση. Δηλαδή, φύση χωρίς χάρη δεν υπήρξε ποτέ.

Ο λόγος είναι προφανής: αν ο Θεός αυτό-επικοινωνείται στον άνθρωπο μέσα στην ιστορία, και ο άνθρωπος βιώνει μέσα στην ιστορία την αποκάλυψη και τη χάρη του Θεού, τότε —καθώς ο άνθρωπος είναι πάντοτε ιστορικός— έχει πάντοτε εμπειρία της θείας αποκάλυψης και της χάρης· ποτέ δεν υπήρξε χωρισμένος απ’ αυτήν. Αυτό το θέμα της “καθαρής φύσης” έχει προκαλέσει μακρές συζητήσεις στους θεολόγους. Από μια άποψη, μπορεί να υποστηριχθεί δικαίως ότι δεν υπάρχει φύση χωρίς χάρη.[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ,ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ]

Και ο Rahner το λέει — αλλά με διαφορετική αφετηρία. Αν σκεφτούμε, για παράδειγμα, την κατάσταση του ανθρώπου στον Παράδεισο (Εδέμ), ούτε εκεί υπήρχε φύση χωρίς χάρη. Μετά την πτώση, η φύση έχει ανάγκη της χάρης. Και στη δόξα, στο τέλος των χρόνων, πάλι δεν θα υπάρχει “καθαρή” φύση, αλλά φύση πλήρως εμποτισμένη από τη χάρη. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως η καθαρή φύση δεν υπήρξε ποτέ. Όμως ο Rahner δεν το λέει γι’ αυτόν τον λόγο. Για εκείνον, δεν υπάρχει καθαρή φύση επειδή ο άνθρωπος ζει σε μια ιστορία μέσα στην οποία ο Θεός επικοινωνεί πάντοτε τη χάρη Του σε όλους.

Η αιτία, λοιπόν, για την οποία απορρίπτει την ιδέα της καθαρής φύσης, προέρχεται από τη διάσταση του υπερβατολογικού, δηλαδή από το γεγονός ότι η αποκάλυψη και η παρουσία του Θεού βρίσκονται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Θεός βρίσκεται εκεί όπου βρίσκεται ο άνθρωπος. Με αυτή την έννοια, ο Rahner λέει ότι το φυσικό επίπεδο είναι ήδη, και ανέκαθεν, διαποτισμένο από τη χάρη. Έτσι, βλέπουμε και εδώ —στο ζήτημα της “καθαρής φύσης”— τις δύο αντιπαρατιθέμενες προσεγγίσεις:
την παραδοσιακή,
και την προσέγγιση του Rahner.


Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη είναι η εξής: όταν ο Rahner χρησιμοποιεί τον όρο φύση, —όπως πλέον γνωρίζουμε— δεν το κάνει σύμφωνα με τις κατηγορίες της ρεαλιστικής μεταφυσικής.

Για τη ρεαλιστική και καθολική φιλοσοφία, η φύση —λ.χ. η ανθρώπινη φύση— ήταν η ουσία του ανθρώπου, αυτή που προσανατολίζει την πράξη του. Αντίθετα, στον Rahner η φύση γίνεται συνώνυμη της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή του ανθρώπου ως υπάρχοντος. Όπως έλεγε ο πατήρ Φάμπρο, ο Rahner υποστηρίζει ότι η ύπαρξη είναι η ουσία και αρνείται ότι υπάρχει μια ουσία προγενέστερη και θεμελιώδης της ύπαρξης.

Αυτή η θέση συναντάται και στον Σαρτρ: άρνηση της ουσίας και μείωση της ουσίας στην ύπαρξη. Το Είναι και Χρόνος του Χάιντεγκερ είναι εμποτισμένο ακριβώς από αυτήν την ιδέα: ότι η «ουσία» του ανθρώπου είναι η ύπαρξή του, δηλαδή ότι είναι χρόνος.

Άρα, για τον Rahner, φύση = ανθρώπινη ύπαρξη, σύμφωνα με τη χαϊντεγκεριανή οπτική — αυτή είναι η πρώτη διευκρίνιση. Η δεύτερη: εδώ επανέρχεται μια παλαιά ιδέα, του πατρός de Lubac, στο βιβλίο του Surnaturel, αφιερωμένο στο υπερφυσικό, όπου τείνει —με όλες τις σχετικές σημερινές συζητήσεις— να σκεφθεί το υπερφυσικό ως απαίτηση της φύσης.

Μπορεί κανείς να κατανοήσει τη σύλληψη της φύσης στον Rahner ως τοποθετημένη στην ίδια γραμμή: το υπερφυσικό γίνεται ένα υπαρξιακό υπερβατολογικό, καθιστώμενο αναγκαίο από την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στον χρόνο και την ιστορία. Υπάρχει, για τον Rahner, ένα υπερφυσικό υπαρξιακό· έτσι, το υπερφυσικό δεν είναι πια ένα μεταφυσικό επίπεδο «άπειρο σε σχέση με το πεπερασμένο», αλλά ένα υπαρξιακό a priori. Και, εφόσον ονομάζουμε —όπως εκείνος— την ανθρώπινη ύπαρξη «ανθρώπινη φύση», τότε ο Θεός είναι πάντοτε παρών στην ανθρώπινη φύση και απ’ αυτήν απαιτείται. Είναι προφανές ότι αυτή η θέαση της χάριτος έχει σημαντικές συνέπειες.

Ας δούμε μερικές συνοπτικά. Στη διαφάνεια 4 παρατίθεται ένα απόσπασμα του Rahner, αρκετά εύγλωττο και πάλι. Η πρώτη συνέπεια είναι ότι εξαφανίζεται η διάκριση ανάμεσα σε ιερά ιστορία και βέβηλη/κοσμική ιστορία.

Η παραδοσιακή καθολική θεολογία μας είχε συνηθίσει να διακρίνουμε την ιστορία του κόσμου —πολιτική, οικονομία, πόλεμοι— από την Ιερά Ιστορία, την ιστορία της σωτηρίας που αρχίζει με τον Αβραάμ. Τώρα όμως, εφόσον ο Θεός αυτό-επικοινωνείται μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η διάκριση αυτή παύει να υφίσταται. Στη διαφάνεια 4 διαβάζουμε: «Ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό ως προς εκείνον που αυτό-επικοινωνείται εν χάριτι.»

Ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό — όχι ο Ιησούς Χριστός μεσιτεύει προς τον Θεό. Με αυτή την έννοια, ο χριστιανισμός δεν γνωρίζει κανέναν περιχαρακωμένο ιερό τομέα. Το ιερό δεν υπάρχει πλέον.

Τα πάντα είναι “προφανή/κοσμικά”, μέσα στα οποία μόνο μπορούμε να βρούμε τον Θεό. Ένας «τομέας» όπου μόνο εκεί θα μπορούσαμε να βρούμε τον Θεό δεν υπάρχει πια. Ο Θεός δεν συναντάται “μέσα στον κόσμο και την ιστορία” ως ιεροποιημένα αντικείμενα, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με ιεροποίηση του κόσμου και της ιστορίας. Ο Θεός επικοινωνεί και φανερώνεται μέσω των γεγονότων της ιστορίας. Άρα, δέσμευση για τον Θεό σημαίνει δέσμευση για τον άνθρωπο· δέσμευση για τη σωτηρία σημαίνει δέσμευση για τη δικαιοσύνη.

Εδώ βλέπουμε την καταγωγή όλων εκείνων των θεολογικών ρευμάτων, αμέσως μετά τη Σύνοδο, που μετέτρεψαν τον χριστιανισμό σε μια οριζόντια δέσμευση υπέρ του ανθρώπου[ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ]. Ο Θεός συναντάται στον άνθρωπο, δηλαδή στον κόσμο και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στη διαφάνεια 5 παρατίθενται δύο ακόμη πολύ σημαντικές φράσεις του Rahner:

«Η ιστορία της σωτηρίας, ως τέτοια, είναι αναγκαστικά συνυφασμένη με την ιστορία εν γένει, και όχι απλώς εκεί όπου αυτή εκτυλίσσεται με ρητώς θρησκευτικό τρόπο.» Δηλαδή, ακόμη και στις πρωτόγονες κοινωνίες, στις άλλες θρησκείες, στις ανιμιστικές θρησκείες, και —για παράδειγμα— ακόμη και στον αθεϊσμό, σε όλες τις μορφές του· ακόμη κι αν δεν πρόκειται για ρητώς θρησκευτικά γεγονότα ή τρόπους, εκεί επίσης είναι παρούσα η χάρη.
«Όπου εκτυλίσσεται μια ατομική και συλλογική ιστορία της ανθρωπότητας, εκεί αναπτύσσεται όχι μόνο μια ιστορία της σωτηρίας, αλλά και μια ιστορία της αποκάλυψης, με την κυριολεκτική σημασία του όρου.»

Ο Θεός, λοιπόν, αποκαλύπτεται στα ιστορικά γεγονότα. Από εδώ πηγάζει η ιδέα πολλών ιδεολόγων ότι η Εκκλησία “καθυστερεί” έναντι του κόσμου: ο Θεός, λένε, έχει αποκαλυφθεί στον κόσμο με τους δικούς του τρόπους, ενώ η Εκκλησία —θεωρώντας ότι κατέχει προνομιακό ρόλο στη θεία αποκάλυψη— δεν στρέφει επαρκώς το βλέμμα της στον κόσμο ούτε αφήνεται να «εκπαιδευτεί» από αυτόν. Εδώ θεμελιώνεται και η περίφημη διδασκαλία των «ανώνυμων χριστιανών» — ίσως η πιο γνωστή διδασκαλία του Rahner.

Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει, τότε, να είσαι ήδη —κατά κάποιον τρόπο— χριστιανός, πριν από το βάπτισμα, διότι ο Θεός αυτό-επικοινωνείται και χορηγεί τη χάρη του στους ανθρώπους πάντα και σε όλους. Είναι λοιπόν ο «ανώνυμος χριστιανός» χριστιανός χωρίς να το ξέρει; Ναι — ίσως χωρίς να το γνωρίζει ρητώς. Διότι ο Θεός δεν αυτό-επικοινωνείται με άμεσες παρεμβάσεις, αλλά πάντοτε και προς όλους, εντός της συλλογικής και προσωπικής ιστορίας.

Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται αποκλειστικά στην Καθολική Εκκλησία· ούτε καν κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, αλλά και στις άλλες θρησκείες και στον αθεϊσμό. Έτσι, η φιλοσοφία του Rahner οδηγεί σε μια ολική εκκοσμίκευση του χριστιανικού μηνύματος: ο Θεός δεν αποκαλύπτεται “άνωθεν” ή “εκτός” ή “εκ του επέκεινα”, αλλά μέσα στον κόσμο, και αυτή η αποκάλυψή του ευρίσκεται στον άνθρωπο.

Η πίστη δεν μαθαίνεται από τις Γραφές, ούτε από το κήρυγμα της Εκκλησίας·
η πίστη είναι η εννοιολογική διατύπωση εκείνης της υπερβατολογικής, υπερφυσικής, άθεματικής και προεννοιακής εμπειρίας.

Οι δογματικές διατυπώσεις, οι διδασκαλίες —δηλαδή οι αποκαλυμμένες αλήθειες που το Εκκλησιαστικό Διδασκαλείο εκφράζει σε εννοιολογική μορφή— παραμένουν πάντοτε ανεπαρκείς σε σχέση με εκείνη την υπερβατολογική a priori εμπειρία, που είναι υποκειμενική. Σκοπός τους είναι απλώς να ανασύρουν στη συνείδηση εκείνη την εμπειρία. Έτσι, όταν η Εκκλησία καθορίζει δόγματα, δεν μπορεί να το κάνει “για πάντα”, γιατί αυτά είναι ιστορικά καθορισμένα και ανεπαρκή απέναντι στη διαχρονική, υπαρξιακή και υπερβατολογική υπέρβαση, που δεν μπορεί να περιοριστεί σε καμία από αυτές τις συγκεκριμένες διατυπώσεις.

Βλέπετε, λοιπόν, πόσο ριζική είναι η ανατροπή — την οποία, επιτρέψτε μου, θα συνοψίσω σύντομα στο τέλος. Δεν ήταν δυνατό να μη γίνει λόγος για τις θεολογικές συνέπειες· το κάναμε βιαστικά, αλλά ο καθένας σας μπορεί να εμβαθύνει περισσότερο προσωπικά. Λοιπόν, για να κλείσουμε, ας κάνουμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση: ας θυμηθούμε πώς η θεώρηση του Rahner ανατρέπει πλήρως την καθολική θεολογία σε πολλαπλά σημεία.

Πρώτο σημείο: η φυσική γνώση του Θεού.
Η φυσική θεολογία καταργείται.
Ακυρώνεται η a posteriori απόδειξη της ύπαρξης του Θεού — οι πέντε οδοί του Αγίου Θωμά δεν έχουν πια ισχύ.

Δεύτερο: η σχέση φύσης και υπερφύσεως. Αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται. Γιατί το υπερφυσικό νοείται πλέον ως ένα υπαρξιακό a priori, που καθιστά δυνατή την ύπαρξη του ανθρώπου.
Τρίτο: τα δόγματα.
Δεν αποτελούν πια την αφετηρία της πίστης, αλλά απορρέουν από αυτήν. Κι εφόσον η πίστη είναι ιστορικό γεγονός, τα δόγματα μπορούν να αλλάξουν — είναι φυσιολογικό να μεταβάλλονται.

Τέταρτο: η χάρη.
Δεν θεωρείται πια ένα οντολογικά νέο επίπεδο σε σχέση με τη φύση του ανθρώπου — όπως, για παράδειγμα, όταν λέμε πως με το βάπτισμα «γεννιέται ένα νέο κτίσμα», και ο «παλαιός άνθρωπος» εξαφανίζεται για να υπάρξει ένας νέος, θεοφόρος άνθρωπος.
Αυτή η θεώρηση δεν μπορεί πλέον να γίνει αποδεκτή.

Η χάρη δεν είναι ένα ανώτερο επίπεδο πέρα από τη φύση, αλλά κάτι που δίδεται σε όλους, πάντοτε, μέσα στην ίδια την ύπαρξη.

Πέμπτο:
Δεν μπορούμε πια να μιλάμε για ουράνια πνεύματα ή αγγέλους, γιατί δεν υπάρχει πλέον μια οντολογική διάσταση της υπέρβασης: ακόμη και οι άγγελοι θα εννοούνταν μόνο στο πλαίσιο της ύπαρξης.

Έκτο:
Ο Χριστός νοείται ως η μόνη πλήρως επιτυχημένη περίπτωση εκείνου που θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε άνθρωπο.

Έβδομο:
Η δημιουργία αρνείται, γιατί δεν υπάρχει πλέον μεταφυσικό πλαίσιο.
Η φράση «δημιουργία εκ του μηδενός» δεν είναι καθόλου αποδεκτή στη Rahnerεια αντίληψη. Η κτιστότητα, δηλαδή το να αισθάνεται κανείς πλάσμα, εξαρτημένο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια υπερβατολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.


Έτσι, για να κλείσουμε: σε αυτές τις τρεις διαλέξεις επισημάναμε τον εμμενή, ιστορικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Rahner, που συνεπάγεται και μια εμμενή και ιστορική θεολογία.

Μπορούμε να συνοψίσουμε όλο αυτό ως εξής — ας δοκιμάσουμε:

Ολόκληρη η νεότερη, η χαϊντεγκεριανή και η θεώρηση του Rahner μετατρέπει την αλήθεια σε ερμηνεία. Η αλήθεια, καθεαυτή, προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάτι μη ιστορικό, σε κάτι αμετάβλητο, σε κάτι μεταφυσικό· σε θεμέλια που δεν υπόκεινται στον χρόνο. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε δεν υπάρχει πια “αλήθεια”, αλλά μόνο ερμηνείες. Διότι αυτό που διακρίνει την αλήθεια από την ερμηνεία είναι ότι η ερμηνεία μεταβάλλεται: ο καθένας ερμηνεύει με βάση τις προϋπάρχουσες ιδέες του, οι οποίες προέρχονται από το υπαρξιακό του πλαίσιο.

Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια τεράστια μετάβαση: από την αλήθεια στην ερμηνεία. Και σήμερα, ο χριστιανισμός γίνεται κατανοητός ως ερμηνεία. Σας το αναφέρω, γιατί προαναγγέλλω την έκδοση ενός νέου μου βιβλίου από τις εκδόσεις Fede e Cultura, με τίτλο «Αλήθεια ή Ερμηνεία» — (δεν σας αποκαλύπτω τον υπότιτλο, δεν χρειάζεται).

Αυτό το λέω για να δείξω ότι οι σκέψεις που κάναμε, περιορισμένες βέβαια σε τρεις μόνον συναντήσεις, πηγάζουν από ένα ευρύτερο πλαίσιο στοχασμού, το οποίο θα βρείτε αναπτυγμένο σε εκείνο το βιβλίο, στο οποίο εκ των προτέρων σας παραπέμπω αν θελήσετε να εμβαθύνετε.

Σας ευχαριστώ θερμά όλους για τη σταθερότητα και τη συμμετοχή σας.
Εις το επανιδείν.

ΑΣ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΟΥΝ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΕΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΑΣ ΕΝΝΟΗΣΟΥΝ ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ. Η ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΞΑΙΡΕΙΤΑΙ. ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΥΠΟΨΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: