ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (22)
Henri de Lubac
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Θα πει κάποιος πως αυτές είναι σκέψεις πολύ γενικές. Μερικές εξ αυτών δεν είναι δυστυχώς πολύ πρακτικές και άμεσα εφαρμόσιμες. Αλλά είναι επίσης και ένα αρκετά ατελές πλαίσιο σύμφωνα με τον Χριστιανισμό. Η ανεπάρκεια δεν εξαρτάται τόσο από την μερικότητα που επιβάλλει ένα αναπόφευκτο μοίρασμα των θεμάτων, όσο από την υιοθετημένη προοπτική. Και πραγματικά πώς είναι δυνατόν να διεισδύσουμε βαθειά σε ένα σημείο της αποκεκαλυμμένης διδασκαλίας, όταν, αντί να το μελετήσουμε καθαυτό, του ζητάμε μια κριτική πάνω στα γεγονότα, πάνω σε ιδέες, γύρω από στάσεις και τοποθεσίες, τα οποία εκ πρώτης όψεως, είναι μιας εντελώς άλλης τάξεως;[ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ] Παρόμοιες αντιπαραθέσεις είναι νόμιμες, πολύ συχνά είναι και αναγκαίες, εάν είναι αλήθεια πως τα μεγάλα προβλήματα της χρονικής μας ζωής δεν μπορούν να λυθούν παρά μόνον στο φως της πλήρους μας μοίρας, του προορισμού μας, και πως ο Χριστιανισμός, σαν αντιστάθμισμα, δεν βιώνεται πραγματικά παρά μόνον εάν είναι ολοκληρωτικώς ενσαρκωμένος.
Πρέπει
να κατανοήσουμε σωστά όμως αυτή την ενσάρκωση του Χριστιανισμού και να
μην οδηγηθούμε στην πλάνη γύρω από το μυστήριο της ενσαρκώσεως του
Κυρίου. Ο Merleau-Ponty, σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό «Les Temps modernes» του 1946. Πίστη και Καλοπιστία, κατηγορεί
τον Χριστιανισμό ότι ενώνει σε γενναιόδωρα συναισθήματα μια συντηρητική
συμπεριφορά και μάλιστα αντι-επαναστατική. Και προσπαθώντας να εξηγήσει
αυτό το παράδοξο επικαλείται τις αντινομίες της θεολογίας, η οποία
εξαρτάται πότε από την θρησκεία του Πατρός, πότε από την θρησκεία του
Υιού, πότε επιμένει δηλαδή στην υπερβατικότητα και πότε στην ενσάρκωση
του Θεού. Στο άρθρο αυτό απάντησε ο P. Jean Danielou στο περιοδικό «Dieu Vivant», n. 8, Υπερβατικότης και Ενσάρκωση, όπου αποδεικνύει πως στην περίπτωση του Merleau-Ponty εκπρόκειτο
για μια τέλεια άγνοια του Χριστιανικού μυστηρίου. «Ας το πούμε
ξεκάθαρα, έγραψε, αυτός ο συσχετισμός της υπερβατικής πλευράς του
Χριστιανικού μυστηρίου με την αντιδραστική πολιτική, και της
ενσαρκωμένης πλευράς με την επαναστατική πολιτική δεν σημαίνει τίποτε.
Για τον Χριστιανό υπερβατικότης και ενσάρκωση αποτελούν μέρος της ίδιας
τάξεως μιας πραγματικότητας η οποία αντιτίθεται στην πολιτική
πραγματικότητα, επαναστατική ή όχι. Η
ενσάρκωση δεν είναι μια μείωση του υπερβατικού σε ενύπαρξη, σε εμμένεια,
αλλά η πρόσληψη του ενυπάρχοντος εκ μέρους του υπερβατικού, του
ανθρώπου εκ μέρους του Θεού. Διότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να γίνει ο
άνθρωπος Θεός. Μια ανάλογη σύγχυση είχε κάνει και ο Compte,
ο οποίος έβλεπε στο δόγμα της ενσαρκώσεως μια μορφή περάσματος για την
αντικατάσταση της ανθρωπότητος του υπερβατικού Θεού. Ας προσθέσουμε πως
εδώ και εκεί πράγματι υπάρχει αυτή η σύγχυση ανάμεσα στους Χριστιανούς.
Δεν
είναι όμως λιγότερο αληθινό επίσης πως αυτές οι αντιπαραθέσεις
κινδυνεύουν πάντοτε να ξεγελάσουν και να οδηγήσουν σε σύγχυση την
διάκριση που είναι τόσο αναγκαία, ανάμεσα στο φυσικό επίπεδο και στο
υπερβατικό. Σήμερα λοιπόν, πολλές τοποθετήσεις γύρω από τις πράξεις που
είναι αναγκαίες στην χρονικότητα της ζωής μας, πολλές κρίσεις που έχουν
εκφραστεί γύρω από την αξία της ιστορίας, ή την αξία της επιστημονικής
έρευνας, ή της κοινωνικής προσπάθειας, μας φαίνονται να διαψεύδονται
διότι λείπει ακριβώς ένα ακριβές δόγμα γύρω από αυτό ακριβώς το θέμα.
Ενώ
μερικοί τείνουν να μεταφέρουν στις σκοπιμότητες της ανθρώπινης
δραστηριότητας όλη την ορμή της πίστεως που προκάλεσε στις καρδιές μας
το Ευαγγέλιο, άλλοι υποτιμώντας εντελώς αυτή την δραστηριότητα φαίνονται
διατεθειμένοι να δηλώσουν πως ο Χριστιανός εδώ κάτω δεν έχει τίποτε
πλέον να κάνει, δεδομένου ότι η ιστορία, η οποία δεν αξίζει τίποτε εάν
δεν είναι ιστορία της σωτηρίας, είναι ολοκληρωμένη στην πραγματικότητα,
μετά την Ανάσταση του Κυρίου.
Από
μια άποψη, είναι ο πειρασμός μιας νέας φυσιοκρατίας την οποία τρέφει
πάντοτε με το πάθος της, η χριστιανική ελπίδα ,αποκομμένη από τον σκοπό
της, και από μία άλλη άποψη μια αδιαφορία για τις γήινες ευθύνες μας
μέσω των οποίων πρέπει να προέλθει η σωτηρία της δημιουργίας. Γι’ αυτό
θα είναι χρήσιμο ολοκληρώνοντας, να υπολογίσουμε τουλάχιστον μία από τις
πλευρές και με όλη την δύναμη τής αρχής, την θεμελιώδη διάκριση που
πρέπει να οδηγεί όλη μας την συμπεριφορά.
Ο
Αυγουστίνος που βρίσκεται στην καταγωγή, στην αρχή όλων μας τών
προοδευτικών φιλοσοφιών της ιστορίας, δεν συμφωνούσε καθόλου με τις
αρχαίες πεποιθήσεις που τον υποχρέωναν να δει στην ιστορία αυτού του
κόσμου, την ιστορίας μιας παρατεταμένης παρακμής. [Γι’ αυτό την ξεκίνησε ο
ίδιος]. Και η αγάπη που είχε για την Ρώμη, «την αληθινή πατρίδα του
πνεύματος» δεν μπορούσε παρά να του αυξήσει την αισιοδοξία μετά την
καταστροφή και την λεηλασία αυτής της αγαπημένης πόλης από τον Αλάριχο
και την αυτοκρατορία κατακτημένη από τους Βαρβάρους. Από αυτό είχε
συναγάγει τότε ένα διπλό μάθημα: μιας αποστάσεως και της ελπίδος. «Μην προσκολλάσαι, έλεγε, σ’ αυτόν τον αιωνόβιο γέρο που είναι ο κόσμος. Μην
αρνείσαι να ξανανιώσεις, να ξαναγίνεις παιδί εν Χριστώ ο οποίος μας λέει
:ο κόσμος τελειώνει, ο κόσμος γερνάει, ο κόσμος χάνεται, ο κόσμος είναι
άρρωστος και πάσχει από βαρύ άσθμα του στήθους. Μην φοβάσαι τίποτε: η
νεότης σου θα ανανεωθεί όπως εκείνη του αετού» (Κηρύγματα, Serm.81,κ. 8).
Οπωσδήποτε
αυτοί οι στοχασμοί είναι πάντοτε χρήσιμοι. Διότι όποια και αν είναι η
πρόοδος για την οποία μπορεί να υπερηφανευθεί ο άνθρωπος ή από την οποία
μπορεί να συγκεντρώσει καρπούς, θα παραμείνει για πάντα αληθινό, πως,
κάθε μέρα, μέσα στα χέρια, μας ανάμεσά τους, ο κόσμος χάνεται. Από το
άλλο μέρος όμως, μια πιο θετική οπτική του ανθρώπινου γίγνεσθαι, την
οποία δεν μπορούσε να έχει στην εποχή του ο Αυγουστίνος, δεν καθιστά
λιγότερο αναγκαία την προσφυγή μας στην χριστιανική ελπίδα, με όλη την
απογοήτευση που προϋποθέτει. Το αυθεντικό υπερφυσικό βασίλειο δεν
θεμελιώνεται ποτέ πάνω στην υποτίμηση της φύσεως. Αντιθέτως, όσο το
δοχείο είναι φαρδύτερο τόσο περισσότερο γέμισμα θέλει!
Συνεχίζεται καί ολοκληρώνεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου