Συνέχεια από Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025
Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ι
Του Friedrich SchellingΜετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997
Αφότου κάποτε στὴ δημιουργία, ἀπὸ ἀντίδραση τοῦ βυθοῦ στὴν ἀποκάλυψη, διεγέρθηκε γενικῶς τὸ κακό, ὁ ἄνθρωπος ἔχει προαιωνίως συλλάβει τὸν ἑαυτό του μέσα στὴν ἰδιαιτερότητα [Eigenheit] καὶ τὴν ἐγωπάθεια [Selbstsucht] καὶ ὅλοι, ὅσοι γεννιοῦνται, γεννιοῦνται φέροντας πάνω τους τὴν σκοτεινὴ ἀρχὴ [Prinzip] τοῦ κακοῦ, μολονότι αὐτὸ τὸ κακὸ ἀποχτᾶ συνείδηση τοῦ ἑαυ-τοῦ του μόνο μέσῳ τῆς ἐμφάνισης τοῦ ἀντιθέτου του. Ὅπως ἔχει ὁ ἄνθρωπος τώρα, τὸ καλὸ μπορεῖ νὰ ἐξαχθῆ καὶ νὰ μορφωθῆ σὲ φῶς μόνο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ ἀρχὴ μὲ μιὰ θεϊκὴ ἐνέργεια μεταλλαγῆς [göt-tliche Transmutation]. Αὐτὸ τὸ πρωταρχικό [ursprüngliche] κακὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ μόνο ἐκεῖνος θὰ τὸ ἀμφισβητήση, ὅποιος ἐπιπόλαια μόνο τὸν μελέτησε, στὸν ἑαυτό του κι ἔξω ἀπὸ αὐτόν, μολονότι εἶναι, ὅσον ἀφορᾶ τὴν τωρινὴ ἐμπειρική ζωή, τελείως ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία, ἐντούτοις στὴν πρωταρχή του [Ursprung] εἶναι πράξη τοῦ καθενὸς δική του, καὶ μόνο γιὰ τοῦτο ἁμαρτία πρωταρχική, πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθῆ καὶ γιὰ τὴν – ὁπωσδήποτε ἐξίσου ἀναμφισβήτητη ἀταξία τῶν δυνάμεων ποὺ ἐπεκτάθηκε σὰν μόλυνση μετὰ τὴν ἐπελθοῦσα διατάραξη [Zerrütung]. Γιατὶ δὲν εἶναι τὰ πάθη [Leidenschaften] καθ' ἑαυτὰ τὸ κακό, οὔτε ἔχουμε νὰ δώσουμε μάχη μόνο μὲ τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα, παρὰ μὲ ἕνα κακό, ἐντός μας καὶ ἐκτός, τὸ ὁποῖο εἶναι πνεῦμα. Μόνο αὐτὸ τὸ κακὸ ποὺ προσλαμβάνουμε μὲ δική μας ἐνέργεια [Tat], ἀλλὰ ἤδη μὲ τὸ ποὺ γεννιόμαστε, μπορεῖ λοιπὸν νὰ ὀνομαστῆ τὸ ριζικό κακό, καὶ εἶναι ἀξιοπαρατήρητο πῶς ὁ Κάντ, ὁ ὁποῖος στὴ θεωρία δὲν μπόρεσε νὰ φτάση ὡς τὴν ἰδέα μιᾶς ὑπερβατολογικῆς ἐνέργειας [transzendentale Tat] προσδιοριστικῆς συνόλου τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι, ὁδηγήθηκε ἀπὸ μόνη τὴν πιστὴ παρατήρηση [Beobachtung] τῶν φαινομένων τῆς ἠθικῆς [sittliche] κρίσης, σὲ ὑστερό-τερες ἔρευνες, στὴν ἀναγνώριση ἑνός, ὅπως τὸ λέει, ὑποκειμενικοῦ θεμελίου [Grund] τῶν ἀνθρώπινων πρά-ξεων, προηγούμενου κάθε ἐνέργειας ποὺ νὰ ὑποπίπτη στὶς αἰσθήσεις, ποὺ τὸ ἴδιο πάλι νὰ ἀποτελῆ ἐνέργεια [Actus] τῆς ἐλευθερίας· ἐνῶ ὁ Φίχτε, ὁ ὁποῖος συνέ-λαβε (389) μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς θεωρησιακῆς φιλοσοφίας [in der Spekulation] τὴν ἔννοια μιᾶς τέτοιας ἐνέρ-γειας, στὴ θεωρία τῶν ἠθῶν (Sittenlehre] ὑπέκυψε ἐκ νέου στὸν ἐπικρατοῦντα φιλανθρωπισμό [Philanthropismus] καὶ δὲν θέλησε νὰ δῆ αὐτὸ τὸ προηγούμενο κάθε ἐμπειρικῆς πράξεως κακὸ παρὰ μόνο στὴν ἀδράνεια ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Μόνο ἕνα ἐπιχείρημα μοιάζει νὰ ὑπάρχη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσαχθῆ ἐναντίον τῆς ἀπόψεως αὐτῆς: ἐτοῦτο, ὅτι θὰ ἀπέκοπτε κάθε δυνατότητα μεταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλὸ καὶ ἀντίστροφα, τουλάχιστον γιὰ τὴ ζωὴ ἐτούτη. Μόνο ποὺ κι ἂν ἔστω μιὰ ἀνθρώπινη ἢ θεϊκὴ βοήθεια – (πάντα χρειάζεται μιὰ βοήθεια ὁ ἄνθρωπος) – ὁρίζουν τὴ μεταστροφή του πρὸς τὸ καλό, ἐντούτοις τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιτρέπει στὸ ἀγαθὸ πνεῦμα αὐτὴ τὴν ἐπίδραση, ὅτι δὲν τὴν ἀποκλείει θετικά [positiv], ὀφείλεται σὲ αὐτὴ τὴν ἀφετηριακὴ [anfängliche] πράξη μέσῳ τῆς ὁποίας εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὴ ἡ μεταλλαγή [Tranmutation] ἀκόμη δὲν τοῦ συνέβη, ἀλλὰ καὶ ποὺ μέσα του ἡ ἀγαθὴ ἀρχὴ [Prinzip] δὲν ἔχει ὁλοκληρωτικὰ ἀπονεκρωθῆ, ποτὲ δὲν παύει ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ τοῦ καλλίτερου, σὲ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἑκάστοτε εἶναι, ἑαυτοῦ του, νὰ τὸν σπρώχνη πρὸς αὐτήν, ὅπως ἐπίσης, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεταστροφή [Umwendung], τὴν πραγματικὴ καὶ ἀποφασιστική, βρί-σκει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνευση [Frieden], καὶ αἰσθάνεται συμφιλιωμένος [versöhnt] μὲ τὸν φύλακα ἄγγελό του, σὰν τώρα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἀφετηριακή του [anfängliche] ἰδέα. Εἶναι μὲ τὴν αὐστηρότερη ἔννοια ἀληθινὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τέτοιος ποὺ εἶναι πλασμένος, δὲν πράττει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ πνεῦμα μέσα του· κι ἐντούτοις αὐτὸ δὲν βλάπτει καθόλου τὴν ἐλευθερία του. Γιατὶ ἀκόμα καὶ τὸ νὰ ἀφήνη νὰ πράττη μέσα του ἡ καλὴ ἢ ἡ κακή ἀρχὴ [Prinzip] εἶναι συνέπεια τῆς νοητῆς ἐνέργειας [Tat], ἀπὸ τὴν ὁποία προσδιορίζεται ἡ οὐσία του καὶ ἡ ζωή του.
Ἀφοῦ λοιπὸν περιγράψαμε πῶς ἀρχινᾶ καὶ πῶς προκύπτει τὸ κακὸ ὡσότου πραγματωθῆ μέσα στὸ μεμονωμένο ἄτομο, δὲν μένει παρὰ νὰ περιγράψουμε πῶς ἐμφανίζεται μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ γενικὴ δυνατότητα τοῦ κακοῦ ἔγκειται, ὅπως δείξαμε, στὸ ὅτι μπορεῖ, ἀντὶ νὰ κάνη τὴν ἑαυτότητά του [Selbstheit] βάση, ὄργανο, νὰ ἐπιδιώξη νὰ τὴν ὑψώση σὲ κυρίαρχο καὶ σὲ παντοδύναμη βούληση [Allwille], καὶ ἀντιθέτως τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο ποὺ φέρει ἐντός του νὰ τὸ καταστήση μέσον. Ὅταν εἶναι στὸν ἄνθρωπο ἡ σκοτεινὴ ἀρχὴ τῆς ἑαυτότητας καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος [Eigenwille] διαπερασμένη ἀπὸ φῶς καὶ ἕνα μαζί του, τότε εἶναι ὁ θεός, ὡς ἡ (390) αἰώνια ἀγάπη, ἢ ὡς ἐνεργείᾳ ὑπάρχων, ὁ δεσμὸς τῶν δυνάμεων μέσα του. Ὅταν εἶναι ἀντιθέτως οἱ δύο ἀρχὲς σὲ διχόνοια, τότε ἕνα ἄλλο πνεῦμα καταλαμβάνει βίαια τὴ θέση ὅπου ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ θεός· γιὰ τὴν ἀκρίβεια ὁ ἀνεστραμμένος [umgekehrte] θεός· αὐτὸ τὸ ἀνακινημένο σὲ ἐνεργοποί ηση [Aktualisierung] μέσῳ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ θεοῦ ὄν, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ περάση ἀπὸ τὸ δυνάμει [Potenz] στὸ ἐνεργείᾳ [Actus], τὸ ὁποῖο οὐδόλως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ θέλει νὰ εἶναι, καὶ γι' αὐτό, ὅπως ἡ ὕλη τῶν ἀρχαίων, δὲν μπορεῖ νὰ συλληφθῆ ὡς πραγματικὸ (ἐνεργείᾳ) μὲ τὸν νοῦ στὴν πληρότητά του, παρὰ μόνο μὲ μιὰ ἀπατηλή φαντασία (*λογισμῷ νόθῳ*)26 – ἡ ὁποία ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἁμαρτία· γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο τείνει νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο, μέσῳ ἀντικατοπτρισμῶν [spiegelhafte Vorstellungen], – ἀφοῦ τὸ ἴδιο, μὴ ὄντας, δανείζεται τὴ φαινομενικότητα [Schein] ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ εἶναι, ὅπως τὸ φίδι τὰ χρώματά του ἀπὸ τὸ φῶς,– στὸν παραλογισμό [Sinnlosigkeit], ὅπου καὶ μόνο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ δεχτῆ καὶ νὰ τὸ νοήση. Ὀρθὰ λοιπὸν παριστάνεται ὄχι μόνο ὡς ἐχθρὸς ὅλης τῆς δημιουργίας (ἐπειδὴ αὐτὴ ὑφίσταται μόνο χάρη στὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης) καὶ πρωτίστως τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ ἐπίσης καὶ ὡς ὁ διάβολος [Verführer], ὁ ὁποῖος σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπατηλὴ ἡδονὴ καὶ στὸ νὰ παραδεχτῆ μέσα στὴ φαντασία του τὸ μὴ ὄν, πρᾶγμα στὸ ὁποῖο ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὶς κακὲς κλίσεις [böse Neigungen] ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του, ἀφοῦ τὰ μάτια του, μὴ μπορώντας νὰ κοιτάζουν συνεχῶς τὴ λάμψη τοῦ θείου καὶ τῆς ἀλήθειας στρέφονται πάντα πρὸς τὸ μὴ ὄν. Ὥστε ἡ ἀφετηρία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μεθίσταται ἀπὸ τὸ ὄντως ὂν [eigentliches Sein] στὸ μὴ ὄν, ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὸ ψεῦδος, ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι, θέλοντας νὰ γίνη ὁ ἴδιος δημιουργικὴ ἀρχὴ [Grund] καὶ νὰ ἐξουσιάση τὰ πάντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ κέντρου ποὺ φέρει μέσα του. Γιατὶ ἀκόμα καὶ σ᾽ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ κέντρο παραμένει πάντα τὸ αἴσθημα ὅτι κάποτε ἦταν τὰ πάντα, ὅταν ἀκριβῶς ἦταν στὸν θεὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν θεό· γι᾿ αὐτὸ τείνει ξανὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀλλὰ γιὰ λογαριασμό του [für sich], καὶ ὄχι ἐκεῖ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ξαναβρη, δηλαδή στον θεό. Έτσι γεννιέται ἡ πείνα της έγωπάθειας [Selbstsucht], ἡ ὁποία στὸ μέτρο ποὺ ἀποκόβε-ται ἀπὸ τὸ ὅλο καὶ τὴν ἑνότητα γίνεται συνεχῶς ἐνδε-έστερη, φτωχότερη, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ καὶ πιὸ ἐπιθυμητική, πιὸ πεινασμένη, πιὸ δηλητηριώδης. Ὑπάρχει μέσα στὸ κακὸ αὐτὴ ἡ ἀντίφαση [Widerspruch), (391) ποὺ αὐτοσπαράσσεται καὶ ὁδηγεῖται μόνη της στὴν ἐκμηδένιση, ὅτι ἐπιδιώκει νὰ βεβαιωθῆ στὴν κτιστότητά του [krea-türlich zu werden strebt], ἐνόσῳ ἀκριβῶς ἐκμηδενίζει τὸν δεσμὸ ποὺ συνέχει τὴν κτιστότητα, καὶ ἀπὸ τὴν ἔπαρ-σή του, νὰ θέλη νὰ εἶναι τὰ πάντα, ἐκπίπτει στὸ μὴ ὄν. ῎Αλλωστε ἡ προφανὴς ἁμαρτία δὲν μᾶς γεμίζει, ὅπως ἡ ἁπλῆ ἀνικανότητα καὶ ἀδυναμία, μὲ λύπη, ἀλλὰ μὲ φρίκη καὶ μὲ ἀποτροπιασμό, αἴσθημα ποὺ ἐξηγεῖται μόνο ἀπὸ τὸ ὅτι ἐπιδιώκει νὰ καταλύση τὸν Λόγο [Wort], νὰ θέση σὲ δοκιμασία τὸ θεμέλιο [Grund] τῆς δημι-ουργίας καὶ νὰ βεβηλώση τὸ μυστήριο. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὑπάρξη ἀπροκάλυπτα, γιατὶ μόνο ἀντιπαρα-τιθέμενος στὴν ἁμαρτία ἀποκαλύπτεται αὐτὸς ὁ ἐσώ-τατος δεσμὸς ποὺ δείχνει ὅτι τὰ πράγματα εἶναι ἐξαρτημένα, καὶ ἡ οὐσία τοῦ θεοῦ, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο προηγεῖται κάθε ὑπάρξεως, (δὲν ἔχει ἀκόμα κατευνασθῆ μέσῳ αὐτῆς), καὶ γι' αὐτὸ προκαλεῖ δέος. Γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς μέσα στὴ δημιουργία σκεπάζει αὐτὴ τὴν ἀρχή [Prinzip], καὶ τὴν καλύπτει μὲ ἀγάπη, κάνοντάς τη θεμέλιο [Grund] καὶ φορέα τῶν ὄντων [Träger der Wesen]. Ὅταν κάποιος ὅμως τὴν ἐρεθίζη, κάνοντας κακὴ χρήση τοῦ φτασμένου σὲ ἑαυτότητα [Selbstsein] ἰδίου θελήματός του [Eigenwille], γι᾿ αὐτὸν τότε καὶ κατ᾿ αὐτοῦ ἐνεργοποιεῖται. Διότι καθὼς ἡ ὕπαρξη [Exi-stenz] τοῦ θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ προσβληθῆ, οὔτε πολύ πε-ρισσότερο νὰ ἀρθῆ, ἡ ἀναγκαία ἀντιστοιχία ποὺ ὑπάρ-χει ἀνάμεσα στὸν θεὸ καὶ τὴ βάση του [Basis] ἔχει ὡς συνέπεια ὅτι τὸ ζείδωρο ἐκεῖνο βλέμμα [Lebensblick] ποὺ φέγγει μέσα στὸ βαθύ σκοτάδι, καὶ στὸν καθένα χωριστὰ ἀκόμη, γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ εἶναι πῦρ κατανα-λίσκον, ὅπως στὸν ζωντανὸ ὀργανισμὸ τὸ μεμονωμένο μέλος ἢ σύστημα ποὺ ἀποκλίνει ἀπὸ τὸ ὅλον αἰσθάνε-ται τὴν ἑνότητα τὴν ἴδια καὶ τὴ σύμπνοια, στὴν ὁποία ἀντιτίθεται, ὡς πῦρ (=πυρετὸ) καὶ ἀνάβει ἀπὸ ἕναν ἐσωτερικό καύσωνα.
Εἴδαμε πῶς ἀπὸ πλανερὴ φαντασία καὶ γνώση στραμμένη πρὸς τὸ μὴ ὂν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγε-ται στὸ πνεῦμα τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πλάνης καὶ ὑπὸ τὴν γοητεία του σύντομα χάνει τὴν ἀφετηριακή του ἐλευθερία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀντιθέτως τὸ ἀληθινὸ καλὸ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ μόνο μὲ μιὰ θεία μαγεία, γιὰ τὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἄμεση παρουσία τοῦ ὄντος στὴ συνείδηση καὶ τὴ γνώση. Ἕνα αὐθαίρετο καλὸ εἶναι τόσο ἀδύνατο, ὅσο καὶ ἕνα αὐθαίρετο κακό. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία βρίσκεται σὲ συμφωνία μὲ μιὰ ἱερὴ ἀναγκαιότητα, σὰν αὐτὴ ποὺ αἰσθανόμαστε στὴν οὐσιαστικὴ γνώση, ὅταν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ καρδιά, ὑπακούοντας στὴ δική τους (392) νομοτέλεια καὶ μόνο, καταφάσκουν ἐλεύθερα αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Αν τὸ κακὸ ἔγκειται σὲ μιὰ διχόνοια τῶν δύο ἀρχῶν, τὸ καλὸ μπορεῖ νὰ κεῖται μόνο στὴν ἐντελῆ τους ὁμόνοια, καὶ ὁ δεσμὸς ποὺ τὶς ἑνώνει πρέπει νὰ εἶναι θεϊκός, ἀφοῦ εἶναι ἑνωμένες ὄχι ὑπὸ προϋποθέσεις, ἀλλὰ μὲ τρόπο τέλειο καὶ ἀπροϋπόθετα [unbedingte]. Δὲν μπο-ροῦμε ἑπομένως νὰ φανταστοῦμε τὴ σχέση τους ὡς ἠθικότητα [Sittlichkeit] αὐθαίρετη ἢ προκύπτουσα ἀπὸ αὐτοκαθορισμό [Selbstbestimmung]. Ἡ τελευταία ἔννοια θὰ προϋπέθετε ὅτι δὲν εἶναι καθ᾽ ἑαυτὲς ἕνα πρᾶγμα· ἀλλὰ τότε πῶς νὰ γίνουν ἕνα, ἀφοῦ δὲν εἶναι; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ὁδηγεῖ πίσω στὸ ἀσυνάρτητο σύστημα τοῦ ἰσοδυνάμου τῶν προαιρέσεων. Ἡ σχέση τῶν δύο ἀρχῶν εἶναι μιὰ σχέση ὑποτέλειας τῆς σκοτεινῆς ἀρχῆς (τῆς ἑαυτότητας) στὸ φῶς. Ἂς μᾶς ἐπιτραπῆ νὰ τὴν ἐκφρά-σουμε μὲ τὴν religio, ἀκολουθώντας τὴν πρωταρχική σημασία τῆς λέξης. Μὲ τὴ religio δὲν καταλαβαίνουμε ὅ,τι ὀνομάζει ἔτσι μιὰ ἀρρωστημένη ἐποχή, τὸν νωθρό διαλογισμό, τὴν προσποιητὰ εὐλαβικὴ διαίσθηση, ἢ τὴ θέληση νὰ αἰσθανθῆ κανεὶς τὸ θεῖο. Γιατὶ ὁ θεὸς εἶναι ἡ καθαρή γνώση ἢ τὸ ἴδιο τὸ πνευματικὸ φῶς μέσα μας, ποὺ σ᾽ αὐτὸ κάθε τι ἄλλο γίνεται καθαρό, καὶ ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν τὸ ἴδιο σκοτισμένο· καὶ ὅποιου τὴν ἔχει, αὐτὴ ἡ γνώση δὲν τοῦ ἀφήνει οὔτε νωθρότητα οὔτε σχόλη. Εἶναι, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει, κάτι πολύ πιὸ πραγματικὸ [Substanzielleres] ἀπ᾿ ὅ,τι νομίζουν οἱ φιλόσοφοί μας τοῦ αἰσθήματος [Empfindungsphilosophen]. Καταλαβαίνουμε τὴ religiositas [Religiosität] στὴν πρω-ταρχική, πρακτικὴ σημασία τῆς λέξης. Εἶναι τὸ νὰ ἔχη κανεὶς συνείδηση [Gewissenhaftigkeit], τὸ νὰ πράττη ἔτσι ποὺ ξέρει, καὶ νὰ μὴν ἀντιτίθεται μὲ τὰ ἔργα του στὸ φῶς τῆς γνώσης. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατη αὐτὴ ἡ ἀντίθεση, γιὰ λόγους ὄχι ἀνθρώπινους, φυσικοὺς ἢ ψυχολογικούς, ἀλλὰ θείους, τὸν ὀνομάζουμε θρησκευτικό, ἄνθρωπο μὲ συνείδηση στὴν ὑψηλότερη ἔννοια τῆς λέξης. Ἐκεῖνος δὲν ἔχει συν-είδηση, ὅποιος σὲ τυχοῦσα περίσταση χρειάζεται ν' ἀναλογιστῆ τί προστάζει τὸ καθῆκον [Pflichtgebot], ὥστε ἀπὸ σεβασμὸ γι᾿ αὐτὸ νὰ ἀποφασίση νὰ κάνη τὸ σωστό. Ἤδη κατὰ τὴ σημασία τῆς λέξης, ἡ religiositas [Religiosität] δὲν ἐπιτρέπει καμμιὰ ἐπιλογὴ μεταξὺ ἀντιθέτων, κανένα aequilibrium arbitrii (πληγὴ κάθε ή-θικῆς), παρὰ μόνο τὴν ὕψιστη ἀποφασιστικότητα [Entschiedenheit] γιὰ τὸ δίκαιο, χωρὶς ἐπιλογὴ καμμιά. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ εὐσυνειδησία δὲν παρουσιάζεται κατ' ἀνάγκην καὶ πάντα ὡς ἐνθουσιασμὸς ἢ ὡς ἔκτακτο ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως θέλει (393) νὰ τὴν πα-ρουσιάση καὶ αὐτήν, ὅταν πιὰ ἡ ἔπαρση [Dünkel] τῆς αὐθαίρετης ἠθικότητας ἔχει πιὰ ὑποχωρήσει, μιὰ ἄλλη καὶ πολὺ χειρότερη ὕβρις [Hochmut]. Μπορεῖ νὰ ἐμφανιστῆ τελείως τυπική, ὡς ἀκριβὴς ἐκπλήρωση τοῦ κα θήκοντος, οποτε μαλιστα είναι αναμικτη και μ' ένα χαρακτῆρα σκληρότητας [Härte] καὶ ξηρότητας [Herbheit], ὅπως στὴν ψυχὴ τοῦ Κάτωνος, στὸν ὁποῖο ἕνας ἀρχαῖος αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐσωτερικὴ καὶ σχεδὸν θεία ἀναγκαιότητα ἀποδίδει, ὅταν λέει πὼς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, ἐφόσον ποτὲ δὲν ἔπραττε δίκαια γιὰ νὰ πράξη δίκαια (τηρώντας τὴν ἐντολή), ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνη ἀλλιῶς. Αὐτὴ ἡ σθεναρότητα [Strenge] τοῦ φρονήματος εἶναι, σὰν τὴ σθεναρότητα τῆς ζω-ῆς μέσα στὴ φύση, τὸ κουκούτσι ποὺ θ᾽ ἀνθίση σὲ ἡδύ-τητα [Anmut] καὶ θεϊκότητα· ἐνῶ ἡ ὑποτιθέμενη πιὸ ἐξευγενισμένη [vornehmere] ἠθικότητα, ποὺ πιστεύει ὅτι ὀφείλει νὰ καταφρονῆ αὐτὸ τὸ κουκούτσι, μοιάζει μὲ λουλούδι στεῖρο ποὺ δὲν γεννᾶ καρπό. 27 Τὸ ἀνώτερο δὲν εἶναι πάντα ὡς τέτοιο καὶ τὸ καθολικῶς ἰσχῦον· καὶ ὅποιος γνωρίζει τὸ συνάφι τῶν φιλήδονων τοῦ πνεύματος, ποὺ ἀκριβῶς ἐκμεταλλεύονται ὅ,τι τὸ ὑψηλό-τερο ὑπάρχει στὴν ἐπιστήμη καὶ τὸ αἴσθημα [Gefühl] γιὰ τὴν πιὸ ἀνειμένη πνευματικὴ ἀσχημία καὶ τὴν ἀνύψωση πάνω ἀπὸ τὴν κοινὴ συμμόρφωση στὸ καθῆκον [Pflichtmäßigkeit], γιατὶ ἔτσι τὴν ὀνομάζουν, θὰ τὸ σκε-φτῆ πολὺ πρὶν ἰσχυριστῆ κάτι τέτοιο. Ἤδη μπορεῖ κανεὶς νὰ προβλέψη ὅτι ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ νὰ θέλη καν-εἰς νὰ εἶναι μιὰ ὡραία ψυχὴ [schöne Seele] προτοῦ νὰ γίνη μιὰ ἔλλογη [vernünftige], καὶ τοῦ νὰ προτιμᾶ νὰ καλῆται εὐγενικὸς [edel] μᾶλλον παρὰ δίκαιος, ἡ ἠθική [Sittenlehre] θὰ καταλήξη νὰ ὑπαχθῆ στὴ γενικὴ ἔννοια τοῦ γούστου [Geschmack], ὁπότε ἐν συνεχείᾳ καὶ ἡ ἠθικὴ μειονεξία [Laster] θὰ εἶναι ἁπλῶς κακὸ ἢ χαλα-σμένο γοῦστο. 28 Τὸ σοβαρό φρόνημα, ὅταν ἀπὸ μέσα του διαφαίνεται ἡ θεϊκή του ἀρχὴ ὡς τέτοια, ἐμφανίζεται ὡς ἐνθουσιασμός· ὡς (394) ἡρωϊσμὸς (στὴ μάχη μὲ τὸ κακό), ὡς τὸ ὄμορφο ἐλεύθερο σθένος [Mut] τοῦ ἀνθρώπου νὰ πράττη ὅπως τοῦ ὑποδεικνύει ὁ θεὸς καὶ νὰ μὴν ὑπολείπεται στὴν πράξη αὐτοῦ ποὺ ἀναγνωρί ζει μὲ τὴ σκέψη του [im Wissen erkannt hat]· ὡς πίστη ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ νὰ θεωρῆς ἀληθινὸ κάτι ποὺ σοῦ φαίνεται ὅτι ἀξίζει ἢ ποὺ κάτι τοῦ λείπει γιὰ νὰ 'ναι βέβαιο – μιὰ σημασία ποὺ προστέθηκε στὴ λέξη ἀπὸ τὴ χρήση της γιὰ κοινὰ πράγματα – ἀλλὰ στὴν πρωταρχική της σημασία ὡς ἐμπιστοσύνη, πεποίθηση στὸ θεῖο, ἡ ὁποία ἀποκλείει κάθε ἐπιλογή. Ὅταν, στὸ τέλος, στὴν ἀδιάπτωτη σοβαρότητα τοῦ φρονήματος, ἡ ὁποία ὅμως πάντοτε προϋποτίθεται, θὰ πέση μιὰ ἀκτῖνα θείας ἀγάπης, τότε θὰ προκύψη ἡ ὕψιστη μεταρσίωση [Verklärung] τοῦ ἠθικοῦ βίου σὲ χάρη [Anmut] καὶ θεία ὀμορφιά.
Πῶς γεννιέται ἡ ἀντίθεση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ πῶς δροῦν μέσα στὴ δημιουργία καὶ τὰ δύο ἀλλη-λοσυμπλεκόμενα, τὸ ἐρευνήσαμε ὅσο ἦταν δυνατό· ἀλλὰ μᾶς μένει ἀκόμα τὸ ὕψιστο ἐρώτημα ὅλης αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἔρευνας. Ἔξετάσαμε ὣς τώρα τὸν θεὸ ἁπλῶς ὡς ὂν ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ πῶς σχε-τίζεται μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη ὡς ἠθικὸ ὄν; Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη μιὰ πράξη ποὺ ἐπισυμβαίνει μὲ τυφλὴ καὶ ἀσύνειδη ἀναγκαιότητα, ἢ εἶναι μιὰ ἐλεύθερη καὶ συνειδητὴ* ἐνέργεια; Κι ἂν εἶναι τὸ δεύτερο, πῶς σχετίζε-ται ὁ θεὸς ὡς ἠθικὸ ὂν μὲ τὸ κακό, τοῦ ὁποίου ἡ δυνα-τότητα καὶ ἡ πραγματικότητα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θεία αὐτοαποκάλυψη; Ἂν θέλησε ἐτούτη θέλησε ἑπομένως καὶ τὸ κακό, καὶ πῶς συμβαδίζει μιὰ τέτοια θέληση μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὕψιστη πληρότητά του, ἤ, κατὰ τὴν κοινὴ ἔκφραση, πῶς νὰ δικαιολογήσουμε τὸν θεὸ γιὰ τὸ κακό;
Συνεχίζεται
Μόνο ἕνα ἐπιχείρημα μοιάζει νὰ ὑπάρχη, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσαχθῆ ἐναντίον τῆς ἀπόψεως αὐτῆς: ἐτοῦτο, ὅτι θὰ ἀπέκοπτε κάθε δυνατότητα μεταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλὸ καὶ ἀντίστροφα, τουλάχιστον γιὰ τὴ ζωὴ ἐτούτη. Μόνο ποὺ κι ἂν ἔστω μιὰ ἀνθρώπινη ἢ θεϊκὴ βοήθεια – (πάντα χρειάζεται μιὰ βοήθεια ὁ ἄνθρωπος) – ὁρίζουν τὴ μεταστροφή του πρὸς τὸ καλό, ἐντούτοις τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιτρέπει στὸ ἀγαθὸ πνεῦμα αὐτὴ τὴν ἐπίδραση, ὅτι δὲν τὴν ἀποκλείει θετικά [positiv], ὀφείλεται σὲ αὐτὴ τὴν ἀφετηριακὴ [anfängliche] πράξη μέσῳ τῆς ὁποίας εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὴ ἡ μεταλλαγή [Tranmutation] ἀκόμη δὲν τοῦ συνέβη, ἀλλὰ καὶ ποὺ μέσα του ἡ ἀγαθὴ ἀρχὴ [Prinzip] δὲν ἔχει ὁλοκληρωτικὰ ἀπονεκρωθῆ, ποτὲ δὲν παύει ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ τοῦ καλλίτερου, σὲ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἑκάστοτε εἶναι, ἑαυτοῦ του, νὰ τὸν σπρώχνη πρὸς αὐτήν, ὅπως ἐπίσης, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεταστροφή [Umwendung], τὴν πραγματικὴ καὶ ἀποφασιστική, βρί-σκει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνευση [Frieden], καὶ αἰσθάνεται συμφιλιωμένος [versöhnt] μὲ τὸν φύλακα ἄγγελό του, σὰν τώρα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἀφετηριακή του [anfängliche] ἰδέα. Εἶναι μὲ τὴν αὐστηρότερη ἔννοια ἀληθινὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τέτοιος ποὺ εἶναι πλασμένος, δὲν πράττει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ πνεῦμα μέσα του· κι ἐντούτοις αὐτὸ δὲν βλάπτει καθόλου τὴν ἐλευθερία του. Γιατὶ ἀκόμα καὶ τὸ νὰ ἀφήνη νὰ πράττη μέσα του ἡ καλὴ ἢ ἡ κακή ἀρχὴ [Prinzip] εἶναι συνέπεια τῆς νοητῆς ἐνέργειας [Tat], ἀπὸ τὴν ὁποία προσδιορίζεται ἡ οὐσία του καὶ ἡ ζωή του.
Ἀφοῦ λοιπὸν περιγράψαμε πῶς ἀρχινᾶ καὶ πῶς προκύπτει τὸ κακὸ ὡσότου πραγματωθῆ μέσα στὸ μεμονωμένο ἄτομο, δὲν μένει παρὰ νὰ περιγράψουμε πῶς ἐμφανίζεται μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ γενικὴ δυνατότητα τοῦ κακοῦ ἔγκειται, ὅπως δείξαμε, στὸ ὅτι μπορεῖ, ἀντὶ νὰ κάνη τὴν ἑαυτότητά του [Selbstheit] βάση, ὄργανο, νὰ ἐπιδιώξη νὰ τὴν ὑψώση σὲ κυρίαρχο καὶ σὲ παντοδύναμη βούληση [Allwille], καὶ ἀντιθέτως τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο ποὺ φέρει ἐντός του νὰ τὸ καταστήση μέσον. Ὅταν εἶναι στὸν ἄνθρωπο ἡ σκοτεινὴ ἀρχὴ τῆς ἑαυτότητας καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος [Eigenwille] διαπερασμένη ἀπὸ φῶς καὶ ἕνα μαζί του, τότε εἶναι ὁ θεός, ὡς ἡ (390) αἰώνια ἀγάπη, ἢ ὡς ἐνεργείᾳ ὑπάρχων, ὁ δεσμὸς τῶν δυνάμεων μέσα του. Ὅταν εἶναι ἀντιθέτως οἱ δύο ἀρχὲς σὲ διχόνοια, τότε ἕνα ἄλλο πνεῦμα καταλαμβάνει βίαια τὴ θέση ὅπου ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ θεός· γιὰ τὴν ἀκρίβεια ὁ ἀνεστραμμένος [umgekehrte] θεός· αὐτὸ τὸ ἀνακινημένο σὲ ἐνεργοποί ηση [Aktualisierung] μέσῳ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ θεοῦ ὄν, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ περάση ἀπὸ τὸ δυνάμει [Potenz] στὸ ἐνεργείᾳ [Actus], τὸ ὁποῖο οὐδόλως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ θέλει νὰ εἶναι, καὶ γι' αὐτό, ὅπως ἡ ὕλη τῶν ἀρχαίων, δὲν μπορεῖ νὰ συλληφθῆ ὡς πραγματικὸ (ἐνεργείᾳ) μὲ τὸν νοῦ στὴν πληρότητά του, παρὰ μόνο μὲ μιὰ ἀπατηλή φαντασία (*λογισμῷ νόθῳ*)26 – ἡ ὁποία ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἁμαρτία· γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο τείνει νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο, μέσῳ ἀντικατοπτρισμῶν [spiegelhafte Vorstellungen], – ἀφοῦ τὸ ἴδιο, μὴ ὄντας, δανείζεται τὴ φαινομενικότητα [Schein] ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ εἶναι, ὅπως τὸ φίδι τὰ χρώματά του ἀπὸ τὸ φῶς,– στὸν παραλογισμό [Sinnlosigkeit], ὅπου καὶ μόνο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ δεχτῆ καὶ νὰ τὸ νοήση. Ὀρθὰ λοιπὸν παριστάνεται ὄχι μόνο ὡς ἐχθρὸς ὅλης τῆς δημιουργίας (ἐπειδὴ αὐτὴ ὑφίσταται μόνο χάρη στὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης) καὶ πρωτίστως τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ ἐπίσης καὶ ὡς ὁ διάβολος [Verführer], ὁ ὁποῖος σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπατηλὴ ἡδονὴ καὶ στὸ νὰ παραδεχτῆ μέσα στὴ φαντασία του τὸ μὴ ὄν, πρᾶγμα στὸ ὁποῖο ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὶς κακὲς κλίσεις [böse Neigungen] ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του, ἀφοῦ τὰ μάτια του, μὴ μπορώντας νὰ κοιτάζουν συνεχῶς τὴ λάμψη τοῦ θείου καὶ τῆς ἀλήθειας στρέφονται πάντα πρὸς τὸ μὴ ὄν. Ὥστε ἡ ἀφετηρία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μεθίσταται ἀπὸ τὸ ὄντως ὂν [eigentliches Sein] στὸ μὴ ὄν, ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὸ ψεῦδος, ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι, θέλοντας νὰ γίνη ὁ ἴδιος δημιουργικὴ ἀρχὴ [Grund] καὶ νὰ ἐξουσιάση τὰ πάντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ κέντρου ποὺ φέρει μέσα του. Γιατὶ ἀκόμα καὶ σ᾽ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ κέντρο παραμένει πάντα τὸ αἴσθημα ὅτι κάποτε ἦταν τὰ πάντα, ὅταν ἀκριβῶς ἦταν στὸν θεὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν θεό· γι᾿ αὐτὸ τείνει ξανὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀλλὰ γιὰ λογαριασμό του [für sich], καὶ ὄχι ἐκεῖ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ξαναβρη, δηλαδή στον θεό. Έτσι γεννιέται ἡ πείνα της έγωπάθειας [Selbstsucht], ἡ ὁποία στὸ μέτρο ποὺ ἀποκόβε-ται ἀπὸ τὸ ὅλο καὶ τὴν ἑνότητα γίνεται συνεχῶς ἐνδε-έστερη, φτωχότερη, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ καὶ πιὸ ἐπιθυμητική, πιὸ πεινασμένη, πιὸ δηλητηριώδης. Ὑπάρχει μέσα στὸ κακὸ αὐτὴ ἡ ἀντίφαση [Widerspruch), (391) ποὺ αὐτοσπαράσσεται καὶ ὁδηγεῖται μόνη της στὴν ἐκμηδένιση, ὅτι ἐπιδιώκει νὰ βεβαιωθῆ στὴν κτιστότητά του [krea-türlich zu werden strebt], ἐνόσῳ ἀκριβῶς ἐκμηδενίζει τὸν δεσμὸ ποὺ συνέχει τὴν κτιστότητα, καὶ ἀπὸ τὴν ἔπαρ-σή του, νὰ θέλη νὰ εἶναι τὰ πάντα, ἐκπίπτει στὸ μὴ ὄν. ῎Αλλωστε ἡ προφανὴς ἁμαρτία δὲν μᾶς γεμίζει, ὅπως ἡ ἁπλῆ ἀνικανότητα καὶ ἀδυναμία, μὲ λύπη, ἀλλὰ μὲ φρίκη καὶ μὲ ἀποτροπιασμό, αἴσθημα ποὺ ἐξηγεῖται μόνο ἀπὸ τὸ ὅτι ἐπιδιώκει νὰ καταλύση τὸν Λόγο [Wort], νὰ θέση σὲ δοκιμασία τὸ θεμέλιο [Grund] τῆς δημι-ουργίας καὶ νὰ βεβηλώση τὸ μυστήριο. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὑπάρξη ἀπροκάλυπτα, γιατὶ μόνο ἀντιπαρα-τιθέμενος στὴν ἁμαρτία ἀποκαλύπτεται αὐτὸς ὁ ἐσώ-τατος δεσμὸς ποὺ δείχνει ὅτι τὰ πράγματα εἶναι ἐξαρτημένα, καὶ ἡ οὐσία τοῦ θεοῦ, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο προηγεῖται κάθε ὑπάρξεως, (δὲν ἔχει ἀκόμα κατευνασθῆ μέσῳ αὐτῆς), καὶ γι' αὐτὸ προκαλεῖ δέος. Γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς μέσα στὴ δημιουργία σκεπάζει αὐτὴ τὴν ἀρχή [Prinzip], καὶ τὴν καλύπτει μὲ ἀγάπη, κάνοντάς τη θεμέλιο [Grund] καὶ φορέα τῶν ὄντων [Träger der Wesen]. Ὅταν κάποιος ὅμως τὴν ἐρεθίζη, κάνοντας κακὴ χρήση τοῦ φτασμένου σὲ ἑαυτότητα [Selbstsein] ἰδίου θελήματός του [Eigenwille], γι᾿ αὐτὸν τότε καὶ κατ᾿ αὐτοῦ ἐνεργοποιεῖται. Διότι καθὼς ἡ ὕπαρξη [Exi-stenz] τοῦ θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ προσβληθῆ, οὔτε πολύ πε-ρισσότερο νὰ ἀρθῆ, ἡ ἀναγκαία ἀντιστοιχία ποὺ ὑπάρ-χει ἀνάμεσα στὸν θεὸ καὶ τὴ βάση του [Basis] ἔχει ὡς συνέπεια ὅτι τὸ ζείδωρο ἐκεῖνο βλέμμα [Lebensblick] ποὺ φέγγει μέσα στὸ βαθύ σκοτάδι, καὶ στὸν καθένα χωριστὰ ἀκόμη, γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ εἶναι πῦρ κατανα-λίσκον, ὅπως στὸν ζωντανὸ ὀργανισμὸ τὸ μεμονωμένο μέλος ἢ σύστημα ποὺ ἀποκλίνει ἀπὸ τὸ ὅλον αἰσθάνε-ται τὴν ἑνότητα τὴν ἴδια καὶ τὴ σύμπνοια, στὴν ὁποία ἀντιτίθεται, ὡς πῦρ (=πυρετὸ) καὶ ἀνάβει ἀπὸ ἕναν ἐσωτερικό καύσωνα.
Εἴδαμε πῶς ἀπὸ πλανερὴ φαντασία καὶ γνώση στραμμένη πρὸς τὸ μὴ ὂν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀνοίγε-ται στὸ πνεῦμα τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πλάνης καὶ ὑπὸ τὴν γοητεία του σύντομα χάνει τὴν ἀφετηριακή του ἐλευθερία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀντιθέτως τὸ ἀληθινὸ καλὸ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ μόνο μὲ μιὰ θεία μαγεία, γιὰ τὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἄμεση παρουσία τοῦ ὄντος στὴ συνείδηση καὶ τὴ γνώση. Ἕνα αὐθαίρετο καλὸ εἶναι τόσο ἀδύνατο, ὅσο καὶ ἕνα αὐθαίρετο κακό. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία βρίσκεται σὲ συμφωνία μὲ μιὰ ἱερὴ ἀναγκαιότητα, σὰν αὐτὴ ποὺ αἰσθανόμαστε στὴν οὐσιαστικὴ γνώση, ὅταν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ καρδιά, ὑπακούοντας στὴ δική τους (392) νομοτέλεια καὶ μόνο, καταφάσκουν ἐλεύθερα αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο. Αν τὸ κακὸ ἔγκειται σὲ μιὰ διχόνοια τῶν δύο ἀρχῶν, τὸ καλὸ μπορεῖ νὰ κεῖται μόνο στὴν ἐντελῆ τους ὁμόνοια, καὶ ὁ δεσμὸς ποὺ τὶς ἑνώνει πρέπει νὰ εἶναι θεϊκός, ἀφοῦ εἶναι ἑνωμένες ὄχι ὑπὸ προϋποθέσεις, ἀλλὰ μὲ τρόπο τέλειο καὶ ἀπροϋπόθετα [unbedingte]. Δὲν μπο-ροῦμε ἑπομένως νὰ φανταστοῦμε τὴ σχέση τους ὡς ἠθικότητα [Sittlichkeit] αὐθαίρετη ἢ προκύπτουσα ἀπὸ αὐτοκαθορισμό [Selbstbestimmung]. Ἡ τελευταία ἔννοια θὰ προϋπέθετε ὅτι δὲν εἶναι καθ᾽ ἑαυτὲς ἕνα πρᾶγμα· ἀλλὰ τότε πῶς νὰ γίνουν ἕνα, ἀφοῦ δὲν εἶναι; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ὁδηγεῖ πίσω στὸ ἀσυνάρτητο σύστημα τοῦ ἰσοδυνάμου τῶν προαιρέσεων. Ἡ σχέση τῶν δύο ἀρχῶν εἶναι μιὰ σχέση ὑποτέλειας τῆς σκοτεινῆς ἀρχῆς (τῆς ἑαυτότητας) στὸ φῶς. Ἂς μᾶς ἐπιτραπῆ νὰ τὴν ἐκφρά-σουμε μὲ τὴν religio, ἀκολουθώντας τὴν πρωταρχική σημασία τῆς λέξης. Μὲ τὴ religio δὲν καταλαβαίνουμε ὅ,τι ὀνομάζει ἔτσι μιὰ ἀρρωστημένη ἐποχή, τὸν νωθρό διαλογισμό, τὴν προσποιητὰ εὐλαβικὴ διαίσθηση, ἢ τὴ θέληση νὰ αἰσθανθῆ κανεὶς τὸ θεῖο. Γιατὶ ὁ θεὸς εἶναι ἡ καθαρή γνώση ἢ τὸ ἴδιο τὸ πνευματικὸ φῶς μέσα μας, ποὺ σ᾽ αὐτὸ κάθε τι ἄλλο γίνεται καθαρό, καὶ ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν τὸ ἴδιο σκοτισμένο· καὶ ὅποιου τὴν ἔχει, αὐτὴ ἡ γνώση δὲν τοῦ ἀφήνει οὔτε νωθρότητα οὔτε σχόλη. Εἶναι, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει, κάτι πολύ πιὸ πραγματικὸ [Substanzielleres] ἀπ᾿ ὅ,τι νομίζουν οἱ φιλόσοφοί μας τοῦ αἰσθήματος [Empfindungsphilosophen]. Καταλαβαίνουμε τὴ religiositas [Religiosität] στὴν πρω-ταρχική, πρακτικὴ σημασία τῆς λέξης. Εἶναι τὸ νὰ ἔχη κανεὶς συνείδηση [Gewissenhaftigkeit], τὸ νὰ πράττη ἔτσι ποὺ ξέρει, καὶ νὰ μὴν ἀντιτίθεται μὲ τὰ ἔργα του στὸ φῶς τῆς γνώσης. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατη αὐτὴ ἡ ἀντίθεση, γιὰ λόγους ὄχι ἀνθρώπινους, φυσικοὺς ἢ ψυχολογικούς, ἀλλὰ θείους, τὸν ὀνομάζουμε θρησκευτικό, ἄνθρωπο μὲ συνείδηση στὴν ὑψηλότερη ἔννοια τῆς λέξης. Ἐκεῖνος δὲν ἔχει συν-είδηση, ὅποιος σὲ τυχοῦσα περίσταση χρειάζεται ν' ἀναλογιστῆ τί προστάζει τὸ καθῆκον [Pflichtgebot], ὥστε ἀπὸ σεβασμὸ γι᾿ αὐτὸ νὰ ἀποφασίση νὰ κάνη τὸ σωστό. Ἤδη κατὰ τὴ σημασία τῆς λέξης, ἡ religiositas [Religiosität] δὲν ἐπιτρέπει καμμιὰ ἐπιλογὴ μεταξὺ ἀντιθέτων, κανένα aequilibrium arbitrii (πληγὴ κάθε ή-θικῆς), παρὰ μόνο τὴν ὕψιστη ἀποφασιστικότητα [Entschiedenheit] γιὰ τὸ δίκαιο, χωρὶς ἐπιλογὴ καμμιά. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ εὐσυνειδησία δὲν παρουσιάζεται κατ' ἀνάγκην καὶ πάντα ὡς ἐνθουσιασμὸς ἢ ὡς ἔκτακτο ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως θέλει (393) νὰ τὴν πα-ρουσιάση καὶ αὐτήν, ὅταν πιὰ ἡ ἔπαρση [Dünkel] τῆς αὐθαίρετης ἠθικότητας ἔχει πιὰ ὑποχωρήσει, μιὰ ἄλλη καὶ πολὺ χειρότερη ὕβρις [Hochmut]. Μπορεῖ νὰ ἐμφανιστῆ τελείως τυπική, ὡς ἀκριβὴς ἐκπλήρωση τοῦ κα θήκοντος, οποτε μαλιστα είναι αναμικτη και μ' ένα χαρακτῆρα σκληρότητας [Härte] καὶ ξηρότητας [Herbheit], ὅπως στὴν ψυχὴ τοῦ Κάτωνος, στὸν ὁποῖο ἕνας ἀρχαῖος αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐσωτερικὴ καὶ σχεδὸν θεία ἀναγκαιότητα ἀποδίδει, ὅταν λέει πὼς ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, ἐφόσον ποτὲ δὲν ἔπραττε δίκαια γιὰ νὰ πράξη δίκαια (τηρώντας τὴν ἐντολή), ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνη ἀλλιῶς. Αὐτὴ ἡ σθεναρότητα [Strenge] τοῦ φρονήματος εἶναι, σὰν τὴ σθεναρότητα τῆς ζω-ῆς μέσα στὴ φύση, τὸ κουκούτσι ποὺ θ᾽ ἀνθίση σὲ ἡδύ-τητα [Anmut] καὶ θεϊκότητα· ἐνῶ ἡ ὑποτιθέμενη πιὸ ἐξευγενισμένη [vornehmere] ἠθικότητα, ποὺ πιστεύει ὅτι ὀφείλει νὰ καταφρονῆ αὐτὸ τὸ κουκούτσι, μοιάζει μὲ λουλούδι στεῖρο ποὺ δὲν γεννᾶ καρπό. 27 Τὸ ἀνώτερο δὲν εἶναι πάντα ὡς τέτοιο καὶ τὸ καθολικῶς ἰσχῦον· καὶ ὅποιος γνωρίζει τὸ συνάφι τῶν φιλήδονων τοῦ πνεύματος, ποὺ ἀκριβῶς ἐκμεταλλεύονται ὅ,τι τὸ ὑψηλό-τερο ὑπάρχει στὴν ἐπιστήμη καὶ τὸ αἴσθημα [Gefühl] γιὰ τὴν πιὸ ἀνειμένη πνευματικὴ ἀσχημία καὶ τὴν ἀνύψωση πάνω ἀπὸ τὴν κοινὴ συμμόρφωση στὸ καθῆκον [Pflichtmäßigkeit], γιατὶ ἔτσι τὴν ὀνομάζουν, θὰ τὸ σκε-φτῆ πολὺ πρὶν ἰσχυριστῆ κάτι τέτοιο. Ἤδη μπορεῖ κανεὶς νὰ προβλέψη ὅτι ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ νὰ θέλη καν-εἰς νὰ εἶναι μιὰ ὡραία ψυχὴ [schöne Seele] προτοῦ νὰ γίνη μιὰ ἔλλογη [vernünftige], καὶ τοῦ νὰ προτιμᾶ νὰ καλῆται εὐγενικὸς [edel] μᾶλλον παρὰ δίκαιος, ἡ ἠθική [Sittenlehre] θὰ καταλήξη νὰ ὑπαχθῆ στὴ γενικὴ ἔννοια τοῦ γούστου [Geschmack], ὁπότε ἐν συνεχείᾳ καὶ ἡ ἠθικὴ μειονεξία [Laster] θὰ εἶναι ἁπλῶς κακὸ ἢ χαλα-σμένο γοῦστο. 28 Τὸ σοβαρό φρόνημα, ὅταν ἀπὸ μέσα του διαφαίνεται ἡ θεϊκή του ἀρχὴ ὡς τέτοια, ἐμφανίζεται ὡς ἐνθουσιασμός· ὡς (394) ἡρωϊσμὸς (στὴ μάχη μὲ τὸ κακό), ὡς τὸ ὄμορφο ἐλεύθερο σθένος [Mut] τοῦ ἀνθρώπου νὰ πράττη ὅπως τοῦ ὑποδεικνύει ὁ θεὸς καὶ νὰ μὴν ὑπολείπεται στὴν πράξη αὐτοῦ ποὺ ἀναγνωρί ζει μὲ τὴ σκέψη του [im Wissen erkannt hat]· ὡς πίστη ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ νὰ θεωρῆς ἀληθινὸ κάτι ποὺ σοῦ φαίνεται ὅτι ἀξίζει ἢ ποὺ κάτι τοῦ λείπει γιὰ νὰ 'ναι βέβαιο – μιὰ σημασία ποὺ προστέθηκε στὴ λέξη ἀπὸ τὴ χρήση της γιὰ κοινὰ πράγματα – ἀλλὰ στὴν πρωταρχική της σημασία ὡς ἐμπιστοσύνη, πεποίθηση στὸ θεῖο, ἡ ὁποία ἀποκλείει κάθε ἐπιλογή. Ὅταν, στὸ τέλος, στὴν ἀδιάπτωτη σοβαρότητα τοῦ φρονήματος, ἡ ὁποία ὅμως πάντοτε προϋποτίθεται, θὰ πέση μιὰ ἀκτῖνα θείας ἀγάπης, τότε θὰ προκύψη ἡ ὕψιστη μεταρσίωση [Verklärung] τοῦ ἠθικοῦ βίου σὲ χάρη [Anmut] καὶ θεία ὀμορφιά.
Πῶς γεννιέται ἡ ἀντίθεση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ πῶς δροῦν μέσα στὴ δημιουργία καὶ τὰ δύο ἀλλη-λοσυμπλεκόμενα, τὸ ἐρευνήσαμε ὅσο ἦταν δυνατό· ἀλλὰ μᾶς μένει ἀκόμα τὸ ὕψιστο ἐρώτημα ὅλης αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἔρευνας. Ἔξετάσαμε ὣς τώρα τὸν θεὸ ἁπλῶς ὡς ὂν ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ πῶς σχε-τίζεται μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη ὡς ἠθικὸ ὄν; Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη μιὰ πράξη ποὺ ἐπισυμβαίνει μὲ τυφλὴ καὶ ἀσύνειδη ἀναγκαιότητα, ἢ εἶναι μιὰ ἐλεύθερη καὶ συνειδητὴ* ἐνέργεια; Κι ἂν εἶναι τὸ δεύτερο, πῶς σχετίζε-ται ὁ θεὸς ὡς ἠθικὸ ὂν μὲ τὸ κακό, τοῦ ὁποίου ἡ δυνα-τότητα καὶ ἡ πραγματικότητα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θεία αὐτοαποκάλυψη; Ἂν θέλησε ἐτούτη θέλησε ἑπομένως καὶ τὸ κακό, καὶ πῶς συμβαδίζει μιὰ τέτοια θέληση μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ὕψιστη πληρότητά του, ἤ, κατὰ τὴν κοινὴ ἔκφραση, πῶς νὰ δικαιολογήσουμε τὸν θεὸ γιὰ τὸ κακό;
Συνεχίζεται
ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ, ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ COGITO Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙΝΟΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΕΓΩ ΣΑΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ ΑΠΟΔΙΔΕΙ ΣΤΟ ΕΓΩ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ... ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΕΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΝ ΦΕΡΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ; ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ; Η ΒΟΥΛΗΣΗ, ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ. ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ. ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ. ΞΕΚΙΝΑ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΑΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΠΑΠΑ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑΣ, ΤΗΣ ΥΙΟΤΗΤΟΣ, ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΑΝ ΘΕΟΥ. ΠΩΣ ΝΑ ΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ; ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ; ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ. Η ΓΝΩΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ. ΠΑΣ ΜΗ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΚΛΑΒΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου