Η ημιμάθεια είναι χειρότερη της άγνοιας, όταν η μερική γνώση χρησιμοποιείται για να ενημερώσει κανείς τους άλλους και όχι για να μάθει ο ίδιος. Στα πλαίσια αυτά, όταν τηλεοπτικοί οικονομικοί σχολιαστές με ελλιπείς γνώσεις του αντικειμένου αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, αναφέροντας πως το «μείγμα πολιτικής» της είναι το λάθος, στο οποίο οφείλονται τα μαρτύρια των Ελλήνων από τα μνημόνια, παρέχουν πολύ κακές υπηρεσίες στην κοινωνία – ειδικά όταν ισχυρίζονται πως οι αποφάσεις αύξησης των φόρων είναι δική της επιλογή και όχι των πιστωτών (=της πρωσικής κυβέρνησης).
Η αλήθεια όμως, την οποία δεν έχει το δικαίωμα να διαστρεβλώνει κανείς, ούτε καν καλοπροαίρετα, είναι πως οι πιστωτές υπαγορεύουν δικτατορικά την οικονομική πολιτική – αφού ζητούν ανέκαθεν «τιμολογημένες διορθώσεις», όχι θεωρητικές. Για παράδειγμα, εάν η κυβέρνηση αντί να αυξήσει τους φόρους επέλεγε τη μείωση των κρατικών δαπανών (του υπερδιογκωμένου δημοσίου κατά το συμπαθέστατο παρουσιαστή του SKAI), δεν θα γινόταν αποδεκτή μία τέτοια γενίκευση – επειδή οι πιστωτές θα ζητούσαν ακριβή ποσά, τα οποία θα μπορούσαν να προέλθουν μόνο από μειώσεις μισθών ή/και από απολύσεις, αφού οι δημόσιες επενδύσεις έχουν σχεδόν μηδενισθεί.
Επομένως, εάν αποφάσιζε μία κυβέρνηση τη μείωση των εταιρικών φόρων, τότε θα έπρεπε ως «ισοδύναμο» να προβεί σε απολύσεις ή/και σε μειώσεις μισθών ενός αντίστοιχου ποσού – έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι το ίδιο. Οι απολύσεις όμως σε μία χώρα με τόσο υψηλή ανεργία και με ένα μεγάλο ασφαλιστικό πρόβλημα, είναι «δολοφονικές» – ενώ τόσο αυτές, όσο και οι μειώσεις των μισθών, περιορίζουν την κατανάλωση (ζήτηση). Είναι δε αποδεδειγμένο ότι, οι μειώσεις των δαπανών περιορίζουν πολύ περισσότερο το ΑΕΠ (πολλαπλασιαστές) σε σχέση με την αύξηση των φόρων (ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός της κατανάλωσης μειώνει τις ιδιωτικές επενδύσεις άρα τις θέσεις εργασίας, το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, τα δημόσια έσοδα κοκ. – με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέα μέτρα για να αντισταθμισθούν, με τη χώρα να παραμένει στον καθοδικό σπειροειδή κύκλο του διαβόλου (γράφημα), χωρίς καμία μελλοντική προοπτική. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν πρέπει να μειωθούν οι φόροι. Ασφαλώς και πρέπει, ιδιαίτερα των νοικοκυριών που επίσης μειώνουν την κατανάλωση, αλλά όχι εις βάρος των δημοσίων δαπανών – όπου φυσικά δεν εννοούμε τις σπατάλες.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς ότι, η μείωση των εταιρικών φόρων θα προσέλκυε επενδύσεις – κάτι που όμως θα συνέβαινε μόνο εάν υπήρχε εκείνη η ζήτηση, η οποία θα οδηγούσε τους επιχειρηματίες σε νέα «εγχειρήματα», έτσι ώστε να την καλύψουν και να ωφεληθούν. Σε μία χώρα όμως με υπερβάλλουσα προσφορά και με ανεκμετάλλευτο παραγωγικό δυναμικό, είναι αστείο να θεωρεί κανείς πως θα υπάρξουν νέες επενδύσεις. Εκτός αυτού, όταν οι επιχειρήσεις δεν έχουν τζίρο και κέρδη, είναι σχετικά αδιάφορο το ύψος των φορολογικών συντελεστών – με μοναδική εξαίρεση τη φοροδιαφυγή η οποία τότε οργιάζει, επειδή διαφορετικά πολλές εταιρείες αδυνατούν να επιβιώσουν όταν ο τζίρος τους μειώνεται και οι φόροι είναι ταυτόχρονα υπερβολικά υψηλοί (χωρίς φυσικά να εγκρίνουμε κάτι τέτοιο).
Με απλά λόγια, παρά το ότι ασφαλώς συμφωνούμε με ένα μικρό δημόσιο, κυρίως όμως με ένα αποτελεσματικό, καθώς επίσης με χαμηλούς φόρους, το πρόβλημα της χώρας είναι η συνεχώς μειούμενη ζήτηση – λόγω της οποίας μένουν ανεκμετάλλευτοι οι πόροι της, όπως το ανθρώπινο δυναμικό της. Καμία χώρα άλλωστε στον πλανήτη δεν προοδεύει, εάν δεν χρησιμοποιούνται όλοι οι πόροι της – ενώ το γεγονός ότι, κάθε εργαζόμενος αυξάνει το ετήσιο ΑΕΠ κατά περίπου 50.000 € με τη σημερινή ελληνική παραγωγικότητα (κάθε απολυμένος το μειώνει ανάλογα), άρα τα έσοδα του δημοσίου κατά 15.000 € (30%) και τις εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμείων περισσότερο από 10.000 € (άνω του 20%), είναι αρκετό για να το τεκμηριώσει.
Για να συμβεί τώρα κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να προηγηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, έτσι ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και να ακολουθήσουν οι ιδιωτικές – κάτι που έχει αποδειχθεί πολλές φορές στην ιστορία, όπως κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Πώς όμως θα πραγματοποιηθεί, όταν η Ελλάδα έχει απομονωθεί από τις αγορές, της απαγορεύεται από τους πιστωτές της και είναι υπερχρεωμένη; Προφανώς μόνο με τη διαγραφή (ή με την επιμήκυνση στο διηνεκές) ενός μέρους του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους της – έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, να εξυγιανθούν οι τράπεζες, να αυξηθεί η ρευστότητα που οι ίδιες παρέχουν κατά 90% μέσω του δανεισμού κοκ.
Όσον αφορά τώρα την κυβέρνηση, είναι η πρώτη μετά την «προδοσία» του 2010 που εφάρμοσε βασιλικότερα του βασιλιά τις εντολές των πιστωτών μας – καταπατώντας όλες τις δεσμεύσεις της, δολοφονώντας την τελευταία ελπίδα των Ελλήνων, καθώς επίσης προδίδοντας όλα τα πολιτικά της πιστεύω. Εν τούτοις, οι υποκριτές-δανειστές μας δεν χάνουν ευκαιρία να την εκθέτουν, μεταφέροντας της όλες τις ευθύνες των μέτρων – αφού έχουν έτοιμη τη ρεζέρβα τους, η οποία θα είναι ακόμη πιο πειθήνια.
Εκτός αυτού δεν τήρησαν καν την υπόσχεση τους από το 2012 για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους – παρά το ότι η σημερινή κυβέρνηση λήστεψε κυριολεκτικά τους Έλληνες για να πετύχει το θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα του 4,1%, μοναδικό στον πλανήτη.
Στα πλαίσια αυτά η μοναδική λύση για την Ελλάδα, την οποία ασφαλώς δικαιούται μετά την ανυπολόγιστη καταστροφή που της προκάλεσαν τα μνημόνια, είναι η στάση πληρωμών και η πλήρης κατάργηση των μνημονίων – πριν ακόμη οι Έλληνες εξευτελιστούν εντελώς ως Έθνος, χάνοντας ότι έχουν και δεν έχουν, με την παράλληλη μετατροπή τους σε σκλάβους χρέους μίας γερμανικής αποικίας. Πρόκειται βέβαια για κάτι επώδυνο, αλλά απολύτως αναγκαίο – ενώ δεν πρέπει να επιτρέπουμε τους εμφυλίους πολέμους ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ή/και των πολιτικών κομμάτων μεταξύ τους, τους οποίους πυροδοτούν έντεχνα οι σύγχρονοι Γκέμπελ.
1 σχόλιο:
Ω, η αυτογνωσία, πόσο μεγάλο φάρμακο είναι! Από εκεί μπορεί ν' αρχίσουν πάλι όλα, όχι για να εκδικηθούμε ο ένας τον άλλον, αλλά για να βοηθηθούμε ταπεινά αναμεταξύ μας για το κοινό συμφέρον. Αλλά δεν γίνεται κάτι τέτοιο χωρίς τον πόνο και τον κόπο και τη χαρά όμως της αληθινής αυτογνωσίας...
Δημοσίευση σχολίου