ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ελληνική αναλογία και το «δόγμα της αναλογίας του όντος»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Η αναλογία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία
1.1.4 Η αναλογία στη φιλοσοφία του Πλωτίνου
Ο Πλωτίνος δε θεωρούσε ως κύρια αποστολή του την ενασχόληση
με τις φυσικές επιστήμες αλλά με τη θεωρία και τη φιλοσοφία1. Γι’ αυτό το λόγο,
η χρήση της αναλογίας στη σκέψη του, δεν αφορά στην ερμηνεία των φαινομένων του
φυσικού κόσμου, αλλά στην κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στα αισθητά και στα
νοητά όντα, καθώς και με την υπέρτατη αρχή τους2.
Ο κόσμος των αισθήσεων, σύμφωνα με τον Πλωτίνο, λαμβάνει το
είναι του κατά μετοχή στο νοητό κόσμο3. Η μετοχή αυτή είναι αναλογική, γι’ αυτό
και ό,τι υπάρχει στο νοητό κόσμο υπάρχει και στον αισθητό με αναλογικό τρόπο4.
Τα γένη του όντος είναι πραγματικότητες που υπάρχουν και εκτός του νου5. Τα
γένη που αναφέρονται στον αισθητό κόσμο σχετίζονται διά μετοχής στον τρόπο
ύπαρξης των νοητών γενών6. Η αναλογία εδώ δηλώνει ότι η μετοχή των αισθητών
πραγμάτων στα νοητά δεν καταργεί την ανομοιότητά τους7. Σημασιολογικά, η έννοια
της αναλογίας στη φιλοσοφία του Πλωτίνου είναι συνώνυμη με την έννοια της
ομωνυμίας8. Η ομωνυμία-αναλογία διαμέσου την οποίας τα αισθητά όντα μετέχουν
στα νοητά είναι σχέση τύπου εικόνας-πρωτοτύπου9. Τα αισθητά απεικονίζουν τα
νοητά με ένα πολύ ατελή και ελλιπή τρόπο, αφού υπόκεινται στη στασιμότητα,
αφήνοντας έτσι να τους διαφεύγει η ενέργεια της ζωής και της αιωνιότητας των
νοητών10. Η εικόνα, ωστόσο δεν είναι παντελώς αδιάφορη και ξένη προς αυτό που
απεικονίζει, αλλά φέρει μέσα της κάποιο ίχνος από τον τρόπο ύπαρξης του
εικονιζόμενου11. Δεν είναι εικόνα που απλά σημαίνει τον τρόπο μετοχής στο
εικονιζόμενο, αλλά εικόνα που φέρει ήδη μέσα της, με αμυδρό τρόπο, αυτό προς το
οποίο δηλώνει την εξάρτησή της12.
Η αναλογία μέσα στο έργο του Πλωτίνου είναι επίσης τρόπος
σύνδεσης του χρόνου με την αιωνιότητα και την απειρία13. Είναι σχέση τύπου
πηγής-απορροής, όπου το απορρέον, ενώ λειτουργεί ως αντίβαρο στον τρόπο ύπαρξης
της πηγής του, εντούτοις παραμένει συνδεδεμένο μαζί της και συντονίζει τη ζωή
του πάντοτε σύμφωνα με την πηγή του14. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, η δύναμη που
καθορίζει αυτή την αναλογία, είναι η επιθυμία που υπάρχει μέσα στο απορρέον για
να μετάσχει στον τρόπο ύπαρξης της πηγής του15. Η ομοιότητα στον τρόπο ύπαρξης επιτυγχάνεται
με την κίνηση του απορρέοντος προς την πηγή του και όχι αντίστροφα16.
Ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί τη γεωμετρική αναλογία στην
προσπάθειά του να καθορίσει ποια είναι η σχέση του αγαθού με το νου και την
ουσία: «ἡ τοῦ ἀγαθοῦ φύσις αἰτία οὐσίας καὶ νοῦ οὖσα καὶ φῶς κατὰ τὸ ἀνάλογον
τοῖς ἐκεῖ ὁρατοῖς καὶ τῷ ὁρῶντι οὔτε τὰ ὄντα οὔτε νοῦς ἐστιν»17. Τα αισθητά
όντα υπάρχουν εξαιτίας του ήλιου, ο οποίος αποτελεί το αίτιο του είναι τους και
την αρχή ένεκα της οποίας γίνονται ορατά. Είναι η αρχή της όρασης, χωρίς ωστόσο
να είναι ο ίδιος ούτε όραση ούτε κάποιου είδους αντικείμενο18. Με ανάλογο
τρόπο, υποστηρίζει ο Πλωτίνος, μπορούμε να μιλήσουμε και για τη φύση του
υπέρτατου αγαθού. Το αγαθό είναι το αίτιο της ουσίας και του νου, καθώς επίσης
και φως κατ΄ αναλογία με τα ορατά και την όραση στον κόσμο των αισθητών. Το
αγαθό ρίχνει το φως του στο είναι και στο νου και μ’ αυτό τον τρόπο τα κάνει
αμφότερα νοητά19. Αυτό το ίδιο, ωστόσο, ούτε νους είναι ούτε κάποιου άλλου
είδους οντότητα20. Είναι φως που γεμίζει το νου και τον οδηγεί στο είναι,
τελειοποιώντας τον και δίνοντάς του τη δυνατότητα να βλέπει21. Η μορφή της
αναλογίας σ’ αυτή την περίπτωση είναι γεωμετρική (Α:Β = Γ:Δ) : Ό,τι είναι ο
ήλιος (Γ) για τα αισθητά (Δ) είναι και το ύψιστο αγαθό (Α) για τα νοητά (Β). Η
ισότητα των λόγων οφείλεται στην αναλογία ανάμεσα στο φως του ήλιου και στο φως
του αγαθού.
Η αναλογία στη φιλοσοφία του Πλωτίνου, δεν είναι
μαθηματική-ποσοτική αλλά ποιοτική-υπαρκτική σχέση22, η οποία βασίζεται στη
μετάδοση του φωτός από τα ανώτερα επίπεδα του όντος στα κατώτερα23. Η ύπαρξη,
σύμφωνα με τον Πλωτίνο, είναι το φως που αποκτούν τα κατώτερα όντα όταν
μιμούνται τον τρόπο ζωής των ανωτέρων24. Η αναλογία του φωτός στηρίζεται στη
μίμηση ως ικανότητα συμμετοχής25 στον τρόπο ύπαρξης των πιο θείων όντων26. Η
μίμηση αυτή είναι δυνατή χάρη στο ότι τα κατώτερα όντα κατέχουν τυπωμένο στον
τρόπο ύπαρξήςτους κάποιο ίχνος από τον θείο τρόπο ζωής27. Το θεϊκό ίχνος είναι
αυτό που καταφάσκει στη δικαιοσύνη και στην αρετή μέσα στον τρόπο ύπαρξης της
ζωής28. Η μετάδοση αυτού του ίχνους γίνεται από τα εγγύτερα προς τα πιο
απομακρυσμένα σε σχέση με το αγαθό όντα, σαν απόρροια φωτός29. Στην περίπτωση
αυτή ισχύει, σύμφωνα με τον Πλωτίνο, η εξής αναλογία: όπως το αισθητό φως όσο
απομακρύνεται από την πηγή του τόσο περισσότερο χάνει και την λαμπρότητά του,
έτσι και τα νοητά όντα μετέχουν στη ζωή και στη δύναμη που πηγάζει από το Εν
ανάλογα με την απόστασή τους απ’ αυτό30. Όλα τα όντα υπάρχουν με ανάλογο τρόπο
χάρη στο αγαθό31. Παρά την πολλαπλότητα μέσα στην οποία υπάρχουν, τα όντα
κατέχουν κάποια μορφή ζωής και ομορφιάς ανάλογη με εκείνη του υπέρτατου
αγαθού32. Τα κατώτερα όντα μετέχουν στο αγαθό διαμέσου των ανωτέρων τους33. Για
τα κατώτερα όντα τα αμέσως ανώτερα αντιπροσωπεύουν το αγαθό, με την προϋπόθεση
ότι όλα λειτουργούν με βάση την αναλογία34.
Ο ρόλος της αναλογίας είναι σημαντικός για την περιγραφή του
τρόπου επαφής των νοητών με τα αισθητά όντα: «Αἱ γραμμαὶ παρεχέτωσαν ἡμῖν
χρείαν ἐν τῷ παρόντι ἀνάλογον εἶναι ὧν ἐφαπτομένη ἡ νοητὴ φύσις πολλὰ καὶ
πολλαχῇ φαίνεται παρεῖναι»35. Οι ακτίνες προσκρούοντας πάνω στην περιφέρεια του
κύκλου συναντούν τα αισθητά όντα και τους δίνουν ύπαρξη προσφέροντάς τους τη
μορφή36. Η κάθε μορφή τότε εξατομικεύεται σχηματίζοντας τα πολλά επί μέρους
όντα, μέσα από τη σχέση σφραγίδας-ομοιώματος37. Με βάση την αναλογία αυτή, ο
Πλωτίνος δε διστάζει να υποστηρίξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να έχει άμεση γνώση
του νοερού κόσμου και όχι γνώση ειδώλων ή αποτυπώσεων της εκεί πραγματικότητας.
Με το να γνωρίζει τα νοητά όντα ο άνθρωπος συμμετέχει σ’ αυτά, και με τη
συμμετοχή του στην αληθινή γνώση γίνεται ένα με τα νοερά38. Η αναλογία, από δυνατότητα
για μετοχή εξειδικεύεται εδώ σε ικανότητα για γνώση.
Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον Πλωτίνο για την περιγραφή
της στάσης της ψυχής απέναντι στο αγαθό39. Μέσα της η ψυχή μοιάζει να είναι
«πληγωμένη» από το πρώτο αγαθό και μόλις αισθανθεί την εσωτερική συγγένεια που
έχει μ’ αυτό αρχίζει να το ποθεί, όπως εκείνοι που παρακινούνται από την εικόνα
του αγαπημένου τους στην επιθυμία να δουν αυτόν τον ίδιο40. Η στάση που τηρεί η
ψυχή, η οποία ποθεί το υπέρτατο, είναι ανάλογη με τη στάση των εραστών οι
οποίοι προσπαθούν να διαμορφώσουν τους εαυτούς τους όπως τους θέλει να είναι το
πρόσωπο που ποθούν41. Η ψυχή από τη φύση της αγαπά το θεό και επιθυμεί να ενωθεί
μαζί του42. Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον Πλωτίνο για την περιγραφή του
τρόπου με τον οποίο η ψυχή μπορεί να φτάσει στον θεό-αγαθό. Ο δρόμος που ακολουθεί
η ψυχή για να φτάσει στην ομοίωση με το αγαθό γίνεται μέσα από αναλογίες και
αφαιρέσεις, μέσα από τη γνώση των πραγμάτων που πηγάζουν από το αγαθό καθώς και
μέσα από τα ανοδικά βήματα που μας φέρνουν πίσω σ’ αυτό43. Όλα αυτά είναι τα
μέσα που οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής, στην απόκτηση αρετών, στην ανάβαση
πάνω στο νοερό κόσμο, στην εκεί εγκατάσταση και στις συνεστιάσεις με το θείο44.
Η αναλογία αποτελεί έτσι ένα φιλοσοφικό μέσο κάθαρσης της ψυχής και ομοίωσής
της με το αγαθό45. Η άνοδος προς το Εν γίνεται με βάση την αναλογία η οποία
οδηγεί την ψυχή στην απλότητα, δηλαδή στην προοδευτική αποφυγή του πλήθους και
της διαίρεσης που υπάρχει μέσα στα όντα46.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνουμε ότι η έννοια της αναλογίας στον
Πλωτίνο αποτελεί:
1) Γνωσιολογική αρχή, υπό τη μορφή:
α) της γεωμετρικής ισότητας λόγων, με σκοπό την ερμηνεία της
σχέσης του νου τόσο προς τα αισθητά, όσο και προς το Έν-Αγαθό,
β) της εικονιστικής περιγραφής του τρόπου επαφής των νοητών
με τα αισθητά όντα,
γ) της εικονιστικής περιγραφής του τρόπου με τον οποίο η
ψυχή μπορεί να φτάσει στον θεό,
δ) της μεθόδου προοδευτικής αποφυγής του πλήθους και της
διαίρεσης που υπάρχει μέσα στα όντα.
2) Μεταφυσική αρχή, υπό τη μορφή:
α) της ομωνυμίας η οποία δηλώνει τη μετοχή των αισθητών στα
νοητά όντα, με βάση τη σχέση εικόνας-αρχετύπου,
β) του τρόπου σύνδεσης του χρόνου με την αιωνιότητα και την
απειρία, με βάση τη σχέση πηγής-απορροής,
γ) της ποιοτικής-υπαρκτικής σχέσης, η οποία βασίζεται στη
μετάδοση του φωτός από τα ανώτερα επίπεδα του όντος στα κατώτερα,
δ) του φιλοσοφικού μέσου κάθαρσης της ψυχής και ομοίωσής της
με το Αγαθό.
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Πλωτίνος θεωρούσε
πως η φιλοσοφία του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια ορθής ερμηνείας
των διδασκαλιών του Πλάτωνος. Στην πραγματικότητα όμως, η διδασκαλία του
περιλαμβάνει και πυθαγόρεια στοιχεία, αριστοτελικά και στωικά σχήματα,
σημαντικές έννοιες από τη φιλοσοφία του Φίλωνος του Ιουδαίου, καθώς και
θεολογικά δάνεια από τον Χριστιανισμό, τον οποίο επιδιώκει να παραμερίσει και
να υποκαταστήσει. Η φιλοσοφική του σκέψη μόνο τυπικά θα μπορούσε να θεωρηθεί
πλατωνική, κυρίως διότι την πραγματική του αφετηρία αποτελεί η προσπάθεια για
επίλυση των μεταφυσικών προβληματισμών που χαρακτήριζαν την εποχή στην οποία
έζησε και ανατράφηκε. Βλ. Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, ενθ’
ανωτέρω, σελ. 513, βλ. E. R. DODDS, Πλάτων και Πλωτίνος, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1988, σελ. 34.
2. Ο Πλωτίνος, Ἐνν.
5.18.10, πίστευε ότι οι αρχές του φιλοσοφικού συστήματός του δεν αποτελούν
νεωτερισμούς και δικές του ανακαλύψεις, αλλά έχουν τεθεί από τους παλαιότερους
και είναι δυνατό να εντοπισθούν μέσα στα γραπτά κείμενα του Πλάτωνος. Βλ. E. R. DODDS, Tradition and personal achievement in the philosophy of
Plotinus, στο Πλάτων και Πλωτίνος, ό.π., σελ. 35. Ωστόσο, η απόσταση
ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και στο υπέρτατο αγαθό γίνεται ακόμα πιο μεγάλη στη
φιλοσοφία του Πλωτίνου (πρβλ. J.WATSON, The Philosophy of Plotinus, PhR, 37:5 (Sep., 1928), σελ. 482-500), και το Εν δεν είναι μόνο ‘‘επέκεινα
της ουσίας’’ όπως στην περίπτωση του πλατωνικού αγαθού (βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία,
509d), αλλά υπέρκειται ακόμη και του είναι. Βλ. ΠΛΩΤΙΝΟΣ, Ενν.
6.7.38.10-13, «Ἔστι δὲ οὐδὲ τὸ ἔστιν· οὐδὲν γὰρ οὐδὲ τούτου δεῖται· ἐπεὶ οὐδὲ τὸ
ἀγαθός ἐστι κατὰ τούτου͵ ἀλλὰ καθ΄ οὗ τὸ ἔστι», Ενν. 6.7.38.10-13, «Τί οὖν
γνώσεται; ἐγώ εἰμι; Ἀλλ΄ οὐκ ἔστι. Διὰ τί οὖν οὐκ ἐρεῖ τὸ ἀγαθόν εἰμι; ῍Η πάλιν
τὸ ἔστι κατηγορήσει αὐτοῦ», βλ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ Σπ., Προλεγόμενα εις την Ερώτησιν
Περί Θεού, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σελ. 20-21. Βλ. επίσης ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Διάμεσα
Αρχέτυπα στον Πρόκλο και τον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Πάτρα 1991, σελ. 38-42.
3. Ἐνν. 6.3.6.10-14,«τὸ
μὲν πρώτως ὄν͵ τὸ δὲ κατὰ μετάληψιν καὶ δευτέρως».
4. Ἐνν. 6.3.5.1-3, «Ἀκουστέον
δὲ ταῦτα περὶ τῆς ἐνθάδε οὐσίας λεγομένης· εἰ δέ πῃ ταῦτα καὶ ἐπ΄ ἐκείνης
συμβαίνει͵ ἴσως μὲν κατ΄ ἀναλογίαν καὶ ὁμωνύμως».
5. Ἐνν. 6.2.8.3-5, «Οἷς
μὲν γὰρ τὸ εἶναι μετὰ ὕλης ἐστί͵ τούτων οὐκ ἐν τῷ νῷ τὸ εἶναι».
6. Ἐνν. 6.3.6.28-32, «Ἀλλ΄
ἐπεὶ καὶ τοῦτο τὸ ὂν τὸ ἐν τῷ αἰσθητῷ οὐ παρ΄ αὐτοῦ ὄν͵ λεκτέον͵ ὅτι παρὰ τοῦ ὄντως
ὄντος ἔχει τὸ ὄν͵ παρὰ δὲ τοῦ ὄντως λευκοῦ ἔχει τὸ λευκὸν εἶναι͵ κἀκείνου τὸ
λευκὸν ἔχοντος κατὰ μετάληψιν τοῦ ἐκεῖ ὄντος ἔχοντος τὸ εἶναι».
7. Ἐνν. 6.4.12.24-25, «ἀνάλογον ἕξει τῇ ἤδη ἐν
τῷ ἀέρι φωνηθείσῃ φωνῆ».
8. Ἐνν. 6.3.1.6-7, «Δεῖ μέντοι τὸ ‘‘ταὐτὰ’’ ἀναλογίᾳ
καὶ ὁμωνυμίᾳ λαμβάνειν».
9. Ἐνν. 6.3.1.19-21, «Διὸ δεῖ πλείω γένη ζητεῖν͵
καὶ ἐν τῷδε τῷ παντὶ ἕτερα ἐκείνων͵ ἐπειδὴ καὶ ἕτερον τοῦτο ἐκείνου καὶ οὐ
συνώνυμον͵ ὁμώνυμον δὲ καὶ εἰκών».
10. Ἐνν. 6.2.7.11-14.
11. Βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ ἔρως,
εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σελ. 236.
12. Βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάιντεγγερ καὶ Ἀρεοπαγίτης,
εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σελ.77.
13. Ἐνν. 6.5.11.22-23,
«χρόνος πρὸς τὸ ἐν τῷ αὐτῷ μένον ἐν οὐσίᾳ ἔχει τὴν ἀναλογίαν».
14. Ἐνν. 6.5.11.23-28.
15. Ἐνν. 6.5.10.1-3,
«Μένει οὖν ἐν ἑαυτῷ σωφρονοῦν καὶ οὐκ ἂν ἐν ἄλλῳ γένοιτο· ἐκεῖνα δὲ τὰ ἄλλα
ἀνήρτηται εἰς αὐτὸ ὥσπερ
οὗ ἐστι πόθῳ ἐξευρόντα».
16. Ἐνν., 6.5.10.3-5.
17. Ἐνν. 6.7.16.27-29.
18. Ἐνν. 6.7.16.24-26, «Ὥσπερ δὲ ὁ ἥλιος τοῦ ὁρᾶσθαι
τοῖς αἰσθητοῖς καὶ τοῦ γίνεσθαι αἴτιος ὢν αἴτιός πως καὶ τῆς ὄψεώς ἐστινοὔκουν
οὔτε ὄψις οὔτε τὰ γινόμενα».
19. Ἐνν. 6.7.16.29-31, «αἴτιος τούτων καὶ νοεῖσθαι
φωτὶ τῷ ἑαυτοῦ εἰς τὰ ὄντα καὶ εἰς τὸν νοῦν παρέχων».
20. Ακόμη και το
«είναι», σύμφωνα με τον Πλωτίνο, δεν είναι αρκετό για να περιγράψει το Εν,
απλούστατα διότι το Εν είναι υπεράνω κάθε ύπαρξης και υπεράνω πάσης ουσίας. Βλ. R. SCHURMANN, The One: Substance or Function?, στο M. F. WAGNER,
Neoplatonism and Nature, εκδ. State University of New York Press, New York
2002, σελ. 157-159.
21. Ἐνν. 6.7.16.31-32, «Πληρούμενος μὲν οὖν ἐγίνετο͵
πληρωθεὶς δὲ ἦν͵ καὶ ὁμοῦ ἀπετελέσθη καὶ ἑώρα».
22. Βλ. LLOYD P. G., Plotinus’s Metaphysics,
Emanation or Creation?, RM, 46 (1993), σελ. 569-574.
23. Ἐνν. 6.7.6.6-7, «οὗ αἴσθησις ἦν ἐκείνῃ τῇ
ψυχῇ ἀνάλογον τῇ τοῦ πυρὸς τοῦ ἐκεῖ φύσει».
24. Ἐνν. 6.4.9.25-27.
25. Ἐνν. 6.7.9.15-20, «Δεῖ δὲ ἐνθυμεῖσθαι͵ ὡς τὰς
πολλὰς ζωὰς οἷον κινήσεις οὔσας καὶ τὰς πολλὰς νοήσεις οὐκ ἐχρῆν τὰς αὐτὰς εἶναι͵
ἀλλὰ καὶ ζωὰς διαφόρους καὶ νοήσεις ὡσαύτως· τὰς δὲ διαφοράς πως φωτεινοτέρας καὶ ἐναργεστέρας͵ κατὰ τὸ ἐγγὺς δὲ τῶν πρώτων πρώτας καὶ δευτέρας καὶ τρίτας».
26. Πρβλ. Ε. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ Εἰκονική-Συμβολικὴ Ἀναλογία τοῦ Φωτὸς ἐν τῆ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νανζιανζηνοῦ, Αθῆναι 1976, σελ. 18-20.
27. Ἐνν. 6.7.17.36-39, «Καὶ νοῦς δὲ γίνεται πρὸς ψυχὴν οὕτως φῶς εἰς αὐτήν͵ ὡς ἐκεῖνος εἰς νοῦν· καὶ ὅταν καὶ οὗτος ὁρίσῃ τὴν ψυχήν͵ λογικὴν ποιεῖ δοὺς αὐτῇ ὧν ἔσχεν ἴχνος. Ἴχνος
οὖν καὶ νοῦς ἐκείνου».
28. Ἐνν. 6.7.20.12-16, «Καὶ γὰρ ψυχὴ καὶ ζωὴ νοῦ
ἴχνη͵ καὶ τούτου ἐφίεται ψυχή. Καὶ κρίνει τοίνυν καὶ ἐφίεται νοῦ͵ κρίνουσα μὲν
δικαιοσύνην ἀντ΄ ἀδικίας ἄμεινον καὶ ἕκαστον εἶδος ἀρετῆς πρὸ κακίας εἴδους͵ καὶ
τῶν αὐτῶν ἡ προτίμησις͵ ὧν καὶ ἡ αἵρεσις».
29. Βλ. E. EMILSSON, Plotinus on Sense-Perception,
Cambridge Univ. Press, Cambridge 1988, σελ. 19.
30. Ἐνν. 6.4.9.25-27, «Εἰ δ΄ ἕτεραι ὡς ἐλάττους
καὶ ἀμυδραὶ δυνάμεις αἱ ἐξ ἐκείνου͵ οἱονεὶ φῶς ἐκ φωτὸς ἀμυδρὸν ἐκ φανοτέρου».
Κατά την ερμηνεία του H. A. ARMSTRONG, "Emanation" in Plotinus, Mind,
46:181. (Jan., 1937), σελ. 61-66, η υπόσταση του
φωτός αυτού είναι νοερή και πνευματική.
31. Ἐνν. 6.7.16.4-8.
32. Ἐνν. 6.7.16.27-29, «ἡ τοῦ ἀγαθοῦ φύσις αἰτία οὐσίας καὶ νοῦ οὖσα καὶ φῶς κατὰ τὸ ἀνάλογον τοῖς ἐκεῖ ὁρατοῖς καὶ τῷ ὁρῶντι οὔτε τὰ ὄντα οὔτε νοῦς ἐστιν».
33. Ἐνν. 6.7.25.20-21, «ἡ ἀνάβασις οὐκ ἐξίσταιτο τοῦ ἀνάλογον͵ ἀλλὰ ἐπὶ μεῖζον ἀεὶ προχωροῖ».
34. Ἐνν. 6.7.25.18-20.
35. Ἐνν. 6.5.5.21-23. Βλ. S. RAPPE, Explanation
and Nature in Enneads VI.7.1-15, στο έργο Neoplatonism and Nature, του M. F.
WAGNER, State University of New York Press, New York 2002, σελ. 80, βλ. P. HADOT,
Plotin, Traite 38 (VI 7), Paris 1988, σελ. 203.
36. Ἐνν. 6.5.8.17-22, «τὴν ὕλην [εἶναι]
πανταχόθεν οἷον ἐφαπτομένην καὶ αὖ οὐκ ἐφαπτομένην τῆς ἰδέας κατὰ πᾶν ἑαυτῆς ἴσχειν
παρὰ τοῦ εἴδους τῷ πλησιασμῷ ὅσον δύναται λαβεῖν οὐδενὸς μεταξὺ ὄντος͵ οὐ τῆς ἰδέας
διὰ πάσης διεξελθούσης καὶ ἐπιδραμούσης͵ ἀλλ΄ ἐν αὐτῇ μενούσης».
37. Ἐνν. 6.5.6.7-11, «Ὁ μὲν οὖν ἄνθρωπος ὁ ἐν τῇ
ὕλῃ ἀφ΄ ἑνὸς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ κατὰ τὴν ἰδέαν πολλοὺς ἐποίησε τοὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους͵
καὶ ἔστιν ἓν τὸ αὐτὸ ἐν πολλοῖς οὕτως͵ ὅτι ἐστὶν ἕν τι οἷον ἐνσφραγιζόμενον ἐν
πολλοῖς αὐτό».
38. Ἐνν. 6.5.7.3-6, «νοοῦμεν ἐκεῖνα οὐκ εἴδωλα
αὐτῶν οὐδὲ τύπους ἔχοντες. Εἰ δὲ μὴ τοῦτο͵ ὄντες ἐκεῖνα. Εἰ οὖν ἀληθινῆς ἐπιστήμης
μετέχομεν͵ ἐκεῖνά ἐσμεν οὐκ ἀπολαβόντες αὐτὰ ἐν ἡμῖν͵ ἀλλ΄ ἡμεῖς ἐν ἐκείνοις ὄντες».
39. Ο λόγος είναι ο
πόθος που σχηματίζεται μέσα στην Ψυχή και το Νου απέναντι στο ύψιστο. Ο λόγος
οδηγεί την ψυχή σε εκείνο που είναι πραγματικά υπέρλογο. Δεν αποτελεί ο ίδιος
αφ’ εαυτού, κάποιου είδους ιδιαίτερη υπόσταση, όπως είναι για παράδειγμα ο Νους
ή η Ψυχή. Βλ. J. N. DECK, Nature, Contemplation and the One-A Study in the Philosophy of Plotinus, University of Toronto Press, Toronto 1967, σελ. 56. Βλ. G. M. GURTLER, Plotinus – The Experience of Unity, Peter Lang, New
York, 1988, σελ 191-196.
40. Ἐνν. 6.7.31.8-11.
Σύμφωνα με τη S. RAPPE, η
αλληγορία εισάγεται από τον Πλωτίνο ως ένας τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να
φέρει στη σφαίρα της εμπειρίας τη δυνατότητα ταυτίσεως μεταξύ γιγνώσκοντος και
γιγνωσκομένου. Μέσω των αλληγορικών εκφράσεων που χρησιμοποιεί, παρουσιάζει
εμπειρίες οικείες στον καθένα μας, βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη να κατανοήσει ποια
είναι η φύση της αληθινής γνώσης. Βλ. S. RAPPE,
Μελετώντας τον Νεοπλατωνισμό, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2000, σελ. 200-201.
41. Ἐνν. 6.7.31.11-15. Ο P. HADOT,
Πλωτίνος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 189, υποστηρίζει ότι ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ θεωρεί
πως μόνο ο συζυγικός έρωτας (κι όχι ο ομοφυλοφιλικός) μπορεί να οδηγήσει στην
ανάμνηση του υπερβατικού κάλλους.
42. Κατά τον Δ.
ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟ, Πλωτίνος, εκδ. Άστυ, Αθήνα 2000, σελ. 166, ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ στο σημείο
αυτό υπερβαίνει τα όρια της ελληνικής φιλοσοφίας, πιστεύοντας ότι για να φτάσει
ο άνθρωπος ως το Θεό, πρέπει να εξαφανίσει από τη ψυχή του κάθε έννοια, να
παραμερίσει εντελώς τη λογική και το νοητό κόσμο. Σε κάποιο σημείο ο Πλωτίνος
χρησιμοποιεί μία έκφραση για τον άφατο χαρακτήρα του Ενός: «δεῖ δε μηδὲ ἐκεῖνο,
μηδὲ τοῦτο λέγειν» (Ἐνν. 6.9.3.51), που θυμίζει μία όμοια έκφραση των ινδικών
Ουπανισάδων: την έκφραση «ούτε αυτό ούτε εκείνο». Βλ. Δ. ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Έλληνες και Ινδοί, Η συνάντηση των δύο κόσμων, εκδ. Άστυ, Αθήνα 1990, τόμ. Α’,
σελ. 99-121.
43. Ἐνν. 6.7.36.6-8, «Διδάσκουσι μὲν οὖν ἀναλογίαι
τε καὶ ἀφαιρέσεις καὶ γνώσεις τῶν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀναβαθμοί τινες».
44. Ἐνν. 6.7.36.8-10.
Σύμφωνα με τον D. J. O’MEARA, Plotinus, Clarendon Press, Oxford 1995, σελ. 107, η κάθαρση και ο δρόμος προς το Εν, στη
φιλοσοφία του Πλωτίνου, είναι έργο της φιλοσοφίας και όχι της θρησκείας ή των
μυστηρίων. Όταν η ψυχή φθάσει στο Εν, ο σκοπός της έχει πλήρως επιτευχθεί και
επέρχεται η ανάπαυση, σαν ένα είδος ένθεου χορού μέσα στο κέντρο της αλήθειας
(Ενν. 6.7.34).
Βλ. A. GRAESER, Plotinus and the Stoics, E. J.
Brill, Leiden 1972, σελ. 79.
45. Κατά τον G. LLOYD, Plotinus, Routledge, London 1994, σελ. 157-159,
μόνο η ψυχή που θέλει μπορεί να κάνει αυτό τον αγώνα και να ακολουθήσει αυτήν
την εσωτερική πορεία (κάτι δηλ. σαν ελεύθερη βούληση).
46. Ἐνν. 6.9.5.44-46,
«οὔκουν δεῖ ἐνταῦθα βάλλειν τὴν διάνοιαν· ἀλλὰ ταῦτα ὁμοίως αἰεὶ ἐκείνοις ἐν ἀναλογίαις
τῷ ἁπλῷ καὶ τῇ φυγῇ τοῦ πλήθους καὶ τοῦ μερισμοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου