«Δεν έχουμε ένα άγγελο, να μας ψιθυρίζει την αλήθεια στο αυτί»
Μια συζήτηση με τον Werner Heisenberg σχετικά με ζητήματα γνώσης της θεωρητικής φυσικής, τη διαμάχη Goethe–Newton και τη θεωρία πεδίου του Helmut Friedrich Krause (στις 31 Ιουλίου 1974) καταγεγραμμένη από τον Jochen Kirchhoff
Βρίσκεται στο επίμετρο του βιβλίου «Το δομικό στοιχείο του κόσμου» του Helmut Friedrich Krause
Το έτος 1969 εμφανίστηκε το βιβλίο του Werner Heisenberg «Der Teil und das Ganze» (Το μέρος και το όλο)· όπως υποδηλώνει ο υπότιτλος, πρόκειται για «συζητήσεις στον περίγυρο της ατομικής φυσικής». Ο «Dialogo» και οι «Discorsi» του Galilei ενδέχεται να άσκησαν επίδραση στην ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου συνομιλιών. Ο Weizsäcker επισημαίνει τις σχέσεις με τους πλατωνικούς διαλόγους. Ο «Dialogo» του Galilei του 1632 φέρει αδιαμφισβήτητα την επίδραση του «Aschermittwochsmahl» του Bruno από το 1584· αυτό ισχύει όχι μόνο για τη φυσικοφιλοσοφική αντιπαράθεση γύρω από την κίνηση της Γης, αλλά και για τη λογοτεχνική του μορφή. Ας υπενθυμιστεί εδώ απλώς η μορφή του αριστοτελικού Simplicius, που φαίνεται να έχει διαμορφωθεί κατ’ απομίμηση των διαλογικών μορφών του Bruno.
Επιτρέπω στον εαυτό μου να παρουσιάσω την παρακάτω απόδοση μιας συζήτησης με τον Werner Heisenberg στις 31.7.1974 (στο Oberbozen, Νότιο Τιρόλο) ως συμπλήρωμα του βιβλίου συνομιλιών του Heisenberg.
Αν, σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις, οι «συζητήσεις στον περίγυρο της ατομικής φυσικής» συνδέονται, μέσω της μεσολάβησης του Galilei, κατά κάποιο τρόπο με τους διαλόγους του Bruno (έστω και αν αυτή η σχέση δύσκολα μπορεί να συλληφθεί ή να επαληθευθεί), τότε ήταν σχεδόν φυσικό να προκύψει ο πειρασμός να θεωρηθεί η απόδοση της δικής μου συζήτησης με τον Heisenberg κατά το πρότυπο ενός διαλόγου του Bruno. Ωστόσο, θα ήθελα να περιοριστώ σε ορισμένες κεντρικές όψεις της φυσικοφιλοσοφικής αντιπαράθεσης και να παρουσιάσω εκφράσεις του συνομιλητή (αντίθετα με τη μέθοδο που εφαρμόζει ο Heisenberg) σε άμεσο λόγο μόνο όταν δύναμαι να αποδώσω επακριβώς τη διατύπωση της σχετικής δήλωσης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θα χρησιμοποιηθεί η έμμεση μορφή απόδοσης.
Είχα φτάσει στο Oberbozen στις 29.7.1974, είχα καταλύσει στο Parkhotel Holzner και είχα δει τον Werner Heisenberg το βράδυ. Η επαφή με τον Heisenberg δεν είχε σχεδιαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και κατά τα προηγούμενα χρόνια δεν είχα ποτέ συλλάβει την ιδέα να προσεγγίσω τον θεμελιωτή της κβαντομηχανικής, λόγου χάρη με μια επιστολή. Έτσι, η συνάντηση θα μπορούσε – επιφανειακά – να θεωρηθεί ως τυχαία.
Την επόμενη ημέρα άφησα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ένα γράμμα για τον Heisenberg, στο οποίο ζητούσα μια συνομιλία. Παρουσίασα τον εαυτό μου ως φιλόσοφο που εργάζεται σε ένα έργο σχετικά με τη σχέση φυσικών επιστημών και φιλοσοφίας της φυσικής. Στο γράμμα μου αναφερόταν επίσης:
«Επειδή πρέπει να αναχωρήσω εκ νέου στις 2/8, θα δεχόμουν με ευγνωμοσύνη μια σύντομη συζήτηση μαζί σας, είτε σήμερα το βράδυ είτε κατά τη διάρκεια της αυριανής ημέρας. Θα ήθελα να θίξω τα ακόλουθα θέματα:
Γενική θεωρία πεδίου (συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της βαρύτητας), δηλαδή το πρόβλημα της ενότητας των θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης
Το πείραμα Michelson–Morley και οι δυνατότητες ερμηνείας του (πείραμα που «απέδειξε» ότι δεν υπάρχει αιθέρας)
Ο Goethe ως φυσικός φιλόσοφος στην αντίθεσή του προς τον Newton (θεωρία χρωμάτων)
Σύγχρονες φυσικοφιλοσοφικές προσεγγίσεις με στόχο την εκ νέου ανάκτηση προσανατολισμού εντός του επιστημονικού τρόπου σκέψης, του οποίου την απώλεια είχε παραπονεθεί, π.χ., ο Weizsäcker στο Zum Weltbild der Physik (Περί του κοσμοειδώλου της Φυσικής) πριν από περίπου 30 χρόνια ...»
Ο Heisenberg μου έστειλε στη συνέχεια ένα σύντομο σημείωμα μέσω της ρεσεψιόν· πρότεινε μια συζήτηση το βράδυ της 31ης Ιουλίου στο σαλόνι του ξενοδοχείου, ζητώντας όμως την κατανόησή μου ότι η συζήτηση θα έπρεπε να είναι σύντομη, επειδή στις διακοπές ήθελε να κρατηθεί μακριά από την επιστήμη. Στη συζήτηση παρευρισκόταν ένας από τους γιους του Heisenberg (ο φυσικός Jochen Heisenberg, γεν. 1939), ο οποίος όμως δεν συμμετείχε.
Η συνομιλία άρχισε με την ερώτηση του Heisenberg: «Kommen Sie von der Physik oder von der Philosophie her?» (Από την πλευρά της φυσικής ή της φιλοσοφίας προέρχεστε;). Αντέτεινα: «Είμαι φιλόσοφος, αλλά έχω ασχοληθεί πολύ διεξοδικά με τις φυσικές επιστήμες. Δεν μπορεί κανείς σήμερα να κάνει φιλοσοφία χωρίς να εντάξει σε αυτήν τις φυσικές επιστήμες».
Η «παρτίδα» με την κυριολεκτική έννοια άρχισε με την επισήμανσή μου για την απώλεια της ενότητας στη σύγχρονη φυσική επιστήμη: «Αυτό που με συναρπάζει είναι η ιδέα της ενότητας». Αυτή όμως η ενότητα είχε σταδιακά χαθεί. Συνέδεσα τη σκέψη αυτή με μια διατύπωση του Weizsäcker στο βιβλίο του Zum Weltbild der Physik, την οποία παρέθεσα κατά νόημα. Εκεί γράφει ο Weizsäcker: «Το πνεύμα μας αναζητεί όμως την ενότητα. Ούτε την αποστολή της έναντι της ζωής μπορεί να επιτελέσει η επιστήμη, όταν χάνει τον προσανατολισμό στο δικό της πεδίο».
Ο Heisenberg τόνισε αρχικά ότι ο Weizsäcker είχε εργαστεί στο εν λόγω έργο κατά τη διάρκεια της κοινής τους κράτησης στο Farmhall (Αγγλία). Παρεμπιπτόντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε ήδη το 1943· ίσως η παρατήρηση του Heisenberg να αναφερόταν σε αναθεώρηση ή επέκταση. Στη συνέχεια επισήμανε τα ευρήματα της σύγχρονης χημείας· εδώ είχε αποδειχθεί, είπε, ότι η φυσική επιστήμη δεν είχε χάσει αυτήν την ενότητα. Το ότι ο Heisenberg υπογράμμισε ακριβώς τη χημεία μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά γίνεται κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς τον τεράστιο ρόλο της ατομικής φυσικής και ιδίως της κβαντικής θεώρησης στη θεωρία των στοιχείων.
Αντέτεινα ότι ούτε η φυσική ούτε η χημεία είχαν πραγματώσει την ενότητα. Για να διευρύνω το πλαίσιο της φυσικοφιλοσοφικής προβληματικής, επανήλθα αρχικά στην κλασική φυσική. Υπογράμμισα την ανεπάρκεια της μηχανικής του Newton να αποδώσει με ακρίβεια τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων· η περιστροφή του περιηλίου του πλανήτη Ερμή, για παράδειγμα, είχε δείξει ότι η κλασική μηχανική έπρεπε να αναθεωρηθεί. Ο Einstein είχε μιλήσει στο πλαίσιο αυτό για «την κατάρρευση της κλασικής μηχανικής».
Heisenberg: «Ο Einstein είχε μια ροπή προς τις δραματικές διατυπώσεις». Η νεότερη φυσική από την εποχή του Kepler είχε αποδειχθεί «χιλιάδες φορές» ορθή. Ο Heisenberg τόνισε ρητά τον νόμο της βαρύτητας του Newton και το ευρύ πεδίο εφαρμογής του. Αναμφίβολα, οι παρατηρήσεις του στόχευαν να αναδείξουν τον «αξίωση απόλυτης ισχύος» της νευτώνειας φυσικής (με την έννοια των «τελειωμένων θεωριών»). Αρνήθηκε ότι η γενική θεωρία της σχετικότητας είχε αναθεωρήσει αυτή την αξίωση απόλυτης ισχύος. Ο Heisenberg τόνισε επίσης ότι απέναντί μου επιχειρηματολογούσε συνειδητά θετικιστικά, παρόλο που, όπως είπε, κατ’ αρχήν ήταν αντίθετος προς τον θετικισμό.
Επανέλαβα τη «δραματική» διατύπωση του Einstein και της έδωσα μια ακόμη πιο οξεία κατεύθυνση. Αμφισβήτησα γενικά την κοσμική ισχύ της κλασικής μηχανικής, απέρριψα τον νόμο της βαρύτητας ως μία φαντασιακή κατασκευή και διατύπωσα αμφιβολίες για την κοσμική ισχύ της νευτώνειας έννοιας της μάζας.
Την εποχή εκείνη δεν είχα ακόμη πλήρη επίγνωση του κυκλικού χαρακτήρα της νευτώνειας αντίληψης περί μάζας· έτσι η επιχειρηματολογία μου παρουσίαζε ορισμένα κενά και ανακρίβειες. Αυτά επικρίθηκαν από τον Heisenberg· μου προσήψε ότι δυσχέρανα τη συζήτηση προτείνοντας μια εντελώς διαφορετική σημασιοδότηση της λέξης «μάζα». Για να μην παραμείνουμε στο καθαρά εννοιολογικό επίπεδο —κάτι που και ο Heisenberg θεωρούσε άκαρπο— έδωσα μια σύντομη παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο, κατά την αντίληψή μου, εξηγείται στη νευτώνεια ουράνια μηχανική ο μηχανισμός του ηλιακού συστήματος. Αφενός, ήθελα να καταστήσω σαφές ότι κατανοώ πλήρως αυτό που αμφισβητώ και απορρίπτω, αφετέρου επιθυμούσα να το χρησιμοποιήσω ως αφετηρία για την παρουσίαση της κοσμολογίας του Krause. Στη σκιαγράφηση της νευτώνειας ουράνιας μηχανικής ο Heisenberg συμφώνησε.
Στη συνέχεια πέρασα στο έργο του Krause «Der Baustoff der Welt» (Το δομικό στοιχείο του κόσμου), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Simon Kraus, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει ο Krause στην πρώτη έκδοση του 1970. Εξήγησα τη φυσικοφιλοσοφική βασική σύλληψη της εκπομπής χωροενέργειας από τα άστρα ως αποτέλεσμα της αποδόμησης της ύλης και τις σημαντικότερες φυσικές της συνέπειες: τη μη εφαρμοσιμότητα των εννοιών μάζας και αδράνειας στο άστρο ως ολότητα, την άκαρπη έκβαση του πειράματος Michelson–Morley, τη γένεση του κοσμικού φωτός κ.λπ.
Ο Werner Heisenberg φαινόταν να ακούει με προσοχή. Δεν με διέκοψε ούτε πρόβαλε αντιρρήσεις ή αντεπιχειρήματα. Όταν ολοκλήρωσα την επισκόπηση, μου ζήτησε να εξηγήσω πιο λεπτομερώς τις ιδιότητες του πεδίου χωροενέργειας.
Τόνισα μόνο μερικά σημεία, όπως τον χαρακτήρα του πεδίου ως «πεδίου καθοδήγησης», κάτι που, όπως είπα, εκδηλώνεται στην καμπύλωση του φωτός εντός του πεδίου βαρύτητας· επίσης τη διαπερατότητά του και τη σχέση του με τη βαρυτική επίδραση. Μεταξύ άλλων είπα: «Οι κροσσoί συμβολής στο πείραμα Michelson–Morley δεν μπορούσαν να εμφανιστούν, επειδή το πεδίο βαρύτητας, στο έσχατο βάθος, είναι ταυτόσημο με τον αιθέρα!» Ο Heisenberg χαρακτήρισε αυτήν και άλλες διατυπώσεις «μη ακριβείς»· υποστήριξε χωρίς επιφυλάξεις τη θέση της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας του Einstein, υποδεικνύοντας ότι εδώ είχε συντελεστεί μια βαθιά αλλαγή στην αντίληψη περί χώρου και χρόνου — ένα ιδιαίτερο «επίτευγμα» του Einstein. Καθώς συνεχίστηκε η συζήτηση, ο Heisenberg με κάλεσε να εκθέσω εκ νέου τη βασική σύλληψη της θεωρίας πεδίου του Krause. Το έκανα, και πάλι ο Heisenberg δέχθηκε σιωπηλά τις διατυπώσεις μου, χωρίς κανένα σχόλιο. Μόνο μία φορά παρατήρησε ότι ο τρόπος γένεσης του κοσμικού φωτός μέσω της αλληλεπίδρασης των πεδίων χωροενέργειας ήταν «ποιητικός». Η αξιολογική χροιά της παρατήρησης είναι προφανής.
Είναι σημαντικό το ότι ο Heisenberg μου δήλωσε ρητώς πως αρνιόταν να λάβει δημόσια θέση (π.χ. με τη μορφή άρθρου σε περιοδικό) σχετικά με το «Baustoff der Welt».
Δύο παρατηρήσεις του Heisenberg μού φαίνονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Στο πλαίσιο του προβλήματος της καμπύλωσης του φωτός στο βαρυτικό πεδίο και με ρητή αναφορά στη θεωρία του Einstein περί «καμπύλωσης του χώρου» απέρριψε τις σκέψεις του Krause για τη γένεση του φωτός και την καμπύλωση των ακτίνων στο πεδίο ενέργειας: «Αυτό μπορεί να έχει για εσάς ερμηνευτική αξία, αλλά για μένα όχι». Και σε άλλο σημείο της συζήτησης είπε: «Αναφέρετέ μου ένα πείραμα του οποίου το αποτέλεσμα μπορεί να προβλεφθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια από την υπόθεση του Kraus παρά από τη συμβατική φυσική!»
Είναι προφανές ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να δώσει κανείς επί τόπου μια ικανοποιητική απάντηση. Θα ήταν σκόπιμο πρώτα να τεθεί υπό εξέταση η ίδια η προϋπόθεση του ερωτήματος. Αυτό όμως δεν το έκανα· αντίθετα, στην επιχειρηματολογία μου προσπάθησα να αναφερθώ στις διαφορετικές ελκτικές δυνάμεις στην επιφάνεια της Γης σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη. Ο Heisenberg είπε: «Αυτό οφείλεται σε διαφορές μάζας στον πυρήνα της Γης». Την ποικίλη βαρυτική επίδραση κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας την αρνήθηκε. Δεν του ήταν γνωστό κανένα πείραμα που να την έχει ποτέ αποδείξει. Ανέφερα τότε το πείραμα που παρουσίασε το 1921 ο αστρονόμος και επικριτής του Einstein, Wilhelm Walte, το οποίο βασίζεται σε μια σύγκριση της «σεληνιακής ώρας του Δία» με μια επίγεια ώρα. Αυτό αφορά τον χρόνο περιφοράς του δορυφόρου του Δία, Io (42 1/2 ώρες), που ανακαλύφθηκε από τον Galilei. Κατά τον Einstein, η «σεληνιακή ώρα του Δία» θα πρέπει διαρκώς να καθυστερεί σε σύγκριση με μια επίγεια ώρα με δείκτη περιφοράς 42 1/2 ωρών. Ο Walte γράφει: «Στην πραγματικότητα, άλλοτε κερδίζει χρόνο, άλλοτε τον χάνει κατά τη διάρκεια μιας περιφοράς, και μάλιστα έως και 15 δευτερόλεπτα σε κανονική αύξηση και μείωση. Συνεπώς το συμπέρασμα που ο Einstein αντλεί από τους τύπους του έρχεται σε αντίφαση με την παρατήρηση». (Από το έργο Einstein, Michelson, Newton, Αμβούργο 1921, σ. 14/15)
Υπαινίχθηκα στον Heisenberg ότι τα 15 αυτά δευτερόλεπτα, με τη σταθερή αυξομείωση, σχετίζονταν με τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις του γήινου πεδίου και, επομένως, με τις διαφορετικές βαρυτικές συνθήκες μεταξύ ημέρας και νύχτας. Ο Heisenberg απάντησε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί, επειδή το πείραμα δεν του ήταν γνωστό.
Η συζήτησή μας επεκτεινόταν ολοένα και περισσότερο σε θεμελιώδη γνωσιολογικά ζητήματα, και αυτό επίσης στο πλαίσιο της διαμάχης Goethe–Newton. Ο Heisenberg απέρριψε ρητώς το να δεσμευτεί σε ένα θεμελιώδες «Ignorabimus» (Δεν θα το μάθουμε ποτέ) όσον αφορά την «αλήθεια». Διατυπώσεις του Planck, του Einstein και άλλων, που κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση και τις οποίες παρέθεσα, τις σχετικοποίησε σημαντικά. Ούτε η υπενθύμιση της δικής του αρχής της απροσδιοριστίας ήταν ικανή να μεταβάλει την στάση του.
Ο Heisenberg τόνισε ότι η σύγχρονη φυσική δεν κατέχει μεν «όλη την αλήθεια», είναι όμως κατ’ αρχήν σε θέση να κατακτήσει ένα συγκεκριμένο στρώμα της αλήθειας και να προσεγγίσει βαθμιαία την αντικειμενική πραγματικότητα. Κατόπιν είπε: «Ο Goethe επίσης δεν είχε όλη την αλήθεια». Άλλωστε, ο Goethe επεδίωκε κάτι εντελώς διαφορετικό από την φυσική, κάτι που εξηγεί και την αντίθεσή του προς τον Newton.
Σαν δικαιολόγηση της επιστημονικής μεθόδου, ο Heisenberg είπε: «Δεν έχουμε κανέναν άγγελο που να μας ψιθυρίζει την αλήθεια στο αυτί». Του απάντησα: «Αν ένας τέτοιος άγγελος σας ψιθύριζε την αλήθεια στο αυτί, δεν θα τον καταλαβαίνατε, διότι οι κατηγορίες που διαθέτετε θα το εμπόδιζαν!» Heisenberg: «Ίσως.»
Αντέτεινα τον όρο «Urphänomen» (πρωταρχικό φαινόμενο) του Goethe απέναντι στην αναλυτική μέθοδο της αφηρημένης φυσικής επιστήμης και επισήμανα τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτή τη μέθοδο και την ατομική βόμβα. Αν ο Goethe μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη που θα οδηγούσε στην ατομική βόμβα, θα είχε, είπα, υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο την αναφορά του στη διαβολική καταγωγή της νευτώενιας φυσικής.
Σε αυτό ο Heisenberg συμφώνησε. Γενικά, εξέφρασε ότι κατανοεί απολύτως την κριτική του Goethe προς τον Newton. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγχρόνους του, δεν θεωρούσε καθόλου ότι η διαμάχη Goethe–Newton είναι «ξεπερασμένη» ή υπερκερασμένη. «Αλλιώς δεν θα είχα γράψει σχετικά», είπε. Και τόνισε τη σημασία της θεώρησης του Goethe περί φύσης για τη φυσική επιστήμη του μέλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό έθεσε το ερώτημα τι θα σκεφτόταν ο Goethe για τη σύγχρονη βιοχημεία. «Δυστυχώς δεν μπορούμε πια να τον ρωτήσουμε». Η σύνδεση που έκανε ο Heisenberg ανάμεσα στο νουκλεϊκό οξύ (το DNA) και το Urphänomen του Goethe μου παρέμεινε ακατανόητη· μου φαίνεται ότι βασιζόταν σε παρεξήγηση.
Κάποια στιγμή είπε ο Heisenberg: «Εσείς θέλετε κάτι εντελώς διαφορετικό από τους φυσικούς!» Του απάντησα: «Αυτό είναι σωστό. Αλλά μπορείτε να μου πείτε με μία φράση τι ακριβώς θέλετε εσείς ο ίδιος;» Ο Heisenberg δίστασε για μια στιγμή, και έπειτα είπε: «Θέλω να κατανοήσω τη φύση και τις συσχετίσεις μέσα σε αυτήν, και μάλιστα με τόση ακρίβεια ώστε να είναι δυνατές προβλέψεις.» (Ο συσχετισμός εδώ ανάμεσα στην «κατανόηση» και τις «προβλέψεις» είναι, κατά τη γνώμη μου, γνωσιολογικά αβάσιμος. Και οι φαντασιακές κατασκευές του Πτολεμαίου επέτρεπαν ακριβείς προβλέψεις.)
Η συζήτηση έφθασε επίσης και στον Giordano Bruno, χωρίς να μπορώ να ανακαλέσω πώς ακριβώς συνέβη αυτό. Οι αναφορές μου στις φυσικοφιλοσοφικές γνώσεις του Bruno φάνηκαν να εντυπωσιάζουν ελάχιστα τον Heisenberg· χαρακτήρισε τη στάση σκέψης του Bruno ως «θρησκευτική»!
Στο τέλος της συζήτησης, η οποία διήρκεσε από τις 19:00 έως τις 19:50, επισήμανα ξανά το Baustoff der Welt, αναφέροντας τον εκδότη και το έτος έκδοσης
(η πρώτη έκδοση του Baustoff κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Ner Tamid – Erlangen 1970 – υπό το ψευδώνυμο Simon Kraus).
Ο Heisenberg έφυγε από το Oberbozen το πρωί της 1ης Αυγούστου. Το πρωινό εκείνο τον είδα για τελευταία φορά. Στα τέλη Αυγούστου του έστειλα το Der Baustoff der Welt με μια εκτενή συνοδευτική επιστολή, στο τέλος της οποίας τον καλούσα σε δημόσια τοποθέτηση, παρά το ότι ο ίδιος είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να δώσει μια τέτοια απάντηση.
Στο αντίτυπο είχα γράψει: «Στον Καθ. Werner Heisenberg, σε συνέχεια της συζήτησης στο Oberbozen στις 31.7.74: Μόνο η αποκάλυψη του αληθινού Απολύτου οδηγεί στην αναζητούμενη ενιαία θεωρία πεδίου, καθώς και στη γνώση της γνήσιας, δηλαδή της ολοκληρωτικής, σχετικότητας των φαινομένων και όλων των φυσικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένου του φωτός.»
Στην απαντητική του επιστολή προς εμένα (με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1974) ο Heisenberg γράφει ότι «φυσικά» υπάρχουν στο βιβλίο Der Baustoff der Welt πολλά σωστά, αλλά «συνολικά» είχε την αίσθηση ότι «ο κ. Kraus υποτίμησε τις δυσκολίες στα ζητήματα που πραγματεύεται».
Στην 30ή επέτειο της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, δηλαδή στις 6 Αυγούστου 1975, έγραψα στον Heisenberg μια δεύτερη επιστολή, στην οποία δεν έλαβα πλέον απάντηση. — Ο Werner Heisenberg πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1976.
Η παρούσα δημοσιευμένη αφήγηση της συνομιλίας συντάχθηκε τον Μάιο του 1980, βασισμένη σε σημείωμα μνήμης που είχε συνταχθεί ήδη τον Αύγουστο του 1974. Μόλις τώρα θεωρώ ότι η δημοσίευση αυτών των καταγραφών είναι αναγκαία.
Βερολίνο, Αύγουστος 1990
Μόνο η αποκάλυψη του αληθινού Απολύτου οδηγεί στην αναζητούμενη ενιαία θεωρία πεδίου, καθώς και στη γνώση της γνήσιας, δηλαδή της ολοκληρωτικής, σχετικότητας των φαινομένων και όλων των φυσικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένου του φωτός.
ΙΣΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΦΑΝΕΙ ΧΡΗΣΙΜΗ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΞΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΦΟΡΕΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου