Συνέχεια: Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025
XV
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Προφητικές προεικονίσεις
ορισμένων εννοιών της ερμηνευτικής,
όπως εκφράζονται ιδίως στον Φαίδρο
Οι πλατωνικοί διάλογοι που είναι δομημένοι σε συνάρτηση με την «κατάσταση-βοήθειας» αποτελούν μια αυθεντική πραγμάτωση του ερμηνευτικού κύκλου.
ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ επέμεινα στο γεγονός ότι ο Πλάτων δεν αρνείται καθόλου την αξία της γραφής· αυτό που αρνείται είναι την αξία της, όταν αυτή νοείται με απόλυτο τρόπο. Η γραφή, για να μεταδώσει τα μηνύματά της με τρόπο επαρκή, έχει πρωτίστως ανάγκη από τη «βοήθεια» του συγγραφέα. Ο Szlezák έδειξε ότι η δομή όλων ανεξαιρέτως των διαλόγων εδράζεται ακριβώς στη δυναμική της δομής-βοήθειας, δηλαδή στη βοήθεια που ο διαλεκτικός παρέχει, βήμα προς βήμα, στα όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως κατά τη διάρκεια του λόγου, υπερβαίνοντας τις δυσκολίες που ανακύπτουν, στο πλαίσιο της διαλεκτικής της ερώτησης και της απάντησης.Αυτή η δομή-βοήθεια συνιστά μια πραγμάτωση ενός γνήσιου «ερμηνευτικού κύκλου», με διάφορες σημασίες. Κατ’ αρχάς, στο ίδιο το γραπτό κείμενο καθίσταται φανερό εκείνο ακριβώς που χρειάζεται η ερμηνεία τού υπό συζήτηση αντικειμένου για να γίνεται ολοένα και καλύτερα κατανοητό. Δεύτερον, παραπέμπει σε μια περαιτέρω βοήθεια, η οποία θα παρουσιαστεί «άλλη φορά»: άλλοτε θα παρουσιαστεί σε άλλους διαλόγους· όμως, για εκείνα τα πράγματα που για τον φιλόσοφο έχουν «μεγαλύτερη αξία», η βοήθεια θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάσταση της διαλεκτικής προφορικότητας.
Τα λεγόμενα «χωρία αποσιώπησης», δηλαδή εκείνα τα χωρία στα οποία ο Πλάτων αποφεύγει να πει ακριβώς ό,τι θα ήταν καθοριστικό για τη λύση του ζητήματος και το οποίο, συνεπώς, θα αναμέναμε, αποτελούν το πραγματικό κομβικό σημείο (κλειδί) του πλατωνικού «ερμηνευτικού κύκλου».
Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω, σχετικά με το πρόβλημα των «χωρίων αποσιώπησης» (των «παράλειψεων»), δύο διευκρινίσεις που έδωσαν το 1996 ο Szlezák και ο Krämer, σε συζήτηση με τον Gadamer, ο οποίος ως προς αυτό διατηρεί επιφυλάξεις.
Ο πρώτος μελετητής υποστηρίζει: «Ακριβώς όταν ο Πλάτων πραγματεύεται αυτά τα θέματα στο γραπτό [δηλ. των έσχατων και ύψιστων εννοιών της διαλεκτικής], παρατηρείται ότι, σε κάποιο σημείο, παραλείπει κάτι· υπάρχουν χωρία αποσιώπησης (παραλείψεις) που αφορούν τον πυρήνα, ή την κορυφή, του λόγου του. Δεν πρόκειται για ζητήματα υποκείμενα, υπονοούμενα, συναφή ή συναγώγιμα από τον λόγο (αυτά δεν είναι ζητήματα που υποβόσκουν, εμπλέκονται, συνδέονται ή συνάγονται από τον λόγο)· πρόκειται για το κέντρο βάρους, είναι ο πυρήνας, ο πυρήνας του ίδιου του λόγου, και αυτό ακριβώς εννοώ όταν υποστηρίζω ότι η λογοτεχνική μορφή των πλατωνικών διαλόγων διαφέρει από κάθε άλλη φιλοσοφική γραμματεία. Ο Πλάτων αποσιωπά εκουσίως τη λύση των πραγμάτων της μεγαλύτερης αξίας ακριβώς εκεί όπου οποιοσδήποτε άλλος φιλόσοφος θα την κατέγραφε γραπτώς»(Girgenti (επιμελητής), Η νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., σ. 39).
Ο Krämer διευκρινίζει: «Είναι αρκετά προφανές ότι κάθε καλή λογοτεχνία υπονοεί πάντοτε κάτι “πέραν”, κάτι που ο ίδιος ο αναγνώστης οφείλει να φανταστεί. Αλλά κάθε λογοτεχνία καταγράφει γραπτώς τον πυρήνα εκείνου που πρέπει να αφηγηθεί. Στον Πλάτωνα, όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Ο Πλάτων τοποθετείται σε ένα ανώτερο επίπεδο, με έναν τρόπο που δεν απαντά σε κανέναν άλλο συγγραφέα, ούτε της ίδιας εποχής με τον Πλάτωνα ούτε άλλων εποχών, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας. Στον Πλάτωνα, ο πυρήνας, μέσα στο γραπτό, είναι υπαινικτικός (υπονοούμενος), και το πρόβλημα της ερμηνείας των διαλόγων συνίσταται ακριβώς σε αυτό: στο να καταστεί ρητό, να εξηγηθεί, ό,τι είναι άρρητο. Η ρητοποίηση του άρρητου (η εξήγηση του υπονοούμενου) — αυτό είναι το έργο και η αποστολή της πλατωνικής ερμηνευτικής. Στους διαλόγους ο Πλάτων λέει συχνά: “αυτό, προς το παρόν, δεν το λέω· ίσως το πω αργότερα, ή αλλού” (δηλαδή στις άγραφες διδασκαλίες). Αυτό σημαίνει ότι η άμεση παράδοση (οι γραπτοί διάλογοι) παραπέμπει στην προφορικότητα, της οποίας τα περιεχόμενα μας είναι γνωστά, ίσως μόνο εν μέρει, χάρη στην έμμεση παράδοση»(Girgenti (επιμελητής), Η νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., σ. 39-40).
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές σε τι συνίσταται ο «ερμηνευτικός κύκλος» στον οποίο είναι αναγκαίο να εισέλθει κανείς για να κατανοήσει τον Πλάτωνα: η ανάγνωση των γραπτών απαιτεί εκείνες τις προ-κρίσεις, εκείνες τις προ-γνώσεις, που μας προσφέρονται, ευτυχώς, από την έμμεση παράδοση.
Όμως, η δυναμική αυτού του «ερμηνευτικού κύκλου» δεν σταματά με τη βοήθεια που η προφορικότητα —έστω και αν διασώζεται μόνο εν μέρει μέσω της έμμεσης παράδοσης— προσφέρει στο γραπτό· διότι, με τη σειρά τους, τα ίδια τα γραπτά παρέχουν βοήθεια στην έμμεση παράδοση. Όπως η διδασκαλία που μας έχει παραδοθεί μέσω της έμμεσης παράδοσης «βοηθά» τα πλατωνικά γραπτά, αντιστρόφως τα γραπτά καθιστούν κατανοητές τις άγραφες διδασκαλίες. Εκείνες οι προ-γνώσεις που μας παρέχονται από την έμμεση παράδοση οφείλουν να αναθεωρούνται συνεχώς με βάση όσα προκύπτουν από την ορθά διεξαγόμενη αναμέτρηση με τα κείμενα, και άρα μέσα στη σωστή δυναμική του «ερμηνευτικού κύκλου».
Πράγματι, όχι σπάνια συμβαίνει ορισμένες λιτές μαρτυρίες, οι οποίες δεν προσφέρουν παρά μόνον τον σκελετό των προφορικών δογμάτων, να ανακτούν εξαιρετική ζωτικότητα ακριβώς ως συνέπεια αυτής της αναμέτρησης, με τη γόνιμη κυκλική δυναμική που προκύπτει από αυτήν: το γραπτό, βοηθούμενο από το άγραφο, βοηθά με τη σειρά του την έμμεση παράδοση περί του αγράφου κατά τρόπο ουσιώδη.
Βρισκόμαστε πολύ πέρα από μια θέση «οπισθοφυλακής».
Ο Πλάτων, πράγματι, σε εκείνη τη στιγμή της εποχιακής πολιτισμικής στροφής, με τη μετάβαση από την κυριαρχία της προφορικότητας στην κυριαρχία της γραφής, είχε κατανοήσει πλήρως ότι η γραφή, ως μέσο επικοινωνίας φιλοσοφικών μηνυμάτων, χρειάζεται μια δομική βοήθεια από εκείνη τη διαλεκτική προφορικότητα από την οποία είχε γεννηθεί, σύμφωνα με εκείνον τον «ερμηνευτικό κύκλο» για τον οποίο μιλήσαμε. Και αυτή δεν είναι καθόλου η «ποιητικο-μιμητική προφορικότητα» του έπους (και ακόμη λιγότερο η προφορικότητα που θέτουν σε πράξη οι ρήτορες), αλλά ακριβώς η «διαλεκτική προφορικότητα», με τη δυναμική της τέχνης του ερωτάν και του ελέγχειν, την οποία η ερμηνευτική φέρνει στο προσκήνιο.
Ο Πλάτων ασφαλώς δημοσίευε τα γραπτά του πρωτίστως διαβάζοντάς τα και συζητώντας τα στο εσωτερικό της Ακαδημίας. Μας αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, βασιζόμενος στη μαρτυρία του Φαβωρίνου, τι συνέβη κατά την ανάγνωση του Φαίδωνος (στον οποίο, όπως γνωρίζουμε, ο Πλάτων θέτει στο στόμα του Σωκράτη τις διδασκαλίες του περί Ιδεών και αθανασίας της ψυχής, προσθέτοντας μάλιστα ότι «ίσως» ο ίδιος ο Πλάτων ήταν άρρωστος και, συνεπώς, δεν ήταν παρών): «Μόνον ο Αριστοτέλης παρέμεινε μέχρι τέλους στην ανάγνωση του διαλόγου "Περί ψυχής" [στην αρχαιότητα, ο Φαίδων ήταν γνωστός με τον υπότιτλο ή τον εναλλακτικό τίτλο Περί ψυχής], ενώ όλοι οι άλλοι αποχώρησαν»(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, III 37). Η πληροφορία αυτή μας διασώζεται επειδή είναι εντυπωσιακή (θα λέγαμε σήμερα ότι “αποτελεί είδηση”)· προφανώς όμως αποδεικνύει ότι η πράξη της ανάγνωσης (ασφαλώς ακολουθούμενη από συζήτηση) αποτελούσε καθιερωμένη πρακτική. Ο Πλάτων, στην Ακαδημία, έκανε περίπου ό,τι αφηγείται ότι έκανε ο Ζήνων στον Παρμενίδη: Μετά την ανάγνωση του κειμένου, τίθεντο ερωτήματα ξεκινώντας από την αρχή του ίδιου του κειμένου, ακολουθούσαν οι απαντήσεις και η συζήτηση, και έτσι όλη η δυναμική των συναφών «βοηθειών»(Παρμενίδης, 127 D-E).
Κάτι ανάλογο, βεβαίως, πρέπει να έχει συμβεί και σε σχέση με τα γραπτά που συνέθεσε ο Πλάτων πριν από την ίδρυση της Ακαδημίας.
Πράγματι, σε αντίθεση με την πεποίθηση που συχνά επικρατούσε σχετικά με τα πρώιμα πλατωνικά γραπτά, ερμηνεύοντάς τα ως ατελέσφορα, πρέπει τώρα, υπό το νέο αυτό πρίσμα, να προχωρήσουμε σε μια επανερμηνεία των «ἀποριῶν» που αυτά παρουσιάζουν, δηλαδή να τα κατανοήσουμε ερμηνευτικά ως «ασκήσεις μύησης στη φιλοσοφική σκέψη». Σε αυτά ο Πλάτων προκαλεί, με εξαιρετικά στοχευμένο τρόπο, εκείνη την κατάσταση προβληματικής αναστολής, η οποία επιτρέπει να σταθμιστεί τι πρέπει να διατηρηθεί και τι να απορριφθεί από τα επιτευχθέντα αποτελέσματα, παρέχοντας ταυτόχρονα και έμμεσες, υπαινικτικές ενδείξεις. Τα γραπτά αυτά όφειλαν να είναι ρυθμισμένα ακριβώς σύμφωνα με εκείνα τα ερμηνευτικά κριτήρια που εκθέσαμε παραπάνω· συνεπώς προϋπέθεταν ήδη κύκλους αποδεκτών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο Erler διευκρίνισε τα εξής: «[…] ο κύκλος των αποδεκτών πρέπει να αποτελείται από αναγνώστες που διαθέτουν ήδη μια προγενέστερη γνώση θεμελιωδών πλατωνικών δογμάτων. Αυτό ισχύει, σε κάθε περίπτωση, αν εκκινεί κανείς από το γεγονός ότι οι απορίες πρέπει να επιλυθούν και ότι οι διάλογοι, κατά κάποιον τρόπο, θέτουν καθήκοντα. Οι αποδέκτες αυτοί, λοιπόν, κατά μία έννοια, είναι ήδη “σοφοί”· και για τέτοιους ανθρώπους ο Πλάτων αποδέχεται τα γραπτά κείμενα. Αν μάλιστα νοηθούν οι “ελλείψεις” ως προσκλήσεις προς τον αναγνώστη να επανεξετάσει εκ νέου τον λόγο με τη βοήθεια της πλατωνικής διδασκαλίας, τότε συμβαίνει ακριβώς εκείνο που ο Πλάτων απαιτεί γενικά για τη σχέση με τα κείμενα. Πρέπει, όπως λέει, να προσφερθεί βοήθεια στο γραπτό. Από μόνος του ο γραπτός λόγος δεν είναι σε θέση να το πράξει. Αυτή η βοήθεια πρέπει να προκύπτει από την προφορική συζήτηση του κειμένου»(Erler, Το νόημα των αποριών..., σ. 447-448).
Επομένως, οι διάλογοι, ακόμη και οι «απορητικοί», είναι σε θέση να εκπληρώσουν ένα έργο το οποίο ο Πλάτων αποδίδει γενικά στα γραπτά κείμενα. Κατά μία έννοια, διαθέτουν μια διαφοροποιημένη πληροφοριακή αξία, διαμορφωμένη ή αναπτυγμένη ανάλογα με το επίπεδο γνώσεων των εκάστοτε αποδεκτών(Erler, Το νόημα των αποριών..., σ. 438-460). Σε αυτούς τους κύκλους φίλων του Πλάτωνα, συνεπώς, ακόμη και οι απορητικοί διάλογοι «δημοσιεύθηκαν» επίσης, με την έννοια που διευκρινίστηκε παραπάνω(Erler, Το νόημα των αποριών..., σ. 459-460).
Θα μπορούσε, βεβαίως, κανείς να προσάψει στον Πλάτωνα ότι προχώρησε υπερβολικά αυτό το κριτήριο της «βοήθειας» ή «υποστήριξης», φθάνοντας μάλιστα μέχρι την απόφαση να μη θέλει να καταγράψει γραπτώς εκείνα τα πράγματα της «μεγαλύτερης αξίας», τα οποία είναι ακριβώς εκείνα που προσδίδουν το έσχατο νόημα σε όσα εμπιστεύθηκε στα γραπτά, παρά το γεγονός ότι τα πράγματα αυτά θα μπορούσαν να συνοψισθούν «σε ελάχιστες λέξεις»(7η Επιστολή VII, 344 E). Και, ασφαλώς, αν οι μαθητές του δεν τον είχαν αντιταχθεί σε αυτό, εμείς δεν θα είχαμε στη διάθεσή μας ακριβώς την έσχατη αυτή «βοήθεια».
Ακριβώς όμως αυτή η στάση του Πλάτωνα συνιστά ένα μοναδικό φαινόμενο, το οποίο μόνον η εποχιακή πολιτισμική στροφή που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τόσο καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου