Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Για τη φιλοσοφία του Karl Rahner [3/3 – συνέχεια]

 Συνέχεια από Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025


Για τη φιλοσοφία του Karl Rahner 3

Η φιλοσοφία στο «Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως»

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΗΣ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΔΙΟ ΤΡΙΑΔΑ.

https://www.youtube.com/watch?v=rb9xZn18O18&list=PLP0PWMLNR1SAY6HM9ea95xrshkW2n7A0J


Σε αυτήν την τρίτη Σημείωση για τη φιλοσοφία του Karl Rahner αναφερόμαστε κυρίως στο σημαντικότερο έργο του, το Corso fondamentale della fede (Θεμελιώδες Μάθημα περί Πίστεως) του 1976, όπου μπορεί κανείς να βρει τη δομή όλης της σκέψης του. Πρόκειται για βιβλίο θεολογίας, αλλά επειδή για τον Rahner η θεολογία είναι ανθρωπολογία, η φιλοσοφική του σημασία είναι προφανής. Θα ασχοληθούμε με αυτό χωρίς όμως να εισέλθουμε σε δογματικά ζητήματα με τη στενή έννοια.

Εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ υπερβατικού και υπερβατολογικού στην προηγούμενη Σημείωση, είδαμε ήδη τις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου, το οποίο παρουσιάζεται ως υποκείμενο που κατέχει τον εαυτό του και είναι ανοικτό προς όλο το Είναι. Η έκφραση «κατέχει τον εαυτό του» δηλώνει τη συνείδηση και την ευθύνη. Η έκφραση «ανοικτό προς όλο το Είναι» σημαίνει ότι η συνείδηση προβάλλεται μέσα στον χρόνο και έτσι είναι ανοικτή σε ό,τι ο χρόνος θα παρουσιάσει μπροστά της, δηλαδή στο Είναι, το οποίο έτσι καθίσταται διαφανές προς τον εαυτό του. Αυτή η ανοικτότητα προς όλο το Είναι έχει οντολογική σημασία, αλλά διαφορετική από εκείνη της κλασικής μεταφυσικής και του ρεαλισμού. Γνωρίζουμε πράγματι ότι η λέξη «οντολογικό», στη Heidegger-ιανή σημασία που υιοθετεί ο Rahner, δηλώνει τη διάσταση του υπερβατολογικού-υπαρξιακού και όχι την οντική διάσταση, δηλαδή εκείνη των επιμέρους πεπερασμένων όντων που γνωρίζουμε μπροστά μας. Αφού διευκρινιστεί αυτό, ας δούμε τις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου σύμφωνα με τον Rahner.

Η πρώτη είναι η υπερβατολογική, απριορική συνθήκη, από την οποία το πρόσωπο συγκροτείται και καθίσταται υποκείμενο. Αυτή δίνεται από την υπερβατολογική διάσταση του υποκειμένου ως ανοικτότητας προς το Είναι και, συνεπώς, ως ικανότητας να θέτει υπό ερώτηση τα όντα, να ερωτά το υπάρχον και να το υπερβαίνει ήδη τη στιγμή που το προσλαμβάνει. Η υπερβατολογικότητα είναι ο ορίζοντας αυτής της ανοικτότητας που του επιτρέπει να θέτει ερωτήματα, και το ερωτάν είναι ένα υπερβατολογικό υπαρξιακό. Αυτή το καθιστά υποκείμενο επειδή κάνει ώστε ο άνθρωπος να μη νιώθει όπως όλα τα άλλα πράγματα, ανακαλύπτοντας ότι είναι ικανός να τα θέσει υπό αμφισβήτηση. «Το να είσαι πρόσωπο, επομένως, είναι συνώνυμο με το να κατέχει κάποιος τον εαυτό του ως υποκείμενο σε μια γνωστική και ελεύθερη σχέση προς το Όλον». Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει υποκειμενικότητα χωρίς υπερβατολογικότητα, αλλιώς το υποκείμενο θα γινόταν πράγμα όπως τα άλλα πράγματα, δηλαδή θα παρέμενε αντικείμενο. Για αυτόν τον λόγο, υποστηρίζει ο Rahner, «αυτός ο υποκειμενικός χαρακτήρας είναι ένα δεδομένο μη συναγόμενο από την ύπαρξη, ένα δεδομένο συνυπάρχον σε κάθε μεμονωμένη εμπειρία ως η απριορική της συνθήκη». Η υποκειμενικότητα δεν αναδύεται από την ύπαρξη· αντιθέτως, συμβαίνει το αντίθετο: η ύπαρξη προέρχεται από την υποκειμενικότητα. Κάθε φορά που ο άνθρωπος θέτει τη δυνατότητα ενός πεπερασμένου ορίζοντα, τον έχει ήδη υπερβεί μέσα σε έναν άπειρο ορίζοντα και έτσι βιώνει τον εαυτό του ως την άπειρη δυνατότητα. Περιττό να σημειωθεί ότι εδώ το «πεπερασμένο» και το «άπειρο» δεν έχουν την παραδοσιακή μεταφυσική σημασία, αλλά υπαρξιακή και ιστορική.

Αυτή η υπερβατολογική διάσταση καθιστά τον άνθρωπο το ον της υπέρβασης, με την έννοια που είδαμε στη Σημείωση 2 (S. Vitiello, Rahner oltre Rahner. L’ontologia del simbolo in Karl Rahner, Cantagalli, Siena 2025. Ivi, p. 30.), και θεμελιώνει την γνωστική του ικανότητα στην προληπτική σύλληψη του Είναι εν γένει, δηλαδή σε εκείνο προς το οποίο ο άνθρωπος είναι ανοικτός. Δεν υπάρχει Είναι χωρίς την υπερβατολογική ανοικτότητα του υποκειμένου προς όλο το Είναι. Προληπτική σύλληψη του Είναι εν γένει σημαίνει το εξής: «τίποτε δεν μπορεί να εισέλθει στον άνθρωπο απ’ έξω που να μην είναι ήδη παρόν μέσα του με μη θεματικό τρόπο». Η υπερβατολογική διάσταση είναι απριορική, επομένως βρίσκεται πάντοτε «πίσω από τον άνθρωπο», δεν είναι διαθέσιμη σ’ αυτόν, παραμένει κρυμμένη, είναι πάντοτε παρούσα σε κάθε κατηγοριακή γνώση αλλά ποτέ δεν αναλύεται πλήρως σε μία από αυτές· δεν λέει τίποτε θετικό, δεν ομιλεί στον άνθρωπο, είναι σιωπηλή, δεν φανερώνεται. Είναι λοιπόν ανώνυμη και αθεματική. Ας κρατήσουμε αυτή την παρατήρηση, την οποία θα επαναλάβουμε σε λίγο.

Η δεύτερη διάσταση είναι εκείνη της ιστορικής περατότητας του ανθρώπου. Η υπερβατολογική διάσταση που μόλις είδαμε δεν είναι υπερβατική με την κλασική σημασία του όρου, αλλά είναι αυτό που καθιστά δυνατή την κατηγοριακή γνώση και συνεπώς συνδέεται άμεσα με αυτήν μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ιστορική περατότητα απαιτείται από αυτήν την ίδια· δεν υπάρχει το υπερβατολογικό χωρίς το ιστορικό και αντιστρόφως: «η ιστορία, στο βάθος, είναι ακριβώς η ιστορία της ίδιας της υπερβατολογικότητας· μια τέτοια υπερβατολογικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως μια ικανότητα που υπάρχει, βιώνεται, γίνεται αντικείμενο εμπειρίας και αναστοχασμού ανεξάρτητα από την ιστορία». Μόλις γίνει δεκτό το νεωτερικό υπερβατολογικό, όλα είναι ιστορία και ως ιστορία πρέπει να νοηθεί και η υπέρβαση και επίσης ο Θεός, όπως τώρα θα δούμε.

Εδώ εισερχόμαστε στην τρίτη διάσταση του ανθρώπινου προσώπου, δηλαδή την ανοικτότητά του προς τον Θεό, τον οποίο ο Rahner ονομάζει το απόλυτο Μυστήριο. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να διευκρινιστεί η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην υπερβατολογική διάσταση του υποκειμένου και τον Θεό. Ήδη στον Maréchal, όπως είδαμε, το ζήτημα του Θεού τίθεται με νέο τρόπο, λόγω της υιοθέτησης της ταύτισης μεταξύ Είναι και σκέψης. Στον Rahner είναι το Είναι, νοημένο στη νέα του σημασία, που απαιτεί τον Θεό, ο οποίος ζητείται από την ανοικτότητα του ανθρώπου προς όλο το Είναι· αυτό δεν είναι συμβατό με την ανοικτότητα προς το μηδέν αλλά απαιτεί την ανοικτότητα προς το απόλυτο Μυστήριο. Στον θωμιστικό ρεαλισμό η συνθετική και άμεση σύλληψη του Είναι σήμαινε ότι κατανοούμε το Είναι ως έχον ανάγκη θεμελίου. Αυτή ήταν η πρωταρχικότατη γνώση του Θεού που εμπεριέχεται στην αρχική γνώση του όντος ως εκείνου που έχει το Είναι. Δεν επρόκειτο για μια έμφυτη γνώση, ούτε ήταν «οντολογισμός» (η άποψη ότι η πρώτη ιδέα του νου μας είναι εκείνη του Θεού) και ακόμη λιγότερο είχε ένα απριορικό θεμέλιο, όπως συμβαίνει εδώ με τον Rahner. Βεβαίως ο Άγιος Θωμάς λέει ότι σε κάθε γνώση, ακόμη και στην πιο μικρή, εμπεριέχεται η γνώση του Θεού, αλλά όχι με την έννοια της απριορικής θεμελίωσής της. Για τον Άγιο Θωμά όλη η γνώση είναι a posteriori. Στη ρανεριανή εκδοχή, αντιθέτως, ο Θεός «τίθεται» όπως και να ’χει από τη συνείδηση του ανθρώπου.

Δεδομένου του συστήματος του Rahner, ο Θεός δεν μπορεί να γίνει γνωστός· τίποτε σχετικό με αυτόν δεν μπορεί να αποδειχθεί a posteriori, διότι αυτό θα σήμαινε ότι κάνουμε τον Θεό ένα ον ανάμεσα στα άλλα όντα και όχι το απόλυτο Μυστήριο. Ο Rahner δεν αποδέχεται τη φυσική θεολογία και, αν την αποδέχεται, της αναγνωρίζει μόνο μία ιστορική και εμπειρική, αλλά όχι γνωσιακή, αξία. Η φυσική θεολογία, δηλαδή το πέρασμα της ανθρώπινης λογικής με τις δικές της δυνάμεις από τη γνώση των πεπερασμένων όντων στην απόδειξη μιας άπειρης και προσωπικής Αιτίας, δεν είναι δυνατό. Πρόκειται για μια ανατροπή προοπτικής με μεγάλες θεολογικές συνέπειες. Ο Θεός αυτο-επικοινωνείται μέσα στην υπερβατολογική διάσταση, δηλαδή μέσα στην ιστορία που αυτή καθιστά δυνατή, δεδομένου ότι η υπερβατολογική διάσταση, όπως είδαμε, είναι σιωπηλή και μιλά μόνο έμμεσα μέσω των υπαρξιακών γεγονότων που συμβαίνουν στον χρόνο και την ιστορία. Ο Θεός λοιπόν δεν μας αποκαλύπτει άμεσα καμία πληροφορία για τον εαυτό του ή για εμάς – «Όταν μιλάμε για αυτο-επικοινωνία από μέρους του Θεού, δεν πρέπει να κατανοούμε αυτόν τον όρο με την έννοια ότι ο Θεός, σε κάποια αποκάλυψη, θα έλεγε κάτι για τον Εαυτό του» –, αλλά αυτο-επικοινωνείται (sich selbst mitteilt, ενεργητική αυτο-μετάδοση) στον άνθρωπο και στην ιστορία της ανθρωπότητας: «ο άνθρωπος είναι το γεγονός της απόλυτης και συγχωρητικής αυτο-επικοινωνίας του Θεού».

Αυτή η σύλληψη είναι ανατρεπτική σε σχέση με την καθολική θεολογία. Μεταξύ άλλων, από αυτήν προκύπτει ότι για τον Rahner δεν υπάρχει «καθαρή» φύση, διότι ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας όπου βιώνει την αποκάλυψη του Θεού και άρα τη χάρη του. Το θέμα της καθαρής φύσης έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις. Μπορεί κανείς δικαίως να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει φύση καθαρή από χάρη. Στον Παράδεισο, στην πεπτωκυία ανθρωπότητα, στη μελλοντική δόξα, δεν έχουμε μια καθαρή ανθρώπινη φύση, αυτάρκη και ικανή για τον εαυτό της. Μπορεί επομένως να υποστηριχθεί ότι η καθαρή φύση δεν υπάρχει. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος για τον οποίο και ο Rahner υποστηρίζει ότι η καθαρή φύση δεν υπάρχει. Εκείνος, πράγματι, λέει ότι δεν υπάρχει επειδή ο άνθρωπος ζει μέσα σε μια ιστορία στην οποία ο Θεός επικοινωνεί τη χάρη του πάντα και προς όλους. Ο λόγος επομένως προέρχεται από την υπερβατολογική διάσταση της αποκάλυψης και της εγγύτητας του Θεού προς τον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, το φυσικό επίπεδο είναι ήδη και πάντοτε εμποτισμένο από τη χάρη.

Σε αυτό το σημείο χρειάζονται δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη: όταν ο Rahner χρησιμοποιεί τον όρο «φύση», δεν το κάνει πλέον σύμφωνα με τις κατηγορίες της ρεαλιστικής μεταφυσικής. Η φύση γίνεται γι’ αυτόν συνώνυμη της ανθρώπινης ύπαρξης, του ανθρώπου ως υπάρχοντος, σύμφωνα με τη σκέψη του Heidegger. Η δεύτερη: με τον Rahner επανέρχεται η ιδέα, ήδη παρούσα εν σπέρματι στο έργο του De Lubac περί του υπερφυσικού, για το υπερφυσικό ως απαίτηση της φύσης. Για τον Rahner, πράγματι, υπάρχει ένα «υπερφυσικό υπαρξιακό», η υπερφύση δεν είναι πλέον ένα άπειρο μεταφυσικό επίπεδο σε αντιδιαστολή με το πεπερασμένο, αλλά ένα υπαρξιακό a priori και, συνεπώς, αν ονομάσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με την έκφραση «ανθρώπινη φύση», όπως κάνει ο Rahner, τότε ο Θεός είναι πάντοτε παρών μέσα στην ανθρώπινη φύση και απαιτείται από αυτήν.

Αυτή η θεώρηση της χάριτος έχει σημαντικές συνέπειες. Ας δούμε μερικές σε ακραία σύνοψη. Εξαφανίζεται η διάκριση ανάμεσα στην ιερή ιστορία και την βέβηλη ιστορία, διότι «ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό ως προς εκείνον που αυτοεπικοινωνείται μέσα στη χάρη, και υπό αυτή την έννοια ο χριστιανισμός δεν γνωρίζει κανέναν ιερό, περιορισμένο τομέα, μέσα στον οποίο και μόνο θα μπορούσαμε να βρούμε τον Θεό». Τον Θεό τον συναντά κανείς στον άνθρωπο, δηλαδή στον κόσμο και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Προκύπτει ότι «η ιστορία της σωτηρίας ως τέτοια είναι αναγκαστικά συνυπάρχουσα με την ιστορία εν γένει … και όχι απλώς εκεί όπου αυτή εξελίσσεται κατά τρόπο ρητά θρησκευτικό»· «Οπουδήποτε αναπτύσσεται μια ατομική και συλλογική ιστορία της ανθρωπότητας, εκεί εκτυλίσσεται όχι μόνο μια ιστορία της σωτηρίας αλλά και μια ιστορία της αποκάλυψης με την κυριολεκτική σημασία του όρου». Εδώ θεμελιώνεται η γνωστή διδασκαλία περί των «ανώνυμων χριστιανών». Το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει επίσης να είναι χριστιανός, διότι ο Θεός αυτοεπικοινωνείται όχι με άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, αλλά πάντοτε και προς όλους από το εσωτερικό της συλλογικής και προσωπικής ιστορίας. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται αποκλειστικά ή κυρίως μέσα στην Καθολική Εκκλησία, αλλά και στις άλλες θρησκείες καθώς και στην αθεΐα. Η υπερβατολογικότητα είναι ανώνυμη και αθεματική, λέγαμε, επομένως αν ο Θεός αυτοεπικοινωνείται μέσα σε αυτήν, το κάνει με τρόπο ανώνυμο και αθεματικό· από εδώ προέρχεται η έννοια των ανώνυμων χριστιανών.

Η φιλοσοφία του Rahner οδηγεί σε μια πλήρη εκκοσμίκευση του χριστιανικού μηνύματος. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται «άνωθεν», «έξωθεν» ή «πέραν», αλλά μέσα στον κόσμο και ανακαλύπτεται στον άνθρωπο. Η πίστη δεν μαθαίνεται από τις Γραφές ή από το κήρυγμα της Εκκλησίας, αλλά είναι η κατηγοριακή διατύπωση της υπερβατολογικής, υπερφυσικής, μη-θεματικής και προ-εννοιακής εμπειρίας. Οι δογματικές και δογματικές διατυπώσεις της πίστης παραμένουν πάντοτε ανεπαρκείς σε σχέση με την ίδια αυτή υπερβατολογική υποκειμενική εμπειρία και έχουν ως σκοπό να αναδείξουν στη συνείδηση εκείνη την εμπειρία· το δόγμα είναι πλήρως ιστορικό και εξελικτικό.

Δεν εισερχόμαστε σε θεολογικά ζητήματα αλλά περιοριζόμαστε στο να υπενθυμίσουμε ότι η ρανεριανή θεμελίωση ανατρέπει όλη την καθολική θεολογία ως προς τη φυσική γνώση του Θεού· ως προς τη σχέση φύσης και υπερφύσεως, οι οποίες πλέον ταυτίζονται· ως προς τα δόγματα, που δεν βρίσκονται πλέον στην αρχή της πίστης αλλά προκύπτουν από αυτήν· ως προς την Τριάδα, η οποία εξηγείται ως εννοιολόγηση των εσωτερικών κινήσεων της ψυχής· ως προς τη χάρη, που δεν θεωρείται πλέον ως νέο επίπεδο σε σχέση με τη φύση του ανθρώπου, αλλά ως ριζικοποίησή της, η οποία δίδεται πάντοτε και σε όλους· ως προς την κόλαση, της οποίας η ύπαρξη αρνείται· ως προς τα ουράνια πνεύματα, τα οποία αρνούνται· ως προς τον Χριστό, που παρουσιάζεται ως μοναδική περίπτωση αυτού που θα μπορούσε να συμβεί για κάθε άνθρωπο· και ως προς τη δημιουργία, η οποία αντικαθίσταται από την υπερβατολογική «κτιστότητα» ως εξάρτηση από τον Θεό.[ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΣΤΡΙΜΩΧΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ ΤΟΥ ΡΑΝΕΡ.]


Σημειώσεις από τις διαφάνειες:

1«Το να είναι κανείς πρόσωπο, επομένως, είναι συνώνυμο με το αυτο-κατέχειν εκ μέρους ενός υποκειμένου σε μια γνωστική και ελεύθερη σχέση προς το όλο».
K. Rahner, Corso fondamentale sulla fede. Introduzione al concetto di cristianesimo, 1976, San Paolo, Cinisello Balsamo 1990, σ. 53.
«Αυτός ο υποκειμενικός χαρακτήρας είναι ένα δεδομένο μη συναγόμενο από την ύπαρξη, ένα δεδομένο συνυπάρχον σε κάθε μεμονωμένη εμπειρία ως η απριορική της συνθήκη».
Ivi, σ. 54.

2«Τίποτε δεν μπορεί να εισέλθει στον άνθρωπο απ’ έξω που να μην είναι ήδη παρόν μέσα του με μη θεματικό τρόπο».
Παρατίθεται στο:
M. Hauke, Karl Rahner nella critica di Leo Scheffczyk, στο Karl Rahner – Un’analisi critica, επιμ. Padre Serafino M. Lanzetta, Cantagalli, Siena 2009, σ. 272.

3«Όταν μιλάμε για αυτοεπικοινωνία εκ μέρους του Θεού, δεν πρέπει να κατανοούμε αυτόν τον όρο με την έννοια ότι ο Θεός, σε κάποια αποκάλυψη, θα έλεγε κάτι για τον Εαυτό του» — αλλά αυτο-επικοινωνείται στον άνθρωπο και στην ιστορία της ανθρωπότητας: «ο άνθρωπος είναι το γεγονός της απόλυτης και συγχωρητικής αυτοεπικοινωνίας του Θεού».
K. Rahner, Corso fondamentale sulla fede, όπ. παρ., σ. 163.

4«Ο κόσμος μεσιτεύει προς τον Θεό ως προς εκείνον που αυτοεπικοινωνείται μέσα στη χάρη, και υπό αυτή την έννοια ο χριστιανισμός δεν γνωρίζει κανέναν ιερό, περιορισμένο τομέα, μέσα στον οποίο και μόνο θα μπορούσαμε να βρούμε τον Θεό».
K. Rahner, Corso fondamentale sulla fede, όπ. παρ., σ. 205.

5«Η ιστορία της σωτηρίας ως τέτοια είναι αναγκαστικά συνυπάρχουσα με την ιστορία εν γένει … και όχι απλώς εκεί όπου αυτή εξελίσσεται κατά τρόπο ρητά θρησκευτικό».
Ivi, σ. 198.
«Οπουδήποτε εξελίσσεται μια ατομική και συλλογική ιστορία της ανθρωπότητας, εκεί εκτυλίσσεται όχι μόνο μια ιστορία της σωτηρίας, αλλά και μια ιστορία της αποκάλυψης με την κυριολεκτική σημασία του όρου».
Ivi, σ. 197.

Δεν υπάρχουν σχόλια: