Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ
ΚΑΝΤ
ΤΟΥ Maurizio Ferraris.
Όταν πέθανε,
ογδοντάρης, στις 12 Φεβρουαρίου 1804, ο Κάντ ήταν χωρίς μνήμη, όσο ήταν και
στον καιρό μας ο Ρόναλντ Ρήγκαν. Για να επανορθώσει σημείωνε τα πάντα σε ένα
μεγάλο τετράδιο, όπου ανακατεύονται μεταφυσικοί στοχασμοί με λογαριασμούς
πλυντηρίου. Ήταν η μεταγχολική παρωδία εκείνου που ο Κάντ θεωρούσε σαν την
υπέρτατη αρχή της φιλοσοφίας του, ότι δηλαδή το ΕΓΩ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ πρέπει να
συνοδεύει όλες τις αναπαραστάσεις, ότι δηλαδή υπάρχει ένας κόσμος μόνον για ένα
Εγώ που τον αντιλαμβάνεται, τον σημειώνει, τον θυμάται και τον καθορίζει μέσω
των δικών του κατηγοριών.
Πρόκειται για μια ιδέα η οποία είχε
κυκλοφορήσει ποικιλοτρόπως στην φιλοσοφία πρίν απο τον Κάντ, (Υπήρχε ήδη στον
Θεαίτητο του Πλάτωνος (191 C) και στο περί ψυχής του Αριστοτέλη (429 b-430 a), οπου η ψυχή συγκρίνεται με έναν πίνακα γραφής, και
ξαναεμφανίζεται στην μοντέρνα φιλοσοφία). Την οποία όμως μεταμορφώνει
καθοριστικά. Η αναφορά στην υποκειμενικότητα δέν αντιφάσκει την
αντικειμενικότητα. Την καθιστά δυνατή, καθώς το Εγώ δέν συνίσταται απο μία
άτακτη δέσμη αισθήσεων, αλλά είναι μία αρχή τάξεως, εξοπλισμένο με δύο καθαρές
φόρμες διαισθήσεως: τον χώρο και τον χρόνο, και με δώδεκα κατηγορίες, ανάμεσα
στις οποίες βρίσκονται η ουσία και η αιτία, οι οποίες συνιστούν στην συνέχεια
τις αληθινές πηγές αυτού που ονομάζουμε αντικειμενικότης. Η επανάσταση του
Κοπέρνικου λοιπόν στην οποία ο Κάντ συνέδεσε την φιλοσοφική του μοίρα καταλήγει
έτσι: αντί να αναρωτώμεθα πώς είναι κατασκευασμένα τα πράγματα καθαυτά, ας
αναρωτηθούμε πώς πρέπει να είναι κατασκευασμένα για να γίνουν αντιληπτά και να
γνωσθούν απο εμάς!
Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε για ποιόν
λόγο ο Κάντ αποφάσισε να περπατήσει έναν δρόμο τόσο ηρωϊκό και δύσκολο, και
τέλος πάντων γιατί θα έπρεπε και αυτός να κάνει-ένας ήσυχος υπήκοος ενός
φωτισμένου δεσπότη, του Βασιλέως της Πρωσσίας, του οποίου είχε εκθειάσει κάποια
στιγμή και ένα του ποίημα-μία επανάσταση. Οι αιτίες δέν μοιάζουν να είναι τόσο
φανερές όπως είναι εκείνες οι οποίες έχουν καθορίσει τις μοντέρνες πολιτικές
επαναστάσεις! Και όμως απο μία εννοιολογική άποψη, φαίνονται εξίσου δυνατές και
δεσμευτικές.
Απλώς επειδή και ο Κάντ δέν είχε άλλη
επιλογή, καθότι η φιλοσοφία της εποχής του φαινόταν να έχει φτάσει σε ένα νεκρό
σημείο, μετεωριζόμενη ανάμεσα σε έναν τυφλό εμπειρισμό και μία κενή νοησιαρχία:
σε τέτοιο σημείο ώστε ένα απο τα αποφθέγματα του Κάντ, το πιό διάσημο ίσως
έλεγε: "Οι διαισθήσεις χωρίς έννοια είναι τυφλές, οι έννοιες χωρίς
έμπνευση είναι κενές". Αμφισβητούμενης οπωσδήποτε αξίας αλλά κάτι που
αποδίδει με ακρίβεια την κατάσταση την οποία προσπάθησε να συμμαζέψει ο Κάντ.
Ας δούμε λοιπόν κατ'αρχάς τις δυνάμεις που ήταν παρατεταγμένες στην φιλοσοφική
σκηνή στα τέλη του επτακόσια!
Οι Ορθολογιστές και η βιβλιοθήκη της
Βαβέλ.
Οι ορθολογιστές, ώς επί το πλείστον
γερμανοί καθηγητές, ήταν μαθητές τού Λάιμπνιτς (1646-1716), ένα μεγάλο
συμφιλιωτικό πνεύμα. Αρκεί να πούμε ότι είχε αφιερωθεί στην συμφιλίωση των
καθολικών με τους προτεστάντες, στην ακύρωση των σχεδίων του Λουδοβίκου ΧΙV, για την κατάκτηση της Γερμανίας, προσπαθώντας μάλιστα
να τον στείλει στην Αίγυπτο, και μάλιστα στην συμφιλίωση τής μοντέρνας
φιλοσοφίας που γεννήθηκε απο τον Καρτέσιο (1596-1650) και της σχολαστικής
Αριστοτελικής υφής. Γι'αυτό και ο ορθολογισμός ταυτιζόταν με μία σχολειοφιλοσοφία,
μία εκδοχή της μεσαιωνικής σχολαστικής εκσυγχρονισμένης με μεγάλες δόσεις
Καρτεσιανισμού.
Η βασική ιδέα των ορθολογιστών είναι
ότι γνωρίζουμε μέσω των εννοιών. Η γνώση ενός αντικειμένου εξισούται με την δυνατότητά
μας να απαριθμήσουμε τα χαρακτηριστικά του. Η ψυχή είναι ένα πράγμα χωρίς
έκταση, το σώμα είναι ένα πράγμα έκτατό, ο σκύλος είναι ένα τετράποδο
κατοικίδιο χωρίς ψυχή. Μ'αυτό το πνεύμα, η συγγραφή ενός βιβλίου μεταφυσικής
συνίστατο στην παράθεση ορισμών, με κάποια οργάνωση, έτσι ώστε στην συνέχεια να
συνδυαστούν με κάποια λογική, αποφεύγοντας τις αντιφάσεις. Μέσω της
συστηματικής σύνδεσης των εννοιών, μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο το
οποίο είχε συλλάβει τον Μεσαίωνα ο Raimondo Lullo (1232-1316), το οποίο επαναπροωθήθηκε, στην Αναγέννηση και
στην εποχή τού Καρτέσιου, εκείνο της τέχνης τού συνδυασμού (arte combinatoria), η οποία μέσω μίας απλής συνθέσεως εννοιών-δηλαδή εν
τέλει λέξεων-υπόσχονταν μία καθολική γνώση!
Πώς λειτουργούσε μία παρόμοια τέχνη;
Και πρώτα απ' όλα λειτουργούσε; Ας φανταστούμε ότι πρέπει να υπολογίσουμε πόσοι
άγγελοι μπορούν να καθίσουν στην μύτη μίας βελόνας. Εξ'ορισμού, εκατομμύρια,
διότι οι άγγελοι-όπως διαβάζουμε στα λεξικά-δέν διαθέτουν σώμα, καθώς είναι
καθαρά πνεύματα. Και να έτοιμη η απάντηση: Μπορούν να σταθούν κατά βούλησιν,
όπως ακριβώς άπειρες είναι οι γραμμές που περνούν απο ένα σημείο. Εάν κάποιος
έφερνε την αντίρρηση ότι δέν είχε δεί ποτέ του έναν άγγελο, θά τού είχαν απαντήσει ότι ήταν αυτονόητο, ακριβώς επειδή οι άγγελοι, χωρίς
έκταση, δέν ορώνται. Αυτός εδώ δέν είναι ένας τρόπος του λέγειν. Ο Λάιμπνιτς
είχε επεξεργαστεί την θεωρία σύμφωνα με την οποία ο πραγματικός κόσμος, εκείνος
στον οποίο ο Καίσαρ διέσχισε τον Ρουβίκωνα, και στον οποίο ο Τζόν Λέννον
δολοφονήθηκε απο έναν οπαδό του, αντιπροσωπεύει μόνον μία δυνατότητα η οποία επραγματοποιήθη
ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες. Έτσι μία ολοκληρωμένη μεταφυσική πρέπει να
ασχοληθεί με όλες τις δυνατότητες οι οποίες δέν οδηγούν σε αντιφάσεις.
[καταργήθηκε το ενεργεία! Έμεινε μόνον το δυνάμει, ένας θάνατος
αναποφασιστικότητος].
Ο Κάντ σιχαινόταν αυτόν τον τρόπο
εργασίας στην μεταφυσική. Ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος, με περιέργεια για τις
επιστήμες και για τα ταξείδια, παρότι δέν έφυγε ποτέ απο το Konigsberg, την γενέθλια πόλη του. Δέν πίστεψε ποτέ του ότι τα
λεξικά μπορούν να αυξήσουν τις γνώσεις μας, και επιπλέον την αντιπάθεια του για
τους διανοούμενους, την είχε κληρονομήσει απο τον καθηγητή του της φιλοσοφίας,
τον Martin Knutzen(1713-1751), έναν πρώιμο κριτικό του υπέρ-ορθολογισμού.
Απο εδώ πηγάζει και η κατηγορία του κατά των Λαϊμπνιτσιανών, ότι αναπτύσσουν
και διαπλέκουν ορισμούς καθαρά ονοματολογικούς (ονόματα), με την συνέπεια
ακριβώς, οι μεταφυσικές τους να είναι, στην καλύτερη περίπτωση, λεξικά και στην
χειρότερη βιβλία φαντασίας που γεννώνται απο τον συνδυασμό ανάμεσα στις λέξεις.
Σε ένα του διάσημο δοκίμιο, η
Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, ο Μπόρχες (1899-1986), φανερώνει την διεστραμένη μείξη η
οποία μπορεί να προκύψει απο την συμμαχία ανάμεσα στην ιδέα ότι το πραγματικό
συνιστά μόνον έναν απο τους τρόπους στους οποίους εκδηλώνεται η δυνατότης και
απο το όνειρο μίας τέχνης συνδυασμού, η οποία προορίζεται να κάνει υπολογισμούς
και να εκμεταλλευθεί τα υποθετικά γνωσιακά πλεονεκτήματα που υπόσχεται η τοποθέτηση
σε μία ενότητα, καθαρά τυπικά, τις άπειρες δεξαμενές, του δυνατού, τής
δυνατότητος. Σε εκείνη την απέραντη βιβλιοθήκη
η οποία περιλαμβάνει όλους τους συνδυασμούς της αλφαβήτου υπάρχει,
αναμεμειγμένο σε άπειρα βιβλία χωρίς νόημα, το όλον, τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου
και εκείνου που αγνοούμε (όπως για παράδειγμα, τί πράγμα σκεφτόταν ακριβώς ο
Καίσαρ όταν διέσχιζε τον Ρουβίκωνα, ή πόσοι κάτοικοι υπήρχαν στην Ρώμη εκείνη
την ημέρα), κάτι που είναι καλό. Αλλά υπάρχει και το αντίθετο τού όλου. Ο
Καίσαρ ο οποίος δέν περνά τον Ρουβίκωνα, η Ρώμη ηττημένη απο την Καρχηδόνα, ο
Καίσαρ σαν παππούς του Μεγαλέξανδρου, ο Χίτλερ φιλάνθρωπος. Επειδή λοιπόν δέν
διαθέτουμε ένα κάποιο κριτήριο για να διαχωρίσουμε το αληθινο απο το ψεύτικο, η
βιβλιοθήκη καταλήγει να είναι άχρηστη. Θα ήταν μάλιστα καλύτερα να μήν υπήρχε,
καθότι το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωστών δέν κατόρθωσε ποτέ να πετύχει ούτε
ένα χωρίο που να περιείχε μία ολοκληρωμένη σημασία, ένα πλήρες νόημα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου