Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

 Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung   

              της
       Barbara HANNAH

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όταν ο C. G. Jung ξεκίνησε για να ανακαλύψη τον δικό του μύθο έπειτα από το διάλειμμα που είχε με τον Freud, άρχισε την εξερεύνηση στο βασίλειο του συλλογικού ασυνειδήτου, αβοήθητος και μόνος. Σε αυτήν τη μοναχική αντιμετώπιση ανακάλυψε, με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους, έναν καινούργιο τρόπο συνδιαλλαγής με τα περιεχόμενα του συνειδητού, μέσα στη μοναδικού χαρακτήρα πραγματικότητα της δημιουργικής φαντασίας. Ο Jung ονόμασε αργότερα αυτήν τη μέθοδο «ενεργητική φαντασία» και τη σύστησε θερμά σε πολλούς ασθενείς του. Περιέγραψε την ενεργητική φαντασία σαν τον μόνον τρόπο να επιτύχη κανείς μιαν άμεση επαφή με την πραγματικότητα του ασυνειδήτου, χωρίς τη μεσολάβηση της χρήσης τεστ ή της ερμηνείας ονείρων. Παρόλο που συζητούσε επάνω σε δεδομένα ενεργητικής φαντασίας σε σεμινάρια, δεν δημοσίευσε κανένα από αυτά, ίσως επειδή καταλάβαινε πόσο μακριά βρίσκονταν αυτά τα δεδομένα από τις συλλογικές συνειδητές απόψεις του καιρού του.

Ξέρουμε ότι πολλοί αλχημιστές χρησιμοποιούσαν μια i m a g i n a t i o v e r a e t n o n p h a n t a s t i c a (φαντασία αληθινή και όχι πλαστή) στο έργο τους, η οποία ήταν μια μορφή ενεργητικής φαντασίας. Αυτό μας δίνει την ικανοποίηση τού να ξέρουμε ότι ασχολούμαστε εδώ όχι με έναν παράξενο νεωτερισμό, αλλά με μιαν ανθρώπινη εμπειρία που την έχουν ζήσει πριν από εμάς. Είναι στην πραγματικότητα μια καινούργια έκφανση μιας από τις παλαιότερες μορφές της θρησκείας (religio), με την έννοια της «απόδοσης ξεχωριστής προσοχής στις θεϊκές δυνάμεις» μέσα στον άνθρωπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ

Το πρώτο σημείο που θα πρέπη να υπογραμμίσουμε για κάθε αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ψυχολογία του C. G. Jung, είναι ότι αυτό που ξέρουμε για τον εαυτό μας δεν είναι όλα όσα είμαστε. Εάν παρατηρήσουμε τον εαυτό μας και αυτά που μας συμβαίνουν με κάποια προσοχή, η ζωή μας μάς διδάσκει αυτό το μάθημα κάθε μέρα. Από τη μια μεριά, γιατί χάνουμε την τελευταία στιγμή το τραίνο που αγωνιούσαμε τόσο πολύ να το προλάβουμε; Γιατί χάνουμε ή καταστρέφουμε ένα αντικείμενο, με το οποίο είμαστε τόσο πολύ δεμένοι; Γιατί κάνουμε και λέμε τόσα πράγματα, για τα οποία μετανοιώνουμε μετά; Γιατί ξυπνάμε στενοχωρημένοι χωρίς φανερή αιτία; Και από την άλλη μεριά, γιατί μερικές φορές νοιώθουμε έκπληξη οι ίδιοι επειδή κάνουμε ή λέμε κάτι πολύ καλύτερο από ό,τι περιμέναμε ποτέ από τον εαυτό μας, ή ξυπνάμε πολύ εύθυμοι, χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία;

Από τη στιγμή που θα μάθουμε σχετικά με την ύπαρξη αυτής της άγνωστης πλευράς από την ίδια μας την εμπειρία με τον εαυτό μας, η θεωρία σπάνια χρειάζεται, εάν χρειάζεται, για να μας πείση. Φυσικά, είναι ύψιστης σπουδαιότητας το να ανακαλύψουμε κάτι σχετικά με το άγνωστο μέσα μας. Την εποχή ακριβώς που ο ίδιος ο Jung ήταν απασχολημένος με αυτό το έργο – έναν αληθινό άθλο του Ηρακλή – ανακάλυψε την τεχνική που ονόμασε «ενεργητική φαντασία», η οποία είναι το θέμα αυτού του βιβλίου.

Λέω, πολύ προσεκτικά, α ν α κ ά λ υ ψ ε, όχι εφηύρε, επειδή η ενεργητική φαντασία είναι μια μορφή διαλογισμού που ο άνθρωπος έχει χρησιμοποιήσει, τουλάχιστον από την αυγή της ιστορίας, αν όχι πιο πριν, σαν έναν τρόπο για να γνωρίση τον Θεό ή τους θεούς του. Με άλλα λόγια, είναι μια μέθοδος για την εξερεύνηση του αγνώστου, είτε σκεφτόμαστε το άγνωστο σαν έναν εξωτερικό θεό – σαν ένα απροσμέτρητο άπειρο - είτε γνωρίζουμε ότι μπορούμε να το συναντήσουμε αντιμετωπίζοντας τον άγνωστο εαυτό μας σε μιαν αποκλειστικά ε σ ω τ ε ρ ι κ ή εμπειρία. Όπως είπε ο Χριστός, «Η Βασιλεία των Ουρανών εντός υμών εστί», και όχι κάπου έξω, πέρα από τον ουρανό.

Ο ανατολίτης καταλαβαίνει αυτήν την αλήθεια πολύ καλύτερα από ό,τι εμείς. Εκεί μιλούν για το παγκόσμιο και το προσωπικό atman σαν να είναι ένα και το αυτό πράγμα, και λένε για τον purusha ότι είναι ένα ον στο μέγεθος δακτύλου που κατοικεί στην καρδιά κάθε ανθρώπου, και την ίδια στιγμή σκεπάζει το σύμπαν, και είναι «μικρότερος από τους μικρούς και μεγαλύτερος από τους μεγάλους». Με την ίδιαν έννοια, ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος ήταν όροι που κατανοούνταν γενικά από τον δυτικό κόσμο παλαιότερα.

Φυσικά, τα όνειρα είναι ο ι κ α τ’ έ ξ ο χ ή ν αγγελιοφόροι που έρχονται από το ασυνείδητο. Αλλά τα όνειρα χρησιμοποιούν μια συμβολική γλώσσα, που είναι πολύ δύσκολη στην κατανόησή της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα δικά μας όνειρα, που μας λένε πάντοτε κάτι που δεν ξέρουμε, και που είναι συνήθως το τελευταίο πράγμα που θα περιμέναμε. Έπειτα από την περίοδο που έζησε επηρεασμένος από τον Freud, όταν αντιμετώπισε το ασυνείδητο μόνος, ο Jung είδε πολλά όνειρα. Εκείνη την εποχή, πάντως, δεν μπορούσε να κατανοήση τα περισσότερα απ’ αυτά∙ μάλιστα πέρασαν χρόνια πριν γίνη φανερό το νόημά τους.

Νωρίτερα, όταν ο Jung πειραματιζόταν ακόμη με τη φροϋδική τεχνική της ερμηνείας των ονείρων, με τις εύκολες εξηγήσεις ότι κάθε όνειρο είναι η εκπλήρωση μιας επιθυμίας, η οποία γίνεται ακατανόητη από τον μηχανισμό ελέγχου που προστατεύει τον ύπνο μας, και τα λοιπά, αυτός, όπως και όλοι οι ψυχολόγοι εκείνου του καιρού, νόμιζε ότι όταν τέλειωνε η ψυχανάλυση, ο αναλυόμενος θα μπορούσε να βρίσκεται σε ικανοποιητική επαφή με το ασυνείδητο, «καταλαβαίνοντας τα όνειρά του». Μόνον όταν βρέθηκε μπροστά σε τόσα πολλά από τα δικά του όνειρα, τα οποία δεν μπορούσε να καταλάβη, αντιλήφθηκε πόσο πολύ ανεπαρκής ήταν αυτή η μέθοδος στην πραγματικότητα, και κατά συνέπεια αναγκάσθηκε να ψάξη μακρύτερα. Λέει για εκείνη την εποχή ότι το μόνο που είχε για να βοηθήση τους ασθενείς του ήταν «μερικές θεωρητικές προκαταλήψεις αμφίβολης αξίας». «Αυτή η ιδέα – ότι παρέδινα τον εαυτό μου σε μιαν επικίνδυνη επιχείρηση όχι μόνο για εμένα τον ίδιο, αλλά επίσης για χάρη των ασθενών μου – με βοήθησε να ξεπεράσω μερικά κρίσιμα στάδια» ( C. G. Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα» Νέα Υόρκη, Pantheon Books, 1973, σ. 197.)

Μπορεί να είναι δύσκολο για τον απροετοίμαστο αναγνώστη να καταλάβη γιατί το να αντιμετωπίσουμε το άγνωστο μέσα μας είναι «μια επικίνδυνη επιχείρηση». Μόνον η εμπειρία μπορεί να μάθη σε κάποιον τί τρομακτικό εγχείρημα είναι το να απομακρυνθούμε από τις γνώριμες υποθέσεις του συνειδητού μας κόσμου, και να αντιμετωπίσουμε το εντελώς άγνωστο του εσωτερικού, ασυνείδητου κόσμου. ‘Όταν ο Jung το έκανε για πρώτη φορά, κατέγραψε με τρόμο ότι μερικά από τα οράματα που είδε και άκουσε ήταν πολύ όμοια με τις φαντασιώσεις που είχαν καταλάβει πολλούς από τους ασθενείς του στο ψυχιατρείο του Burghӧlzli. Στην αρχή φοβήθηκε ότι θα τον κατέκλυζαν και αυτόν επίσης, και έζησε για πολλούς μήνες με τον φόβο της τρέλλας να κρέμεται επάνω από το κεφάλι του. Αυτό προερχόταν από ένα επανειλημμένο όραμα της Ευρώπης χωρισμένης σε μεγάλα κομμάτια, να κολυμπάη μέσα σε μια θάλασσα από αίμα. Μόλις τον Αύγουστο του 1914, με την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (στον οποίον αναμείχθηκαν όλες οι χώρες που είχε δει ο Jung βουτηγμένες στο αίμα), αντιλήφθηκε ότι τα οράματά του τού 1913 ήταν ένα προμήνυμα του πολέμου, και δεν αναφερόταν στη δική του ιδιαίτερη ψυχολογία.

Απελευθερωμένος έτσι από τον τρομερό εφιάλτη της πιθανής τρέλλας, μπορούσε να στραφή ήρεμα και αντικειμενικά στα περιεχόμενα των οραμάτων του. Εκεί ανακάλυψε την πραγματική ύπαρξη όχι μόνον του προσωπικού ασυνειδήτου, το οποίο γνώριζαν καλά και ο Freud και ο Adler, αλλά και του συλλογικού ασυνειδήτου πίσω από αυτό, με τα αρχέτυπά του και τις άπειρες δυνατότητές του. Ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο πραγματικός όσο ακριβώς και ο εξωτερικός κόσμος, με τον οποίον είμαστε εξοικειωμένοι∙ στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο α λ η θ ι ν ό ς , επειδή είναι άπειρος και αθάνατος, και δεν αλλάζει ούτε φθείρεται, όπως κάνει συνεχώς ο εξωτερικός κόσμος. Για αυτούς που θυμούνται τον κόσμο όπως ήταν πριν από το 1914, ο σημερινός κόσμος είναι τόσο πολύ αλλαγμένος, ώστε φαίνεται να είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος.

Ο Jung μού είπε κάποτε ότι το ίδιο το ασυνείδητο δεν είναι επικίνδυνο. Υπάρχει μόνον ένας πραγματικός κίνδυνος, είπε, αλλά αυτός είναι πολύ σοβαρός: ο π α ν ι κ ό ς ! Ο φόβος που πιάνει τον άνθρωπο όταν κάτι πολύ απροσδόκητο βρεθή μπροστά του, ή όταν αρχίζει να φοβάται ότι χάνει τον βηματισμό του στον συνειδητό κόσμο. Αυτό μπορεί να τον αναστατώση τόσο πολύ, ώστε πραγματικά δεν είναι παράξενο που τόσο λίγοι άνθρωποι αναλαμβάνουν αυτό το έργο. Πρέπει πραγματικά να έχη κανείς πολύ σίγουρες ρίζες, και να είναι καλά τοποθετημένος μέσα στον εξωτερικό κόσμο, πριν να τον συμβουλέψουμε να κάνη μια τέτοια προσπάθεια. Πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Jung ήταν παντρεμένος, είχε μερικά παιδιά, ένα δικό του σπίτι με κήπο κοντά στη λίμνη, και μιαν εξαιρετική επιτυχία στο επάγγελμά του, πριν αρχίση τη δική του «αντιμετώπιση του ασυνειδήτου». Υπογραμμίζει στο «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», ότι ο Νίτσε ανέλαβε την ίδια πορεία όταν έγραψε το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», και παρασύρθηκε σαν το φύλλο από τον άνεμο, επειδή δεν είχε ρίζες, ούτε υποχρεώσεις στον εξωτερικό κόσμο (αυτόθι, σ.σ. 102 κ.ε.).

Ο φόβος που μας κάνει να τρομάζουμε μπροστά στην πορεία μέσα στο άγνωστο, και που πραγματικά την κάνει μιαν «επικίνδυνη επιχείρηση», είναι ο φόβος μήπως πνιγούμε από τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου. Τα ίδια δεν είναι περισσότερο επικίνδυνα από τα περιεχόμενα του εξωτερικού κόσμου, αλλά όπως ακριβώς μπορούμε να χάσουμε τον προσανατολισμό μας σε μια δύσκολη εξωτερική συνάντηση, στην οποία θα τα είχαμε καταφέρει εύκολα εάν δεν μας είχε κυριεύσει ο φόβος, μπορούμε να πάθουμε το ίδιο στη συνάντησή μας με το ασυνείδητο, με ακόμη πιο τρομακτικές συνέπειες, επειδή είναι άγνωστες. Εάν χρησιμοποιηθή κατάλληλα η μέθοδος της ενεργητικής φαντασίας, μπορεί να προσφέρη μέγιστη βοήθεια στη διατήρηση της ισορροπίας μας και στην εξερεύνηση του αγνώστου∙ αλλά εάν την παρεξηγήσουμε και τη χρησιμοποιήσουμε για την ευχαρίστησή μας, αντί να τη θεωρήσουμε έναν επιστημονική τρόπο σ κ λ η ρ ή ς δ ο υ λ ε ι ά ς, μπορεί να απελευθερώση δυνάμεις στο ασυνείδητο, οι οποίες είναι δυνατόν να μας κατακλύσουν, και ακόμη και να μας κάνουν να καταλήξουμε σε ψυχωτικό επεισόδιο.

Πάνω απ’ όλα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ενεργητική φαντασία είναι σ κ λ η ρ ή δ ο υ λ ε ι ά - ίσως το πιο κουραστικό έργο με το οποίο έχουμε ποτέ ασχοληθή. Το αναλαμβάνουμε για να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με οτιδήποτε άγνωστο βρίσκεται στην ίδια μας την ψυχή. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, όλη η πνευματική μας ηρεμία εξαρτάται από αυτές τις διαπραγματεύσεις∙ αλλοιώς, είμαστε πάντοτε ένα σπίτι διχασμένο εναντίον του εαυτού του, καταπιεσμένοι, χωρίς να γνωρίζουμε το γιατί, και πολύ αβέβαιοι, επειδή κάτι άγνωστο μέσα μας διαρκώς έρχεται σε αντίθεση μαζί μας. Όπως γράφει ο Jung στο «Ψυχολογία και Αλχημεία»: «Ξέρουμε ότι η μάσκα του ασυνειδήτου δεν είναι άκαμπτη∙ αντανακλά το πρόσωπο που στρέφουμε προς αυτήν. Η εχθρότητα τής δίνει μιαν απειλητική όψη, η φιλία μαλακώνει τα χαρακτηριστικά της» (C. G. Jung: «Ψυχολογία και Αλχημεία», Τόμος 12, Άπαντα. Princeton University Press, 1968, παρ.29).

Είναι επομένως υψίστης σημασίας το να αισθανώμαστε φιλικά με την ιδέα ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία προσωπικής φύσης, και ακόμη περισσότερα απρόσωπης (δηλ. συλλογικής), που δεν γνωρίζουμε, και τα οποία συνεχώς ασκούν καταναγκαστική επίδραση επάνω μας. Μόλις συνειδητοποιήσουμε – κατά προτίμηση από την ίδια μας την εμπειρία – ότι αυτό είναι ένα γ ε γ ο ν ό ς που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα λόγος να μην αισθανώμαστε φιλικά απέναντί του. Εάν η μοίρα μάς αναγκάζει να ζούμε μαζί με έναν σύντροφο ή συντρόφους που δεν τους έχουμε διαλέξει οι ίδιοι, είναι φανερό ότι η ζωή θα προχωρήση πολύ πιο εύκολα εάν δείξουμε ένα φιλικό, παρά ένα εχθρικό πρόσωπο σ’ αυτούς.

Θυμάμαι μιαν πολύ σοφή γυναίκα που μου έλεγε ότι σε ένα μακρύ της ταξίδι σε μερικές χώρες που ήθελε πάντοτε να επισκεφθή, ήταν αναγκασμένη να μείνη στο ίδιο δωμάτιο με μια γυναίκα που της ήταν τελείως αντιπαθητική. Στην αρχή νόμισε ότι αυτό θα της χαλάση οπωσδήποτε το ταξίδι. Έπειτα όμως αντιλήφθηκε ότι θα έχανε μιαν από τις πιο ενδιαφέρουσες και ευχάριστες στιγμές της ζωής της εάν άφηνε την αντιπάθειά της να την καταστρέψη. Επομένως αποφάσισε να αποδεχθή τη δυσάρεστη συντροφιά της, αποδεσμεύοντας τον εαυτός της από τα αρνητικά της συναισθήματα και από τη γυναίκα την ίδια, με το να είναι φιλική και ευγενική απέναντί της. Αυτή η τεχνική λειτούργησε θαυμάσια, και μπόρεσε να ευχαριστηθή απόλυτα το ταξίδι της.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου που αντιπαθούμε, και που νοιώθουμε πολύ δυσάρεστα απέναντί τους. Χαλάμε το ίδιο μας το ταξίδι μέσα στην ζωή εάν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αισθάνεται εχθρικά απέναντί τους. Εάν μπορέσουμε να τα αποδεχθούμε όπως είναι και να είμαστε φιλικοί απέναντί τους, συχνά ανακαλύπτουμε ότι τελικά δεν είναι και τόσο άσχημα, και τουλάχιστον γλυτώνουμε από την έχθρα τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: