Συνέχεια από Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013
Henri de Lubac
Henri de Lubac
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
Στό βιβλίο στό οποίο κατέγραψε τίς αναμνήσεις της γιά τον
γερμανό φιλόσοφο, η Lou Andreas-Salome (πηγή εμπνεύσεως και τού Φρόϋντ, η νέα
Σαλώμη τής στροφής τής Δύσεως προς τόν αθεϊσμό. Ζήτησε καί έλαβε τήν κεφαλή τού
Κυρίου), αφηγείται πώς ο Νίτσε, το 1882 όταν είχε τελειώσει τό γράψιμο τής «Χαρούμενης
επιστήμης», «πίστευε πώς είχε φθάσει στίς όχθες ενός ξένου κόσμου, χωρίς όνομα
ακόμη, εκπληκτικό, από τον οποίο είναι γνωστό μόνον πως βρίσκεται πέρα από
ο,τιδήποτε μπορεί νά συζητηθεί καί νά καταστραφεί από τήν σκέψη. Μιά πλατειά
θάλασσα, φαινομενικώς χωρίς οχθες, ανάμεσα σ’αυτόν καί σέ κάθε δυνατότητα μιάς
ανανεωμένης διανοητικής κριτικής – πέρα από κάθε κριτική. Πίστευε πώς είχε βρεί
σταθερή γή, θεμέλιο». Μιά τέτοια συμπεριφορά δέν ήταν εντελώς καινούρια, αλλά την
βρίσκουμε ήδη κάποιους μήνες νωρίτερα, παρούσα, όταν ο Νίτσε αισθάνεται πώς τόν
τελευταίο καιρό είναι πλέον ένας νέος άνθρωπος. Είχε εισέλθει σέ ένα άλλο
σύμπαν. Όσον αφορά δέ τό βαθύ του είναι, αισθάνεται νά έχει διαρρήξει κάθε
δεσμό μέ τούς ζωντανούς. «Άς αφήσουμε επιτέλους τόν κύριο Νίτσε νά φύγει.... άς
αδιαφορήσουμε». Δέν είναι πλέον ο
καθηγητής μέ την ασταθή υγεία, πλούσιος σέ πρωτότυπες ιδέες, τίς οποίες
γνώρισαν οι φίλοι του στίς διάφορες διαμονές του. Δέν είναι πλέον ένας συγγραφέας,
ένας φιλόσοφος, ένας κριτικός. Δέν είναι πλέον ο μαθητής τών γάλλων ηθικολόγων,
ή κάποιου δασκάλου, όποιου κι άν είναι αυτός. Ο ρομαντισμός στήν Βασιλεία κάι ο
θετικισμός πού ακολούθησε δέν ξεπεράστηκαν απλώς, μεταμορφούμενοι, όπως συμβαίνει
στή διάρκεια κάθε διανοητικής εξελίξεως.
Σ’άυτόν είχε υπεισέλθει μιά προσωπικότης χωρίς κοινό
μέτρο μέ όλα αυτά πού αποτελούσαν τήν ζωή του καί αυτό τόν καθιστούσε τόν «μοναχικό
ανάμεσα στούς μοναχικούς». Μιά βαρύτης άγνωστη μέχρι εκείνη τήν στιγμή, τόν
κατέλαβε. Θεωρεί τον εαυτό του φορέα μιάς εκπληκτικής αποκαλύψεως, υπεύθυνο γιά
μιά μοναδική αποστολή. «Η ώρα μου ήλθε», γράφει μεγαλοπρεπώς στήν αδελφή του «σήμερα
βρίσκεται μέσα μου τό κορυφαίο σημείο τής σκέψης καί τής ηθικής προσπάθειας τής
Ευρώπης καί πολλά άλλα ακόμη. Θά φτάσει ίσως η μέρα κατά τήν οποία οι ίδιοι οι
αετοί μέ φόβο θά υψώνουν τά μάτια τους πρός εμένα». Καί τήν ίδια στιγμή
περίπου, γράφει σέ ένα του γράμμα πρός τόν Peter Gast, ξαφνιάζοντάς μας ξανά.
... ό ήλιος τού Αυγούστου λάμπει πάνω στίς κεφαλές μας, ο
χρόνος αλλάζει, πάνω στά βουνά κάι στά δάση εγκαθίστανται η σιωπή καί η ησυχία.
Είδα νά ανεβαίνουν πάνω στόν ορίζοντά μου σκέψεις πού δέν είχα ξαναδεί. Πρέπει
νά ζήσω ακόμη μερικά χρόνια. Αλλοίμονο, φίλε, κάθε τόσο μέ ξαφνιάζει η ιδέα πώς
τελικώς ζώ μιά ζωή ιδιαιτέρως επικίνδυνη, διότι είμαι από εκείνες τίς μηχανές
οι οποίες από τήν μιά στιγμή στήν άλλη
μπορούν νά τιναχτούν σέ χίλια κομμάτια. Η ένταση αυτού πού ζώ μού φέρνει
ανατριχίλα καί πολύ γέλιο. Πόσες φορές δέν κατόρθωσα νά αφήσω τό δωμάτιό μου,
γιά τον απλούστατο λόγο ότι είχα τά μάτια μου ερεθισμένα, καί γιατί; Διότι κάθε φορά την προηγούμενη μέρα είχα κλάψει
τόσο πολύ κατά τήν διάρκεια τών περιπάτων μου καί γιά νά πώ τήν αλήθεια, όχι μέ
δάκρυα λύπης αλλά μέ δάκρυα χαράς. Καί ταυτόχρονα τραγουδούσα καί έλεγα ανοησίες,
γεμάτος από ένα νέο όραμα πού είχα, πρίν από όλους τούς ανθρώπους.
Θά γράψει επιπλέον στόν Overbeck από τήν Νίκαια τής Γαλλίας
τον Μάρτιο τού 1884 : «δέν ξέρω γιατί αυτό
συμβαίνει ακριβώς σέ μένα, αλλά ίσως νά είμαι ο πρώτος πού έχω ήδη τήν σκέψη η
οποία θά χωρίσει στά δύο τήν ιστορία τής ανθρωπότητος. (Η ΝΕΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ)
Τί συνέβη; Άς προσέξουμε τίς λέξεις τής τελευταίας φράσεως
: «ένα καινούριο όραμα». Πρόκειται πράγματι γιά ένα όραμα ή γιά κάτι ανάλογο; γιά
κάτι ακόμη περισσότερο, στό ξεκίνημά του. Γιά μιά έκσταση ίσως. Έναν φωτισμό,
μιά αστραπιαία έμπνευση. Ένα αντικείμενο πού απεκαλύφθη «πρίν από όλους τούς άλλους ανθρώπους».
Τό γεγονός συνέβη τίς πρώτες ημέρες τού Αυγούστου τού
1881. Πρός τά τέλη Ιουλίου ο Νίτσε είχε φύγει από τήν περιοχή τής Βενετίας όπου
διέμενε μέ τόν Peter Gast. Μόλις είχε εκδοθεί η ‘‘Ροδαυγή’’. Γιά Τρίτη φορά
είχε κάνει τήν ανάβαση στήν Alta Engadina, στό Sils Maria. Αγαπούσε
πολύ εκείνη τήν περιοχή μέ τό κρυστάλλινο φώς, τό χιόνι, τά μπλέ νερά καί τά μαύρα πεύκα, μέ τά πράσινα
ανθισμένα λειβάδια, όπου ενώνονται τό μεγαλείο κάι η χάρις. Είχε ξεκινήσει κάι
τούς μοναχικούς του περιπάτους. Ήταν τότε λοιπόν πού μιά μέρα, μόλις είχε
τελειώσει νά περπατά στό δάσος δίπλα στήν λίμνη του Silvaplana καί ξεκουραζόταν
κάτω από τόν βράχο τού Surlej, συμβαίνει το
γεγονός πού τόν άλλαξε. Κανείς δέν υπήρξε μάρτυρας αυτού. Κανένα κείμενο δέν
μάς τό περιγράφει άμεσα. Αλλά ότι υπήρξε ένα σόκ καί βαθύ μάλιστα, τό μαρτυρεί
μιά σελίδα του «Ιδού ο άνθρωπος». Μιά σελίδα η οποία αναφέρεται συχνά, καί ή οποία
αξίζει νά τήν δούμε γιά άλλη μιά φορά.
«...κάτι τό οποίο ταυτοχρόνως, μέ απερίγραπτη σιγουριά
καί λεπτότητα, γίνεται ορατό, ακούγεται, κάτι πού μάς συγκλονίζει μέχρι τά
βάθη, είναι μιά απλή περιγραφή πού καθιστά απλώς πρόδηλο τό γεγονός. Γίνεται
αντιληπτό, δέν ψάχνεται, προσλαμβάνεται, δέν αναρωτιόμαστε από ποιόν δόθηκε. Μιά
σκέψη λάμπει σάν αστραπή, αναγκαίως, χωρίς μορφικούς δισταγμούς – εγώ δέν είχα
ποτέ επιλογή. Μιά απαγωγή, μιά αρπαγή, η απέραντη ένταση τής οποίας εκτονώνεται
πολύ συχνά σέ έναν χείμαρρο δακρύων, η οποία κάποιες φορές αναγκάζει τό βήμα νά
επιταχυνθεί, μερικές φορές τό επιβραδύνει. Μιά ολοκληρωτική έξοδος από τόν
εαυτό μέ τήν πιό ακριβή συνείδηση απειράριθμων ρευμάτων ανατριχίλας νά περνούν
μέχρι τήν άκρη τών ποδιών. Μιά άβυσσος ευτυχίας όπου αυτό πού πονά περισσότερο
καί βαραίνει δέν έχει τήν αίσθηση τής αντιθέσεως , αλλά ενός αναγκαίου χρώματος,
θελημένου, δημιουργημένου, στήν μέση μιάς απίστευτης αυθονίας φωτός .... όλα
συμβαίνουν μέ έναν αθέλητο τρόπο, στόν υπέρτατο βαθμό, αλλά σάν μιά καταιγίδα ελευθερίας,
απροϋπόθετα, δυνάμεως καί θεότητος ... αυτή είναι η εμπειρία μου τής εμπνεύσεως.»
[Αυτή είναι η εμπειρία τού Νού, η ‘‘θύραθεν’’ εμπειρία τής αποκτήσεως Νού. Τήν οποία
όμως λόγω μεγαλομανίας ο σύγχρονος άνθρωπος, όχι μόνο τήν ταυτίζει μέ τήν
εμπειρία τού επέκεινα τής ουσίας, αλλά καί μέ τόν αληθινό Θεό. Πρόκειται απλώς γιά
την ολοκλήρωση τής γνώσεως τής συστάσεως τού ανθρώπου].
Συγγραφείς καί μελετητές όπως ο A. Quinot, συνδέουν αυτό τό
απόσπασμα μέ τήν μεταγενέστερη έκσταση τού Rapallo, γιά τήν οποία θά μιλήσουμε
στήν συνέχεια, ενώ άλλοι τήν δέχονται σάν τήν εμπειρία τού Surlej. Δέν υπάρχει
αντίφαση στά λεγόμενά τους, διότι ο Νίτσε δέν επιθυμεί νά στερεώσει μιά
ανάμνηση μοναδική καί καθορισμένη, αλλά θέλει νά αναλύσει έναν συγκεκριμένο
τύπο εμπειρίας, ο οποίος επανελήφθη πολλές φορές καί μάλιστα μέ εναλλαγές. Ο Νίτσε
γιά τήν ώρα περιορίστηκε στήν ψυχολογική
πλευρά τής εμπνεύσεως , δέν μάς λέει τό παραμικρό γιά τό περιεχόμενο τής εκστάσεώς
του. Ούτε στούς επόμενους μήνες πού ακολουθούν αναφέρεται στό μήνυμα πού έλαβε.
«Στόν ορίζοντά μου παρουσιάστηκαν σκέψεις πού δέν είχα αντικρύσει ακόμη ποτέ μου.
Δέν θέλω νά πώ τίποτε.» , γράφει στόν Peter Gast.
Στήν συνέχεια θά φτάσει νά πεί πώς έψαξε μάταια, άμεσα
στούς ανθρώπους, νά βρεί κάποιους μέ πνεύμα αρκετά βαθύ, ώστε νά μπορέσει νά
μοιραστεί μαζί τους τή σκέψη του, χωρίς νά γίνει αιτία νά πεθάνουν. Φαίνεται
όμως επίσης πώς πάνω απ’όλα χρειάστηκε νά συνέλθει από τήν πρώτη του έκπληξη, πώς
χρειάστηκε νά προσπαθήσει νά βρεί μιά νέα εσωτερική ισορροπία. Η αποκάλυψη πού
τόν κατοικεί, λέει σέ κάποια στιγμή, απαιτεί δεκάδες αιώνων γιά νά λάβει μορφή.
Σ’ άυτόν τόν ίδιο χρειάζεται λόγος χρόνος γιά νά τήν αφομοιώσει, νά τήν
σκεφτεί, νά της βρεί μιά διατύπωση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου